14/12/08

ΤΟ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΘΕΡΕΤΡΟ

Καρφιτσώθηκα περιχαρές στη μπλούζα της κυρίας μου έτοιμο για το αυριανό ταξίδι. Ήταν Παρασκευή βράδυ και η Τσιριμπόμ υπενθύμισε στο αφεντικό μου ότι θα ξεκινούσαν αύριο πρωί πρωί για την Αχάροβα, ένα χειμερινό θέρετρο πλουσίων των τελευταίων ετών (το τελευταίο έχει διπλή σημασία:ότι το θέρετρο μέχρι πρότινος ήταν ένα κατσικοχώρι που έγινε πασίγνωστο λόγω του ότι κάθε σεβόμενος νεόπλουτος τον εαυτό του έπρεπε να μάθει σκι τα τελευταία χρόνια και δεύτερον οι πλούσιοι των τελευταίων ετών, πνιγμένοι στο μαύρο χρήμα έπρεπε κάπου να επενδύσουν). Ήμουν πολύ περίεργο να δω αυτόν τον τόπο! Το αφεντικό μου δεν ήθελε καθόλου να πάνε. Ήθελε να περάσει ένα ξεκούραστο σαββατοκύριακο με τα οικιακά του ρούχα και τις παντοφλίτσες του μέσα στο σπίτι. Ήθελε επίσης να πάει να δει τη μαμά του την Κυριακή και να φάνε μαζί.
Το κανονικό μου αφεντικό θα έφευγε κι εκείνο το σάββατο το μεσημέρι για Πράγα με τους φίλους του από το Διακοφτερό. Ήταν σε αναβρασμό από μέρες για το ταξίδι αυτό, έκανε σχέδια, διάβαζε οδηγούς που του προμήθευε η κυρία μου και γενικά πετούσε στα σύννεφα. Ίδιος η μάνα του! Η Τσιριμπόμ αντίθετα ένιωθε θλίψη γιατί στα μάτια της το ταξίδι αυτό ήταν προάγγελος της νέας ζωής που είχε πια ξεκινήσει για το αφεντικό μου και που σήμαινε ότι από δω και πέρα αυτός όλο και θα έφευγε...Το σύνδρομο της άδειας φωλιάς την τυρανούσε πολύ κι ας μην το έδειχνε. Τέλος πάντων, ξέφυγα από το θέμα.
Η αφεντικίνα μου λοιπόν, έκανε τις ετοιμασίες της για το ταξίδι στην Αχάροβα. Το αφεντικό μου στωικά το απεδέχθη κι εγώ αναρωτιόμουν αν έπρεπε να πάρω το κασκόλ μου.
Ξεκίνησαν το πρωί γιατί η κυρία μου έπρεπε να παρευρίσκεται σε μια ομιλία στις 10 στο ξενοδοχείο Ανεμοδούρα. Ο καιρός ήταν χάλια αλλά το ταξίδι μας εξελίχτηκε καλά. Φτάσαμε εγκαίρως για την ομιλία στο ξενοδοχείο και μπήκα με την κυρία μου μέσα στην αίθουσα. Ο κύριος μου έμεινε στο σαλόνι να πιεί ένα καφέ. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ θα ήθελα να μείνω με αυτόν γιατί το εν λόγω σαλόνι ήταν γεμάτο τρυφερές υπάρξεις που τιτίβιζαν. Δυστυχώς όμως, ως micrοtsip ήμουν καρφιτσωμένο πάνω στην κυρία μου.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη κατά το 1/4. Στο βήμα βρισκόταν ο δεύτερος στη σειρά ομιλητής και η κυρία μου περίμενε την τρίτη ομιλία για την οποία ήταν προσκεκλημένη. Ενώ ο ομιλητής έδειχνε κάποιες ανατριχιαστικές (για μένα) διαφάνειες, η κυρία μου έφτιαχνε μια νοερή λίστα για το σούπερ μάρκετ της Δευτέρας, ο κύριος απέναντι χασμουριόταν και η κυρία πίσω μας άνοιγε θορυβωδώς ένα πακέτο χαρτομάντηλα για να αδειάσει εξίσου θορυβωδώς τη μύτη της, ξάφνου άρχισε να κουνιέται η γη κάτω από τα πόδια μας. Αμάν, είπα! Ευτυχώς που είμαι microtsip. Ευτυχώς που το πρωτότυπο θα σωθεί! Αλλά αδίκως ανησυχούσα. Ήταν ένας σεισμός όχι σοβαρός, που έδωσε την ευκαιρία στον ομιλητή να αυτοσαρκαστεί λέγοντας ότι είναι ευτυχής που η παρούσα ομιλία προκάλεσε σεισμό. Μετά τη γενική θυμηδία, αυτοί που είχαν κινήσει για την πόρτα ξαναέκατσαν και η ομιλία συνεχίστηκε.
Η κυρία μου, όπως σας είπα περίμενε τον τρίτο ομιλητή. Επρόκειτο για έναν καθηγητή Πανεπιστημίου, μικρότερο από την κυρία μου, μπορεί να μην ήταν ούτε σαράντα ακόμα. Τον έλεγαν Λέλο - Μπουρμπουλήθρα και ήταν ανηψιός της έγκριτης, διάσημης και περιβόητης καθηγήτριας Λέλου. Μεγάλο όνομα στο χώρο η Λέλου. Ογκόλιθος της επιστήμης, πραγματικός και μεταφορικός! Έβλεπα από τη μια τον Μπουρμπουλήθρα και από την άλλη την κυρία μου. Η μέρα και η νύχτα. Η κυρία μου (όχι ότι είναι κυρία μου), γόνος μικροαστικής οικογένειας, πολύ έξυπνη και με παιδεία, έφτυσε αίμα να μπει στη σχολή της, να την τελειώσει και να ακολουθήσει το δρόμο όσων δεν έχουν γνωστό επώνυμο, διάσημο μπαμπά, θείο ή γιαγιά, ή μεγάααααλο σαλόνι σπίτι τους. Είχε τα μάτια και τα αυτιά της δεκατέσσερα για να μην της ξεφύγει τίποτε από όσα έρχονταν στο φως και μπορούσε να τα αξιοποιήσει. Έτρεχε από δω κι από κει και μάζευε σα μυρμήγκι ό,τι μπορούσε και πίστευε ότι θα της φαινόταν χρήσιμο. Έσπρωχνε πόρτες και τις άνοιγε με τη βία. Όπως λέει και τώρα πολλές φορές, δε χρωστάει τίποτε σε κανέναν. Μόνη της τα κατάφερε όλα και δουλεύοντας σκληρά. Ωραία! Και τι κατάφερε? Τίποτα από όσα θα μπορούσε να καταφέρει. Βρήκε μια θέση και κωπηλατεί 10 χρόνια τώρα, χωρίς κανένας να έχει αναγνωρίσει το παραμικρό από τις δυνατότητες της. Περιβάλλεται από ντενεκέδες, ανθρώπους χωρίς παιδεία και ευγένεια, χωρίς ικανότητες και πολλοί από αυτούς χωρίς καν γνώσεις και οφείλει να ανέχεται έναν ολόκληρο θίασο άσχετων και ευθυνόφοβων. Άνθρωποι που ήταν συμφοιτητές της εκτινάχθηκαν στα ύψη με μερικές καλές γνωριμίες και μια εύκολα ξεδιπλούμενη γλώσσα. Δεν πλούτισε, δεν έγινε γνωστή πέρα από ένα πολύ στενό κύκλο και δε σταμάτησε να δουλεύει σα σκυλί ούτε μια μέρα.
Ο Λέλος - Μπουρμπουλήθρας από την άλλη, ανήκει στους ανθρώπους που ο δρόμος τους ήταν σπαρμένος με ροδοπέταλα, επειδή είχε θεία τον ογκόλιθο. Δεν ξέρω λεπτομέρειες από το βιογραφικό του, δε γνωρίζω πχ. αν πέρασε με το σπαθί του στη σχολή ή πήγε ένα χρόνο στην Κίνα και ήρθε κατόπιν με μεταγραφή (ένεκα η θεία). Δεν είμαι άδικο με πράγματα που δε γνωρίζω. Ας πάρουμε όμως την περίπτωση που ήταν μια φωτεινή διάνοια που πέρασε στη συγκεκριμένη (δύσκολη) σχολή και την τελείωσε όπως έπρεπε (και όχι με τηλέφωνα του τύπου "αχ κύριε Τάδε μου, δίνει αύριο ο ανηψιός μου το μάθημα σας" κλπ, κλπ). Το χάος ακολουθεί για τους πολλούς. Για εκείνον φαντάζομαι ότι ήταν όλα εύκολα. Να οι εργασίες, να τα διδακτορικά, να οι ειδικότητες, να οι εξειδικεύσεις, να η θέση λέκτορα στο Πανεπιστήμιο, να το Επικουριλίκι. Όλα προδιαγεγραμμένα. Γιατί, όμως χρειαζόταν να απαρνηθεί το μονήρες του επιθέτου του μπαμπά του? Γιατί να μην τον λένε σκέτο Μπουρμπουλήθρα αλλά έπρεπε να ονομαστεί και Λέλος? Για να είναι εύκολα αναγνωρίσιμος? Για να δείξει έμπρακτα την ευγνωμοσύνη του στη θεία? Για να την κληρονομήσει πιο εύκολα? Γιατί άραγε?
Ο κύριος μου λέει ότι κάποιες ερωτήσεις δεν πρέπει να γίνονται, κάποια πράγματα δεν πρέπει να ξεστομίζονται και τα προσχήματα πρέπει να τηρούνται. Στον κόσμο των ανθρώπων ίσως έτσι πρέπει να είναι. Στον κόσμο των καναρινιών όμως, αυτοί οι κανόνες δεν υπάρχουν, αλλά αυτό το έχετε καταλάβει ήδη.
Ο Λέλος - Μπουρμπουλήθρας έκανε την ομιλία, ευλογώντας παράλληλα και τα γένια του με την αναφορά αρκετών δημοσιεύσεων δικών του με εργασίες που έκανε (όχι βέβαια αυτός, οι σκλάβοι που τον περιβάλλουν) στο χώρο που δουλεύει. Ο χρεωστών, του χρεωστούντος, τω χρεωστούντι κοκ.
Η κυρία μου έχει αποδεχθεί προ πολλού τη μοίρα της και δεν μάχεται πλέον. Κοιτάζει να περνάει καλά τον ελεύθερο χρόνο της και να μην την τρώει το άγχος με κουταμάρες. Αφού έκανε το καθήκον της, πήρε τον κύριο μου και φύγανε. Δε θα γράψω άλλα, επειδή ο σκοπός της σημερινής γκρίνιας μου είναι να πω μερικά για την Αχάροβα και όχι πώς πέρασαν οι κύριοι μου.
Το χωριό αυτό, λοιπόν, είναι ένα χωριό χωρίς πεζοδρόμια. Μα, θα μου πείτε, ξέρεις εσύ κανένα χωριό με πεζοδρόμια? Πολύ σωστά! Γι αυτό είναι χωριό, αλλιώς θα ήτο πόλη. Προσπαθεί να είναι διατηρημένο παραδοσιακό, όχι για κανένα αλλο λόγο παρά μόνο για την κονόμα. Πέτρινα σπίτια, όλα ανακαινισμένα και φρεσκοβαμένα, νέες κατασκευές σεβόμενες πλήρως το τοπικό χρώμα, επιγραφές που δεν βγάζουν μάτι. Αλλά... Μέτρα και σημείωνε.
Ο δρόμος για το χιονοδρομικό κέντρο και τις γύρω πόλεις (πχ τους Αδελφούς που είναι μέρος με αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον) περνάει υποχρεωτικά μέσα από το χωριό. Αυτοκίνητα και πούλμαν κατά εκατοντάδες διασχίζουν τον κεντρικό δρόμο, τον χωρίς πεζοδρόμια, ξύνοντας κυριολεκτικά τους δεκάδες έως εκατοντάδες πεζούς και ραίνοντας με καυσαέριο τα εκτεθειμένα από τα μαγαζιά τυριά, κρέατα, γκλίτσες, κιλίμια, προβιές, γούνες, σαμάρια και ρίγανες. Οι ορδές των επισκεπτών περπατούν μέσα στο δρόμο, οι οδηγοί τους βρίζουν μέσα από τα δόντια τους και ενίοτε κορνάρουν. Τις περισσότερες φορές δημιουργείται ένα μεγάλο μποτιλιάρισμα σαν να βρίσκεσαι στη Σόλωνος και να είναι διπλής φοράς. Το πρόβλημα με τα αυτοκίνητα είναι τεράστιο. Και για να διευκολυνθεί περισσότερο, ο μεγάλος δημοτικός χώρος στάθμευσης που υπήρχε αποφασίστηκε να γίνει Πνευματικό Κέντρο. Για ποιούς? Μυστήριο! Ποιανού πανέξυπνου όραμα ήταν αυτό? Δε γνωρίζω. Εγώ ένα απλό καναρίνι είμαι. Ό,τι βλέπω λέω. Αυτό που είδα ήταν τόνοι τσιμέντου να θεμελιώνουν ένα Πνευματικό Κέντρο. Φαίνεται το χωριό αυτό απαρτίζεται από γηγενείς διανοούμενους! Το χωριό της κονόμας, το γεμάτο επώνυμα μαγαζιά, ταβέρνες, παντοπωλεία, είδη δώρων, καφετέριες και σουβλατζίδικα θέλει να εξαγνιστεί με ένα Πνευματικό Κέντρο! Θαυμάσια!
Φεύγοντας από το χωριό και με κατεύθυνση το χιονοδρομικό κέντρο φτάσαμε σε ένα οροπέδιο που λεγόταν Λινάδι. Ατυχής ονομασία. Έπρεπε να λέγεται Νεοπλουτάδι. Σωρεία μεζονετών. Μεζονέτες φτηνές, μεσαίες, πολυτελείς, υπερπολυτελείς. Αναλόγως βαλαντίου. Πωλούμενες, ενοικιαζόμενες, ημιτελείς, περατωθείσες, περιφραγμένες ή όχι. Όσες είχαν ενδείξεις ζωής είχαν απαραιτήτως στον περίβολο τους ένα τζιπ ανάλογης αξίας με τη μεζονέτα που τους φιλοξενούσε. Πολυτελής η μεζονέτα, Lexus το τζιπ. Πιο δεύτερη η μεζονέτα, Toyota το τζιπ και πάει λέγοντας. Κόσμος σε ευμάρεια. Τόσα πολλά λεφτά γύρω μας! Άραγε πόσοι από αυτούς έχουν πάει στο Μουσείο των Αδελφών και έχουν ασχοληθεί με τα εκθέματα του, έχουν εξηγήσει δυο λόγια στα παιδιά τους, έχουν ενδιαφερθεί οι ίδιοι να μάθουν κάτι περισσότερο από ζαντολάστιχα και ίππους.
Η εποχή που ήρθαμε στην Αχάροβα δεν είναι τυπική γιατί δεν είχε χιόνι για να κάνει κανείς σκι, ούτε ήταν γιορτές που ο καθένας επιλέγει ένα τέτοιο μέρος για να ξεφύγει από τα πεθερικά του. Ήταν αυτό που λέμε τουριστικά νεκρή εποχή. Ίσως γι αυτό ο κόσμος που συναντήσαμε ήταν διάφορα ΚΑΠΗ της ευρύτερης περιοχής της Αττικής και φοιτητές. Τα σαββατοκύριακα του χειμώνα το χωριό βουλιάζει από τους νεόπλουτους κάθε προαστείου, τους αστερίσκους της μιας βραδιάς, τις επώνυμες πόρνες πολυτελείας και τις πρώην πόρνες πολυτελείας και νυν αξιοσέβαστες συζύγους επωνύμων επιχειρηματιών - στεγνοκαθαριστηρίων μαύρου χρήματος. Βρίθει επίσης ζεν πρεμιέ που αλληλοσπρώχνονται, εμμηνοπαυσιακών πρώην καλονών που επιμένουν να νεάζουν, οξυζεναρισμένων δεσποινίδων που στο πρόβλημα 2+2 απαντούν 6, νεαρών με αηδιαστικά θηλυπρεπή ξυρισμένα στήθη, ανεγκέφαλων πενηντάρηδων με καλά κρυμένα χαπάκια cialis (το viagra είναι πλέον αναγνωρίσιμο). Το χωριό βουλιάζει από όλα αυτά τα σκατά και οι κάτοικοι περιχαρείς απολαμβάνουν όλη αυτή τη φήμη και γεμίζουν τα ταμεία τους. Κορδώνονται που είναι κάτι σαν Μύκονος του χειμώνα και μεταφέρονται σωρηδόν να ανοίξουν τα μαγαζιά τους την Παρασκευή το πρωί. Γιατί αμφιβάλλω αν τη Δευτέρα υπάρχει ψυχή ζώσα στην Αχάροβα. Το πάρτυ γίνεται μόνο το σαββατοκύριακο.
Το 24ωρο που περασα στην Αχάροβα ήταν πολύ εποικοδομητικό για μένα. Οι κύριοι μου ξεκουράστηκαν, κοιμήθηκαν, έφαγαν και γενικά πέρασαν καλά. Κι εγώ πέρασα καλά. Έκανα τις συγκρίσεις μου. Είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένο. Για φαντάσου να ζούσα στα σκατά. Τι να το κάνεις το χρυσό κλουβί όταν γύρω σου έχεις σκατά?

7/12/08

ΤΙ ΤΟ ΗΘΕΛΑ ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙ ?

Είμαι ημιθανές. Κόντεψα να τινάξω τα πέταλα και να μεταφερθώ εις τας αιωνίους μονάς των καναρινιών. Εγώ που προσέχω τόσο τον εαυτό μου! Την πάτησα από την πλεονεξία μου και μόνο.
Κανόνισαν τα μεγάλα αφεντικά μου να πάνε σε ένα νυχτερινό κέντρο που τραγουδάει ο Κιτσομήτρος, ο τελευταίος μεγάλος λαικός τραγουδιστής της εποχής μας. Το αφεντικό μου τον λατρεύει, "θα πάμε να προσκυνήσουμε το Θεό" έλεγε όλη τη βδομάδα. Η Τσιριμπόμ έκανε την πάπια. Δεν της αρέσουν τα ξενύχτια, ούτε καίγεται και για τον συγκεκριμένο κύριο αλλά ήθελε να ευχαριστήσει το αφεντικό κι έτσι τα οργάνωσε να πάνε. Δεν θα ήταν μόνοι τους, δημιουργήθηκε μια παρέα 12 ατόμων, από τους οποίους ανά ζεύγη ο ένας λάτρευε τον Κιτσομήτρο και ο άλλος ήθελε να ευχαριστήσει τον έναν. Περίπλοκοι είναι οι άνθρωποι αλλά εμένα τι με νοιάζει? Μέσα στην όλη κατάσταση θα εξελισσόταν και ένα μικρό προξενιό! Α! όχι. Εδώ δεν έφταιγε η Τσιριμπόμ, οφείλω να το διευκρινίσω, αν και γενικά αρέσκεται σε κάτι τέτοια. Ο Αναξίμανδρος θα έφερνε την ξαδέρφη του να τη γνωρίσει σε έναν φίλο του εκδότη. Τα αφεντικά μου ντύθηκαν, στολίστηκαν και πέρασαν να τους πάρουν οι κουμπάροι τους ο Νέαρχος με τη Βερενίκη. Εγώ είχα προσαρτηθεί από νωρίς στο μπλουζάκι της κυρίας μου και ήμουν περιχαρές για την έξοδο. Είχα κάνει από το πρωί το μπάνιο μου, είχα παρφουμαριστεί, το μόνο που με ανησυχούσε ήταν το ξενύχτι, μια κι εγώ, ως καναρίνι κοιμάμαι με τις κότες και ξυπνάω με τα κοκόρια! Ήταν τέτοια η χαρά μου που τους κέρασα από νωρίς μερικές τρίλιες και κελαηδητά. Το κανονικό αφεντικό μου ήταν στο γραφείο του και διάβαζε, δε θα έβγαινε καθόλου έξω κι αν έβγαινε θα ήταν μόνο για να πάει στο κολυμβητήριο.
Το κέντρο ήταν μεγάλο, σε δύο επίπεδα και λεγόταν Αθηναίων Διέξοδος. Μας έβαλαν στο δεύτερο επίπεδο σε κάτι καναπεδάκια σχήματος πι. Για 4 και κάτι (με μένα) που ήμαστε μπορώ να σας πω ότι ήταν ήδη στριμωχτά. Αυτοί δεν είχαν τι να κάνουν τα πόδια τους. Δεν είμαι παραξενιάρικο αλλά αναρωτιόμουν πώς θα χωρούσαμε 12 άτομα και κάτι. Μέχρι να έρθουν οι υπόλοιποι τα αφεντικά μου με τους κουμπάρους τους έβγαλαν φωτογραφίες, χαχάνισαν, έκαναν πρόβες πώς θα καθίσουν και γενικά ήταν μες την τρελή χαρά. Το αφεντικό μου με τη Βερενίκη ήταν γεμάτοι ανυπομονησία να προσκυνήσουν το Θεό, η κυρία μου με τον Νέαρχο ήταν κομματάκι προκατειλλημένοι και συμφωνούσαν ότι γίνεται πολλή φασαρία χωρίς τόσο μεγάλο λόγο.

Κατέφθασαν μετά από μισή ώρα και οι υπόλοιποι, ήρθε το πρώτο μπουκάλι ουίσκι και κοντά στα μεσάνυχτα άρχισε το πρόγραμμα. Βγήκε πρώτα η τριάδα των μεγάλων ονομάτων του κέντρου, Κιτσομήτρος, Λιγιδάκης και Στυλόκας. Ο Κιτσομήτρος ήταν πετσί και κόκκαλο μπρος στους άλλους! Είχε κάνει, λέγανε, ένα σοβαρό χειρουργείο και ανάρρωνε. Αφού είπαν δυο τρία γνωστά τραγούδια αποχώρησαν και το πρόγραμμα συνεχίστηκε με κάτι κοπέλες. Στο καναπεδάκι έγινε το αδιαχώρητο. Καθόμασταν σαν στρατιωτάκια αμίλητα, ακίνητα και αγέλαστα. Η θέα στην πίστα ήταν συνώνυμο του ραιβόκρανου. Για να βγει κάποιος να πάει προς νερού του καταστρώνονταν επιτελικά σχέδια σοφών μετακινήσεων και προχωρούσαν στην πραγματοποίηση τους με πολλαπλούς κινδύνους ανατροπών και επανασχεδιασμών.
Το μέρος που καθόμασταν με έκανε να νοσταλγήσω το απλόχωρο κλουβί μου και το κλαράκι που ακουμπάω. Από μπροστά μας περνούσε συνεχώς κόσμος. Πού πήγαινε όλος αυτός ο κόσμος? Όλοι κατουριόντουσαν?
Οι γωνίες στα καναπεδάκια είχαν καταληφθεί από τα παλτά μας και τις μοιράστηκαν ο Αναξίμανδρος με τον άλλο Νέαρχο της παρέας. Για άπλωμα ποδιών ούτε λόγος! Πρόβλημα ήταν να στρέψεις το κεφάλι στο διπλανό, ενώ για να μιλήσεις με τον απέναντι έπρεπε να εξασκηθείς στη νοηματική. Από μπροστά μας όπως είπα περνούσε κόσμος. Ήρθε η ώρα να μιλήσω για τις Φρίκες. Οι Φρίκες ήταν πολλές και διάφορες και τις παρατηρούσα με πολυπράγμον μάτι. Άλλες ήρθαν με το ξεβαμμένο μπουτζήν που γυρίζουν όλη μέρα στο μετρό και τις κοιλιές έξω. Κάποιες από τις κοιλιές αυτές είχαν και τρίχες. Τι αηδιαστικό θέαμα! Οι Φρίκες δεν έχουν καθρέφτη σπίτι τους? Προφανώς όχι, όπως δεν έχουν και μαμά. Να τους πει "πώς πας έτσι παιδί μου έξω? Μάζεψε τις κοιλιές σου, βάλε ένα άλλο παντελόνι, κρύψε τον (τεράστιο) κώλο σου" κλπ, κλπ. Φαντάζομαι ότι ένας από τους ρόλους της μάνας είναι και αυτός. Αλλά η πράξη δείχνει ότι δεν είναι ή κανένας δεν της ζητάει τη γνώμη ή αν τη ζητήσει δεν την εφαρμόζει θεωρώντας τη υπερβολική και άκαιρη ίσως. Όπως δεν έχει ανάλογο ρόλο ο καθρέφτης. Δεν έχει διορθωτικό ρόλο όλες τις φορές. Όταν η κοντοπόδαρη καλονή έχει βάλει τη χαμηλόμεση μίνι φούστα και αυτοθαυμάζεται, ο καθρέφτης οφείλει κανονικά να εκπέμπει μηνύματα αποτρεπτικά άμα η καλονή κάνει τον Αλέκο. Άνθρωποι με τόσες ανασφάλειες, όπως λένε οι ψυχολόγοι, οι άνθρωποι των πόλεων, δεν αναγνωρίζουν το χάλι τους έτσι ώστε να προσπαθήσουν να το καμουφλάρουν και να το μετριάσουν? Όχι, οι ανασφάλειες φαίνεται είναι επιλεκτικές.

Οι Φρίκες προέλευναν αγέρωχες. Οι περισσότερες ήταν ντυμένες στα μαύρα σαν νυχτερίδες. Αμπιγιέ το μαύρο αλλά σώνει! Υπάρχουν κι άλλα χρώματα. Εκτός κι αν πενθούσαν για όσους έχουν καταστρέψει! (αλησμόνητη ατάκα του Δρακουμέλ, τότε που τα μικρά αφεντικά μου ήταν μικρά και βλέπαμε τα πρωινά του Σαββάτου τα στρουμφάκια στην τηλεόραση). Μία εξ αυτών ήταν τόσο ψηλή και χοντρή που ένιωσα το τρέμουλο της Τσιριμπόμ όταν πέρασε ξυστά από δίπλα της. Θεόρατη είναι το επίθετο που ταιριάζει γάντι. Τυλιγμένη σε σάλια και βραδινά πανελόνια. Θωρηκτό Ποτέμκιν της έδωσα ως καλλιτεχνικό γιατί πέρασε αρκετές φορές αναζητώντας τις τουαλέτες. Συνήγαγα το συμπέρασμα ότι τα εσωτερικά της όργανα ήταν δυσανάλογα μικρά για τον όγκο της, πχ. η ουροδόχος κύστη της.

Πέρασαν επίσης διάφορες νεάζουσες γιαγιάδες με μαλλί κομμωτηρίου ακίνητο από τη λακ. Αξιοσημείωτα ήταν τα νύχια τους, μεγάλα και περιποιημένα, σαν τα δικά μου όπως σχολίασε η αφεντικίνα μου (νύχια πουλιού, είπε). Εργασία για τις μανικιουρίστες. Άψογα νύχια και μετά το χάος! Ένα χέρι γερασμένο, με καφέ πουά, ζαρωμένο και αποστεωμένο, μία μούρη άστα να πάνε, ένα σώμα χωρίς μέση, το μαλλί είπαμε...Αλήθεια, αναρωτιέμαι, η γιαγιά πιστεύει ότι είναι ωραία? Είναι δυνατόν να μαγευτεί κάποιος από τα ωραία νύχια μόνο? Να δει αυτά τα νύχια και να πει "αχ, αυτή είναι γυναίκα! τη θέλω!"

Τα πιπίνια στο κέντρο ήταν μια ιδιαίτερη κατηγορία. Είχαν όλα αυτό το βλέμμα των πιπινιών που δεν έχουν ακόμα μεγάλη εμπειρία της ζωής. Φορούσαν τα περισσότερα μίνι και ήταν στην πλειοψηφία τους καλλίγραμμα, με τα μακριά μαλλάκια τους, τα ποδαράκια τους, τις γοβίτσες τους. Η χαρά του πενηντάρη! Όλοι οι άντρες της παρέας, συνοδευόμενοι από τις σιτεμένες συντρόφους τους (μέσα και η αφεντικίνα μου, είμαι δίκαιο), φαντάστηκαν τους εαυτούς τους πρωταγωνιστές σε ανομολόγητα όργια με αυτά τα δροσερά και τρυφερά αρνάκια! Σχεδόν διάβαζα τις σκέψεις τους!

Το πρώτο μέρος κάποια στιγμή τελείωσε και βγήκε το αστέρι του κέντρου το οποίο τραγούδησε πολύ ωραία οφείλω να ομολογήσω ως ειδικός και με χρυσό λαρύγγι το ίδιο. Στο κέντρο επικράτησε ησυχία για να απολαύσουν όλοι τον μεγάλο καλλιτέχνη. Προσηλώθηκα κι εγώ μήπως αντιγράψω κάτι και βελτιώσω κάποιες από τις τεχνικές μου. Η φωνή του ήταν στεντόρεια, έβγαινε αβίαστα και παρέσυρε τα πλήθη σε χειροκροτήματα και σφυρίγματα. Ο καναπές μας πρωτοστάτησε! Η κυρία μου ανησυχούσε μήπως νυστάξει γιατί το αφεντικό της είχε ξεκόψει ότι θα ξημερωνόμασταν στο ναό, θα φεύγαμε παίρνοντας και τα κλειδιά κι αυτή η κακομοίρα είχε πιεί καφέ για να αντέξει. Αλλά στάθηκε επάξια στο ύψος των περιστάσεων! Ο κύριος μου της έδωσε συγχαρητήρια. Όχι μόνο δε νύσταξε αλλά συμμετείχε κιόλας, τραγουδούσε, χειροκροτούσε. Ο Λιγιδάκης ήταν επίσης πολύ καλός, αρέσει στην κυρία μου η φωνή του. Είπε όμως ότι ήταν λίγο άκαμπτος και έβγαλε αμέσως τη διάγνωση της αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας. Ο Στυλόκας είπε τα δικά του τραγούδια που απηχούσαν την εποχή των κυρίων μου και των φίλων τους. Ήταν λίγο μελαγχολικά και όλοι τα τραγουδούσαν νοσταλγικά χαμένοι στο παρελθόν.

Δεν είπα όμως τίποτα ακόμα για τα παραπίστια τραπέζια. Ο χορός στην πίστα έχει, όπως κατάλαβα, την ώρα του. Σε ένα τραπέζι που ήταν μπροστά και λίγο αριστερά μια νεαρά μερακλωθείσα ανέβηκε με δωδεκάποντο πατούμενο να χορέψει και μετά από μερικά λεπτά κινητοποιήθηκαν οι υπεύθυνοι κύριοι της φύλαξης και ευγενικά την κατέβασαν κάτω, παρά τις διαμαρτυρίες των συνοδών της. Α! όλα κι όλα. Έχει και η νύχτα τους κανόνες της. Όπως πχ. ότι τα πετούμενα άνθη όφειλαν να είναι μόνο λευκά γαρύφαλα στο συγκεκριμένο κέντρο. Και όταν λέμε άνθη εννοούμε πολλά άνθη. Μια ολόκληρη σειρά από κυρίες επί των ανθέων δημιουργήθηκε για να ανέβουν στην πίστα με τα πανεράκια και να ράνουν τα είδωλα. Τι πεταμένα λεφτά! Ο Κιτσομήτρος τραγουδούσε και γύρω του είχε μια λευκή θάλασσα από γαρύφαλα. Όταν τελείωσε τα τραγούδια που είχε να πει, έφυγε και ξαφνικά άνοιξε μια καταπακτή και ρούφηξε τα λουλούδια καθαρίζοντας αυτόματα την πίστα. Φαντάστηκα αμέσως το ειδικό προσωπικό να κατεβαίνει στο υπόγειο, να μαζεύει τα γαρύφαλα (κάτω καθαρά ήταν, μόνο αυτοί πατούσαν!), να τα στολίζει εκ νέου στα πανεράκια και να ξαναβγαίνουν προς πώληση από τις κυρίες στους μερακλωμένους θαμώνες.

Ακριβώς μπροστά στην πίστα υπήρχε το τραπέζι του Χριστόπουλου, επώνυμου Αθηναίου και πρώην συζύγου μιας εμμηνοπαυσιακής περιβόητης κυρίας των media με ωραίο λαιμό. Ήταν διάσημη για τον ωραίο λαιμό της που μαγνήτιζε τα πλήθη! Του κυρίου δεν του επέτρεπε το prestige να ανέβει στην πίστα αλλά εκτονώθηκε στην αγορά και την επίρριψη των ανθέων επί του ειδώλου.

Η ώρα προχωρούσε, το πρόγραμμα συνεχιζόταν και επιτέλους δόθηκε η άγραφη άδεια για χορό στην πίστα. Τραγουδούσε ο Λιγιδάκης και επίδοξοι Νουρέγιεφ συνωστίζονταν στην πίστα περιχαρείς που ήταν δίπλα σε έναν επώνυμο τραγουσιστή. Χόρευαν λοιπόν σαν βατράχια στη θράκα και πλησίαζαν τον Λιγιδάκη ύπουλα, σαν ύαινες, και στηνόντουσαν στο ένα πόδι για να τους τραβήξει φωτογραφία ένα άλλο ζώον, κατά κανόνα φίλος τους με το κινητό τους. Απύθμενη ματαιοδοξία! Απροσμέτρητη βλακεία! Οι ίδιοι τη Δευτέρα το πρωί θα δείξουν στους συναδέλφους τους στη δουλειά υπερήφανοι τις φωτογραφίες εκθειάζοντας τι "φανταστικά" πέρασαν, πόσο πολύ διασκέδασαν και καμουφλάροντας τη μιζέρια της ίδιας της ζωής τους με μια 'πετυχημένη" βραδιά. Η κατάσταση έγινε χειρότερη με τον Κιτσομήτρο. Εκεί χάθηκε κάθε ίχνος σεβασμού. Στραβά, μεθυσμένα χαμόγελα παρατάχτηκαν, ομού με στραβοκάνες κακοχυμένες νεαρές και κοντοπίθαρες μεσόκοπες. Έφριξα το καναρίνι! Τι αντοχή αυτός ο τραγουδιστής! Τραγουδούσε με κλειστά μάτια (κυρίως γιατί το απολάμβανε αλλά και επειδή το θέαμα γύρω του ήταν να κλαις) και άντεχε όλο αυτό το πανηγύρι στην πίστα. Τόση ανάγκη είχε τα λεφτά και αποφάσισε να περάσει έτσι τις νύχτες του? Μέσα στην καπνούρα, μέχρι τις 4.30 το πρωί, περιβαλλόμενος από Φρίκες και Φρίκους! Τελικά είναι τρίχες αυτά που έχω ακούσει να λέει η αφεντικίνα μου κατά καιρούς. Ότι δηλαδή σε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας αναθεωρείς τη ζωή σου ολόκληρη, θλίβεσαι για ό,τι έχασες και τρέχεις να αναπληρώσεις το χαμένο χρόνο, να χαρείς τα απλά πράγματα και να αφιερώσεις χρόνο στον εαυτό σου και σε όσους αγαπάς. Τρίχες και πούπουλα αγαπητοί μου! Το χρήμα είναι χρήμα και το προσκυνούν ακόμα και οι ετοιμοθάνατοι!

3/12/08

ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΒΟΛΤΕΣ!

Είμαι πολύ ευτυχισμένο αλλά πολύ αγχωμένο! Πώς θα τα καταφέρω με το ιστολόγιο? Χτες το βράδυ φωτογραφήθηκα για να βάλω την τέλεια μουρίτσα μου στο τετραγωνάκι της φωτογραφίας να με θαυμάζω. Τρόμαξα να βρω μια στάση, (όχι πολύ αποκαλυπτική), που να αναδεικνύει όμως την ομορφιά μου! Κακά τα ψέμματα, πάντως! Μου φαίνεται ότι έβαλα έναν ακόμη μπελά στο κεφάλι μου! Blog και mog (θα γράψω αλλού για το mog και τι σημαίνει). Είμαι εγώ για τέτοια? Με έχει πιάσει άγχος! Και πολύ φοβάμαι ότι θα μου πέσουν τα πούπουλα από τις πολλές σκέψεις!
Σήμερα χρησιμοποίησα αυτό το microtsip της κλωνοποίησης. Όλα μου τα σχέδια έπιασαν τόπο. Τόσα χρόνια τα δούλευα κάτω από τη μύτη όλων. Προσάρμοσα το βράδυ το microtsip στη μπλούζα που θα φορούσε στη δουλειά της. Είχε τακτοποιήσει πάνω στην πολυθρόνα του σαλονιού το παντελόνι της, τη μπλούζα της και το σακάκι που θα φορούσε το πρωί. Έβαλα κι εγώ το δέον στη μπλούζα της και ξαναμπήκα στο κλουβί μου. Έτσι θα ήμουν μαζί της όλη μέρα και ταυτόχρονα οι υπόλοιποι στο σπίτι θα με έβλεπαν να κάθομαι αμέριμνο στο κλουβί μου και να σεργιανάω (για τραγούδι ούτε λόγος, είμαι ντεφορμέ από το άγχος του blog). Έχω να προσέχω κι αυτό το κανονικό μου αφεντικό που κρέμεται από τις συνήθειες μου πια! Όλο με χαιδολογάει κι όλο με κουναρίζει και πρέπει να είμαι απίκο να του απαντάω κάθε τρεις και λίγο. Ουφ, πολλά άγχη μάζεψα. Άσε που δεν πρόλαβα να μπω σε άλλα blogs να δω τι γράφουν αυτοί και πώς τα γράφουν. Αποτελώ παγκόσμια πρωτοτυπία. Άρχισα χωρίς να έχω δει τι γίνεται γύρω. Άσε, μπορεί να είναι και καλό. Δε θέλω και πολύ να απογοητευτώ και να μην ξανααγγίξει πληκτρολόγιο η φτερούγα μου!
Πήραμε το τρόλευ για να πάμε στον Ηλεκτρικό. Πολύς κόσμος μέσα, βρε παιδί μου. Ήταν πρωί και όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους. Φορτωθήκαμε όπως όπως, στριμωγμένοι ανάμεσα σε σχολικές τσάντες και μπουφάν. Στην πόρτα γινόταν το αδιαχώρητο. Φοβήθηκα προς στιγμήν την αντίδραση της Τσιριμπίμ αλλά ήταν Βούδας! Πράγμα ασυνήθιστο για αυτήν. Η νοερή μου επικοινωνία με το μυαλό της μου το επιβεβαίωσε. Φαίνεται ότι το ζει τόσο συχνά αυτό που το έχει συνηθίσει. Όλοι κάθονταν στις πόρτες. Εντυπωσιακό! Αναρωτήθηκα μήπως συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο στις πόρτες και θέλουν όλοι να κάθονται εκεί. Μπα, τίποτε δε συνέβαινε! Απλώς ένα χούι κακό είναι κι αυτό. Μέσα στο τρόλευ ήταν άνετα, υπήρχε χώρος στους διαδρόμους του, αρκεί κάποιος να έφευγε από την πόρτα και να προχωρούσε λιγάκι πιο μέσα. Αυτό στην πράξη ήταν ακατόρθωτο. Έφτανε το όχημα αγκομαχώντας στις στάσεις και φώναζαν οι έξω "κάντε καλέ, ένα βήμα μέσα να χωρέσουμε κι εμείς", δυστυχώς όμως από ό,τι κατάλαβα οι περισσότεροι επιβάτες ήταν κωφάλαλοι που πήγαιναν στις δουλειές τους. Πολύ το διασκέδασα, όμως. Σουρεάλ που θα λέγανε και οι διανοούμενοι! Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι πολλοί από τους κωφάλαλους είχαν κάτι πραγματάκια στα αυτιά τους και κάτι άκουγαν από κάτι κουτάκια που είχαν στα χέρια ή στις τσέπες τους! Ρώτησα νοερά την αφεντικίνα μου και μου είπε ότι ήταν κινητά τηλέφωνα αυτά και άκουγαν μουσική. Τι άλλο μου είπε και κόντεψα να ξεκαρφωθώ από το microtsip? Δεν ήταν λέει κωφάλαλοι απλώς έπασχαν από "έλλειψη παιδείας". Τι να σημαίνει άραγε αυτό? Και τι σχέση έχει με το ότι δεν προχωρούσαν στο τρόλευ? Μυστήριο.
Το άλλο που πρόσεξα είχε να κάνει με τους επιβάτες. Οι περισσότεροι ήταν νέοι και μέσης ηλικίας. Παιδιά και έφηβοι που πήγαιναν σχολείο, κοπέλες και αγόρια που πήγαιναν για δουλειά και σπουδές, κυρίες σαν την αφεντικίνα μου και κύριοι που σε λίγο θα κλείνονταν σε ένα γραφείο. Μέσα σε όλους αυτούς ήταν και αρκετοί ηλικιωμένοι με τσαντούλες φαρμακείων που πήγαιναν ποιος ξέρει πού. Πρωί πρωί. Πού πηγαίνεις χριστιανέ μου τόσο πρωί? Ονειρεύεσαι στη δύση της ζωής σου να μετατραπείς σε σαρδέλα? Γιατί? Κρίμα δεν είναι να έχεις γλυτώσει από τους βαλκανικούς πολέμους, την πείνα της κατοχής, τον εμφύλιο και να καταλήξεις σε ένα τσίγκινο κουτάκι παρέα με όσο αλάτι δεν έφαγες ποτέ στη ζωή σου? Δεν είπαμε να μη βγαίνεις έξω. Ίσα ίσα πρέπει να βγαίνεις να κουνιούνται οι αρθρώσεις σου. Άσε όμως να περάσει η ώρα αιχμής που είναι πήχτρα τα λεωφορεία. Βγες στις 10, να βρεις και θέση να κάτσεις, να μην κινδυνεύεις στο δρόμο να σε κόψει ο τρελαμένος οδηγός που έχει αργήσει στη δουλειά του.
Αυτά όλα για μένα ήταν αρκετά για πρώτη μέρα. Δεν είχα καμία όρεξη να συνεχίσω μαζί της στο μετρό. Ήδη έχασα ένα πούπουλο μέσα στο στριμωξίδι. Γύρισα σπίτι να πάρω έναν υπνάκο.

2/12/08

ΚΑΘΕ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ

Αχ! η καρδιά μου χτυπάει με 150 σφύξεις το λεπτό! Τι λέω? Άμα ήμουν άνθρωπος θα χτύπαγε έτσι. Εγώ είμαι ένα μικρό άσπρο παχουλό καναρίνι, άρα η δική μου χυπάει τώρα με 300 σφύξεις το λεπτό (και βάλε!). Τι τα ήθελα εγώ τα ιστολόγια? Λύσσαξα να δω τι είναι. Ας είναι καλά αυτοί οι εξυπηρετικοί άνθρωποι που στη σελίδα έχουν κάτι οδηγίες τυφλοσούρτη και φτιάχνεις το ιστολόγιο χωρίς να το καταλάβεις!
Έχω ένα άγχος τρικούβερτο! Καλά να πάθω. Τώρα όμως έκανα την αρχή. Ας το γλεντήσω! Ας φάω κι ένα γλυκάκι να το γιορτάσω, έτσι κι αλλιώς μόνο μου θα είμαι για πολύ πολύ καιρό.