23/2/09

Η ΒΑΝΕΣΑ - ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 1

Μια μέρα που ήμουν έξω στο μπαλκόνι, σηκώθηκε άνεμος και έφερε ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο κλουβί μου. Περίεργο όπως είμαι, πήγα κοντά και το τράβηξα μέσα. Ήταν μια μικρή ιστορία, γραμμένη δεν ξέρω από ποιον, που την έφερε η πνοή του ανέμου, μέσα από κάποιο ανοιχτό παράθυρο, σε μένα. Αντιγράφω.

"Η Βανέσα, εμφανώς δυσαρεστημένη, κλώτσησε το λάστιχο του τζιπ, κινδυνεύοντας να στραπατσάρει τη μύτη του πανάκριβου παπουτσιού της. Σήμερα της έτυχε αυτή η αναποδιά που βιαζόταν να πάει στο Μοσχάτο! Μέρα μεσημέρι, δεν της έφτανε η κίνηση, έπαθε και το λάστιχο. Κλείδωσε το τζιπ και σταμάτησε ένα ταξί. Τα αυτοκίνητα προχωρούσαν σημειωτόν, το ταξί είχε άλλους δύο επιβάτες και όταν του είπε τον προορισμό της, ο ταξιτζής προσφωνώντας τη "κοπελιά", έκφραση που της στρίβει τα άντερα, τη συμβούλεψε να πάρει τον ηλεκτρικό που περνούσε εκεί κοντά, αν βιαζόταν τόσο πολύ. Δεν είχε πάρει ποτέ της τον ηλεκτρικό, αυτό της έλειπε! Τι να έκανε όμως? Πού πήγε κι αυτός ο άνθρωπος να μείνει? Στο Μοσχάτο. Δεν ήξερε ούτε που έπεφτε. Η ανάγκη την έκανε να ρωτήσει ένα περαστικό και να κατευθυνθεί εκεί που της είπε. Τρόμαξε να βγάλει εισητήριο, τρόμαξε να βρει τον τρόπο για να το ακυρώσει και βηματίζοντας εκνευρισμένη, με τα ψηλά της τακούνια, πάνω κάτω στην πλατφόρμα, περίμενε το τρένο. Μέσα της έβραζε! Αυτή, η Βανέσα, πού? στον ηλεκτρικό περιτριγυρισμένη από.... μπλιάχ! όλους αυτούς!

Η εικόνα που έδινε σε όλους όσους περίμεναν υπομονετικά το τρένο ήταν πολύ διαφορετική από όσα σκεφτόταν αυτή για αυτούς. Επειδή πολύ απλά, η Βανέσα ήταν χάρμα οφθαλμών. Δεν υπήρχε άνθρωπος οποιασδήποτε ηλικίας ή φύλου που να μη μαγευόταν από το παρουσιαστικό της. Δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο στο πέρασμα της και ακόμα και τα κρυφά ή διακριτικά βλέμματα που της έριχναν, όταν προσπερνούσε γινόντουσαν απροκάλυπτα γυρίσματα κεφαλιού για να τη θαυμάσουν και από πίσω. Αυτά η Βανέσα τα ήξερε αλλά, εδώ και καιρό, την άφηναν αδιάφορη. Είχε όλα όσα ήθελε : ήταν μόνο 23 ετών, πανέμορφη, πλούσια, είχε ένα θαυμάσιο σπίτι στην Κηφισιά με εσωτερική πισίνα, ένα τζιπ και μια γκαρνταρόμπα γεμάτη ρούχα και παπούτσια. Μια χαρά ήταν η ζωή της, δεν είχε κανένα παράπονο. Οι άλλοι, ειδικά αυτοί "οι άλλοι", αυτής της γειτονιάς, αυτού του σταθμού, την άφηναν αδιάφορη.

Βημάτιζε πάνω κάτω και καθώς η ώρα περνούσε και το τρένο δεν ερχόταν, ένιωθε έτοιμη να εκραγεί. Το κεφάλι της ήταν βαρύ από το χτεσινό βράδι κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που επέτεινε τον εκνευρισμό της. Φορούσε μια μαύρη φούστα σε ίσια γραμμή και λευκό πουκάμισο με ένα ζωγραφισμένο στο χέρι μοτίφ. Το πανωφόρι της της έφτανε σχεδόν μέχρι τους αστραγάλους αλλά με την κορμοστασιά που είχε, το μακρύ αυτό πανωφόρι της έδινε μιαν αέρινη κίνηση. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, καστανά ανοιχτά με ανάλαφρες φυσικές μπούκλες. Το πρόσωπο της θύμιζε πρόσωπα διαφημίσεων καλλυντικών φωτογραφημένα γκρο πλαν και μετά από ψηφιακή επεξεργασία. Ήταν τέλεια.

Επιτέλους ήρθε το τρένο. Μπήκε μέσα κοιτάζοντας αδιάφορα και έκατσε σε μια κενή θέση. Η σκέψη της γύρισε στο χτεσινό βράδι. Τι κέφι ήταν αυτό? Χόρεψε μέχρι το πρωί, δεν θυμάται πόσους χορούς, δε θυμάται καλά καλά όλους όσους ήταν στο πάρτυ, δε θυμάται ούτε με ποιον κοιμήθηκε. Θυμάται μόνο πόσο ωραία ένιωσε για ακόμη μια φορά όταν σνίφαρε την άσπρη σκόνη. Το τρελό κέφι και την ενεργητικότητα που της δημιούργησε! Ωραία που είναι η ζωή! Χτες για πρώτη φορά, όμως, η Μπέτυ την έπεισε να της δώσει το χέρι της για να της κάνει την ένεση. Από μικρή φοβόταν τις βελόνες και στη θέα τους σχεδόν λιποθυμούσε. Περηφανευόταν ότι δεν έχει κάνει ποτέ ένεση στον πωπό της. Το χτεσινό βράδι όμως ήταν διαφορετικό. Από δω την είχε η Μπέτυ από κει την είχε, την έκανε να το αποφασίσει. Ας δοκίμαζε κι αυτό. Η Μπέτυ την καθησύχασε ότι η τρύπα δε θα φαινόταν καθόλου κι εκείνη θα πετούσε στα σύννεφα. Μία φορά ήταν καμία. Τελικά δεν ήταν τίποτε σπουδαίο κι αυτό! Ένας μύθος! Η αίσθηση ήταν υπέροχη, τα χέρια που την αγκάλιαζαν πουπουλένια, τα χείλη που την ακουμπούσαν ζεστά, το μέρος ονειρικό!

Τις σκέψεις της διέκοψε κάποιος που μπήκε στο βαγόνι και άρχισε κάτι να λέει. Ήταν νέος και κάτω από το βρώμικο παρουσιαστικό και το αξύριστο πρόσωπο, ωραίος. Η Βανέσα ήταν ειδική σε αυτά τα θέματα. Ήταν γύρω στα 25, ψηλός και μελαχροινός. Φορούσε ένα βρώμικο πανωφόρι και ξεχαρβαλωμένα παπούτσια. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και στα μάτια του διάβασε την απόγνωση. Τι θέαμα κι αυτό! Τι ήθελε αυτός μέρα μεσημέρι και τι έλεγε απευθυνόμενος σε όλους τους επιβάτες? Ενοχλημένη, προσήλωσε την προσοχή της και άκουσε. Ήταν χρήστης ουσιών και ζητιάνευε λεφτά για να αγοράσει τη δόση του. Είχε το θάρρος να ομολογεί ότι γύρευε λεφτά, ζητούσε συγνώμη για την ενόχληση που προκαλούσε και γύριζε με απλωμένο χέρι ανάμεσα στους επιβάτες. Ε αυτό πια παραπήγαινε! Πού βρισκόταν? Πώς ανεχόντουσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι τέτοια θεάματα. Σε τι γειτονιά βρισκόταν? Σε τι μέρος, επιτέλους? Φρίκη! Ένιωσε ανείπωτη φρίκη! Ήταν παγιδευμένη σε μια ...μια... κωλογειτονιά, στη μέση του πουθενά, περιτριγυρισμένη από...από ...εργάτες κακοντυμένους, κυράδες με ρούχα πανεριών και ....πήγαινε πού? Πότε θα έφτανε? Τι δουλειά είχε αυτή εκεί? Πώς την έπαθε έτσι? Και καπάκι της ήρθε και αυτό το γελοίο πρεζόνι που την ενοχλούσε στα μάτια, στα αυτιά και στη μύτη.

Ως εδώ. Δεν είχε καμία σχέση η Βανέσα με όλα αυτά. Αυτή ήταν μια πριγκήπισσα που για να πάει γρήγορα στο σπίτι του Παύλου να πάρει λίγη σκόνη, αναγκάστηκε να μπει στο βούρκο, να κολυμπήσει στην πλέμπα των εργατικών συνοικιών, να ρίξει τα μάτια της σε ανθρώπους που σιχαινόταν. Σηκώθηκε αγέρωχη και ετοιμάστηκε να κατέβει στην επόμενη στάση. Δεν της πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι το γελοίο πρεζόνι ήταν μια πρόγευση του μέλλοντος της."

Ο ΠΤΕΡΩΤΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

Κυριακή πρωί και στην Αθήνα έκανε πολύ κρύο. Η Τσιριμπόμ ξύπνησε πρωί όπως πάντα. Ο κύριος μου είχε ήδη φύγει για την πεζοπορία του στον Ελικώνα, φορτωμένος ζεστά ρούχα και φαγητά. Το κανονικό μου αφεντικό κοιμόταν μακάρια, τυλιγμένο σε ροζ όνειρα μια και το προηγούμενο βράδυ είχε δεξιωθεί τους στρατηγούς. Ο Χόλιους κοιμόταν κι αυτός όσο πιο πολύ μπορούσε, προκειμένου να γλυτώσει ώρες και λεπτά αναγκαστικού διαβάσματος. Η κυρία μου ετοίμασε τη μπανιέρα να λουστώ και μου ανακοίνωσε ότι δε θα με έβγαζε έξω γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό και φοβόταν για την υγεία μου. Έκατσε μαζί μου στο σαλόνι και διάβαζε με ενδιαφέρον το βιβλίο της. Δεν έκανα καν τον κόπο να πλησιάσω. Σιγά μην καταδεχτώ! Το σκατοβιβλίο λεγόταν "Λουιζίτο" και ήρωας ήταν ένας παπαγάλος. Αρκετά με αυτά τα σιχαμένα πουλιά! Αντί για οποιαδήποτε αντίδραση βούτηξα στη μπανιέρα μου και λουζόμουνα με τις ώρες.
Τι ωραία ησυχία! Λατρεύω αυτά τα πρωινά της Κυριακής που όλοι κοιμούνται κι εγώ με την κυρία μου καθόμαστε μαζί στο σαλόνι και ασχολούμαστε με τα χόμπυ μας! Κατά τις 10 πήγαμε στη μαμά της για καφέ. Η μαμά της, όπως σας έχω πει, μένει από κάτω ακριβώς. Κάθε πρωί λοιπόν υπάρχει μια ιεροτελεστία καφέ στην οποία....όχι....δε θα σας πω τίποτε τώρα...αυτή αποτελεί από μόνη της μια ιστορία για άλλη φορά.
Ήπιαμε και τον καφέ με τη γιαγιά και μετά η κυρία μου ετοιμάστηκε να πάει με τον ηλεκτρικό να δει την πεθερά της και να φάνε μαζί. Η Τσιριμπόμ και η πεθερά φημίζονται για τη λαιμαργία τους! Συνήθως κατεβαίνουμε στο Μοναστηράκι, αγοράζουμε τα περίφημα σουβλάκια του "Θαδδαίου" και ανηφορίζουμε με το μετρό για τους Αμπελοκήπους. Το πεθερικό, ανίκανο πλέον να βγει έξω λόγω της επώδυνης οστεοαρθροπάθειας η οποία το έχει καθηλώσει, καραδοκεί πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας να έρθει η νύφη του με τα σουβλάκια! Το πάρτυ γίνεται στο τραπέζι του χωλ. Το πεθερικό αρνείται σεμνά να φάει παραπάνω από ένα σουβλάκι, ένεκα το ζάχαρο. Η κυρία μου, υπέρμαχος της ποιότητας ζωής, έχει αγοράσει 4-5 σουβλάκια παραπάνω, υποτίθεται για το βράδι και για την γκουβερνάντα η οποία θα γυρίσει από το ρεπό της. Μετά το φαγητό φεύγει, γνωρίζοντας όμως πολύ καλά ότι αυτό είναι το σύνθημα για το πεθερικό που σπεύδει σαν άλλος Κεντέρης με το πι του, να συνεχίσει ατομικά πλέον το πάρτυ καταβροχθίζοντας τα σουβλάκια μέχρι το βράδι.
Τελευταία στιγμή αποφάσισα να πάω μαζί με την κυρία μου, μήπως και της υπέβαλλα τη σκέψη να πάμε στο παζάρι της Κυριακής στον Πειραιά, καθοδόν για την πεθερά. Έχω καημό να το επισκεφθώ μια φορά. Μπορεί να βρω μια μπανιέρα Λουδοβίκου 14ου χρυσοποίκιλτη για να λούζομαι! Κάθε που περνάμε με το αυτοκίνητο και οδηγεί ο κύριος μου, τον ακούω να στολίζει με διάφορα κοσμητικά επίθετα το Δήμαρχο που "επιτρέπει όλο αυτό το σκουπιδαριό στην πόλη" και με ανάλογα κοσμητικά όλους αυτούς που "δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν και ψάχνουν ανάμεσα στα σκουπίδια και τη σαβούρα". Εγώ και η κυρία μου δε συμμεριζόμαστε καθόλου αυτές τις απόψεις. Ψοφάμε για παζάρια και σαβούρες. Πιστεύουμε ότι στα παζάρια μπορεί να βρεις διαμάντια στη λάσπη, άμα ψάξεις. Αλλά όταν μιλάει έτσι ο κύριος εμείς καταπίνουμε τη γλώσσα μας και κάνουμε τις πάπιες!
Έχω γράψει και παλιότερα : αυτά τα ταξίδια προς την πεθερά είναι πολυπολιτισμικά. Το λεωφορείο από το σπίτι μας μέχρι τον ηλεκτρικό ζήτημα είναι αν έχει 5 έλληνες. Οι γύρω του ηλεκτρικού δρόμοι καταλαμβάνονται από μια πληθώρα λούμπεν στοιχείων, αλλοδαπών και ελλήνων. Τα βαγόνια κυριολεκτικά λυγίζουν από το βάρος των αγορών, των παιδιών, των καροτσιών, των ολόκληρων οικογενειών, των ημεδαπών απόστρατων ζωής και αλλοδαπών ελπίδων μιας καλύτερης ζωής.
Η κυρία μου έκατσε στη θέση της και περίμενε, σαν την ταραντούλα, τα θύματα της. Μπήκαν δύο αλλοδαποί με δύο τεράστιες σακκούλες από όπου ξεπρόβαλλαν ισάριθμες κουβέρτες. Οι κουβέρτες ήταν ολοκαίνουριες και είχαν ένα χρώμα μπεζ συνδιασμένο με ροζ και λαχανί. Σε λίγο ήρθαν ακόμα δύο αλλοδαποί, ενθουσιασμένοι με κάτι έθνικ CD που αγόρασαν. Τα θαύμαζαν στριφογυρίζοντας τα από δω κι από κει, παρατηρώντας με δέος τα εξώφυλλα. Στα εξώφυλλα, με πλάγια βλέμματα εγώ και η κουτσομπόλα η κυρία μου, είδαμε κάτι κοπέλες με φούξια σάρι και φορτωμένες χρυσαφικά να λικνίζονται σε υποτιθέμενους ρυθμούς. Τίποτα το αξιοσημείωτο μέχρι τώρα. Η μυρωδιά του μπαγιάτικου τσιγάρου ήρθε στα ρουθούνια μας και αντικρύσαμε έναν παππού κακοντυμένο που έκατσε σε μια άδεια θέση. Φορούσε 2 χοντρά χρυσά δαχτυλίδια, ένα σε κάθε χέρι και γιαλιά ηλίου "μάσκα", δεκαετίας ΄80. Κρατούσε με φροντίδα τα αποκτήματα του, δύο στραπατσαρισμένες ξύλινες σκαλιστές κορνίζες. Εκεί κατάλαβα ότι η κυρία μου έβαλε στο πρόγραμμα να επισκεφθεί οπωσδήποτε το παζάρι μια επόμενη φορά. Την έπιασα να ζηλεύει τις κορνίζες, (τις οποίες υπέθεσε ότι τις αγόρασε 3 ευρώ τη μία) και να τις φαντάζεται ωραία βαμμένες και περιποιημένες να στολίζουν κάποιο δωμάτιο της επαύλεως μας!! Έχουμε κι αυτό τώρα! Την έπαυλη στα Κουκουβάτα!
Λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο, μπήκε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κι έκατσε απέναντι μας. Δεν είχαν τίποτε το περίεργο, αντιπροσώπευαν ένα ζευγάρι ετών το οποίο κάπου πήγαινε. Μιλούσαν χαμηλόφωνα κι έλεγαν τα δικά τους. Η κυρία ήταν κοντά στα 70, καλοστεκούμενη, ντυμένη με μαύρο παντελόνι, μπορντώ μπουφάν, μαύρο κασκόλ και μαύρη τραγιάσκα. Αν και μοντέρνα ντυμένη, το ντύσιμο αυτό της πήγαινε πολύ. Υπήρχε όμως μια λεπτομέρεια που προσέδιδε στο σύνολο αυτό το "κάτι". Ο πτερωτός δράκος. Η κυρία μου τρόμαξε να αποσαφηνίσει αυτό το δεδομένο. Οι πτερωτοί δράκοι ήταν σκουλαρίκια που έδρευαν στα αυτιά της κυρίας. Για σκουλαρίκια ήταν τεράστια. Ο κάθε δράκος ήταν χρυσός, με καμπυλωτό σώμα το οποίο περιέκλειε μια κόκκινη πέτρα σε σχήμα αυγού. Ο δράκος είχε απόλα : το χρυσό καμπυλωτό σώμα με την περίτεχνη ουρά, το μεγαλόπρεπο κεφάλι με το μισάνοιχτο απειλητικό στόμα αλλά τα καλοσυνάτα μάτια και τα απλωμένα φτερά που νόμιζες ότι θα τον πάρουν μακριά, από στιγμή σε στιγμή, από τα αυτιά της κυρίας! Βλέπετε προστάτευε μια κόκκινη πέτρα και κάπου είχε προορισμό να την πάει! Η κυρία μου ξετρελάθηκε! Έβγαλε από την τσάντα της τα γιαλιά ηλίου για να μπορέσει, πίσω από τα σκούρα τζάμια, να περιεργαστεί με την ησυχία της τους δράκους. Κι όμως! Οι δράκοι, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, δεν ήταν αντιαισθητικοί. Περισσότερο αντικατόπτριζαν μια εποχή για πάντα χαμένη κι έδιναν μια νοσταλγική νότα στην εικόνα του ζευγαριού. Η ατμόσφαιρα που με περιτύλιξε ήταν παρισινή. Και σας το λέω αυτό γιατί ξέρετε πολύ καλά πόσο περιπαικτικό και κακό είμαι. Αλλά ενώ κανονικά οι δράκοι θα ήταν για μένα προσφιλές θέμα για δηκτικά σχόλια, αντίθετα ....δεν μπορώ να τα κάνω! Οι φτερωτοί δράκοι θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν από κάποιον Λούλη Καραλούλη, σύμβουλο μόδας, ως vintage κομμάτια. Πιστεύω όμως ότι όταν η κυρία μετοικήσει για πάντα, κάποια αδιάκριτη νύφη με χοντρό πωπό, θα χώσει τη μύτη της στα συρτάρια της, θα ανασύρει τους δράκους, θα φρίξει, θα σχολιάσει υποτιμητικά την πεθερά και θα τους εκσφενδονίσει στα σκουπίδια. Καημένοι δράκοι! Χαρείτε την Αθήνα, όσο μπορείτε πάνω στα αυτιά της κυρίας σας! Το μέλλον σας αποκαλύπτεται ζοφερό!

21/2/09

ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Η κυρία μου εκείνο το πρωί θα πήγαινε στη δουλειά της με το λεωφορείο. Ο καιρός ήταν καλός και αποφάσισα να πάω μαζί της να χαζέψω τους ανθρώπους. Το λεωφορείο ήταν διπλό και μισογεμάτο. Ο κόσμος ταξίδευε αμίλητος και νυσταγμένος. Η κυρία μου βολεύτηκε όρθια κι εγώ πρόσεξα να μη με ενοχλεί το χέρι της και ξεκαρφιτσωθώ. Δε μου άρεσε καθόλου η ιδέα να τσαλαπατηθώ από όλους αυτούς τους άγριους. Δίπλα της ήταν δύο παληκαράκια που έμοιαζαν με φοιτητές. Έβλεπα την κυρία μου να τα κοιτά και ήξερα τι σκεφτόταν. Σκεφτόταν το κανονικό αφεντικό μου το οποίο ταυτόχρονα (όπως ήδη γνωρίζετε) είναι ο μεγάλος της γιος. Αναλογιζόταν πόσο γρήγορα μεγάλωσε και πόσο γρήγορα πλησιάζουν οι εξετάσεις του που ίσως τον πάρουν από κοντά της σε κάποια μακρινή επαρχία.

Μέσα σε αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις και στην ησυχία ακούστηκε μια φωνή. Η φωνή μιλούσε στο τηλέφωνο και θα συνέχιζε να μιλά για 20 λεπτά που θα διαρκούσε η διαδρομή μέχρι τον ηλεκτρικό. Είναι απερίγραπτα όσα ακούγονταν και είναι αδύνατο να τα μεταφέρω όλα. Είναι επίσης δύσκολο να αποδώσω με ακρίβεια το κλίμα που επικράτησε μέσα στο λεωφορείο αλλά θα προσπαθήσω. Η λέξη που απόσπασε την προσοχή σε όλο το λεωφορείο και μας έκανε να παρακολουθήσουμε όλη την κουβέντα ήταν η λέξη που έλεγε η κυρία ξανά και ξανά "όρχες". Όπως το ακούτε : "όρχες". Αρχικά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε σε τι αναφερόταν. Παραθέτω ό,τι θυμάμαι : " Όταν του κοπούν οι όρχες αυτός θα θέλει ακόμα να κάνει έρωτα κι εσύ τι θα κάνεις? Είναι δύσκολο αυτό το πρόβλημα. Πρέπει να προσέξεις πολύ. Θα είναι ανήσυχος, θα έχει νεύρα. Θα πρέπει να δείξεις μεγάλη υπομονή. Οι όρχες είναι βασικοί για τον οργανισμό του. Αλλά κι εσύ τι να κάνεις? Άμα του κόψουν τους όρχες εσύ θα ξενοιάσεις!" Ήμαρτον! Τι έλεγε η γυναίκα πρωί πρωί μέσα στο λεωφορείο? Μιλούσε ατάραχη, δυνατά και με ύφος ειδήμονα. Το λεωφορείο έστεκε απορημένο. Τα συναισθήματα ήταν ένα μίγμα αηδίας, απορίας και εκπληξης. Όλοι έριχναν κλεφτές ματιές στο πρόσωπο που μιλούσε στο τηλέφωνο και περίμεναν με αγωνία την εξέλιξη της συνομιλίας. Τι θα γινόταν παρακάτω? Πότε θα τους έκοβαν σε αυτόν το δύστυχο και γιατί άραγε? Όλο το λεωφορείο ανατρίχιαζε! Η εξέλιξη κρεμόταν από μια κλωστή! Η κυρία συνέχισε κι εμείς όλοι κρατούσαμε την ανάσα μας. "Δε θυμάσαι τι έγινε με τον δικό μου?" Θεέ μου! Υπήρχε λοιπόν και δικός της! Απίστευτο! Μήπως έχουμε μείνει πίσω από τις εξελίξεις εγώ και η κυρία μου, χωμένοι μέσα στη βολεμένη καθημερινότητα μας? Μήπως έχουν αλλάξει τα πράγματα και το να κόβεις τους όρχεις αποτελεί πλέον μια καινοτομία της σύγχρονης ζωής?

Περίμενα με αγωνία την εξέλιξη, εγώ, η κυρία μου, οι φοιτητές, ένας κύριος που μπήκε σε μια στάση και όσοι καταλάβαιναν ελληνικά μέσα στο όχημα. Δε θα σας κουράσω άλλο. Ο γρίφος λύθηκε, ο κόσμος που κρατούσε την αναπνοή του, εξέπνευσε και η κυρία συνέχισε : "Δε θυμάσαι? Πριν πάρω την .......(Φουκαριάρα) δεν είχα τον ......(Φουκαρά)? Ειχα πάει να τον ευνουχίσω γιατί μου το είχε πει ο κτηνίατρος. Είναι καλύτερο για τα ζώα άμα ζούνε σε διαμερίσματα. Αλλά μετά θα πρέπει να προσέχεις τι θα τρώει για να μη σου παχύνει. Θα αγοράζεις τροφή που να είναι ....(παρατίθενται συμβουλές και μάρκες). Θα τον ζυγίζεις κάθε βδομάδα και άμα ξεφεύγει το βάρος θα του κάνεις δίαιτα." Οι φοιτητές είχαν μπει πια στο νόημα κι άρχισαν να κάνουν χαμηλόφωνα σχόλια, γελώντας. Ο κύριος συμμετείχε κι αυτός ενισχύοντας τα σχόλια των νεαρών. Κεφάλια κουνιόντουσαν από όλες τις πλευρές αναζητώντας να δουν τι πρόσωπο είχε το ον που μιλούσε. Ακολούθησε ένας καταρράκτης συμβουλών και υποδείξεων. Μάθαμε πώς βουρτσίζεται το τρίχωμα του (ευνουχισμένου) σκύλου, πώς τον παίρνεις αγκαλιά για να τον ζυγίσεις (δηλαδή ζυγίζεσαι μόνη σου, ζυγίζεσαι με το σκύλο και αφαιρείς το ένα βάρος για να μάθεις το δεύτερο!), πού να ψάξεις για πλαστικά κόκκαλα για να παίζει, ποιο περιλαίμιο είναι καλύτερο και ένα σωρό άλλα. Οι φοιτητές είχαν ξακαρδιστεί πλέον. Έκαναν φωναχτά σχόλια και αντάλλασσαν προχωρημένες απόψεις με τον κύριο. Το λεωφορείο παλλόταν από διασκέδαση αλλά και αγανάκτηση. Εγείρεται το ερώτημα : πώς είναι δυνατόν να επέμβεις σε τέτοιες καταστάσεις? Πώς θα μπορούσαμε να βάλουμε φρένο στην ηλίθια συμπεριφορά που είμαστε αναγκασμένοι να ανεχόμαστε στα μέσα μαζικής μεταφοράς? Απλούστατα, δεν υπάρχει λύση νομίζω. Σε όποιον δεν αρέσει ο συγχρωτισμός ας πάρει ταξί.
Αλλά η ιστορία είχε και συνέχεια. Όχι με τη συγκεκριμένη κυρία αλλά με δύο άλλες. Την ίδια μέρα η κυρία μου επέστρεψε σπίτι με ένα ανάλογο λεωφορείο. Ήταν κουρασμένη και ευτυχώς βρήκαμε θέση και καθίσαμε. Πίσω μας ακριβώς κάθονταν δύο κυρίες και μιλούσανε σιγά και διακριτικά. Η κυρία μου κι εγώ άθελα μας ακούγαμε. Ήταν η τραγική εποποιία φίλων, συγγενών και γειτόνων που μετακόμισαν σε τόπους χλοερούς. Η κουβέντα περιείχε άφθονα φιλοσοφικά συμπεράσματα (η υγεία είναι το παν αλλά δεν το εκτιμούμε μέχρι να το χάσουμε, η ζωή είναι λίγη και πρέπει να την χαιρόμαστε, τα πλούτη μένουν εδώ και δεν αγοράζουν την υγεία κλπ, κλπ), πολλές μακάβριες λεπτομέρειες (δε θέλω να σας τις πω), πολλές ανακλήσεις (θυμάσαι τον ξάδελφο της διπλανής μας που είχε μια ελιά? Ήταν τελικά κακόηθες μελάνωμα και πέθανε μέσα σε 6 μήνες), πολλές υπενθυμίσεις (εεκείνος ο θείος σου τελικά πέθανε? Έχεις μάθει? ), πολλές ενημερώσεις (αυτός που έχτισε την πολυκατοικία στη γωνία, τα έμαθες? Είχε καρκίνο στομάχου, το έμαθε ξαφνικά και σε δύο μήνες πέθανε), πολλές διαπιστώσεις (η Ελενίτσα πέθανε πολύ νέα, αυτός ο καρκίνος του μαστού θερίζει).....
Η κυρία μου σηκώθηκε, πάτησε το κουδούνι και κατεβήκαμε στην επόμενη στάση. Περπατήσαμε 3 στάσεις μέσα στο κρύο αλλά δε με ένοιαζε. Πήγαμε στο DVD club, νοίκιασε μια ταινία με τον James Bond, γύρισε σπίτι, έβαλε τις πιζάμες με τα σκυλάκια, χώθηκε στο κρεβάτι της και βυθίστηκε στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης βλέποντας τον πράκτορα να διεκπεραιώνει τις αποστολές του. Καλύτερα έτσι παρά με φάρμακα.....

18/2/09

ΤΟ ΡΕΣΤΩΡΑΝ

"Είναι Σάββατο κι εγώ ξέρω ότι τα Σάββατα ο κόσμος ξεκουράζεται από όλη του την εβδομάδα". Αυτά άκουσα να μονολογεί η κυρία μου, ελαφρά αγανακτισμένη, πηγαινοερχόμενη μέσα στο δωμάτιο, με πρόσχημα κάτι ρούχα που δίπλωνε και ξεδίπλωνε. Εννοούσε την εβδομάδα των Παθών, του ατέλειωτου μποτιλιαρίσματος στους δρόμους, τη συναναστροφή με ακατάλληλους ανθρώπους και την αναγκαστική συνύπαρξη με ένα σωρό ηλίθιους, την πολλή δουλειά, τα ατελείωτα προβλήματα προς επίλυση...Αλλά άλλες οι βουλές της Βερενίκης. Την πήρε τηλέφωνο και την ώθησε να δώσει τη συγκατάθεση της για μια βραδυνή έξοδο. Η Τσιριμπόμ συχαίνεται τις εξόδους των Σαββάτων. Σιχαίνεται όλο αυτό το στήσιμο, τα καλά ρούχα, τα περιποιημένα μαλλιά, τα ρεστωράν και όλα τα συναφή. Αν την άφηνες θα έβαζε τις (γνωστές) πυζάμες με τα προβατάκια, θα έπαιρνε και το βιβλίο της και θα διάβαζε στο κρεβατάκι της. Γερνάει? Ναι, καλά λέτε! Γερνάει! Πώς δεν το είχα καταλάβει! Τι απλό! Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, ποτέ δεν της άρεσαν ιδιαίτερα τα ξενύχτια, η ορθοστασία σε μέρη που ουρλιάζεις στο αυτί του διπλανού σου κρατώντας ένα ποτήρι με ποτό, η πολυκοσμία...
Τέλος πάντων, επειδή η Τσιριμπόμ πειθαρχεί πάντα στη Βερενίκη, άρχισε να σκέφτεται το θέμα. Αφού ήταν να βγουν, έπεισε με τη σειρά της τη φιλενάδα της, να πάνε σε ένα ρεστωράν της μόδας, εξειδικευμένο στα tango. Καθότι καβούρια οι δύο φίλες, κι επειδή η κυρία μου είχε ξαναπάει και ήξερε, ενημέρωσε τη Βερενίκη ότι θα έπρεπε να πάρουν μια σαλάτα μόνο και τα κύρια πιάτα με το κρασί, αν δεν ήθελαν να φύγουν με τα βρακιά και τα σουτιέν. Καταστρώνοντας τα επιτελικά τους σχέδια, ανακοίνωσαν στους συζύγους τα πορίσματα, τα οικονομικά προγράμματα και ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο πήγαν.
Ήταν στη μέση τα tango και γι΄αυτό αποφάσισα να πάω κι εγώ. Με ενδιέφερε η μουσική πλευρά της βραδιάς. Δεν ήμουν όμως καθόλου κεφάτο. Με βγάλανε το πρωί στο μπαλκόνι, έκανε απίστευτο ψόφο και επιπλέον μου βάλανε τη μπανιέρα μου, οπότε έκανα μπάνιο με 0 βαθμούς Κελσίου. Ούτε στη Φιλανδία να ζούσα! Η Τσιριμπόμ γκρίνιαξε στο κανονικό αφεντικό μου ότι θα κρυώσω και δεν μπορεί να γιατροπορεύει (και) πνευμονίες καναρινιών αλλά αυτός πέρα έβρεχε. Ο αναίσθητος! "Δεν παθαίνει τίποτε", της είπε "έχει τα φτερά του". Ναι, βρε, ζώον - αφεντικό, έχω τα φτερά μου αλλά δε βλέπεις τον τελευταίο καιρό ότι μαδάω και με έχετε πήξει στα αυγά και τις βιταμίνες? Και μετά, μπορούσα να μη λουστώ? Πώς θα έβγαινα έξω το βράδι? Η αγανάκτηση, ώρες ώρες με κάνει να ξεφεύγω από το θέμα.
Το μαγαζί λεγόταν "Ακορντεόν" και ήταν σε μια περιοχή Μπύθουλα. Ξέρετε ότι αποκαλώ Μπύθουλες όλες τις υποβαθμισμένες περιοχές συλλήβδην, μαζί και τη δικιά μας, καθότι μου αρέσει να αυτοσαρκάζομαι. Αυτή η περιοχή παραήταν Μπύθουλας αλλά ποιον τον ένοιαζε? Αυτό είναι ταλέντο! Να αγοράζεις για ένα κομμάτι ψωμί ένα ερείπιο σε ένα Μπύθουλα, να το σουλουπώνεις απέξω, να το βάφεις μέσα μαύρο, να το στολίζεις, να το βαφτίζεις αργεντίνικο ρεστωράν και μετά να βρίσκεις τον τρόπο να το διαφημίζεις. Αποτέλεσμα : να θησαυρίζεις! Οι κύριοι μου, το ξαναλέω, είναι ηλίθιοι που δεν πλούτισαν και είναι στην απέναντι όχθη : να μετράνε και τη δεκάρα για να πάνε στο "Ακορντεόν" . Η Τσιριμπόμ, ευρηματική πάντα, μεταμφίεσε το χάπι της ακριβής εξόδου, με το ότι γιόρταζαν αμφότεροι τις επετείους τους. Η Βερενίκη γνωρίστηκε με το Νέαρχο σε ένα αποκριάτικο πάρτυ που είχε πάει μαζί με την Τσιριμπόμ πριν 27 χρόνια (ουδέν σχόλιο για τα χρόνια, παρακαλώ!). Η Τσιριμπόμ γνωρίστηκε με τον κύριο μου στην τελετή ορκωμοσίας του, έναν Φεβρουάριο πριν 20 χρόνια! Γέροι άνθρωποι πια. Πάλι καλά που δεν ήρθαν με πι!
Το ρεστωράν ήταν άδειο όταν πήγαν αλλά σταδιακά γέμισε. Είχε αυτόν τον αέρα της επισημότητας και της χλιδής. Οι θαμώνες είχαν το ύφος υπεράνω. Αναρωτιόμουν πόσοι από αυτούς έκαναν τα ανάλογα οικονομικά σχέδια με τα αφεντικά μου και τους φίλους τους και πόσοι πήγαν χωρίς καν να σκεφτούν τι θα πληρώσουν. Καθόμαστε σε ένα στρογγυλό, υπερυψωμένο τραπέζι με θέα στην πίστα. Επικρατούσε ημίφως στην αίθουσα και στο τραπέζι μας είχε ένα κηροπήγιο με κερί που μας ενοχλούσε και το παραμερίσαμε. Δεν είμαι άδικο : ο χώρος ήταν ατμοσφαιρικός και προσεγμένος. Η πίστα ήταν μικρή γιατί ήταν Σάββατο και έπρεπε να χωθούν όσα περισσότερα τραπέζια γινόταν. Υποτίθεται ότι θα χόρευε ένα ζευγάρι αργεντίνων αλλά σχεδόν είχαμε αποφάει και αργεντίνους δεν είδαμε. Η κυρία μου ανησυχούσε και μετέδωσε την ανησυχία της και στη Βερενίκη. Δεν υπήρχε λόγος να πληρώσουν τόσα λεφτά αν δεν είχαν και το θέαμα του tango από τους επαγγελματίες. Με αυτά και με εκείνα παράγγειλαν εκτός από τα συμφωνημένα, δύο πρώτα πιάτα, ένα δεύτερο μπουκάλι κρασί, και γλυκά. Εγώ είχα πάρει κάτι πρόχειρους σπόρους για να ροκανίζω όσο θα έβλεπα το θέαμα των αργεντίνων αλλά αργεντίνους δεν έβλεπα. Το φαγητό δεν έλεγε πολλά. Τουλάχιστον δεν έλεγε τόσα όσα θα δικιολογούσαν την τιμή του. Κατά τις 12 και ενώ ήδη λαγοκοιμόμουν βγήκε το ζευγάρι των αργεντίνων, χόρεψαν ανόρεχτα ένα tango και αποσύρθηκαν. Σιγά τα ωά! Πολλή φασαρία για το τίποτα! Βγήκαν μερικές ακόμα φορές, χόρεψαν και αυτό ήταν! Χορός επαγγελματιών, σε συνθήκες διεκπεραίωσης, χωρίς ζωή και χωρίς ίχνος πάθους. Όξω από την πόρτα! Απογοήτευση σκέτη!
Σε κάποια στιγμή ο κύριος μου είπε ότι δεν ένιωθε καλά! Επειδή αυτός δεν παραπονιέται ποτέ, θορυβήθηκα. Τι δεν ένιωθε καλά? Το μέτωπο του γέμισε χοντρές σταγόνες ιδρώτα και έγινε κάτωχρος. Η κυρία μου δεν έδειξε τον πανικό της αλλά μέσα στο μυαλό της μια μεγάλη πινακίδα νέον αναβόσβηνε : "έμφραγμα, έμφραγμα". Μας κόπηκαν τα πόδια! Μέχρι κι εγώ ανησύχησα! Η Τσιριμπόμ μαζί με τον Νέαρχο τον πήραν και βγήκαν έξω. Άφησαν τη Βερενίκη να φυλάει το τραπέζι. Εκείνος έκατσε σε μια μισοσπασμένη ζαρντινιέρα, απέναντι από την είσοδο του μαγαζιού και προσπαθούσε να συνέλθει. Η κυρία μου τον ρωτούσε αν πονούσε στο στήθος αλλά ευτυχώς δεν πονούσε. Κάτι ήταν κι αυτό. Ένοιωθε να ανακατεύεται, ήθελε εμετό αλλά ευτυχώς δεν πονούσε. Σιγά σιγά συνήλθε και όταν άρχισε να τον ενοχλεί το κρύο πήγαμε μέσα. Τι έφταιξε? Η Βερενίκη διατεινόταν "το μάτι". Η κυρία μου δεν πιστεύει σε μάτια και φρύδια και προσπαθούσε να βρει πιο πραγματικά αίτια, όπως το κρασί. Τέλος πάντων ότι κι αν ήταν πέρασε αλλά άφησε στη βραδιά, μαζί με τα υπόλοιπα, μια ακεφιά.
Το αληθινό θέαμα για πολλούς ήταν το τραπέζι όπου έτρωγε με μεγάλη παρέα μια γνωστή ηθοποιός, η Όπη Ζουζούνη γιορτάζοντας τα γενέθλιά της. Στο τέλος και αφού το πρόγραμμα των αργεντίνων είχε τελειώσει χόρεψε έναν χορό με τον αργεντίνο, αρκετά καλά θα έλεγα. Ψιλοέπληξα πάντως. Δήθεν ιστορίες. Πολύ φρουφρου κι αρώματα και ουσία μηδέν. Όταν ήρθε ο λογαριασμός, έχασα ό,τι φτερά μου απέμειναν μετά από το πρωινό μπάνιο. 130 ευρώ! Είδα με τρόπο την κυρία μου να παίρνει ένα υπογλώσσιο χάπι. Ευτυχώς! Ανησυχούσα για την υγεία των αγγείων του εγκεφάλου της! Παρόλιγον έμφραγμα ο ένας, παρολίγον εγκεφαλικό η άλλη, εγώ τι θα γινόμουν?

3/2/09

Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ

Ακόμα να μου περάσουν τα νεύρα! Τι ήθελα και πήγα μαζί τους αν ήταν να πάρω τέτοια πίκρα? Οι κύριοι μου, ή μάλλον η κυρία μου αποφάσισε ότι έπρεπε να πάνε στα Κουκουβάτα, να δουν την πρόοδο των εργασιών στον κήπο της νεοαποκτηθείσης επαύλεως των. Η ερειπωμένη έπαυλις παραμένει ως έχει λόγω έλλειψης ρευστού. Αλλά ο κήπος ανετέθει προς καθαρισμόν και περιποίησιν εις αλλοδαπόν τινά. Η κυρία μου είχε κανονίσει να πάνε ομαδικώς εκεί το τριήμερο των Τριών Ιεραρχών που δε θα είχαν και τα μικρά αφεντικά σχολεία και πανεπιστήμια. Το κανονικό μου αφεντικό έκανε ως συνήθως το παπί, διότι ανέμενε τις αποφάσεις των στρατηγών. Το μικρό αφεντικό όμως αδημονούσε, ξύνοντας συνεχώς τα πλήκτρα των κινητών του (δύο έχει ο άθλιος!) και δίνοντας ραντεβού με τους πάντες. Έλα όμως που αρρώστησε! Άλλα υπολόγιζε και άλλα τον βρήκαν. Οι διάφοροι ιοί που καραδοκούσαν αποφάσισαν να μετοικήσουν στο λαιμό του. Έπεσε τάβλα θρηνώντας το χαμένο ταξίδι και τις χαμένες συναντήσεις! Η κυρία μου, όμως είχε αποφασίσει να πάνε γιατί όπως είπε "δουλειές από το τηλέφωνο δε γίνονται". Ο κύριος μου δεν πολυήθελε, επειδή και ο καιρός ήταν χάλια αλλά και ο κανακάρης του ασθενούσε. Το κανονικό μου αφεντικό από την άλλη, γύρισε από το κολυμβητήριο κουτσαίνοντας έχοντας χτυπήσει το γόνατο του και σκυλοβρίζοντας δήλωσε ότι δεν είπε ποτέ ότι θα έρθει. (Μήπως να γίνει πολιτικός?). Βέβαια ήταν και τα στρατηγεία που δεν ξέρουμε τι σκέφτονταν και σχεδίαζαν αλλά όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε δεν βγήκε κανένας και για πουθενά.
Η πρόγνωση του καιρού ήταν χάλια. Βροχές επί βροχών, ο τόπος εκεί κάτω έλεγαν οι πληροφορίες είχε μουλιάσει στο νερό και ο ήλιος ήταν απών για μέρες. Το ταξίδι ορίστηκε αυθημερόν για το Σάββατο. Εγώ το σκεφτόμουν. Να πάω ή να μην πάω? Στο σπίτι αν καθόμουν θα ήμουν τίγκα στον ιό και στη γκρίνια. Αποφάσισα να πάω μαζί τους. Μεταμορφώθηκα σε σιωπηλή καρφίτσα στο πέτο της κυρίας μου όπως πάντα. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες για το ταξίδι, για τον κήπο, την έπαυλη, τον μηχανικό κύριο Βαρθακίλα, τη συμβολαιογράφο κλπ. κλπ. Θα αναφερθώ μόνο στην επίσκεψη τους στο σπίτι του Λιά και της Διαμάντως. Ο νεανικός έρωτας του Λιά για τη Διαμάντω κατέληξε στην κλοπή της Διαμάντως, σε έναν άρον άρον γάμο και σε τέσσερα παιδιά. Αυτή ακόμα μοιάζει παιδούλα, αδελφάκι των παιδιών της. Αντιθέτως ο Λιάς, είναι πάντα ευδιάθετος, πάντα την αγαπάει αλλά μεταμορφώθηκε σε ένα ον 117 κιλών, με τεράστια κοιλιά, χωρίς δόντια, με δύσπνοια και με παράλληλη αγάπη για τα οινοπνευματώδη και το καλό φαγητό. Αγαπάνε και οι δύο, (εκτός από τα παιδιά τους και το στερνοπούλι και μόνο κορίτσι την Ηλέκτρα), τα πουλιά. Έχουν ένα σωρό καναρίνια και παπαγάλους. Τα προσέχουν σαν τα μάτια τους και τρομάζουν όταν τα θαυμάζουν οι άγνωστοι μήπως και τα ματιάξουν και τους ψοφήσουν. Συγκινήθηκα που είδα τόσους συγγενείς μου! Τη συνομιλία μας όμως τη διέκοπταν συνεχώς κάτι απίστευτες αγριοφωνάρες που έρχονταν από τη γωνία της κουζίνας. Η κυρία μου αναρωτήθηκε αμέσως ποιο ήταν το ον που τσίριζε έτσι. Η Ηλέκτρα ξεσκέπασε ένα στρογγυλό κλουβί στο πάτωμα, σκεπασμένο με ένα σεντόνι και ιδού! Αποκαλύφθηκε η πηγή του φθόνου μου! Ένας παπαγάλος. Ήταν μεσαίου κυβισμού, πράσινος στο χρώμα της ελιάς με ελαφρά πιο ανοιχτή την ουρά του. Το κορίτσι άνοιξε το κλουβί, του έτεινε το δάχτυλο και αυτός βγήκε και έκατσε πάνω. Είχα μείνει άναυδο! Κοίταξα έντρομο την πόρτα μήπως ήταν ανοιχτή και έφευγε και χανόταν για πάντα προσπαθώντας να ξαναβρεί την αυλή και το σπίτι μέσα σε χιλιάδες στέγες και αυλές! Αυτός ο φόβος στοιχειώνει την καναρινένια τακτοποιημένη ζωή μου : μήπως κάποιος ξεχάσει ανοιχτή την πόρτα μου και εγώ μπω στον πειρασμό να βγω έξω και χαθώ για πάντα! Τι εφιάλτης! Αυτός όμως δεν καταλάβαινε από τέτοια ψιλοπράματα. Στρογγυλοκάθισε στο δάχτυλο και μετακόμισε πολύ σύντομα στο δάχτυλο της κυρίας μου, η οποία με παρότρυνση της Ηλέκτρας αποφάσισε να δοκιμάσει αυτή την εμπειρία! Τι να πω! Έχασα πάσα ιδέα για την κυρία μου! Ο παπαγάλος έκατσε ώρα στο δάχτυλο της, μετακόμισε στον ώμο της και κατέβηκε στο στήθος της. Έκατσε να τον χαιδέψει στο κεφάλι και ξαναμετακόμισε στον ώμο της. Όταν της είπαν ότι άμα του τραγουδήσει αυτός θα χορέψει αυτή έσπευσε να το δοκιμάσει και αυτό. Τραγούδησε το "χέρια ψηλά" και ο παπαγάλος ξετρελάθηκε. Άρχισε να χορεύει στον ώμο της και να τσιρίζει! Αίσχος! Η ντροπή του είδους! Και μην πείτε ότι ζηλεύω! Χα! εγώ να ζηλέψω αυτον τον βρωμοπαπαγάλο! Δεν είμαστε καλά! Όποιος πλησίαζε την κυρία μου ο παπαγάλος τον τσιμπούσε. Καθόταν εκεί επάνω της και δεν ήθελε να φύγει. Κόντεψα να λυσσάξω γιατί η κυρία είναι δικιά μου. Σκατόπουλο! Όλο τσιρίδα και ιδέα! Τον κατέβασαν με το ζόρι από πάνω της και ο κύριος, ανίκανος να πετάξει όπως είδα, έκοβε αμέριμνος βόλτες μέσα στο σπίτι. Μέχρι και σοκολάτα έφαγε! Ο άθλιος! Ο επαίσχυντος! Ο βρωμιάρης! Εγώ, ένα καναρίνι περιωπής, να ανέχομαι αυτόν τον γελοίο! Αρκετή σύγχιση πήρα στο ταξίδι εξαιτίας αυτού του βρωμοπτηνού. Θα το σκεφτώ πολύ για να ξαναπάω στα Κουκουβάτα. Να χέσω και τις επαύλεις και τους κήπους τους.