14/1/10

ΞΑΝΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟ ΠΡΟΒΟΛΕΑ



Αχ, πόσο δίκιο είχε η κυρία μου, πόσο δίκιο! Δεν θα την ξανακακολογήσω ποτέ. Το ορκίζομαι. Γεμάτο τύψεις θυμάμαι τα λόγια μου της προ-προηγούμενης περιγραφής στο ιστολόγιο – ημερολόγιο μου. Την κορόιδευα για τη μίζερη πρωτοχρονιά που πέρασε δουλεύοντας. Την κορόιδευα που έλεγε ότι πέρασε ωραία. Κάγχαζα μέσα μου ακούγοντας τη να εύχεται του χρόνου να είναι όλα καλύτερα για όλους. Εγώ ονειρευόμουν χλιδή, χαβιαρόσπορους, φώτα, γλέντια, μουσικές. Έχω βαρεθεί να την ακούω συνεχώς να προτάσσει την υγεία πρώτη από όλα. Μα τι περιμένετε? Είμαι ένα άμυαλο καναρίνι που μόνο μέλημα του είναι οι γήινες απολαύσεις.


Η βδομάδα μου άρχισε εφιαλτικά. Ήδη από την Κυριακή το βράδυ ήξερα τι με περίμενε. Η Αμαλία, με την οποία η κυρία μου έχει επαγγελματικά πάρε – δώσε ήρθε κλαίγοντας πριν μέρες στη δουλειά της να της πει πως ο γιος της, 23 ετών παρακαλώ, ένιωσε ξαφνικά μια ζαλάδα, έπεσε κάτω και διαγνώστηκε με όγκο στο κεφάλι. Έτσι ξεκινάνε όλα. Από ένα τίποτα, ένα κάτι. Κουβέντιαζαν πολλή ώρα με κλειστές πόρτες. Όταν η Αμαλία έφυγε η κυρία μου έκανε μια μικρή έρευνα και κατέληξε σε μια σειρά ενεργειών. Δε σας λέω λεπτομέρειες γιατί είναι όλα κάπως πολύπλοκα. Θα σας πω μόνο πως η κυρία μου σε θέματα αισιοδοξίας και ενέργειας είναι νούμερο 1.

Θεώρησε ότι έπρεπε να ζητήσει τη γνώμη ενός και μόνο ειδικού γιατρού, φίλο του φίλου της του Αναξίμανδρου. Καλλιέργησε μέσα της την ελπίδα ότι το παιδί θα μπορούσε να χειρουργηθεί ίσως σε ένα εξειδικευμένο κέντρο της Τουσόν της Αριζόνα. Σκέφτηκε μέχρι και τις λεπτομέρειες της οργάνωσης του ταξιδιού, τη στήριξη της φτωχής οικογένειας από την εκεί ελληνική παροικία, την πιθανή συνοδεία του παιδιού… Τι να σας λέω. Είχε χάσει τον ύπνο της επί σειρά ημερών. Είχε επενδύσει στην ελπίδα. Θεωρούσε ότι η προηγμένη σε θέματα νευροχειρουργικής Αμερική θα έδινε την επιβίωση που δικαιούται ένα αγόρι 23 ετών. Επενδύοντας στην ελπίδα ίσως έχασε το κριτήριο της για το οποίο είναι γνωστή στο χώρο της. Τι να πω?

Τη συνόδεψα μαζί με τον Αναξίμανδρο στο νοσοκομείο. Ήμουν μια σεμνή καρφίτσα – λουλουδάκι στην πατιλέτα του πουκαμίσου της. Το νοσοκομείο, μεγάλο, γνωστό, δημόσιο. Η κλινική, του ΕΣΥ. Ο γιατρός εξαιρετικός. Το γραφείο του, σε συστέγαση με έναν ακόμα συνάδελφό του, απογυμνωμένο και ανέμπνευστο. Όμως… Μόλις μπήκαμε μέσα εκείνο που πραγματικά καθήλωσε την κυρία μου ήταν ένας πίνακας που υπήρχε στον τοίχο πίσω από το γιατρό. Μια ομάδα από μικρές μπαλαρίνες. Μια ιδέα από Ντεγκά αλλά πιο όμορφες, πιο φωτεινές… Όσο ο γιατρός κοίταζε τις μαγνητικές που θα καθόριζαν το μέλλον του παιδιού, η κυρία μου μη αντέχοντας τη φόρτιση της στιγμής σηκώθηκε και πήγε στον πίνακα. Συμεών Σαββίδης, πρόλαβε να διαβάσει. Ο γιατρός ξεκίνησε να μιλάει. Η ετυμηγορία. Η κυρία μου τον κοιτούσε, τον άκουγε και το βλέμμα της ξέφευγε προς τις μπαλαρίνες, πάνω από το κεφάλι του. Δεν ξέρω πώς θα δεχόταν τα νέα, έτσι προσωπικά που το είχε πάρει το ζήτημα, αν δεν ήταν οι μικρές μπαλαρίνες. Καμιά ελπίδα. Ανεγχείρητος όγκος. Κακή πρόγνωση. Μικρή επιβίωση.

Οι ελπίδες σωριάστηκαν σαν τραπουλόχαρτα. Έφυγαν με τον Αναξίμανδρο για τις δουλειές τους. Το ίδιο μεσημέρι εισήχθη το Πεθερικό μας στο νοσοκομείο με βαρύ κρυολόγημα. Κάτι η μικρή ηλικία (83), κάτι το πάχος (θυμάστε το συλλεκτικό κείμενο μου με τίτλο «Ο κιμάς», δυστυχώς δεν ξέρω να κάνω link για να το διαβάζατε), κάτι το αρρύθμιστο ζάχαρο, κάτι η νεογνική καρδιά, το Πεθερικό έφτασε σε όρια νοσηλείας. Η κυρία μου άρχισε να δίνει νέα μάχη. Το Πεθερικό ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας αλλά με υψηλό ηθικό. Η κυρία μου δίπλα της σαν ραντάρ.

Την επόμενη μέρα το πρωί το Πεθερικό ετοιμαζόταν να αναχωρήσει στους ουράνιους λειμώνες, με τη βοήθεια ενός σηπτικού σοκ. Η κυρία μου όμως είχε άλλη άποψη. Τράβηξε από τα δόντια του Χάρου το Πεθερικό και το ξαναεγκατέστησε στο κρεβάτι του, περιτυλιγμένο από καθαρά σεντόνια.

Αργά το μεσημέρι της τηλεφωνεί ο κύριος μου για να της αναγγείλει ότι το κανονικό μου αφεντικό έχει οξεία σκωληκοειδίτιδα, έχει εισαχθεί στο νοσοκομείο και ετοιμάζονται να το χειρουργήσουν. Φεύγω έντρομο και πεταρίζω στο «Παίδων». Ζαλίζομαι και μπλέκομαι στους διαδρόμους αλλά θυμάμαι το μέρος καλά από το προηγούμενο καλοκαίρι που ήταν εκεί η κυρία μου (αν ήξερα τα κόλπα του link θα σας έβγαζα στο «Πάνω στο χειρουργικό προβολέα»). Μπαίνω στο χειρουργείο και σκαρφαλώνω στο χειρουργικό προβολέα. Να το κανονικό μου αφεντικό. Κοιμάται μακαρίως ενώ τραβολογάει ο Παπ-Λαπ τη σκωληκοειδή του. Ο κύριος μου με πολύχρωμο καπελάκι αγναντεύει τον πρωτότοκο του. Όλα πήγαν καλά. Ευτυχώς.

Κουτρουβαλιάστηκα μέχρι το άλλο νοσοκομείο για να δώσω ραπόρτο στην κυρία μου, να ελέγξω την πορεία του Πεθερικού και να κάνω παρέα στην κυρία μου στον ποδαρόδρομο μέχρι το «Παίδων». Θέλαμε να περπατήσουμε λίγο, να μας φυσήξει ο αέρας, να ταξινομήσουμε τις σκέψεις και τα γεγονότα όλων των τελευταίων ημερών. Κάτσαμε λίγο με το κανονικό μου αφεντικό που γκρίνιαζε ότι πονούσε. Του τραγούδησα μια μελωδία για να το νανουρίσω. Η κυρία μου τον κοιτούσε και σκεφτόταν πόσο μεγάλο δώρο είναι το να είσαι γερός.

Φύγαμε αργά το βράδυ. Η οικογένεια μοιράστηκε. Ο κύριος μου θα έμενε με το κανονικό μου αφεντικό. Η κυρία μου κι εγώ θα μέναμε με το Πεθερικό. Ο Χόλιους με τη γιαγιά Σοφία. Πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το άλλο νοσοκομείο. Η κυρία μου σκεφτόταν ότι μέχρι στιγμής όλα είναι καλά. Έλπιζε να περάσει η νύχτα χωρίς απρόοπτα, όπως και έγινε. Εγώ γεμάτο τύψεις για την επιπόλαιη συμπεριφορά μου και τις ελαφρές σκέψεις μου, έκατσα πάνω στο κουμπί της νυχτικιάς του Πεθερικού και του τραγούδησα μια νυχτερινή άρια. Αύριο όλα θα είναι καλύτερα…



ΥΓ. Δυστυχώς όσο κι αν έψαξα στο διαδίκτυο δε μπόρεσα να βρω τις μπαλαρίνες του πίνακα του Συμεών Σαββίδη. Βρήκα όμως δύο άλλους, ενδεικτικούς πιστεύω.

8/1/10

ΚΑΙ ΟΙ ΕΣΧΑΤΟΙ ΕΣΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΟΙ...



Το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας χρονολογείται από 15ετίας. Αν ήταν μητέρα με ανήλικο τέκνο θα είχε βγει σε σύνταξη από πέρσι. Το αγοράσαμε να είναι μεγάλο και επιβλητικό. Η Τσιριμπόμ είχε πει στον πρόγονο μου ότι άμα είναι να αγοράσουμε ένα δέντρο να είναι με προοπτική ετών. Σε βάθος χρόνου σα να λέμε… Τα καραβάκια, αν και ελληνικό έθιμο, δεν ταίριαζαν με τις παιδικές της αναμνήσεις. Όσο και αν προσπάθησε να τα εντάξει στον χριστουγεννιάτικο στολισμό, η καρδιά της ποτέ δεν τα αποδέχτηκε. Πόσω μάλλον να αντικαταστήσουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εξάλλου στο δέντρο αυτό μετακομίζω εγώ για 15 μέρες προκειμένου να ανταλλάξουμε τα νέα μας με τα στολίδια. Αυτά βέβαια δεν έχουν να μου πουν παρά τα νέα του παταριού και τις μεταξύ τους έριδες όλο το χρόνο. Εγώ όμως οφείλω να τα ενημερώσω για όλα όσα συνέβησαν σε ακτίνα μερικών δεκάδων μέτρων από το κλουβί μου.

Στα μέσα του Δεκέμβρη αποφασίστηκε να στολιστεί το δέντρο. Προστολιστικές υποσχέσεις… άφθονες. Σαν τις προεκλογικές. Στο δια ταύτα όλοι έκαναν τον Αλέκο. Είδε κι απόειδε η Τσιριμπόμ έστησε το δέντρο στο σαλόνι ένα βροχερό βράδυ. Ο κύριος μου είχε την υποχρεωτική υπερωρία του και την είχε κάνει με ελαφρά πηδηματάκια ευχόμενος αθώα αθώα «καλό στόλισμα και του χρόνου». Το κανονικό μου αφεντικό είχε χώσει τη μύτη του στα βιβλία του και προφασίστηκε διάβασμα. Ο Χόλιους μας άφησε τη φωτογραφία του και βγήκε για βόλτα. Απόμεινα εγώ, η κυρία μου και ο Ντίντη.
Παρένθεση: Για χάρη του Ντίντη έγιναν όλα. Του Δαυίδ, ο οποίος βιώνει σε αυτή την τρυφερή ηλικία τη μετανάστευση, την απώλεια του πατέρα και τη διαρκή αναζήτηση της μαμάς του για δουλειά. Όλοι τον αγαπάμε το Ντίντη και περισσότερο ο κύριος μου, που προσπαθεί να αναπληρώσει το πρότυπο του πατέρα. Αλλά και η κυρία μου ασχολείται μαζί του. Εκείνη τον έμαθε ελληνικά και τον βοηθάει στα μαθήματα του σχολείου, τόσο που στην αρχή ο μικρός ρωτούσε τη γιαγιά του σε ποιο σχολείο είναι δασκάλα η κυρία μου και γιατί δεν τον γράψαμε σε εκείνο το σχολείο. Το αγοράκι αυτό είναι ένα αγγελουδάκι στο σπίτι μας και ένα διαβολάκι στο δικό του. Τυραννάει ανηλεώς τη μαμά του και τη γιαγιά του οι οποίες πολλές φορές έρχονται με τα μαλλιά τους όρθια στο σπίτι μας. Κλείνει η παρένθεση.
Κατεβάσαμε τις κούτες από το πατάρι, πήραμε και τη σκαλίτσα από την κουζίνα και αρχίσαμε το στόλισμα. Τα στολίδια απλώθηκαν στον καναπέ κι εγώ έσπευσα να πιάσω μαζί τους το λακριντί. Η κυρία μου και ο Ντίντη άνοιγαν τα κλαδιά του δέντρου και έβαζαν τα φωτάκια. Όταν τελείωσαν πήγαν στα στολίδια. Η κυρία μου εξήγησε στον μικρό ότι υπήρχαν στολίδια από τα παιδικά ακόμα χρόνια της κυρίας μου και του κυρίου μου. Τα τελευταία ήρθαν ως προικώα όταν παντρεύτηκαν και ο κύριος μου μετακόμισε τα υπάρχοντα του σπίτι μας. Πρώτη φορά την άκουγα αυτή την ιστορία! Δηλαδή μιλάμε για προ-ιστορικά στολίδια! Στολίδια άνω των 45! Κοίταξα πιο προσεκτικά και παρατήρησα κάτι μαδημένα αγιοβασιλάκια, κάτι στραπατσαρισμένες καμπανούλες, κάτι αγνώριστους από την ταλαιπωρία χιονάνθρωπους, κάτι ξεβαμμένες μπάλες… Ήταν ένα σωρό! Η κυρία μου τα χάιδευε με αγάπη και μιλούσε στον Ντίντη για αυτά σαν να ήταν άνθρωποι. Του εξηγούσε ότι μαζί με τα «αρχαία» στολίδια, υπήρχαν και νεώτερα, μεταξύ 16 και 20 ετών. Ήταν οι πρώτες κατασκευές των μικρών αφεντικών μου από τους παιδικούς σταθμούς, τα νηπιαγωγεία και τα κέντρα δημιουργικής απασχόλησης. Ό,τι μπόρεσε, τέλος πάντων, να διασωθεί όλα αυτά τα χρόνια. Μαζί με όλα αυτά ξετυλίχτηκαν και τα νεώτερα στολίδια, αρκετά ξενόφερτα από ταξίδια, άλλα αγορασμένα κάθε χρονιά, άλλα χαρισμένα από φίλους. Ποτέ δεν ακολουθήσαμε μόδες στο στόλισμα του δέντρου. Κάθε χρόνο βάζουμε τα ίδια στολίδια και ίσως ένα δύο καινούργια.
Η κυρία μου άφησε το Ντίντη να στολίσει όλα τα χαμηλά κλαδιά. Με τη διαφορά ότι του υπέδειξε τα παλιότερα και πιο ταλαιπωρημένα στολίδια να τα βάζει πίσω, στην πλευρά που δεν είναι στη μόστρα. Μπροστά μπήκαν όλες οι αστραφτερές μπάλες, τα ξύλινα παιχνίδια, οι καμπανούλες με τον κόκκινο φιόγκο… Στόλισαν και τη φάτνη με τις προ-ιστορικές ξύλινες καμήλες και το σανό-από-τότε-που-θυμάμαι-τον-εαυτό-μου. Στο τέλος έβαλαν την κορυφή και κήρυξαν τη λήξη του στολισμού. Κατάκοποι κάθισαν να θαυμάσουν το έργο τους, άναψαν τα φωτάκια, έκλεισαν τα μεγάλα φώτα κι έμειναν εκεί στο μισοσκόταδο για ώρα οι δυο τους να σκέφτονται ο καθένας τα δικά του.
Την επομένη το μεσημέρι έτυχε να είναι όλοι στο σπίτι όταν γύρισε ο κύριος μου από τη δουλειά. Στήθηκαν κορδωμένοι στο σαλόνι να τον υποδεχτούν και να δει το στολισμένο δέντρο, ακόμα και αυτοί που δεν συμμετείχαν καθόλου στον όλο κόπο (ξέρετε ποιοι). Εκείνος έριξε μια ματιά με το πολύπειρο μάτι του και αναφώνησε : «Μπράβο, μπράβο και του χρόνου! Αλλά δεν το βάλατε από τη σωστή μεριά. Δε βλέπετε πώς γέρνει?» Και με μια μεγαλειώδη κίνηση, πηγαίνει και γυρίζει το δέντρο μπρος πίσω, για να έρθει να ισορροπήσει σωστά! Και με μιας…… όλα εκείνα τα παλιά στολίδια βρέθηκαν μπροστά!!!! Έτσι απλά, με μια κίνηση! Και μείναμε όλοι με ανοιχτό στόμα! Και έσονται οι έσχατοι πρώτοι!!!!
Σαν να μην έφτανε δε αυτό, ο κύριος μου κόμπαζε όλο το απόγευμα ότι άμα λείπει εκείνος από το σπίτι τίποτε δε γίνεται σωστά και καλά που ήρθε εγκαίρως γιατί θα έπεφτε το δέντρο στο κεφάλι μας κλπ. κλπ. Η κυρία μου σκέφτηκε σοβαρά να πάρει μισό ηρεμιστικό ή καλύτερα να ρίξει στον καφέ του ένα ολόκληρο ή ακόμα καλύτερα, να ρίξει ένα ολόκληρο κουτί για να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα…
Εγώ πήγα να πάρω συνέντευξη από τους πρωταγωνιστές της σκηνής οι οποίοι περιχαρείς πήραν επιτέλους την εκδίκηση τους!
Επισυνάπτω και τη φωτογραφία του δέντρου μας με την αφεντιά μου να επισκιάζω τη φάτνη.
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!

6/1/10

ΝΕΕ ΧΡΟΝΕ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ!



Αρχίζω με ευχές και όχι με γκρίνιες. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΥΓΕΙΑ. Όλα τα άλλα έπονται...

Τώρα μπορώ να γκρινιάξω και λίγο. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να ετοιμάζεται όλος ο κόσμος για το ρεβεγιόν της αλλαγής του χρόνου και κάποιοι να δουλεύουν... Οικτρό! Και καλά αυτοί οι κάποιοι να δουλεύουν, εγώ όμως τι φταίω? Πού άφησα τη ζεστασιά του κλουβιού μου, τους γιορτινούς σπόρους μου, τα χριστουγεννιάτικα στολισμένα κλαδιά μου για να πάω μαζί με τα αφεντικά μου στις δουλειές τους. Ο κύριος μου είχε φύγει από νωρίς. Κάτι πάει κι έρχεται αυτό. Η άλλη όμως? Έφυγε βραδιάτικα, ντυμένη σα λέτσος, εκεί που όλοι έκαναν πρόβες τα βραδινά τους ρούχα και τα καινούργια σύνεργα μακιγιάζ. Οδυνηρό! Όλοι να χαίρονται και να κάνουν σχέδια και αυτή να έχει ένα στομάχι φιόγκο για το ποιο πρόβλημα θα κληθεί να αντιμετωπίσει μέσα στην άγρια νύχτα... Αλλά το πιο οδυνηρό ήταν εκείνο το φεγγάρι! Τι φεγγάρι ήταν αυτό? Ολόγιομο, λαμπερό, τυλιγμένο με μια εσάρπα σύννεφων που όμως καθόλου δεν έκοβαν τη λαμπρότητα του... Αχ αυτό το φεγγάρι της νύχτας 31 προς 1... Υπέροχο... Αξέχαστο...
Πώς πέρασα? Μίζερα. Όχι δεν είμαι αχάριστο! Θα αλλάξω αφεντικά, δεν μπορώ άλλο, έχω χάσει την υπομονή μου με αυτούς. Μα πού τους βρήκα? Στις 12 παρά 10, η κυρά μου μαζί με τον Μάριο και το Σπύρο, άφησαν στο πόστο τους τον Γεροντοκόρο Συνάδελφο Με Το Βαμμένο Μαλλί και έτρεξαν μέσα από την καταχνιά και την υγρασία των δέντρων, στο έτοιμο στρωμένο τραπέζι του Μεγάλου Γραφείου τους. Μαζί κι εγώ μήπως και αποκομίσω το φλουρί της πίτας τουλάχιστον. Εκεί τους περίμεναν το στρωμένο τραπέζι και η Μαρία (το κορίτσι του Σπύρου), η Λίντια, η Μαρία, ο Μπάμπης, η Γιωργία και ο Ηλίας που μια και ήταν μόνος του είπε να περάσει να κάνει Πρωτοχρονιά μαζί μας. Η Λίντια έφτιαξε τη βασιλόπιτα, η κυρία μου έφερε τη σαμπάνια και οι υπόλοιποι τα φαγητά. Έγινε ένα βεβιασμένο συμπόσιο, χωρίς χλιδάτα τραπεζομάντηλα, στολισμένα δωμάτια, γιρλάντες, φωτάκια. Είχαν πλαστικά ποτήρια για τη σαμπάνια, πού ακούστηκε? Τα φαγητά τους τα είχαν σε αλουμινένια σκεύη μιας χρήσεως, μπλιάχ. Τα δε μυαλά τους ήταν εκεί κάτω, στον Κύριο Με Τα Βαμμένα Μαλλιά που τον είχαν αφήσει μόνο του, ευχαρίστως θυσιαζόμενο. Έλεγαν μόνο : "Του χρόνου καλύτερα, του χρόνου καλύτερα".
Ας μην είμαι στριμμένο. Η κυρία μου που έτσουξε ουκ ολίγη σαμπάνια (και οι άλλοι παρότι μουρμούριζαν ότι δεν τους αρέσει τη στράγγιξαν) έλεγε ότι καλά πέρασαν παρόλα αυτά. Εμ βέβαια. Άμα πιστεύεις στη ζωή σου ότι υπάρχουν πάντα χειρότερα, καλά πέρασες κι έτσι... Τι να πω? Αλλιώς σκέπτονται οι άνθρωποι και αλλιώς τα bon viveurs καναρίνια. Και ούτε μου έπεσε το φλουρί.
Σας επισυνάπτω μια ένδειξη του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού τους.