28/5/09

ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ




Αν για κάποιο λόγο υποβάλλαμε την Τσιριμπόμ σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου θα αποκαλύπταμε πολλά μικρά εγκεφαλικάκια, τα οποία συνέβησαν σε ανύποπτο χρόνο. Τα περισσότερα τα βίωσε μόνη της χωρίς να την πάρει είδηση κανένας. Γνώριζε ότι τα περνούσε αλλά ποιούσε την ανάγκη φιλοτιμίαν. Άλλα πάλι την έβρισκαν στα ξαφνικά και απροετοίμαστη. Όπως το τελευταίο.
Ξέρετε ότι είναι περίοδος εξετάσεων. Το κανονικό μου αφεντικό τελείωσε χτες τις πανελλήνιες εξετάσεις του και, αισιόδοξο, περιμένει τα αποτελέσματα, έχοντας βγάλει μια χυλόπιτα από την κατάψυξη για να τη σερβίρει στο Στρατηγό (δε σας έχω μιλήσει ακόμα για αυτόν και όπως φαίνεται, θα σας μιλήσω αναδρομικά, διότι τα ψωμιά του βλέπω να λιγοστεύουν), ο οποίος Στρατηγός σημειωτέον, είναι κορίτσι. Η χυλόπιτα ξεπαγώνει, η μαμά του αφεντικού μου στεναχωριέται για το Στρατηγό, το αφεντικό μου όμως έχει βάλει πλώρη για αλλού. Κακόμοιρε Στρατηγέ! Όχι ότι θα χαθείς αλλά πού νά ΄ξερες τι σε περιμένει! Αυτό το μέτωπο έχει μπει στη ρέγουλα.
Το άλλο μεγάλο μέτωπο, τώρα εξελίσσεται. Ονομάζεται Χόλιους και απαιτεί εξαίρετους στρατηγικούς σχεδιασμούς και ελιγμούς. Η περίοδος των εξετάσεων για τον Χόλιους είναι μόνο μια λεπτομέρεια πριν τις διακοπές και τη φυγή στα Κουκουβάτα, τόπο διαρκούς διασκέδασης. Τον έχουν περιλάβει, από τη μια ο πατέρας του στα μαθηματικά, φυσική και χημεία και από την άλλη η μάνα του στα θεωρητικά. Μόλις λίγο σηκωθούν από δίπλα του, για να πάνε να πιούν νερό ή να κατουρήσουν, τον βλέπουν πίσω τους να εφευρίσκει άμεσα ένα πρόσχημα διακοπής διαβάσματος. Ταλέντο! Η μάνα του λέει ότι είναι γεννημένος πολιτικός, τόσα πολλά ελαττώματα έχει. Από την άλλη, το έχω ξαναπεί, είναι τόσο μα τόσο αγαπησιάρης που αυτομάτως του συγχωρούνται όλες οι επιπολαιότητες.
Χτες θα διάβαζαν Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή. Της κυρίας μου της ήρθε ταμπλάς όταν είδε εκείνο το έρμο το βιβλίο. Δεν ήταν βιβλίο, ήταν πατσαβούρι. Μας έφυγε η μούρη! Το παιδί μιας άριστης και επιμελούς μαθήτριας όπως εκείνη, που τα βιβλία της ήταν πεντακάθαρα, ατσαλάκωτα και σημειωμένα με τακτικά γραμματάκια και πάντα με μολύβι, το παιδί αυτής λοιπόν είχε ένα βιβλίο συνώνυμο της ντροπής! Ψιλοκομμένες σελίδες, μουντζουρωμένες γραμμές, δοκιμές υπογραφών όλων των συμμαθητών στα περιθώρια, ζωγραφιές πάνω σε ζωγραφιές, σφραγίδες, τεράστια Χι που διέγραφαν άπονα ολόκληρα κεφάλαια με σημαντικές γνώσεις, χαρταετοί, τρίλιζες, σχόλια….
Την έπιασε απελπισία. Πού έκανε το λάθος και έγινε έτσι αυτό το παιδί? Μήπως η πολλή ελευθερία καταντά ασυδοσία στην ανατροφή? Έπρεπε να ασχοληθεί περισσότερο με τον Χόλιους? Να του γκρινιάζει πιο πολύ? Να κάθεται σαν τον μπαμπούλα δίπλα του και να τον πιέζει συνεχώς? Δεν μπορούσα να αποφανθώ ούτε εγώ. Περιορίστηκα να καθαρίζω τα φτερά μου και να τους ακούω να διαβάζουν, προσπαθώντας να μπαλώσουν τα κενά όλου του έτους. Ώσπου φτάσαμε στη σελίδα 77 του βιβλίου. Εκεί, στην πάνω γωνία της σελίδας συνέβη το εγκεφαλικό. Πιστεύω ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις. Δε θα σχολιάσω. Μόνο δείτε τη φωτογραφία. Είναι η Ελένη Σκούρα, η πρώτη ελληνίδα βουλευτής. Κατά Χόλιους.


24/5/09

Ο ΚΙΜΑΣ

Την Παρασκευή το πρωί η κυρία μου ήταν στο σπίτι. Κάθε Παρασκευή έχουμε λαϊκή κοντά μας και τις σπάνιες φορές που δε δουλεύει επισκέπτεται incognito τους πάγκους και σκαλίζει τρισευτυχισμένη τις σαβούρες. Το πρωινό περιλάμβανε τις κάτωθι εργασίες.
1. Καφές και Καρτερικότητα με τη γιαγιά Σοφία. Οπλίστηκε με υπομονή και πήγε στη γιαγιά για να πιούν καφέ και να κάνουν επαναλήψεις στους τόμους «Λάθη, παραλείψεις, αποκλίσεις από την ιδανική συμπεριφορά μιας κόρης». Στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα καθόταν η ίδια.
2. Επίσκεψη της λαϊκής αγοράς. Υποκεφάλαια : πάγκοι με κουρτίνες επαύλεων, ρούχα, γαλότσες κήπων επαύλεων, άνθη και κηπουρικά, παστά σαρδελάκια, κλοπή φρέσκων χόρτων για μένα (βλίτα, ραδίκια κλπ).
3. Μαγειρική. Το ημερήσιο μενού είχε μακαρόνια με κιμά.
Το πεθερικό είχε μεταναστεύσει με το πι του από το πρωί στην κουζίνα. Η κυρία μου είχε βγάλει εγκαίρως την ινσουλίνη του από το ψυγείο για να ξεπαγώσει και του ετοίμασε το πρωινό του. Παράλληλα ετοίμαζε τον κιμά για τα μακαρόνια. Σκέφτηκε να τον φτιάξει, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στη λαϊκή και να γυρίσει να βράσει τα μακαρόνια. Δεν ξέρω για σας αλλά εμείς τον κιμά για τα μακαρόνια δεν τον λυπόμαστε. Φτιάχνουμε μεγάλη ποσότητα γιατί σε όλους αρέσει ένα πολύ παχύ στρώμα κιμά πάνω στα μακαρόνια τους. Έτσι και έγινε. Μαγειρεύτηκε μισή μεγάλη κατσαρόλα κοκκινιστός λαχταριστός κιμάς ενώ ταυτόχρονα η Τσιριμπόμ ανακατευόταν με τη φορολογική δήλωση της οικογένειας ψελλίζοντας διάφορα ακατάληπτα. Όταν έγινε ο κιμάς, έσβησε το μάτι της κουζίνας και ενημέρωσε το πεθερικό ότι θα πάει τη βολτίτσα στη λαϊκή.
Όταν γύρισε ήταν μεσημέρι ήδη. Τα μικρά αφεντικά μου θα επέστρεφαν σε λίγο πεινασμένα, ανοίγοντας με βιασύνη τις κατσαρόλες. Έβαλε αμέσως να βράσει τα μακαρόνια. Το πεθερικό ήταν ακόμα στην κουζίνα εντρυφώντας στο περιοδικό του. Το μικρό καλαθάκι σκουπιδιών δίπλα στο νεροχύτη περιείχε φλούδια φρούτων και τσόφλια αυγού, τακτοποιημένα και κρυμμένα κάτω από χαρτοπετσέτες. Έτερον ουδέν. Όταν κατέφθασαν θορυβώδη τα μικρά αφεντικά μου και ενώ ετοιμάστηκαν τα μακαρόνια, το πεθερικό μας σηκώθηκε, πήρε το πι του και όδευσε στο δωμάτιο του να αναπαυθεί. «Δε θα φας?», ερωτήθηκε. «Όχι», είπε ξεσκονίζοντας τις αγγελικές του φτερούγες, «εγώ έφαγα, δεν πεινάω».
Η Τσιριμπόμ σέρβιρε τα μακαρόνια σε βαθιά πιάτα, στα μικρά αφεντικά που εξαπέλυαν καλοσύνες το ένα στο άλλο. Άνοιξε την κατσαρόλα να βάλει κιμά….. και έμεινε με το καπάκι στο χέρι! Η μούρη της γέμισε μωβ πουά και πέταξα ανήσυχο να δω τι συνέβαινε και η κυρία μου βρισκόταν στα πρόθυρα της αποπληξίας. Πού ήταν ο κιμάς? Ο πάτος της κατσαρόλας ίσα που επαλειφόταν από ένα λεπτό στρώμα εναπομείναντος κιμά! Είχε κάνει φτερά όλος εκείνος ο κιμάς! Το διαβητικό, γηραλέο, ευτραφές, μόλις κινούμενο με το πι πεθερικό είχε δράσει την ώρα που λείπαμε με την κυρία μου στη λαϊκή! Κεντέρης, η μικρή! Ομάδα κρούσης! Ο κιμάς αναπαυόταν μακάριος στο στομάχι της! Η ίδια, τρισευτυχισμένη ροχάλιζε σε κατάσταση πέψης. Η κυρία μου κατέβασε τον τόμο «Δικαιολογίες και Ψεύδη» νούμερο 31 από τη βιβλιοθήκη και διάλεξε ένα ψεύδος για τα μικρά αφεντικά μου που την ρωτούσαν επισταμένα γιατί δεν τους έβαλε περισσότερο κιμά στα μακαρόνια τους. Ο δε κύριος μου έφαγε μακαρόνια με 3 κόκκους κιμά επάνω αλλά άφθονο τυρί για αντιπερισπασμό.
Αυτά τα ωραία συμβαίνουν σπίτι μας. Καλά που ξέρουν ότι εγώ δεν τρώω κιμά αλλιώς με έβλεπα εμένα κατηγορούμενο!

19/5/09

ΣΤΟ ΜΑΜΠΟ

Το καταλάβαινα από μέρες ότι δε θα τη γλύτωνα. Από δω το είχε από κει το είχε, γυρίζοντας από τη δουλειά αποφάσισε να πάει στo Μάμπο να αγοράσει ένα Βιβλίο Σπιτιού. Μάταια όλη τη βδομάδα της έκανα υπνοθεραπεία με υποβλητική φωνή «μην πας στo Μάμποοοοο, σκέψου τα έξοδα της Έπαυληηηηηςςςςςς». Άδικος κόπος. Δευτέρα χτες, κουρασμένη από τη δουλειά και τις τρύπες που έτρεχε όλη μέρα να βουλώσει, με το άγχος των εξετάσεων του κανονικού μου αφεντικού, έφυγε αργά και κατέληξε στο κατάστημα – μαμούθ του Άλλου Μπύθουλα. Πήγαινε για δύο πράγματα 1. Ένα κοκαλάκι για τα μαλλιά της και 2. Το Βιβλίο Σπιτιού. Το προηγούμενο Βιβλίο Σπιτιού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη κατά την καταγραφή του προηγούμενου μήνα. Έπρεπε λοιπόν να αντικατασταθεί πάραυτα με ένα νέο. Το Βιβλίο Σπιτιού είναι ένα τυπικό βιβλίο σπιτιού, όπως αυτό που, φαντάζομαι, έχουν όλα τα σπίτια. Για τον κάθε μήνα διατίθενται δύο σελίδες. Στη μία σελίδα γράφουμε τα έσοδα του σπιτιού, που ούτως ή άλλως καταλαμβάνουν δύο γραμμές : μισθός Τσιριμπόμ και μισθός κυρίου μου. Όλες οι υπόλοιπες γραμμές καταλαμβάνονται από τα έξοδα, μέχρι να τελειώσει η σελίδα και να στριμωχτούν και υποσημειώσεις. Υπάρχει επίσης ένας ειδικός χώρος εξόδων, τα επονομαζόμενα «Κερατιάτικα». Τι να πω γι΄ αυτά? Μεγάλη πληγή! Στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου σημειώνονται μερικές λεπτομέρειες, σχέδια και αγορές που σύντομα πρόκειται να ξεχαστούν και για το λόγο αυτό μεταφέρονται μέσω του βιβλίου στην αιωνιότητα. Πχ. ανακαινίσεις, αγορές ηλεκτρικών ειδών, νέα κατσαρολικά και μπανιέρα για μένα κλπ.
Η απόφαση να αγοράσει το βιβλίο από τo Μάμπο ισοδυναμούσε πρακτικά με αυτοκτονία. Μάταια της έλεγα ότι το βιβλίο μπορούσε κάλλιστα να αγοραστεί από ένα ωραίο βιβλιοπωλείο. Όχι! Πάτησε τα πόδια κάτω. Θα πήγαινε στo Μάμπο για να διαλέξει το ομορφότερο βιβλίο από μια ατελείωτη ποικιλία. Αρχικά μπήκε δίνοντας νοερούς όρκους ότι δε θα παρασυρόταν. Ως άλλος Οδυσσέας, έκλεισε τα αυτιά της στις Σειρήνες και βάδιζε ακάθεκτη προς την Πτέρυγα με τα Κοκαλάκια. Οι αδιάφορες αρχικά ματιές της μεταμορφώθηκαν σύντομα σε αδηφάγα βλέμματα. Άντεχε όμως. Έλεγε από μέσα της «Έπαυλη, έπαυλη και κήπος, έπαυλη και έπιπλα, έπαυλη και περίφραξη, έπαυλη… έπαυλη…». Έναν όροφο διήρκεσε αυτό. Μόλις στρίψαμε στη γωνία του επόμενου ορόφου έγινε το Βατερλό. Το ένα κοκαλάκι έγινε επτά. Ακολούθως προστέθηκαν στο καλάθι διάφορα ζωάκια – πορτοφολάκια αφού απασχολήθηκε επιμελώς με τη διαλογή τους. Μισή ώρα φάγαμε έτσι προσπαθώντας να διαλέξουμε μεταξύ βατράχου, προβάτου και ρακούν (δε ντρέπεται λίγο κοτζάμ γυναίκα! να βγάζει, επιστήμων άνθρωπος, από τη τσάντα της ένα ρακούν με φερμουάρ, να το ανοίγει και να βγάζει τα κλειδιά της από μέσα!). Αγοράσαμε ωστόσο δύο τέτοια πορτοφολάκια.
Παρακάτω ήταν τα κεριά. Αγοράσαμε 50 περίπου μικρά κεράκια με διάφορες μυρουδιές για τα καλοκαιρινά βράδια στο μπαλκόνι. Τουλάχιστον να έβγαινε και λιγάκι στο μπαλκόνι, χαλάλι τα κεράκια. Είναι το μόνιμο παράπονο του κυρίου μου. Δε βγαίνει ούτε στο μπαλκόνι πλέον, το θεωρεί χάσιμο χρόνου να κάθεται και να ατενίζει τους απέναντι και τους διαγώνια, τους κάτω και τους παραδίπλα. Μισάνθρωπος σας λέω έχει καταντήσει…
Προβληματίστηκε με κάτι νάνους, καλοφτιαγμένους είναι η αλήθεια, που ήταν κάτι σαν φωτιστικά κήπου. Τράβηξα τα γκέμια αμέσως! Η σκέψη μου ούρλιαξε στο αυτί της : «σήκω και φύγε αμέσως από αυτόν τον κιτς νάνο», την πρόσταξα και, περιέργως, υπάκουσε, αν και νομίζω περισσότερο από τις φωνές μου συνέβαλε η τιμή των νάνων.
Προχωρούσε ακάθεκτη στους διαδρόμους, προχωρούσε και ήταν ατελείωτοι αυτοί οι διάδρομοι. Στο καλάθι μας έπεφταν καρφιτσούλες (τρεις συνολικά), διακοσμητικά κινητού (δύο ίδια, για καβάτζα, μη τυχόν χάσει το ένα και πάψει να το εισάγει το κατάστημα και δεν το ξαναβρεί!), πανάκια καθαριότητας (άσχετο!), σταχτοδοχεία πορτοκαλί με ελατήριο που είχε στο άκρο του ένα ψάρι που κουνιόταν (αν και είμαστε σπίτι αντικαπνιστών πήρε δύο σταχτοδοχεία!), αυτοκόλλητα νυχιών δώρο για το κοριτσάκι που έχει εκείνον τον σκατοπαπαγάλο στα Κουκουβάτα. Ε! στο τέλος φτάσαμε και στα Βιβλία – τετράδια. Άλλη επιλογή εκεί. Πιάσαμε και αφήσαμε τουλάχιστον δέκα υποψήφια. Ελέγξαμε βάρος, χρώμα εξώφυλλου, ποιότητα χαρτιού, τιμή, για να καταλήξουμε επιτέλους σε δύο! Τράβαγα τα φτερά μου όταν φτάσαμε στο ταμείο. Είχε ένα καλάθι γεμάτο σκατολοΐδια και ένα χαμόγελο απέραντης ικανοποίησης. Μωραίνει ο Κύριος ων βούλεται κλπ, κλπ.
Γύρισε με τα πόδια στο σπίτι (ξέρετε, για άσκηση) και βρήκε τον κύριο μου με τον Χόλιους τυλιγμένους στα ηλεκτρόνια της Φυσικής, το κανονικό μου αφεντικό αγκαλιά με το αγαπημένο του μαξιλάρι να ρεμβάζει και το πεθερικό εγκατεστημένο στην αγαπημένη του θέση στον καναπέ. Ξέχασα να σας πω ότι το πεθερικό έχει καταπλεύσει σπίτι μας για δύο βδομάδες διότι η νταντά του απέδρασε στην πατρίδα της για να γεμίσει τις μπαταρίες της προκειμένου να το αντέξει. Το πεθερικό έκανε το δύσκολο για να έρθει ενώ την ίδια στιγμή έβαζε δύο μικρές σαμπάνιες στην κατάψυξη να παγώσουν και κρεμούσε σημαίες πανηγυρισμών στα κάγκελα! Ας μη γίνομαι κακό όμως. Ας μην πέφτω στο βούρκο της κακεντρέχειας. Ας πάω κι εγώ να ρεμβάσω όπως το αφεντικό μου. Είναι και αυτό μια λύση.

14/5/09

ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΠΑΝΤΡΕΙΑ

Γυρίζοντας από τη Σλοβενία έπεσα με τη μούρη στο διάβασμα. Η περιοχή εδώ γύρω έχει γεμίσει αντιζήλους μου κι εγώ δεν το άφησα να περάσει έτσι. Πού στο καλό βρέθηκαν τόσοι ανταγωνισταί? Τους ακούω από το πρωί και συγχύζομαι. Οι υπόλοιποι στο σπίτι δεν είναι κουφοί βέβαια αλλά τουλάχιστον δεν κάνουν πικρόχολα σχόλια. Η Τσιριμπόμ όμως όταν με καθαρίζει όλο και πετάει τις μπηχτές της «’Ακου βρε μουγκοθόδωρε, τα άλλα καναρίνια τι ωραία τραγουδάνε!». Είδατε πώς με πληγώνει? Εγώ μουγκοθόδωρος? Εγώ που άμα έχω κέφια αντηχεί όλο το τετράγωνο και έρχεται να μου κρεμάσει χάντρες στο κλουβί μη με ματιάσουν οι απέναντι? Γιατί οι άνθρωποι ζηλεύουν πάντα τα ξένα και δεν εκτιμούν αυτά που έχουν? Τέλος πάντων. Γνωρίζετε πολύ καλά πόσο αγαπώ την κυρία μου, γι΄ αυτό πιστεύω ότι αστειεύεται και δε δίνω συνέχεια.
Έλεγα λοιπόν ότι μετά τη Σλοβενία έβγαλα τα βιβλία και τις σημειώσεις μου και ξεκίνησα μερικές επαναλήψεις να φρεσκάρω τις νότες μου. Το κανονικό αφεντικό μου διαβάζει και αυτό, μπήκε στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις με συγκρατημένη αισιοδοξία. Ο Χόλιους τραβάει των παθών του τον τάραχο με τον κύριο μου ο οποίος τον έχει στριμώξει και διαβάζουν αγγλικά από τη μια για να πάρει ένα δίπλωμα, και μαθηματικά από την άλλη για το σχολείο. Η Τσιριμπόμ ετοίμασε την ομιλία της για τη Δίκονο και πήγε μόνη της, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη συνοδευόμενη από το πόδι – φραντζόλα. Δε θα σας πω τίποτε για τη Δίκονο γιατί εγώ αυτή τη φορά δεν πήγα μαζί της. Εκείνο που ξέρω είναι ότι θριάμβευσε και δέχτηκε πολλά συγχαρητήρια, όταν την πετύχαιναν βέβαια, γιατί είναι ταλέντο στο να αποφεύγει τα σούξου – μούξου. Πάντως χτες το βράδυ ξέρω ότι την πήρε κάποιος άσχετος τηλέφωνο (που του το έδωσε ένας σύνεδρος της Δικόνου) για να την παρακαλέσει να κάνει μια ομιλία με το ίδιο θέμα στην Κερέτρεια. Και της έχω πει «μην εκτίθεσαι κυρά μου, μόνο μπελάδες θα κερδίσουμε». Καλά είχαμε ησυχάσει δύο χρόνια που απέφευγε τις ομιλίες. Τώρα ξαναρχίσαμε το ίδιο βιολί, αν και αυτή υποστηρίζει ότι αποδέχεται ελάχιστες και αυστηρά επιλεγμένες. Θα δούμε.
Η Τσιριμπόμ τη Δίκονο δεν τη συμπαθεί ιδιαίτερα. Πολύς, περίεργος και προκλητικός κόσμος. Αν μπορέσεις και απομονώσεις το νησί από όλο αυτό το συρφετό της ψευτιάς και της επίδειξης είναι πολύ όμορφο. Αλλά δυστυχώς η ομορφιά του χάνεται και μένει ένα λυπηρό κατασκεύασμα διασκέδασης χωρίς όρια και για το λόγο αυτό χωρίς νόημα.
Έρχομαι στο επίμαχο θέμα. Όλοι στο σπίτι, όπως καταλάβατε είναι απασχολημένοι αυτόν τον καιρό, εκτός από εκείνη. Έκρινε λοιπόν ότι πρέπει να μάθει περισσότερα για τα καναρίνια για να μπορεί να με αναθρέψει καλύτερα. Φαίνεται πιστεύει ότι θα της κάνω το χρυσό αυγό! Έψαξε από δω έψαξε από κει και διάβασε ότι είναι η εποχή της παντρειάς των καναρινιών. Όταν είδα τι έψαχνε με έλουσε κρύος ιδρώτας! Στο petbirds.gr ανακάλυψε ένα νέο, άγνωστο κόσμο ανθρώπων που ασχολούνται με μας, μας αγαπάνε και μεταδίδουν τις γνώσεις και την εμπειρία τους σε άλλους για να ζούμε εμείς καλύτερα. Το τι καναρίνι και κακό είδαμε δε λέγεται! Αλλά δεν είδα ούτε ένα σαν και μένα! Είμαι ένας σπάνιος κούκλος! Ένα ποίημα! Μια ομορφιά! Ένα γερμανικό λευκό σκουφάτο!
Η Τσιριμπόμ διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε και αλληλογραφούσε για μένα. Είδε πολλές παντρειές και γεννητούρια! Σκέφτηκε λοιπόν ότι πρέπει κι εγώ σιγά σιγά να κοιτάξω να αποκατασταθώ. Της είπαν ότι είμαι στα όρια του γεροντοπαλίκαρου! Τι άλλο θα υποστώ σε αυτό το σπίτι! Μουγκοθόδωρος, γεροντοπαλίκαρο… Μα πείτε μου, δεν έπρεπε να μετακομίσω για πάντα στη Σλοβενία? Πόσα να αντέξω το καναρίνι? Διάβασε τις οδηγίες για δημιουργία φωλιάς, για πρώτη γνωριμία με το έτερον ήμισυ, για περίθαλψη αυγών και νεογνών. Όλες όμως οι συστάσεις ξεκινούσαν από το καρδάμωμα με βιταμίνες και ειδικές τροφές για να επιτευχθεί η παντρειά! Έφριξα! Με έπιασε άγχος! ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ ΑΚΟΜΑ! ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΟΣ!
Αυτή συνέχιζε ακάθεκτη να ενημερώνεται και να κάνει σχέδια. Εγώ πήρα μια φλοίδα lexotanil και πήγα να κοιμηθώ! Κοιμήθηκα μέσα στους εφιάλτες! Ήταν λέει μια ξανθιά χωρίς μαλλιά, με νυφικά, που με κυνηγούσε γύρω γύρω στο κλουβί και σε κάποια στιγμή έρχεται μια άλλη χοντρή μελαχρινή με καφέ ανταύγειες και της λέει «φύγε, είναι δικός μου!». Ξύπνησα μέσα στον ιδρώτα, η καρδιά μου χτυπούσε με 500 παλμούς το λεπτό! Ξανακλείνω τα μάτια μου και βλέπω μια σιτεμένη πορτοκαλιά με χοντρό ράμφος να κουνάει απειλητικά το φτερό της μέσα στη μούρη μου και να μου λέει «θα την πάρεις την κόρη μου, την έχεις εκθέσει!». Πετάχτηκα επάνω και βούτηξα στη μπανιέρα μου για να ξυπνήσω εντελώς από τον εφιάλτη. Κατά τα χαράματα, εκεί που ησύχασα κομματάκι και πήγα να κλείσω τα μάτια μου βλέπω ένα αρσενικό gloster ζωσμένο πυρομαχικά να με πιάνει από το λαιμό και να ουρλιάζει μέσα στον ακουστικό μου σωλήνα «θα ορίσεις ημερομηνία ΤΩΡΑ, ρεεεε». Αυτό ήταν! Πήρα τη βίβλο και άρχισα να προσεύχομαι! Ήταν η μόνη μου διέξοδος πλέον!
Πέρασα μαύρες και εφιαλτικές ώρες μέχρι να δω πού κλίνει η ζυγαριά. Κλείστηκα στο εργαστήριο μου, παρατώντας συνθέσεις και τραγούδια, προσπαθώντας να τελειοποιήσω τη μέθοδο ελέγχου σκέψης της κυρίας μου. Τζίφος! Ήμουν απελπισμένος όταν η λύση ήρθε από κει που δεν το περίμενα. Από το κανονικό μου αφεντικό το οποίο φρέναρε τα σχέδια της κυρίας μου. Της είπε πολύ απλά ότι δε θέλει να έρθουν άλλοι φυλακισμένοι στον κόσμο! Αν ήταν στο χέρι αυτουνού θα άνοιγε την πόρτα του κλουβιού μου και θα με άφηνε να πεθάνω από πείνα μέσα στο Δάσος των Κεραιών! Καλά, δεν είπα και έτσι! Καλύτερη ίσως η παντρειά!
Έτσι λοιπόν πήρα αναβολή. Η κυρία μου αποφάσισε να με παντρέψει του χρόνου. Θέλει να προετοιμαστεί, να το οργανώσει καλά, να ράψει φόρεμα ίσως, να διοργανώσει τη δεξίωση. Δεν ξέρω. Ίσως μέχρι τότε αλλάξω κι εγώ μυαλά και θελήσω να νοικοκυρευτώ και να της χαρίσω εγγονάκια. Πάντως την άκουσα που έλεγε ότι δεν είναι σωστό να έρθω και να φύγω από τη ζωή χωρίς να γευτώ τη χαρά της παντρειάς. Ο κύριος μου της απάντησε, κουνώντας στωικά το κεφάλι του, ότι η παντρειά δεν έχει χαρά μόνο παντόφλα και έλαβε ένα εκσφενδονισμένο μαξιλαράκι σαλονιού στο κεφάλι του. Μερικές φορές, ειλικρινά δεν τους καταλαβαίνω τι γλώσσα μιλάνε. Πόσα μαθήματα ελληνικών είμαι αναγκασμένο πια να κάνω μ΄αυτούς για να καταλαβαίνω τους κώδικες τους?

5/5/09

ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ

Έφυγα και ήρθα. Αλλά το δηλώνω : παραλίγο να έμενα. Θα πετούσα και θα έκανα τη φωλιά μου σε ένα μαύρο έλατο, σε ένα φυλλοβόλο, σε ένα κόκκινο δέντρο, σε μια φιλύρα, σε ένα πλατάνι έστω. Κάπου αλλού εκτός του Άλλου Μπύθουλα που με επέστρεψε η κυρία μου. Σέρνοντας με επέστρεψε. Αλλά ήταν τέτοια η χολή μου προς το πρόσωπο της που έπεσε και τσακίστηκε και γύρισε με ένα διάστρεμμα στο πόδι της σα φραντζόλα! Τώρα είναι στο σπίτι αλλά το πρωί ήταν στη δουλειά! Ακατάβλητη! Πήγε με τη φραντζόλα και τους τρομοκράτησε όλους! Θαύμαζαν τη φραντζόλα και της έκαναν ατελείωτες περιποιήσεις! Η δουλειά όμως δουλειά! Τελείωσε όλα τα προγραμματισμένα της και μετά έφυγε. Γύρισε με διπλάσια φραντζόλα από την κούραση και εδέησε να παλουκωθεί στο κρεβάτι για να ησυχάσουμε λίγο.
Στο αεροδρόμιο, την Πέμπτη μας πήγε ο κύριος Αναξίμανδρος ο οποίος φρόντισε να επιφορτίσει την κυρία μου με την ετοιμασία της ομιλίας του για τη Δίκονο την άλλη βδομάδα. Η κυρία μου στραβομουτσούνιασε για το έργο που της ανετέθη αλλά ο Αναξίμανδρος πρόβαλε ότι είχε να ξεφυλλίσει το αμπέλι του και δεν προλάβαινε. Μμμμμ! Λες κι εμείς δεν έχουμε δικές μας δουλειές! Ή μήπως δοκιμάσαμε καθόλου αυτό το περιβόητο κρασί? Τρίχες και πούπουλα. Αλλά το βόδι το δικό μου το «όχι» δεν το ξέρει. Πήρε τις σημειώσεις και μέσα στο αεροπλάνο ασχολήθηκε να ετοιμάζει τα ξένα slides. Στο ταξίδι αυτό ήρθε και η Βερενίκη η αγαπημένη της φίλη, μετά από πολλή σκέψη και κατόπιν απαίτησης του συζύγου της ο οποίος ήθελε να της προσφέρει ένα τριήμερο διασκέδασης. Ο δικός μας κύριος έμεινε σπίτι για να διαβάσει τον Χόλιους, ο οποίος αυτόματα ντύθηκε με μαύρες πλερέζες.
Δίπλα μας στο αεροπλάνο καθόταν ένας Σλοβένος κάποιας ηλικίας, ο οποίος έριχνε κλεφτές ματιές στην κυρία μου, η οποία είχε ωστόσο χωμένη την προβοσκίδα της στα slides και έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Σιχαίνεται τις κουβέντες με αγνώστους και δη σε μέσα μακρινών μεταφορών και σε ξένη γλώσσα. Το βίωσε όμως αναπόφευκτα.
Ο κύριος Joseph ήταν μηχανικός αεροσκαφών της τοπικής αερογραμμής της Adria και επέστρεφε μετά από τον έλεγχο των αεροπλάνων σπίτι του. Ανάμεσα στα πολλά που είπε και τα καλά σχόλια που έκανε για τη χώρα μας και τους κατοίκους της ανέφερε ότι του αρέσει πολύ ο δρόμος που έχουμε, η Lamps street. Αρχικά η κυρία μου αναρωτήθηκε τι εννοούσε και εφαρμόζοντας τη μαιευτική μέθοδο κατάλαβε με τα πολλά ότι αναφερόταν στα Βλάχικα της Βάρης και τα ψητά αρνιά. Ορίστε τι έκανε εντύπωση στο Σλοβένο μηχανικό : η Lamps street!
Η χώρα, έτσι όπως φαινόταν από ψηλά, είναι καταπράσινη. Βλέπαμε δάση με μαύρο και κανονικό έλατο, ποτάμια φιδωτά να διασχίζουν κοιλάδες και μικρά χωριουδάκια διάσπαρτα στις πλαγιές. Είναι η τρίτη χώρα στην Ευρώπη με κάλυψη 65% σε πράσινο μετά από τη Φιλανδία και τη Νορβηγία. Χώρα μικρή, μόλις 20.000 τχ, με 1.900.000 πληθυσμό. Απέχει μία ώρα περίπου από την Τεργέστη την οποία ακόμα θεωρούν δική τους επικράτεια και ίσως άδικα δεν είναι δική τους. Αυτά όμως μαζί με φωτογραφίες τα λέω στο Ταξιδιάρικο Πουλί, το άλλο μου ιστολόγιο. Το ταξίδι μας ήταν καλό και βιώσαμε μετά την προσγείωση την απαρχαιωμένη συνήθεια του ευχαριστήριου χειροκροτήματος για την αποφυγή της μοιραίας πρόσκρουσης.

Ακόμα δεν είχαμε προσέξει με ποιους θα περνούσαμε τις επόμενες μέρες και μόλις μετά βίας υποσημειώσαμε έναν κύριο όταν φτάσαμε να παραλαμβάνει μια ογκώδη βαλίτσα μονολογώντας «και το μπουφέ έχει βάλει μέσα?» αναφερόμενος στη σύζυγο η οποία έκανε την αθώα περιστερά.

Τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο και ξεκίνησαν όλοι με τα πόδια να πάνε για το δείπνο. Η Λιουμπλιάνα είναι μια μικρή κουκλίστικη πόλη, με τον ποταμό, τις γέφυρες, την κεντρική πλατεία, την παλιά της πόλη και το κάστρο της. Η ζωή ξετυλίγεται στις όχθες του ποταμού Λιουμπλιάνιτσκα με πολλά καφέ, μπαράκια και πιτσαρίες. Τα ρεστοράν βρίσκονται κυρίως στους παράλληλους του ποταμού δρόμους στην καρδιά της παλιάς πόλης. Το μέρος που μας πήγαν για το δείπνο ήταν καλό αλλά μας σέρβιραν πρώτα μια αρρωστική σούπα φιδέ με κνορ και ένα περίεργο στη γεύση κρέας. Εγώ ούτως ή άλλως είχα τους σπόρους μου μαζί αλλά η κυρία μου ρώτησε και της είπαν ότι είναι ελάφι. Το φάντασμα του Μπάμπι το Ελαφάκι πλημμύρισε τα μάτια της και δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Όχι να φάει τον Μπάμπι! Με αυτόν μεγάλωσε και με τον Ντάμπο το Ελεφαντάκι. Ευτυχώς το μενού στη Σλοβενία περιλαμβάνει 5 πιάτα, δηλαδή ένα πιάτο με ορεκτικά, τη σούπα, τη σαλάτα, το κυρίως πιάτο και το επιδόρπιο. Το επιδόρπιο ήταν το σλοβένικο γλυκό ποτίτσα, ένα είδος τυλιγμένου ρολού τσουρεκιού με καρύδια και κρέμα που ούτε αυτό της άρεσε. Με τη σούπα και τη σαλάτα γλύτωσε ευτυχώς τη βραδινή λιμοκτονία.









Στην επιστροφή είδαμε για πρώτη φορά τον Φραντς στην πρώτη γέφυρα. Αξέχαστη εμπειρία! Έκανε αρκετό κρύο και περπατούσαμε τρέμοντας. Πάνω στο τσιμεντένιο κάγκελο της πρώτης γέφυρας (στην κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχουν 3 γέφυρες η μια κοντά στην άλλη) ήταν απλωμένες πρασινάδες και διαφόρων ειδών λουλούδια. Στη συνέχεια υπήρχαν μικροσκοπικά μπουκέτα λουλουδιών τόσο όμορφα φτιαγμένα που ήταν πραγματικά αριστουργήματα. Ήταν φυσικό να σταματήσουμε και να γνωρίσουμε τον ανθοδέτη Φραντς, ένα ντροπαλό Σλοβένο που κατασκεύαζε τα μπουκέτα και τα πουλούσε τα βράδια. Εκείνο το βράδυ αγόρασε η Βερενίκη μια μικρή ανθοσύνθεση του δάσους. Ξημέρωνε Πρωτομαγιά!

Την επόμενη μέρα το πρωί οι κυρίες σηκώθηκαν με το πάσο τους και χρονοτριβούσαν με χαζομάρες. Πήραν το πρωινό τους σαν βασίλισσες, ξαναανέβηκαν στο δωμάτιο και όταν κατέβηκαν στην είσοδο του ξενοδοχείου για να συναντήσουν τους υπόλοιπους και να φύγουν δε βρήκαν κανέναν. Ήταν μόλις 9.35! Κόντεψαν να πάθουν συγκοπή! Πού ήταν καλέ οι άλλοι? Πού θα έμεναν Πρωτομαγιά σε μια έρημη πόλη με κλειστά μαγαζιά? Η κυρία μου έκανε αμέσως την άρνηση της. Οχυρώθηκε στο πεζοδρόμιο και έστειλε τη Βερενίκη να ρωτήσει στη ρεσεψιόν τι απέγινε το γκρουπ. Ο εγκέφαλος της είχε παραλύσει αρνούμενος να επεξεργαστεί την ιδέα ότι χάθηκαν και απέμειναν μόνες. Ευτυχώς μας λυπήθηκε ένα παιδάκι από το ξενοδοχείο και μας είπε ότι είδε την ομάδα μας να κατηφορίζει προς την πλατεία. Δυο σίφουνες βρίζοντας ξεχύθηκαν με ελιγμούς για να βρουν και να ενωθούν με τους άλλους αν και τα κομμένα πόδια τους τις εμπόδιζαν αρκετά! Σαν ένα σώμα μια ψυχή περιηγηθήκαμε την πόλη, βγάλαμε φωτογραφίες και παρατηρήσαμε τους συνταξιδιώτες μας με την ησυχία μας. Θείοι και θείες. Κυρίως πεθαμένα ζεύγη. Πεθαμένα μάτια, πεθαμένα σώματα, πεθαμένα μυαλά. Η Βερενίκη έβλεπε τις παχουλές κυρίες και έφτυνε τον κόρφο της καθότι άριστα διατηρημένη και λεπτή. Από το άγρυπνο μάτι της δεν ξέφευγαν τα ακριβά τσαντικά, οι επώνυμες μπότες, τα παντελόνια ξένων οίκων που κατά κανόνα περιέβαλαν σώματα ξεχειλωμένα και ατσούμπαλα. Όλες δε ήταν μεγαλύτερες από κείνες! Μάταια η κυρία μου της τόνιζε ότι δε μπορεί να είναι αυτές οι μπεμπέκες του γκρουπ. Η Βερενίκη τις έβλεπε όλες γεροντότερες!
Η πιο αξιοπερίεργη κυρία ήταν μια μεσήλιξ με αραιά κοκκινωπά μαλλιά που φορούσε λαχανί μπουφάν, λαχανί γυαλιά ηλίου, κρεμαστό λαιμού λαχανί και είχε και λαχανί κινητό! Η κυρία Ασσορτί! Ήταν επίσης οι μικροί Κουασιμόδοι, δύο αδελφές που η Βερενίκη τις ονόμασε αυτόματα Αδελφές Τατά. Η μια είχε ένα θαυμάσιο κόκκινο μαλλί, πλούσιο και καλοχτενισμένο που η κυρία μου θεώρησε το μαλλί των ονείρων της. Το θαύμαζε με κάθε ευκαιρία και η Βερενίκη της είπε ότι όταν ξαναδούμε τον μικρό Κουασιμόδο νούμερο 1 με τόπους τόπους φαλάκρες θα ξέρει πολύ καλά το αίτιο. Μα η κυρία μου το θαύμαζε το μαλλί, δεν το φθονούσε αλλά η Βερενίκη, ειδήμων με μεταπτυχιακά στο "μάτι" της είπε ότι είναι το ίδιο. Οι Κουσιμόδοι ήταν σιτεμένοι αλλά πολύ ευγενικοί και καλόκαρδοι. Οι κυρίες οι δικές μου τελικά τους αγάπησαν και λυπήθηκαν που δεν έκαναν πιο πολύ παρέα. Τέλος ήταν και ο τεμπέλης Ελέφας. Μία ευτραφής οκνηρή κυρία που φορούσε κλος κοντά φορεματάκια με βολάν που αναδείκνυαν τις χοντρές γάμπες της. Είχε ένα φουκαρά σύζυγο τον οποίο συνεχώς διάταζε να κάνει αυτό ή εκείνο με δυνατή φωνή.


Η πόλη ήταν έρημη λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της σχετικά πρωινής ώρας. Ο καιρός προμηνυόταν θαυμάσιος. Είδαμε το Δημαρχείο και το ναό του Αγίου Νικολάου με την ορειχάλκινη βαριά πόρτα. Το εσωτερικό της εκκλησίας είχε πολύ χρυσό και φιοριτούρες που κούραζαν το μάτι. Θαύμασα το εκκλησιαστικό όργανο και αναρωτήθηκα αν μπορούσα να επωφεληθώ από αυτό για τις συνθέσεις μου αλλά δυστυχώς δεν ήταν στο πρόγραμμα να παίξει.

Στις όχθες γύρω από την εκκλησία ετοίμαζαν να στήσουν πάγκους με πραγματάκια και οι κυρίες λύσσαξαν μια και τις είχαν καταστήσει ενήμερες ότι τα μαγαζιά θα παρέμεναν κλειστά και το Σάββατο λόγω της αργίας της εθνικής τους γιορτής. Γυναίκα χωρίς ψώνια αποτελεί ασύλληπτη έννοια! Μας είχε μείνει λίγος χρόνος μέχρι να ξεκινήσουμε με το πούλμαν για το Bled, ένα θέρετρο στα ΒΑ, μισή ώρα απόσταση. Οι θείοι όδευσαν στο ξενοδοχείο λόγω προστάτη, εμείς κατασκηνώσαμε σε μια παρόχθια καφετέρια για τον απαραίτητο εσπρέσο! Τρέχαμε στο παρά 5 να προλάβουμε πάλι! Αυτή η μικρή καφετέρια είχε καναπέδες μπαμπού και πολυθρόνες μέσα σε μια πανδαισία πράσινου. Η παρέα ήταν αρκετά μεγάλη και ποικιλόχρωμη. Ο διπλανός της κυρίας μου άφησε τα τσιγάρα του στο τραπέζι και πήγε μέσα στο κατάστημα να πληρώσει. Εκεί που μιλούσαν, κακάριζαν και έβγαζαν φωτογραφίες, κρυφοκοιτάζοντας όμως τα ρολόγια γιατί ο χρόνος ήταν λίγος, πλησίασε την κυρία μου ένας άστεγος παππούς. Μια και αυτή ποτέ δεν προσέχει, η παρέα σύσσωμη της φώναζε να προσέχει την τσάντα της. Εγώ και εκείνη, διότι πλέον στις αντιδράσεις με έχει κάνει ίδιο, ρίξαμε μια ματιά στο πρόσωπο του και καταλάβαμε ότι η υστερία της παρέας ήταν άδικη. Ο άνθρωπος αυτός αποκλειόταν να κλέψει. Η κυρία μου του μίλησε με νοήματα για να καταλάβει τι ήθελε και ετοιμάστηκε να βγάλει το πορτοφόλι της να του δώσει μερικά ψιλά ενώ η παρέα ωρύετο. Όμως εκείνος ξεθαρρεύοντας της έδειξε τα τσιγάρα. Τότε καταλάβαμε ότι ήθελε μερικά τσιγάρα επώνυμης μάρκας. Του έδωσε 5-6 τσιγάρα στα χέρια κι εκείνος της πήρε το χέρι και της το φίλησε!!! Απίστευτο! Έμεινα κάγκελο! Κόντεψα να ξεκαρφιτσωθώ! Το έτος 2009 να δίνεις μερικά τσιγάρα σε έναν άστεγο κι εκείνος να νοιώθει ευγνωμοσύνη και να τη δείχνει έμπρακτα! Συγκινητικό, αλλά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν άστεγοι. Είναι πολλές οι φορές που αισθάνεται κανείς ένοχος που έχει κάτι ευνόητο για αυτόν αλλά πολυτέλεια για κάποιον άλλον. Θέλετε να μάθετε τι έκανε η παρέα? Έβγαλαν μαντηλάκια ποτισμένα σε κολόνια και έδωσαν στην κυρία μου να σκουπίσει το χέρι της! Το περιστατικό το περιγράφω κυρίως για αυτό το τελευταίο. Πολλές σκέψεις ξεπήδησαν απρόσκλητες και τα οχυρωματικά έργα δεν μπόρεσαν να τις αναχαιτίσουν. Ας αφήσω όμως τα φιλοσοφικά θέματα κατά μέρος για να μη βαρύνω το κλίμα. Πάντως αυτή, προς τιμήν της, δε σκούπισε το χέρι της. Να! Για κάτι τέτοια την αγαπάω και της έχω αφοσιωθεί περισσότερο από το κανονικό μου αφεντικό, το γιο της.


Η διαδρομή μέχρι το χωριό ήταν παραδεισένια. Μπήκα στον πειρασμό να δραπετεύσω για πάντα μέσα σε κείνα τα δάση. Το Bled είναι ένα θαυμάσιο θέρετρο με το κάστρο του στην κορυφή ενός λόφου και μια λίμνη με ένα νησάκι στη μέση, το μόνο νησάκι της χώρας. Φανταστείτε ότι όλα αυτά είναι κατάφυτα όσο φτάνει το μάτι! Η περιοχή θυμίζει κάτι από το Como και τις λίμνες της Βόρειας Ιταλίας. Αν κοιτάξετε την παρακάτω φωτογραφία θα παρατηρήσετε έναν εξάδελφο μου που πετάει αμέριμνος πάνω από τη λίμνη. Α, ρε τυχερέ ξάδερφε!


Σκαρφαλώσαμε στο κάστρο με τους χοντρούς πωπούς να αγκομαχούν γκρινιάζοντας ότι έχει πολλή ανηφόρα. Εμ! Κάστρο είναι, σας το είπαμε. Υπάρχει ευθύ κάστρο? Η θέα της λίμνης από ψηλά ήταν μεγαλειώδης! Εάν δεν ντρεπόμουν όλους αυτούς τους άγνωστους θα κελαηδούσα μουσικά αριστουργήματα αλλά ας όψεται η φυσική μου συστολή! Ειλικρινά κατά τη διάρκεια της εκδρομής αυτής αναρωτήθηκα πολλές φορές για το αν και κατά πόσο ευχαριστιούνται και εκτιμούν οι άνθρωποι την ομορφιά που βλέπουν γύρω τους και τους προσφέρεται απλόχερα. Παρατηρούσα τους συνταξιδιώτες μας : γκρίνιαζαν για τον ανήφορο, τη ζέστη, τα σκαλιά που έπρεπε να προσέξουν, το νερό που έπρεπε να βρουν να αγοράσουν, τον καφέ που δεν προλάβαιναν να πιούν, τα κινητά που χτυπούσαν...Όλα τα έκαναν γρήγορα και διεκπεραιωτικά, τα έκαναν για να γίνουν και να περάσουν στο επόμενο.


Μετά το κάστρο, κάναμε με το πούλμαν το γύρο της λίμνης. Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι θαυμάσιος και βλέπαμε Σλοβένους κάθε ηλικίας να κάνουν βόλτα στον παραλίμνιο δρόμο, θαρραλέους κωπηλάτες να ρίχνουν τις βάρκες τους στη λίμνη, παιδάκια να παίζουν στις κούνιες της όχθης και κάθε είδους ποδήλατα να ελίσσονται ανάμεσα μας.
Ο επόμενος σταθμός μας ήταν το χωριό Radovljica. Θα τρώγαμε σε ένα πανδοχείο το Lectar Inn, που λειτουργούσε και σαν μικρή βιοτεχνία διακοσμητικών μπισκότων, τα λεγόμενα Ginger Breads, φτιαγμένων από μέλι, αλεύρι και νερό. Στο υπόγειο του πανδοχείου ετοίμαζαν σε καλούπια τα μπισκότα, ως επί το πλείστον καρδιές, και μετά με ένα μικρό κορνέ τα διακοσμούσαν με ονόματα και κατσαρά μπιχλιμπίδια. Ήταν στο όριο χαριτωμένου και κιτς, μάλλον προς το δεύτερο. Η τραπεζαρία είχε θέα τις χιονισμένες Άλπεις και τις στέγες του χωριού. Το προσωπικό ήταν πολύ ευγενικό και η μπύρα τους εξαιρετική. Στη Σλοβενία έχει δύο ειδών τοπικές μπύρες, την Union και μια δεύτερη από L ελαφρώς πικρή. Στο εν λόγω ρεστοράν μας σέρβιραν τη σούπα μέσα σε αληθινή κολοκύθα. Η σούπα ήταν πολύ νόστιμη αν και κολοκυθόσπουπα πορτοκαλί. Αγοράσαμε και καρδιές που έγραφαν ονόματα, προς 2 ευρώ μόνο, οι μικρές. Κρίμα που δεν έχω ακόμα αγαπημένη να της αγοράζω σουβενίρ. Και η κυρία μου που αγόρασε, μη φανταστείτε, για τις εκκολαπτόμενες νύφες της τις πήρε.


Το γλυκό ήταν παγωτό και ήρθε σερβιρισμένο μέσα στο μήλο που βλέπετε παρακάτω. Ενθουσιάστηκα ομολογώ γιατί στα τουριστικά μέρη και μενού σπάνια βλέπεις μια αληθινή διάθεση περιποίησης όπως αυτή!



Γυρίσαμε κατάκοποι αλλά ευχαριστημένοι από την εκδρομή μας. Εγώ ασχολήθηκα με μελέτη μουσικών κειμένων, η Βερενίκη ξάπλωσε και η κυρία μου έβαλε το μαγιό της και το μπουρνούζι και τις παντόφλες του ξενοδοχείου και έτσι χάλι διέσχισε διαδρόμους και ορόφους και πήγε στην πισίνα του 9ου ορόφου. Δωρεάν παροχή ήταν αυτή! να της διαφύγει? Επόπτευσε και τη σάουνα αλλά δεν τόλμησε να μπει, της φάνηκε πολύ άγνωστη διαδικασία, από τη στιγμή που είδε και την ανάλογη πινακίδα που έλεγε ότι μπαίνεις γυμνός εκεί μέσα. Αυτή την παροχή την έχασε!

Το βράδυ είχαν ελεύθερη έξοδο και βγήκαν με τη Βερενίκη για μια βόλτα, λέγοντας και ξαναλέγοντας ότι δε θα φάνε τίποτε γιατί είχαν βαρυστομαχιά. Η μεν Βερενίκη είχε μια ανακατωσούρα την οποία απέδιδε στο κακό "μάτι", η δε κυρία μου είχε μια βαρυστομαχιά την οποία απέδιδε στο ότι έφαγε σα γουρούνι το μεσημέρι. Μέχρι τώρα δεν πίστευε στο "μάτι". Ξαφνικά και ενώ περπατούσαν και δώστου περπατούσαν η Βερενίκη δήλωσε ότι άρχισε να πεινάει και σε λίγο έσυρε την κυρία μου σε μια τρατορία όπου έφαγε η μεν Βερενίκη σχεδόν μια πίτσα, η δε δικιά μου χτένισε επιμελημένα για ώρα μια σαλάτα. Αφού έφαγαν πέρασαν από την πρώτη γέφυρα να δουν τον Φραντς και τα μπουκέτα του. Ήταν όντως εκεί, ευγενικός και ντροπαλός με τα αραδιασμένα λουλούδια και πρασινάδες. Είχε μόνο δύο ανθοδέσμες απούλητες και αυτές δεμένες με σπάγκο επειδή το βράδυ πέρασε κάποιος βιαστικός από τη γέφυρα και πέταξε δύο ανθοδέσμες μέσα στο ποτάμι. Η κυρία μου αγόρασε ένα μικρό πραγματάκι από φλούδες δέντρου, που το στολίζουν οι Σλοβένοι για το Πάσχα. Του πήρε να το φτιάξει 2 ώρες και 15 λεπτά και το πουλούσε 5 ευρώ. Το πήρε περισσότερο για να τον θυμάται γιατί σαν κατασκευή δεν της άρεσε. Θα βρει το δρόμο της στο Μουσείο Μινιατουρών που εδρεύει στο γραφείο της. Για το Μουσείο αυτό θα σας μιλήσω μια άλλη φορά, αν προλάβω δηλαδή, γιατί κάτι φήμες λένε ότι μια ώραία πρωία θα ανέβει ο Κομμάντο - Γιαγιά Σοφία και θα πετάξει στα σκουπίδια όλα αυτά τα αποκτήματα της κυρίας μου που η ίδια τα λατρεύει αλλά η γιαγιά τα αποκαλεί επιεικώς σαβούρες.

Την επόμενη οι κυρίες ήταν κλαρίνα στην ώρα τους και περίμεναν το πούλμαν. Πού να τολμήσουν να χαζολογήσουν! Ο χτεσινός πρωινός τρόμος ήταν ακόμα νωπός στη μνήμη τους! Επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και ξεκίνησαν για το Κάστρο του Ληστή, σε μια τοποθεσία ΝΔ της πρωτεύουσας προς την Τεργέστη, περίπου μία ώρα απόσταση. Πήγαιναν και πήγαιναν και κάστρο δεν έβλεπαν. Τελικά ήταν απολύτως φυσικό που δεν το έβλεπαν γιατί ο εν λόγω Λήσταρχος ήταν ένα είδος Νεοκώστα, δηλαδή έκλεβε και έδινε τα κλοπιμαία στους χωρικούς. Είχε χτίσει το κάστρο του σε μέρος δύσκολα προσβάσιμο που το έκανε πρακτικά αόρατο από τους εχθρούς. Βρισκόμασταν κοντά στο χωριό Ποστόινα, που σήμερα είναι διάσημο για την περίφημη γυναικολογική κλινική, που παρέχει όλων των ειδών τις γέννες πχ. γέννες σε νερό κλπ.



Ο Λήσταρχος ανεφοδιαζόταν από την πίσω μεριά του κάστρου, μέσα στο βράχο που βλέπετε, ο οποίος επικοινωνούσε με σπηλιές, λαγούμια και τον έξω κόσμο μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές. Ως φυσικό τοπίο εξαιρετική επιλογή για να επιβιώσει. Δεν υπολόγισε όμως τον παράγοντα "άνθρωπο". Το μικρό σπιτάκι αριστερά έξω από το κάστρο ήταν το μέρος όπου οι βασιλείς και οι λήσταρχοι πηγαίνουν μόνοι. Όταν λοιπόν ο φοβερός και καταζητούμενος ληστής επισκέφθηκε το σπιτάκι για τα δέοντα, ο προδότης υπηρέτης κούνησε ένα μαντήλι στους απέναντι και έριξαν μια βόμβα την ώρα που ο λήσταρχος αγκομαχούσε στο "θρόνο". Τι άδοξο τέλος!
Η θέα από το κάστρο ήταν πανέμορφη. Τη βλέπετε στην επόμενη φωτογραφία. Πρασινάδες κομμένες με το χάρακα!



Σε απόσταση 9 χλμ. βρισκόταν το σπήλαιο Postojnska Jama, το μεγαλύτερο της Ευρώπης, ένα από τα 6000 της χώρας, με 25 χλμ. επισκέψιμα και επικοινωνία με ακόμα 6 σπήλαια. Το σπήλαιο ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Ντυθήκαμε ανάλογα γιατί έχει μόνιμα 7 βαθμούς Κελσίου και μπήκαμε μέσα. Επιβιβαστήκαμε σε ένα τρενάκι και διασχίσαμε ένα μέρος του σπηλαίου, περνώντας σε αρκετά σημεία από πολύ χαμηλά μέρη που καθιστούν την επίσκεψη του σπηλαίου άπιαστο όνειρο για τους μπασκετμπολίστες. Θαυμάσαμε σταλακτίτες και σταλαγμίτες διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων, μέχρι και παγωτό βανίλια! Το τρενάκι πλέον είναι ηλεκτρικό αλλά παλαιότερα ήταν μηχανικό και πιο παλιά ανθρώπινο!

Στα έγκατα του σπηλαίου, μέσα στα νερά, ζουν οι Πρωτείς ή Human Fish όπως αλλιώς τα λένε. Πρόκειται για κάτι παράξενα σαυροειδή λευκά πλασματάκια που έχουν στα μπροστινά τους πόδια 5 δάχτυλα γι αυτό τα παρομοίασαν με ανθρώπινα χέρια. Ζουν πολλά χρόνια, μπορεί και 100, είναι αμφίβια και είναι πολύ τεμπέλικα. Δεν κινούνται πολύ και μπορεί να μείνουν νηστικά και ακίνητα μέχρι και 1 χρόνο! Έχουμε κι εμείς τέτοια παρεμφερή όντα στις ορεινές μας λίμνες, τα λέμε Τρίτωνες (μικροί δράκοι) και τους έχουν βρει στη Δρακόλιμνη στην Ήπειρο και σε λίμνες της Πίνδου, όπως και στην Τικιτάκα του Περού. Το καλοκαίρι ξεθαρρεύουν και λιάζονται στις πέτρες ενώ το χειμώνα βολταρίζουν κάτω από τον πάγο.

Όταν μας άφησε το τρενάκι, μας παρέλαβε ο ξεναγός και για μία ώρα περπατούσαμε μέσα στο σπήλαιο. Δεν έχω φωτογραφίες παρά μόνο μια αντιγραφή από carte postale που αγοράσαμε βγαίνοντας. Η κυρία μου ωστόσο βρήκε την ευκαιρία να ξεχέσει έναν επισκέπτη που τόλμησε να βγάλει φωτογραφία με φλας. Ευτυχώς δεν ήταν έλληνας γιατί μία των ημερών κάποιος θα της επιφυλάξει κανένα βρωμόξυλο. Η επιστροφή μας έγινε πάλι με το τρενάκι και περάσαμε από μια αίθουσα συναυλιών. Καλά διαβάσατε. Οι κυρίες φορούν τις γούνες τους, οι μουσικοί τα μάλλινα φράκα τους και γάντια με έξω τα δάχτυλα για να μπορούν να παίξουν και η συναυλία εξελίσσεται κάτω από τη γη! Ωραία εμπειρία!

Στα μαγαζάκια που ήταν έξω από το σπήλαιο ξαπολύθηκαν αμέσως μόλις είδαν ξανά το φως του ήλιου. Η έπαυλις περιόρισε την κυρία μου αισθητά στις σπατάλες αλλά αγόρασε μικρά κρεμαστά λαιμού από διάφορα πετρώματα για τα κορίτσια συναδέλφους της.

Κάτι ο κύριος που ξέχεσε, κάτι τα κακά σχόλια που έκανε από μέσα της για όσους έβλεπε και κυρίως για τους συνταξιδιώτες της (η κυρία Ασσορτί, οι μικροί Κουασιμόδοι, ο τεμπέλης Ελέφας, οι χοντροί πωποί κλπ, κλπ) βγαίνοντας από το σπήλαιο στραβοπάτησε και έκανε τον αστράγαλο της φραντζόλα! Όλα πληρώνονται σε αυτή τη ζωή! Αμετανόητη όμως! Κουτσαίνοντας ελαφρά, χωρίς να μυριστεί κανένας τίποτε, πλην της Βερενίκης που το έμαθε γιατί την είχε ανάγκη για τα παγάκια, συνέχισε όλο το υπόλοιπο πρόγραμμα της. Όταν γύρισαν στο ξενοδοχείο, επιτέλους ξάπλωσε με τα παγάκια, με τα παυσίπονα που κουβαλάει πάντα μαζί της και εμένα να της κάνω συντροφιά. Η Βερενίκη πήγε για μασάζ στην πισίνα του 9ου ορόφου. Υπό άλλες συνθήκες θα πήγαιναν μαζί αλλά ας όψεται το πόδι.
Το βράδυ στολίστηκε, φόρεσε γοβάκια χαμηλά και πήγε στο δείπνο σε ένα ωραίο μοδάτο ιταλίζον εστιατόριο. Δοκίμασαν ένα εξαίρετο φρουτώδες λευκό κρασί (το μισό γκρουπ πήρε το μπουκάλι με το παράξενο σχήμα μαζί του φεύγοντας) και το περίφημο προσούτο τους. Οι Σλοβένοι γενικά είναι περήφανοι για το λευκό κρασί τους, εκτός από το προσούτο τους. Φύγαμε τρικλίζοντας (μέχρι και εγώ) και περάσαμε για τελευταία φορά από τη γέφυρα του Φραντς για να αγοράσει η κυρία μου μια ανθοδέσμη. Όμως εκείνος είχε μια μόνο τελευταία και αυτή την είχε υποσχεθεί σε ένα ζευγαράκι που θα περνούσε να την πάρει μια συγκεκριμένη ώρα. Τον αποχαιρέτησαν λοιπόν και του ευχήθηκαν να πραματοποιηθούν όλα του τα όνειρα.

Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή και η αναχώρηση μας είχε οριστεί για τις 10.30. Ετοιμάστηκαν οι κυρίες με όλη τους την άνεση και βγήκαν για μια τελευταία βόλτα στην πλατεία με τις 3 γέφυρες. Εκεί έπαθαν την παράκρουση : υπήρχε παζάρι αντικών! Ποιο πόδι - τούμπανο, ποια ώρα που πίεζε, ποια έπαυλις, ποια πράσινα άλογα.... Χύθηκαν στους πάγκους με όρεξη να τους σηκώσουν όλους για την Ελλάδα! Η Βερενίκη οργίασε! Η κυρία μου μετά την πρώτη κρούση, μαζεύτηκε και ανάλωσε την ώρα της σε γενναία παζάρια. Τελικά πήρε ένα μπρούντζινο καθρέφτη με πόδι, τουλάχιστον 5ο ετών για να καθρεφτίζομαι στον μπουφέ του σαλονιού (που δεν έχουμε ακόμα αλλά θα αγοράσουμε!).

Στις 10.30 ως άλλες Αγγλίδες επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και γύρισαν στα πάτρια εδάφη. Γύρισα κι εγώ με μισή καρδιά. Η άλλη μισή έμεινε στα δάση της Σλοβενίας!