30/12/09

ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ



Πέρασαν οι μισές γιορτές! Και μέχρι να γυρίσουμε να κοιτάξουμε θα περάσουν και οι άλλες μισές... Για να περιμένουμε το καρναβάλι... Τα αφεντικά μου δούλευαν πυρετωδώς όλες τις μέρες με εξαίρεση τις αργίες των χριστουγέννων. Θα συνεχίσουν να δουλεύουν και τις μέρες της παραμονής και της πρωτοχρονιάς και του σαββατοκύριακου που ακολουθεί χωρίς εξαιρέσεις. Θα αλλάξουν το χρόνο στις δουλειές τους. Ήδη η κυρία μου ετοίμασε μια σαμπάνια που της έφεραν, για να την ανοίξει το βράδυ της πρωτοχρονιάς στη δουλειά της. Θα πρέπει να είμαι μαζί της να την επιτηρώ για να μη γίνει φέσι και μας βγάλουν τα κανάλια...
Σήμερα μετά τη δουλειά της, η κυρία μου και Τσιριμπόμ επισκέφθηκε μεγάλο κατάστημα του κέντρου των Αθηνών, επί της πλατείας Ομονοίας, για να αγοράσει μερικά αναπόφευκτα δώρα. Σας είναι γνωστό ότι διανύουμε περίοδο ισχνών αγελάδων, ένεκα η Έπαυλις. Ποτέ δε συμπαθούσαμε ως οικογένεια όλη αυτή τη φρενίτιδα ανταλλαγής συμβολικών - άχρηστων - κακόγουστων πολλές φορές δώρων, που μας έχει επιβληθεί τις μέρες των γιορτών. Φέτος, τα περικόψαμε σχεδόν όλα. Παρόλα αυτά όμως, έπρεπε να πάρουμε δύο και να σου...βρεθήκαμε στο Ναό Καταπολέμησης της Κατάθλιψης, το υπερ-κατάστημα που λέγαμε. Η Τσιριμπόμ θεώρησε λογικό τα δώρα της να είναι απαραίτητα και χρήσιμα. Έτσι, κατευθυνθήκαμε στο τμήμα με τα βρακιά, τα σώβρακα, τις κάλτσες, τα φανελάκια και τις πυζάμες. Τελειώσαμε με τα αγορίστικα και πήγαμε στα κοριτσίστικα. Έριξε ένα βλέφαρο και η Τσιριμπόμ γύρω γύρω αλλά συνήγαγε ότι οι τιμές ήταν υπέρογκες για οικογενειακές αγορές.
Στο ταμείο πριν από μας, περίμεναν δύο φίλες να πληρώσουν. Άθελα μου, έγινα μάρτυρας των αγορών τους και των συνομιλιών τους. Πρώτα θα τις περιγράψω. Ήταν κοντές, χοντρές, κακοντυμένες και ατημέλητες. Η ηλικία τους απροσδιόριστη, μεταξύ 35 και 45. Η νεώτερη είχε ξανθά, άλουστα, κακοφτιαγμένα και κατακουρασμένα από τις απανωτές βαφές μαλλιά. Η άλλη ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του γυναικολογικού συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών : μαυριδερή και τριχωτή. Σίγουρα μετά τις αγορές είχε κλείσει ένα ραντεβού για Μάδημα Τριχών Προσώπου στο Αρμόδιο Κατάστημα Αισθητικής.
Η νεώτερη κρατούσε ένα σωρό δαντελωτά κόκκινα βρακιά και σουτιέν. Ανέλυε περιχαρής στη φίλη της ότι υπάρχει ένα έθιμο που λέει ότι αν φορέσεις το βράδυ της πρωτοχρονιάς ένα καινούργιο κόκκινο βρακί και σε βρει ο νέος χρόνος με αυτό, όλα θα σου πάνε καλά τη νέα χρονιά! Όταν το άκουσα, φαντάστηκα την κυρία μου το βράδυ της πρωτοχρονιάς στη δουλειά της με κόκκινο βρακί και ξεράθηκα στα γέλια!!!! Αλλά δε μπορείτε εσείς να καταλάβετε γιατί γέλασα τόσο πολύ επειδή δεν ξέρετε ακριβώς τι δουλειά κάνει η κυρία μου. Να το ΄βλεπα κι αυτό κι ας ψοφούσα!!!! Τέλος πάντων. Συνεχίζω. Είχε αγοράσει η μία ένα βαγόνι δαντελωτά κόκκινα βρακιά (εκτός από τα ασορτί σουτιέν) και πλήρωνε. Η ταμίας τα σήκωνε ένα ένα για να βγάλει το αντικλεπτικό και μεις θαυμάζαμε την καλαίσθητη δαντέλα, το μικροσκοπικό τού μεγέθους, τη φίνα γραμμή, τις μικρές διακοσμητικές λεπτομέρειες... Έλεγε στη φίλη της ότι ήταν ευκαιρία να ανανεώσει το στόλο της από εσώρουχα. Πλήρωσε και περίμενε τις Πολυκυστικές Ωοθήκες (ΠΩ) να πληρώσουν και αυτές για να πάνε στην καφετέρια του καταστήματος να καπνίσουν ένα τσιγάρο και να πιούν ένα καφέ. Οι ΠΩ ήταν σεμνότερες. Είπαν ότι είχαν πολλά εσώρουχα αλλά τους έλειπε μόνο "αυτό". Την ώρα εκείνη σήκωσε συμπτωματικά το "αυτό" η ταμίας και είδα ότι επρόκειτο για μια κόκκινη ζαρτιέρα με το ασορτί βρακί της! Εάν, λέω, ΕΑΝ, ήμουν άντρας το πουλί μου θα κατέθετε δια παντός τα όπλα και δεν ξέρω αν θα ανένηπτε και ποτέ... Φαντάστηκα εκείνα τα δαντελωτά εσώρουχα χαμένα μέσα σε τόνους λίπους, κυτταρίτιδας, διπλών, μαλλιαρών αφαλών, ξεχειλωμένων μηρών, μπιμπικιάρικων πωπών, ραγαδιασμένων κοιλιών και αηδίασα... Φαντάστηκα εκείνες τις φουκαριάρες τις ζαρτιέρες να σφίγγονται και να ξεσφίγγονται στα μπούτια της σαρανταπεντάχρονης και ανατρίχιασα. Έφυγα αναλογιζόμενο την παροιμία "τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και τους ανάλογους κώλους" και συγνώμη για τα κακά λόγια.
Για να εξιλεωθώ πήγα με την κυρία μου και αγοράσαμε το καινούργιο βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο "Νυχτερινά" που τόσο καιρό περιμέναμε να το πάρουμε. Τι ψυχή είχαν 13 ευρώ για τόση απόλαυση? Ούτε ένα στρινγκ βρακί δεν παίρνεις με 13 ευρώ πια!   

7/11/09

ΕΚΤΟΣ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ


Είμαι εκτός τόπου και χρόνου σήμερα. Δηλαδή πάντα είμαι αλλά σήμερα παραέγινε το κακό. Είναι μερικές ώρες που πάτησα το πόδι μου στη γη. Ήμουν στους αιθέρες, συνοδός της κυρίας μου, στην επιστροφή της από το San Diego. Δεν σας γράφω επειδή έφτασαν στα αυτιά μου κάτι ψωραλέες επισημάνσεις ότι, δήθεν, έκανα "κοιλιά" και δε γράφω συχνά στο ιστολόγιο τις γκρίνιες μου. Γράφω επειδή το jet lag με θέρισε και μου είπαν ότι πρέπει να βρω τρόπους να μην κοιμηθώ τη μέρα καθότι θα βρυκολακιάσω τη νύχτα. Έβαλα κι εγώ δύο σπιρτόξυλα στα βλέφαρα μου και είπα να σας ενημερώσω ότι επιτέλους βρήκα το ιδανικό μέρος για τα γεράματα μου!!! Θα αρχίσω να κάνω αποταμιεύσεις για να αποσυρθώ, όταν ασπρίσουν εντελώς τα πούπουλα μου, στην πόλη αυτή. Και γιατί όχι δηλαδή? Επειδή μια ζωή αντιπαθούσα την Αμερική? Σιγά καλέ! Ποιος τηρεί αυτά που λέει? Ποιος κάνει αυτά που υπόσχεται? Άλλωστε το λέει και η παροιμία "μεγάλη μπουκιά σπόρων φάε, μεγάλο λόγο μη λες".

Θα φτιάξω λοιπόν κι εγώ το κομπόδεμα μου, θα πάρω το κλουβί μου και θα μετακομίσω στο San Diego. Μην αρχίζετε τις γκρίνιες για την Αμερική. Τα ξέρω όλα αυτά και τα παραξέρω. Όμως ακούστε τι πλεονεκτήματα θα έχω.

1. Θα απολαμβάνω ένα εξαιρετικό κλίμα, μια διαρκή άνοιξη, ιδανική για τα γέρικα κόκαλα μου και το προβληματικό, λόγω προχωρημένης ηλικίας, θερμορυθμιστικό μου σύστημα. Ο ουρανός, η θάλασσα και ο ήλιος μοιάζουν πολύ με της Ελλάδας κι έτσι δε θα υποφέρω από τόσο αβάσταχτη νοσταλγία.

2. Θα περπατάω σε μεγάλα πεζοδρόμια, φυτεμένα με δέντρα που έχουν προστατευτικά σιδερένια καλύμματα και δε θα φοβάμαι μήπως πέσω σε κανένα λάκκο ή σκοντάψω σε καμιά ρίζα. Και κυρίως θα περπατάω σε πεζοδρόμια ΜΕ ΔΕΝΤΡΑ, κανονικά δέντρα και όχι ψωραλέα εκμαγεία πρώην χτικιάρικων δέντρων.

3. Δε θα φοβάμαι να περπατήσω στα πεζοδρόμια επειδή προεξέχουν πλάκες ή υπάρχουν λακκούβες και σπασμένα κράσπεδα. Ακόμα και τη νύχτα, θα είμαι ένα ελεύθερο γέρικο καναρίνι ικανό να βολταρίζει χωρίς να κινδυνεύει να σπάσει το πόδι του.

4. Θα μπορώ να διασχίζω τους δρόμους άφοβα! Όσο γέρικο και ανήμπορο γίνω, θα ξέρω ότι και μόνο με την πρόθεση ότι επιθυμώ να βρεθώ απέναντι, ο οδηγός θα σταματήσει (κοκαλώσει) το αυτοκίνητο του και θα με περιμένει υπομονετικά μέχρι να σουρθώ, χωρίς να με βρίζει από μέσα του ή απέξω του.

5. Θα μπορώ να έχω αυτά τα ωραία πι με τα τροχούλια και το καλαθάκι από κάτω. Θα μπορώ έτσι να πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ να ψωνίζω τους σπόρους μου, να βάζω κατόπιν τα πράγματα μου στο καλαθάκι και τσουλώντας αλλά και στηριγμένο στο πι μου να πηγαίνω με ασφάλεια σπίτι μου χρησιμοποιώντας τις ειδικές διαβάσεις στα πεζοδρόμια, που σημειωτέον, ΔΕΝ θα είναι ΠΟΤΕ μπλοκαρισμένες. Θα μπορώ λοιπόν να είμαι ένα γέρικο μεν αλλά αυτάρκες καναρίνι δε.

6. Αν είμαι πολύ πιο ανήμπορο αλλά ακόμα λειτουργικό, θα μπορώ να κάνω τα ψώνια με το ειδικό ηλεκτρικό αμαξάκι ενός ατόμου, με αποθηκευτικό χώρο και μια κεραία με κόκκινο σημαιάκι για να με προσέχουν οι οδηγοί όταν διασχίζω το δρόμο και οι πεζοί όταν κινούμαι στο πεζοδρόμιο.

7. Αν χρειαστώ κάποια βοήθεια στο δρόμο και στέκομαι σκεπτικό και αναποφάσιστο, θα με πλησιάσει ένας άνθρωπος του Δήμου, από αυτούς που περιπολούν στην πόλη όλη μέρα με ποδήλατα. Θα με καλημερίσει ευγενικά και θα με ρωτήσει αν χρειάζομαι κάτι έτσι ώστε να με βοηθήσει κατάλληλα.

8. Θα μπορώ να κάνω περίπατο στον ειδικά διαμορφωμένο πεζόδρομο δίπλα στη θάλασσα, μέχρι όπου με πάνε τα πόδια μου. Θα απολαμβάνω τη θάλασσα, τα περιποιημένα και φυτεμένα παρτέρια, τα στρωμένα χορτάρι μέρη. Άσε που θα μπορώ να καθίσω σε ένα άθικτο και πεντακάθαρο παγκάκι, από τα άφθονα που υπάρχουν κατά μήκος της παραλίας για να πάρω μια ανάσα άμα κουραστώ. Και κυρίως, δε θα πεθάνω ποτέ από έμφραγμα μυοκαρδίου, επειδή την ώρα που περπατάω στον πεζόδρομο έρθει γκαζωμένο ένα μηχανάκι με κομμένη εξάτμιση και περάσει ξυστά από το γέρικο ώμο μου.
9. Κάνοντας τη βόλτα μου, θα μπορέσω να καθίσω στο χώρο αναψυχής του μικρού τεχνητού χωριού Seaport Village (παραβλέπω ότι είναι μια σκέτη αμερικανιά και κρατάω το καλό στοιχείο), να πιώ μια μπύρα, (εφόσον μου το επιτρέπει ο γιατρός μου). Καθισμένο στα υπαίθρια πέτρινα τραπέζια θα μπορώ να ακούσω τη ζωντανή μουσική και γιατί όχι? Να χορέψω! Ναι, να χορέψω στην αυτοσχέδια πίστα, όσο μπορώ και αντέχω χωρίς να με κοροϊδεύει κανένας. Μάρτυρας μου η φωτογραφία. Γιατί αυτός και όχι εγώ? Τι θα μου λείπει?

10. Θα μπορώ να φάω σε ένα steak house, αν αντέχουν τα γέρικα δόντια μου, μια ζουμερή μπριζόλα, σε τραπέζι στρωμένο με κανονικό τραπεζομάντιλο, υποδειγματική εξυπηρέτηση και λογικό λογαριασμό, χωρίς να με αντιμετωπίζουν ως έχον το ακαταλόγιστο.

11. Θα μπορώ να αρρωστήσω και να μεταφερθώ στο τμήμα επειγόντων του San Diego, όπου δε θα με κοπανήσουν πάνω στο φορείο, δε θα με αφήσουν ξεβράκωτο με το γέρικο πουλί μου σε κοινή θέα όσων περιμένουν, ούτε θα με "γλύφουν" ψεύτικα οι τραυματιοφορείς για να τους δώσω 10 δολάρια για τον κόπο τους (δουλειά τους) να με μεταφέρουν.

Αυτά όλα σκέφτομαι τώρα που υποφέρω από το jet lag μου. Αύριο θα τα σκέφτομαι ακόμα γιατί δε θα έχω συνέλθει. Μεθαύριο θα αρχίσω να βλέπω την άλλη όψη αυτής της χώρας, τη γνωστή, και θα αρχίσει να ξυπνάει μέσα μου το ελληνικό ιδεώδες. Ακόμα όμως και έτσι, θα ζηλεύω μερικά πραγματάκια που για αυτούς δε ζητιανεύονται, είναι αυτονόητα.

ΥΓ. Αυτά που γράφω τα αφιερώνω στη μνήμη της γριάς λαίδης αγγλίδας Τάδε και της ινδής υπηρέτριας της (αυτή δεν είχε όνομα) που "βρήκαν τραγικό θάνατο από διερχόμενο αυτοκίνητο όταν επιχείρησαν να διασχίσουν τη Λεωφόρο Ποσειδώνος" (!!!). Τη μικρή αυτή είδηση διάβασα τυχαία σε εφημερίδα πριν από καμιά δεκαριά χρόνια αλλά πώς συμβαίνει και μερικά πράγματα χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη! Πολλές φορές στη ζωή μου, εξαιτίας αυτής της καταραμένης παρατηρητικότητας από την οποία πάσχω, έχω ξανά και ξανά θυμηθεί αυτή την είδηση των τριών γραμμών.

30/9/09

ΝΕΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΑ



Ήρθε ο καιρός να ακουμπήσει ξανά η φτερούγα μου πληκτρολόγιο. Δεν φταίει το ότι είμαι πολυάσχολο, ούτε ότι έχω την πτερόρροια μου. Μάλλον θα φταίει το φθινόπωρο και το ότι έφυγε το κανονικό μου αφεντικό. Πιστεύω ότι σύντομα θα συνέλθω και θα επανέλθω.
Το κανονικό μου αφεντικό ξαναέδωσε πανελλήνιες εξετάσεις, μετά από ένα χρόνο διαβάσματος και ήδη γνώριζε, από τότε που πήρε τους βαθμούς του, ότι θα περνούσε στη Σχολή Των Ονείρων του, στην Πάτρα. Ο κακομοίρης ο πατέρας του βίωσε μια κεραμίδα στο κεφάλι του. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται ότι ο γιός του θα έφευγε μακριά από το σπίτι. Η Τσιριμπόμ αντιθέτως το είδε μιας εξαρχής ως αναπόφευκτο. Ο Χόλιους μέσα από την εξέλιξη της ζωής του αδελφού του διέβλεπε το μέλλον του αλλά πανηγύριζε κιόλας επειδή θα γλύτωνε τη γκρίνια και τις υποδείξεις του αδελφού – πατέρα. Εγώ πώς το είδα αλήθεια? Μη με ρωτάτε. Είμαι ακόμα βυθισμένο στη θλίψη. Τριγυρίζω ρακένδυτο στο κλουβί μου και έχω μαδήσει εντελώς. Σε λίγο θα πρέπει να μου πάρουν βαρέλι για να κυκλοφορώ.
Φέτος η οικογένεια έκανε τις διακοπές της στο Χωριό Της Επαύλεως για τους προφανείς λόγους της οικονομικής δυσπραγίας και των οικοδομικών εργασιών που εξελίσσονταν εκεί. Αυτό μεταφράστηκε για την κυρία μου ως «Τα μαρτύρια του Ταντάλου», όπου Τάνταλος αντικαθίσταται από το Τσιριμπόμ. Οι διακοπές της μετεξελίχθηκαν σε Συμπληγάδες Πέτρες, ανάμεσα στις οποίες αλεθόταν νυχθημερόν. Την έβλεπα και τη λυπόμουνα αλλά τι να έκανα κι εγώ? Κατοικοέδρευα πάνω στο περβάζι της βεράντας εκτεθειμένο στις απανταχού γάτες που θα μπορούσαν μαγεμένες από την ομορφιά μου να ανέβουν τις σκάλες και να με κάνουν μια μπουκιά. Άλλες φορές με τοποθετούσαν, όταν δεν μαγείρευαν, πάνω στο υπαίθριο μάτι της κουζίνας και με άφηναν εκεί με κίνδυνο να ξεχαστεί κάποιος και να με ψήσει. Για να καταλάβετε τι εννοώ σας παραθέτω την αντίστοιχη φωτογραφία! Δεν μπορώ να πω ότι με παραμελούσαν αλλά να, ένα άγχος το είχα. Όταν ερχόταν ο ήλιος με μετέφεραν στο πίσω μπαλκόνι, σε μια αυτοσχέδια τέντα που μου έφτιαχνε η γιαγιά – Σοφία για την αντηλιά και με άφηναν παρέα με μια στρατιά από σφήκες, καθότι αυτές είχαν άπειρες φωλιές εκεί τριγύρω. Αφού δε μάδησα εντελώς από αυτά τα άγχη του καλοκαιριού πάλι καλά…
Ανασκοπώντας λοιπόν τις καλοκαιρινές διακοπές, η Έπαυλις μας απορρόφησε οικογενειακώς. Τα 3 εκ των 4 αφεντικών μου ξημεροβραδιάζονταν εκεί. Η κυρία μου φροντίζοντας τις καλλιέργειες της και ποτίζοντας τον κήπο με τις ντοματιές και τις πιπεριές. Το κανονικό μου αφεντικό και ο κύριος μου ανοίγοντας λάκκους στα δέντρα και σκάβοντας γενικώς. Και οι 3 ξεχορτάριασαν, έκοψαν βάτα, κλάδεψαν δέντρα, καθάρισαν φράχτες. Εκεί ήμουν κι εγώ για να εποπτεύω τη νέα μου κατοικία. Ο τέταρτος, ο Χόλιους, δεν ήταν μαζί τους γιατί δούλευε. Ναι! Το Μικρό Τεμπελόσκυλο δούλευε μεσημεριανό γκαρσόνι στην ταβέρνα του θείου του! Ο μόνος επιτυχημένος οικονομικά αυτό το καλοκαίρι ήταν ο Χόλιους! Οι υπόλοιποι κυκλοφορούσαμε με πενταροδεκάρες στις τσέπες μας.
Οι διακοπές μας λοιπόν πέρασαν με έγνοιες για την Έπαυλη και με γκρίνια, αποκλειστικά από τη γιαγιά – Σοφία. Τι να σας πω! Η καθόλα Βούδας – κυρία μου, άρχισε πάλι να επεξεργάζεται το σενάριο παρακολούθησης ομάδων διαχείρισης οργής. Η γιαγιά – Σοφία την εξόργιζε με τις ατελείωτες παρατηρήσεις της. Δεν υπήρξε κάτι που να έκανε, που να μην ήταν αποδέκτης παρατηρήσεων από τη μαμά της. Δε θα επεκταθώ, διότι δεν είναι του παρόντος. Ίσως κάποια μέρα που θα έχω τα κέφια μου να προσπαθήσω να αποδώσω με χιούμορ το κλίμα που επικρατούσε διότι ουσιαστικά ήταν για να κλαις. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό της κυρίας μου ότι το χειρουργείο που έκανε καλοκαιριάτικα, αμέσως μόλις γύρισε από τις διακοπές, είχε τις ρίζες του σε όλη αυτή τη γκρίνια της μαμάς της. Δεισιδαίμων η κυρία μου? Μπα! Αλλά όλο και περισσότερο πιστεύει ότι η γκρίνια, ειδικά των γονιών, καλό είναι να μην υπάρχει για να πηγαίνουν όλα καλά.
Τι έλεγα? Α! Αρχές Αυγούστου, λοιπόν, η κυρία μου πετάχτηκε στην Πάτρα για να βρει σπίτι στο κανονικό μου αφεντικό. Μια φορά πήγε με τον κύριο μου και κόντεψε να τον πετάξει στη θάλασσα και μια φορά με το κανονικό μου αφεντικό και άμεσα ενδιαφερόμενο όπου έφαγαν τα μουστάκια τους και γύρισαν σκοτωμένοι. Εγώ την είχα μυριστεί τη δουλειά και έμεινα ως hands free πάνω στη μπλούζα του Χόλιους – γκαρσόνι. Βρήκε όμως ένα ωραίο σπίτι η κυρία μου τη δεύτερη φορά και με συνοπτικές διαδικασίες και πριν προλάβει να πλακώσει η Σάρα, η Μάρα και Το Κακό Συναπάντημα, το έκλεισε και άρχισε να οργανώνει στο μυαλό της τα υπόλοιπα.
Τώρα πια το κανονικό μου αφεντικό έχει εγκατασταθεί εκεί και έχει αρχίσει ήδη μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Πέρασε ένα διάστημα διαλογισμού πριν φύγει, το οποίο συνοψιζόταν στο ότι μέρα νύχτα είχε το αγαπημένο του μαξιλάρι στη μούρη και γύριζε μέσα στο σπίτι μυρίζοντας το. Αν είναι δυνατόν! Και όμως! Η ιστορία με το μαξιλάρι έχει τις ρίζες της από τότε που ήταν ενός έτους! Φανταστείτε λοιπόν σε τι στρες βρισκόταν ο καημένος που θα άφηνε την οικογενειακή εστία!
Η κυρία μου δεν έχει πατήσει ακόμα το πόδι της στο σπίτι της Πάτρας, κάνει την άρνηση της και από όσο την ξέρω θα την κάνει για πολύ καιρό ακόμα. Θεωρεί ότι ο πρωτότοκος της κάπου εδώ είναι και τώρα θα μπει στο σπίτι. Κομματάκι δύσκολο 5 χρόνια να το πιστεύει αυτό αλλά την έχω ικανή!
Ο κύριος μου λείπει για 15 μέρες στο Χωρίον προκειμένου να επιληφθεί της νέας σκεπής της Επαύλεως. Όλη μέρα είναι σκαρφαλωμένος στη στέγη με τον Σκεπά και τον βοηθάει. Μετά κατεβαίνει, ποτίζει τα δέντρα, σκαλίζει τα χόρτα εδώ κι εκεί και έτσι βρώμικο χάλι πηγαίνει στο καφενείο του χωριού και κάθεται με τους γνωστούς. Χε χε! Φαντάζομαι τη γιαγιά – Σοφία τί γκρίνια τού επισείει!! Μα δεν έχει κι άδικο. Εκεί σχολιάζουν ακόμα και τι βρακί υποθετικά φοράς από μέσα, όχι να πηγαίνει ο κύριος μου έτσι χάλι στο καφενείο.
Έτσι είμαστε μόνο εμείς οι 3 στο σπίτι. Πρώτον ο Χόλιους, ο οποίος έχει γίνει πετσί και κόκκαλο και η κυρία μου φοβάται ότι έχει νευρική ανορεξία. Από ό,τι τον ψάρεψε, βιώνει την ερωτική θλίψη από τη μετακόμιση της αγαπημένης του σε άλλο σχολείο. Δεύτερον η κυρία μου, η οποία είναι χωμένη στις δουλειές της αλλά άδραξε την ευκαιρία να δει φίλους και γνωστούς παραμελημένους από έτη. Έτσι, κάθε μεσημέρι είναι έξω και τρώει πότε εδώ και πότε εκεί. Και τρίτον, εγώ που προσπαθώ να συνέλθω από την πτερόρροια μου και να ξαναβρώ το νόημα της ζωής. Μήπως να πήγαινα στην Πάτρα παρέα με το αφεντικό μου? Άσε καλύτερα. Υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνω εκεί από την πείνα και τη βρώμα. Καλά είμαι εδώ!

22/9/09

Η ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ


Είχε αναρρωτική άδεια για ένα μήνα. Τόσο της είχε δώσει ο παιδοχειρουργός που της έβγαλε τη σκωληκοειδίτιδα. Εκείνη, άπλωσε το χέρι της και πήρε το χαρτί αφηρημένα, σκεπτόμενη ότι όταν νοιώσει καλύτερα θα επέστρεφε από μόνη της, χωρίς να υπολογίσει μέρες αδειών. Έκατσε με το ζόρι δέκα μέρες. Και να πεις ότι έκανε και τίποτε αξιόλογο! Ούτε διάβασε όπως είχε υποσχεθεί, ούτε καθάρισε τη βιβλιοθήκη της, ούτε έφτιαξε τα συρτάρια της, ούτε ξεκαθάρισε τις παλιές εφημερίδες που κάνουν στοίβα πλέον δίπλα στο κομοδίνο της. Περιφερόταν μέσα στο σπίτι αναβάλλοντας τα πάντα για αργότερα. Η απόλυτη απραξία μαζί με ένα είδος αφηρημένης μελαγχολίας. Ώσπου αποφάσισε να πάει στη δουλειά της. Ασφαλής διέξοδος. Ντύθηκε, στολίστηκε και τσουπ πήγε στο γραφείο, περιβαλλόμενη από χαρούμενα ξεφωνητά και αναστεναγμούς ανακούφισης για το πρόγραμμα των υπερωριών που θα αναλάμβανε ξεκουράζοντας τους γέρους συναδέλφους. Έμενε μια μικρή λεπτομέρεια : να πάει στο γραφείο αδειών να κόψει την αναρρωτική της άδεια. Καθώς διέσχιζε το διάδρομο συνάντησε μια υπάλληλο, πολύ αγαπητή της, πρότυπο συμπεριφοράς μέχρι τώρα που κοντεύει να συνταξιοδοτηθεί. Όταν της είπε ότι πήγαινε να τακτοποιήσει το θέμα της άδειας της για να επανέλθει, η άλλη, χωρίς να βλεφαρίσει της είπε ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να κάτσει να ξεκουραστεί όλες τις μέρες που έχουν προβλεφθεί. Συμπληρώνοντας, ότι κανένας δε θα της πει "ευχαριστώ", από όλους όσους πολύ καλά γνωρίζει η ίδια και οι οποίοι ζορίστηκαν λίγο αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν δείξει στο παρελθόν ότι βάζουν πάντα πάνω από όλα τον εαυτό τους. Ξεμάκρυνε συλλογισμένη η κυρία μου αλλά αμετάπειστη. Θεωρούσε ότι εφόσον ήταν και ένοιωθε καλά έπρεπε να γυρίσει στη δουλειά της.
Έφτασε στο κτίριο με τις διοικητικές υπηρεσίες και ανέβηκε σιγά σιγά την ξύλινη σκάλα για το γραφείο αδειών. Η υπάλληλος τη γνώριζε και έχοντας ήδη ετοιμάσει την άδεια της για την επιτροπή τη ρώτησε πώς είναι και της ευχήθηκε καλή ανάρρωση. Η δικιά μου πάλι, την πήρε παράμερα και της είπε ψιθυριστά ότι ήρθε για να κόψει την αναρρωτική της άδεια. Ξέρετε, της είπε, έχουν ζοριστεί οι συνάδελφοι, δεν υπάρχει λόγος να κάθομαι άλλο στο σπίτι. Η υπάλληλος μάζευε τα μαλλιά της από κάτω. Όταν τελείωσε της εξήγησε ότι η αναρρωτική άδεια δεν κόβεται βάσει νόμου. Τόσο απλό ήταν και τόσο άγνωστο στην κυρία μου. Αυτό όμως δεν την πτόησε. Επινόησε μια αλυσίδα ενεργειών οι οποίες τελικά θα κατέληγαν στο να κοπεί η άδεια. Μη ρωτάτε πώς. Είναι γνωστό ότι η κυρία μου είναι να μη θέλει να κάνει ή να μην κάνει κάτι. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μη το καταφέρει. Ώσπου η άλλη εξερράγη. Δεν άντεξε άλλο η δημοσία υπάλληλος! Γιατί το κάνετε αυτό? εξεμάνη. Τόσο χαζή είστε? Εδώ άλλοι παίρνουν για ψύλλου πήδημα αναρρωτική άδεια και όταν τελειώσει ψάχνουν τρόπους να την ανανεώσουν κι εσείς που την έχετε και τη δικαιούστε θέλετε να την κόψετε? Πού ακούστηκε αυτό? Οι συνάδελφοι σας θα το έκαναν για να σας ξεκουράσουν εσάς?
Τίποτα εκείνη. Πήρε τα χαρτιά που έπρεπε να αλλάξει και κατέβηκε την ξύλινη σκάλα για να πάει στο αρμόδιο γραφείο. Στα μισά της σκάλας όμως, η τελευταία φράση της κυρίας ξανακουδούνισε στα αυτιά της. Ποιος θα έκανε τι για αυτήν ποτέ? Σαφώς υπάρχουν κάποιοι που έχουν κάνει πολλά για αυτήν και για το λόγο αυτό τους είναι ισόβια αφοσιωμένη. Αλλά οι συγκεκριμένοι? Τι έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια εκτός από το να κοιτάζουν τη βόλεψη, τη λιγότερη δουλειά και την καλοπέραση τους? Η διαπίστωση ήταν επώδυνη και απογοητευτική. Πολλές σκέψεις εισέβαλαν στο μυαλό της ταυτόχρονα. Πολλές από αυτές ήταν αντικρουόμενες. Έμεινε μετέωρη στα μισά της ξύλινης σκάλας. Πάντα σιχαινόταν τον τύπο του λουφαδόρου δημόσιου υπάλληλου και όσο πιο καλλιεργημένος και μορφωμένος ήταν τόσο αυτή η προδοσία της φαινόταν κατάντια του μυαλού του. Κορόιδευε τους συναδέλφους που έπαιρναν τηλέφωνο και δήλωναν ότι θα λείψουν γιατί είχαν 37.3 και τους γρατζουνούσε ο λαιμός τους. Ειρωνευόταν συναδέλφους που είχαν "διάρροια" μετά από το σαββατοκύριακο. Από την άλλη, για κάθε χρόνο που περνάει κάθε συμβάν υγείας έχει μεγαλύτερο χρόνο αποκατάστασης. Μήπως είχαν δίκιο όσοι της έλεγαν να κάτσει? Μήπως, μετά από 19 χρόνια, σε ένα ψυχοφθόρο επάγγελμα με άπειρα ξενύχτια, έπρεπε να αδράξει την ευκαιρία να κατεβάσει λίγο τους διακόπτες? Μήπως το εδικαιούτο? Μήπως ήταν όντως χαζή αν δεν το έκανε? Έκανε μεταβολή από τα μισά της σκάλας και γύρισε πίσω στην κυρία. Της έδωσε πίσω τα χαρτιά που έπρεπε να "μαγειρέψει" και της είπε : "'Εχετε δίκιο. Κανένας δε θα το έκανε για μένα. Θα ξεκουραστώ και τις υπόλοιπες μέρες που δικαιούμαι. Το έχω ανάγκη".

22/8/09

ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟ ΠΡΟΒΟΛΕΑ

Εκεί πρόλαβα να σκαρφαλώσω την τελευταία στιγμή και να μεταμφιεστώ όπως όπως σε κουκίδα σκόνης. Μήπως ήξερα από αυτά? Πρώτη φορά μου συνέβαινε. Έβλεπα από κάτω την κυρία μου ξαπλωμένη στο χειρουργικό τραπέζι να κοιμάται μακάρια και δεν ήξερα τι να σκεφτώ… Πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη? Από τότε άρχισε η πτερόρροια μου και σταμάτησα το τραγούδι.
Επιστρέψαμε την προπαραμονή της Παναγίας γιατί η κυρία μου δούλευε όλο το εορταστικό τριήμερο. Ανοίξαμε το σπίτι, επέστρεψα στη γνώριμη μου θέση στο μπαλκόνι, ποτίστηκαν τα λουλούδια μας. Την Παρασκευή η κυρία μου δούλευε όλη τη μέρα, διανυκτέρευσε στην υπηρεσία της και συνέχισε μέχρι το Σάββατο το μεσημέρι να είναι απασχολημένη. Είναι οι υποχρεωτικές υπερωρίες της. Πράγματα οικεία για την οικογένεια. Ο κύριος μου βρήκε την ευκαιρία να αφιερωθεί λίγο στη μαμά του που λόγω διακοπών είχε καιρό να τη δει (και να τον θηλάσει). Το μεσημέρι της γιορτής φάγανε όλοι μαζί, μια και η γιαγιά ήταν εορτάζουσα και λόγω της ημέρας την κέρασαν μια (φανερή) πάστα την οποία καταβρόχθισε σε 9 δευτερόλεπτα. Ακόμα και κάποια κόπωση της κυρίας μου να υπέβοσκε στην ατμόσφαιρα του τριημέρου, αποδόθηκε στη σωματική κόπωση των υπερωριών. Τη Δευτέρα έφυγαν για τις δουλειές τους. Τελευταία στιγμή βαρέθηκα να μείνω μόνο μου σε ένα άδειο σπίτι και καρφιτσώθηκα στο πορτοκαλί μπλουζάκι της κυρίας μου. Έφτασε πρώτη στο γραφείο και ανταμώθηκε με τη Σοφία η οποία της παρέδωσε κάποια θέματα που έπρεπε να γνωρίζει και έφυγε για το δικό της γραφείο. Η Σοφία ήταν εκείνη που πρόσεξε ότι κρατούσε την κοιλιά της και ήταν ελαφρώς γερμένη. Η κυρία μου την καθησύχασε ότι την πονούσε λίγο η κοιλιά της αλλά θα της περνούσε. Στο νου της είχε τα χτεσινοβραδινά ποπ κορν που έφαγε στο θερινό σινεμά της γειτονιάς μας παρακολουθώντας με τον κύριο μου την ανεκδιήγητη πατάτα της Λίας Παρδάλος με θέμα ένα γάμο. Η φρίκη στο πανί!
Σε λίγο ήρθαν και οι άλλοι συνάδελφοι και η μέρα μπήκε στη ρουτίνα της. Εγώ πετάριζα από τραπέζι σε ράφι και από γλάστρα σε γλάστρα από αυτές που έχουν άφθονες στα πρεβάζια των παραθύρων τους. Η κυρία μου όμως δεν πετάριζε καθόλου. Το χρώμα της άλλαξε, ο πόνος δυνάμωσε, η λέξη «γαστρεντερίτιδα» επλανάτο από στόμα σε στόμα αλλά η οντότης τής συνυφασμένης με αυτήν διάρροιας δεν έλεγε να ξεμυτίσει. Χαριτολογώντας στους συναδέλφους (ακόμα και στις πιο ακατάλληλες ώρες δε χάνει το χιούμορ της) έλεγε ότι πονάει και είναι ύποπτο το ότι αρχίζει να βλέπει τη ζωή της να περνάει μπροστά στα μάτια της σε αργούς βέβαια ρυθμούς, έβλεπε την εφηβεία της. Κατά το μεσημέρι αποφάσισε επιτέλους να πάει σπίτι να ξαπλώσει. Τον κύριο μου δεν τον θορύβησε γιατί ήξερε ότι είχε δουλειά. Του είπε απλώς ότι τελείωσε νωρίτερα και θα έφευγε.

Έφτασε σπίτι κακήν κακώς. Μέχρι και εγώ άρχισα να φοβάμαι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έκανε ανασκόπηση της κατάστασης της. Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια? Σκεφτόταν τα ΥΠΕΡ : Πονούσε στην κοιλιά της δεξιά χαμηλά, ήθελε εμετό και ένιωθε πολύ άρρωστη. Σκεφτόταν τα ΚΑΤΑ : Δεν είχε πυρετό, η κοιλιά της ήταν μαλακή και δεν ήταν παιδί. Στη ζωή όμως και στην ιατρική δεν υπάρχει τίποτε απόλυτο και δεδομένο. Έτσι, σύντομα αποφάσισε ότι είχε οξεία σκωληκοειδίτιδα και πήρε τον κύριο μου για να τον ενημερώσει έτσι ώστε άμα γύριζε σπίτι και την έβρισκε σέκο να ήξερε τι είχε μεσολαβήσει. Εκείνος της είπε ότι θα ερχόταν αμέσως μόλις τελείωνε. Έμεινε στο κρεβάτι να αναπολεί τη ζωή της σκεπτόμενη αποφθέγματα του τύπου «τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του», «από δω παν κι άλλοι» κλπ, κλπ. και συνθέτοντας νοερές διαθήκες. Είχε το κουβαδάκι εμέτων δίπλα της, τα μάτια κλειστά κι εμένα να τρέμω το μέλλον. Σε λίγο σηκώθηκε και με κόπο ετοίμασε μια τσαντούλα νοσηλείας με τα απαραίτητα ρούχα και αξεσουάρ. Ήταν πλέον πεπεισμένη ότι δε θα γύριζε σύντομα σπίτι.

Αφού ήρθε ο κύριος μου και έγιναν οι απαραίτητες διαβουλεύσεις μεταξύ τους, την πήγε στο πρώτο νοσοκομείο, ένα δημόσιο νοσοκομείο ενηλίκων που εφημέρευε. Η εικόνα έμοιαζε πραγματικά με σκωληκοειδίτιδα σε αυτή την προχωρημένη ηλικία! Ο κύριος μου όμως αποφάσισε να πάρει τη γνώμη των ειδικών, διότι πάντα στη ζωή του θεωρεί ότι ένα χειρουργείο πρέπει να αποφεύγεται εκτός και αν κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Κουιζ! Ποιος λέτε να θεωρείται ειδικός στο συγκεκριμένο θέμα? Μα, το νοσοκομείο Παίδων φυσικά! Την πήγε στο Παίδων, λοιπόν! Σταθείτε όμως. Ήταν εύκολο για αυτόν γιατί εκεί δουλεύει χρόνια τώρα. Μπήκαν στο χειρουργείο και αμέσως περιβλήθηκε η κυρία μου από γνώριμα πρόσωπα, αγάπη, ενδιαφέρον, πράσινα ρούχα και πολύχρωμα αστεία καπελάκια που φοράνε όλοι εκεί μέσα για να μην τρομάζουν τα παιδιά. Σε λίγο κατέφθασε και ο χειρουργός Παπ – λάπ, ο οποίος είχε φύγει πριν από λίγο, δεν εφημέρευε αλλά ξαναγύρισε χάριν ημών. Για να δείτε τι αφεντικά έχω! Η διάγνωση τέθηκε με βεβαιότητα, η διοίκηση του νοσοκομείου έκανε μια εξαίρεση από αυτές που κάνει σε σπάνιες περιστάσεις και η κυρία μου, πανήσυχη, πήρε το δρόμο του χειρουργείου.

Ξάπλωσε στο τραπέζι με εκείνη την αίσθηση της ησυχίας (ήταν βράδυ και οι χώροι ήταν πολύ ήσυχοι σε σχέση με την πρωινή βαβούρα και το συνεχές μπες βγες των πολλών χειρουργείων), πλαισιωμένη από γνώριμα και γελαστά πρόσωπα που την πείραζαν για το νεαρόν της παθήσεως. Ήταν επίσης βέβαιη για την αίσια έκβαση γιατί ήταν σε καλά χέρια και όλα θα πήγαιναν καλά. Το αναισθησιολογικό μηχάνημα ήταν πίσω της έτοιμο, οι σύριγγες με τα φάρμακα παραταγμένες σε σειρά, όλοι φορούσαν μάσκες και ο κύριος μου γεμάτος έννοια της είπε «Μην κοιτάς. Δεν κοιμάσαι ακόμα». Με αυτά τα συναισθήματα και τις σκέψεις κοιμήθηκε εστιάζοντας σε ένα Σνούπυ που τη χαιρετούσε πάνω από το ροζ καπελάκι της Ρένας. Έτσι έμεινα κι εγώ να αγωνιώ πάνω στο χειρουργικό προβολέα. Ο Μανώλης είχε τη φωτογραφική μηχανή του Παπ – λάπ και απαθανάτιζε την ευμεγέθη σκωληκοειδή απόφυση της κυρίας μου μαζί με μία μικρή μεζούρα για να δείχνουν μετά περήφανοι τι έβγαλαν. Μεζούρα επίσης έβαλαν για τη φωτογραφία της τομής – κουμπότρυπας ευρεσιτεχνίας του Παπ- λάπ 2.8 εκατοστών! Η κυρία μου κοιμόταν και εκεί γινόταν πανηγύρι, όπως καταλαβαίνετε! Την ίδια στιγμή στη διπλανή αίθουσα έκανε την ίδια επέμβαση ο δεκάχρονος Βαγγέλης από την Εύβοια. Όταν η κυρία μου συνήλθε και την πήγαν στο δωμάτιο με τα δύο κρεβάτια και τις κουρτίνες με τα αρκουδάκια ανακάλυψε τον Βαγγέλη να προσπαθεί να συνέλθει και αυτός από τη νάρκωση. Νοσηλεύτηκαν μαζί στο θάλαμο, ο Βαγγέλης με τη μαμά του να τον φροντίζει και η σιτεμένη κυρία μου με τον κύριο μου να τη ζαλίζει. Το σκορ έληξε 7 – 0 υπέρ του Βαγγέλη που πήρε εξιτήριο πρώτος διότι είχε μια άριστη μετεγχειρητική πορεία λόγω του νεαρού της ηλικίας ενώ η κυρία μου ταλαιπωρήθηκε με ένα σωρό μικροπροβλήματα καθότι αρχαίος οργανισμός. Αλλά δεν έβγαλε κιχ. Η ηλικία της είναι από αυτές που εποφθαλμιούν άλλες πολύ σοβαρότερες αρρώστιες και ήταν ευγνώμων στην τύχη που της όρισε μια παιδική! Όλα τα υπόλοιπα ήταν μικρές λεπτομέρειες.
Όταν συνήλθε κάπως και ήταν σε θέση, έβγαλε το βιβλίο της και διάβαζε στα μεσοδιαστήματα των πολλών επισκέψεων που είχε. Κόσμος έμπαινε και έβγαινε για ένα «γεια» και να τη ρωτήσει μήπως ήθελε τίποτε. Οι περισσότεροι τη γνώριζαν ως σύζυγο του κυρίου μου και έρχονταν γελώντας στο θάλαμο, λέγοντας αστεία για το παράδοξο της επέμβασης και της νοσηλείας στο νοσοκομείο τους. Μας έλειψαν οι στιγμές της μοναξιάς και όλο αυτό το πηγαινέλα μας κούρασε πολύ. Ξέρεις τι είναι να έχεις τους πόνους σου, τους ορούς σου, μια μόνιμη ναυτία για την οποία αποδείχτηκε ότι έφταιγε ένα αντιβιοτικό, τον πονοκέφαλο σου από ένα αφυπνισθέν αυχενικό σύνδρομο, την έννοια σου να κουνηθούν τα άντερά σου, και να είσαι απίκο με το χαμόγελο να απαντάς, να συζητάς, να ενδιαφέρεσαι, να ρωτάς με τη σειρά σου για παιδιά και οικογένειες? Ας είναι, πέρασε. Στις απογευματινές βόλτες, από απόμερους διαδρόμους για να μην προκαλούμε έκπληξη στους γονείς των νοσηλευόμενων παιδιών, βλέπαμε ένα χαρωπό νοσοκομείο, γεμάτο χρώματα, κουρτίνες με παιδικά σχέδια και πολύχρωμα πλακάκια. Δωμάτια με κουνάκια που είχαν μωρά και μαμάδες εξουθενωμένες σε καρέκλες και πολυθρόνες. Δύσκολο να βλέπεις ένα παιδικό χεράκι με ορό. Τουλάχιστον εκεί που ήμαστε εμείς τα περιστατικά στην πλειοψηφία τους είχαν αίσια έκβαση. Τι να γίνεται στους ψηλούς ορόφους με τα ογκολογικά περιστατικά? Πόσο ενάντια στη φύση είναι ένα φαλακρό παιδί…
Γύρισα κουρασμένο και διαφορετικό από όλη αυτή την περιπέτεια που πέρασα μαζί με την κυρία μου. Γι αυτό άρχισα να χάνω τα πούπουλα μου και δεν έχω διάθεση για τραγούδια και χορούς. Εκτίμησα όμως για ακόμα μια φορά, τη μεγάλη ευτυχία τού να είσαι γερός. Πραγματικά ανεκτίμητο. Όλα τα άλλα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες, πιστέψτε με και μην το ξεχνάτε ποτέ.

22/7/09

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΚΤΕΛ

Οι διακοπές της κυρίας μου άρχισαν την Παρασκευή το μεσημέρι. Μετά από πολλά χρόνια, κατόρθωσε να πάρει φέτος 3 ολόκληρες βδομάδες άδεια. Πρώτη χρονιά που δε θα δουλεύει στη γιορτή της και τα γενέθλια της που πέφτουν με μια μέρα διαφορά. Άφησε ένα κατεβατό εκκρεμότητες στο πίσω φύλλο της ντουλάπας του γραφείου της και έφυγε με ελαφριά καρδιά. Ο φετινός προορισμός διακοπών θα ήταν το χωριό της Επαύλεως. Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι! Θα πήγαινε πρώτη εκεί και θα ακολουθούσα εγώ με τον κύριο μου σε μια βδομάδα. Τα μικρά μου αφεντικά ήταν ήδη εκεί μαζί με ένα τρίτο αγοράκι φίλο του κανονικού μου αφεντικού. Η γιαγιά Σοφία δηλαδή είχε τρία αγοράκια να φροντίζει και να προσπαθεί να βάλει σε τάξη. Οι τόμοι Συμβουλών, Νουθετήσεων και τα προγράμματα Ύπνου στην ώρα μας και Υγιεινής Διατροφής έδιναν και έπαιρναν.
Η κυρία μου πριν φύγει δεξιώθηκε στο σπίτι το πεθερικό της, το οποίο κατέπλευσε το Σάββατο, για να ξεκουραστεί λίγο η νταντά της. Είναι αλήθεια ότι το να ζεις με το πεθερικό είναι όνειδος. Παρότι τα αφεντικά μου φροντίζουν εντατικά τη νταντά για να μπορεί να υποφέρει το πεθερικό, τη βρήκαν ένα μεσημέρι με το ξυράφι στο χέρι έτοιμη να κόψει τις φλέβες του αριστερού της καρπού! Το πεθερικό όταν ερωτήθη εξαπέλυσε μύδρους εναντίον της αχαριστίας και της αγνωμοσύνης της νταντάς που αντί να πει «ευχαριστώ» που έχει μια δουλειά προβάλει και αξιώσεις. Εκρηκτική κατάσταση! Η νταντά είπε κάτι στη γλώσσα της που φαντάστηκα ότι ισοδυναμούσε με τη φράση «καλύτερα να σπάω πέτρες σε ένα νταμάρι ντάλα μεσημέρι παρά εδώ με σένα….(ακολουθούν διάφορα σύνθετα επίθετα με ένα συνθετικό το γριά )». Για να εκτονωθεί προσωρινά το κλίμα ήρθε σπίτι μας για λίγο.
Το πεθερικό, τρισευτυχισμένο, στρογγυλοκάθισε στην αγαπημένη του θέση στο σαλόνι και ασχολήθηκε με το θηλασμό του κυρίου μου όλο το Σαββατοκύριακο. Έπλεξε χιλιάδες σενάρια με το μυαλό του, ενημερώθηκε για τις κινήσεις όλης της γειτονιάς και παράλληλα καταβρόχθισε ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε στα ψυγεία παρότι ηρνείτο σταθερά ότι πεινούσε. Την Κυριακή το μεσημέρι επεστράφη σπίτι της. Καλό το διάλειμμα αλλά τελείωσε. Στο δρόμο τους μάνα και γιός, ξετσουβάλιασαν και την κυρία μου στα ΚΤΕΛ για να πάει στη μαμά της, στο χωριό Κουκουβάτα, εκεί που εξελίσσεται η Έπαυλη. Την πήγαν μία ώρα και ένα τέταρτο πριν την αναχώρηση. Έμεινε μόνη της σε ένα κάθισμα να χαζεύει τον κόσμο. Εγώ, είχα αφήσει ένα αντίγραφο μου να κελαηδάει στο σπίτι και είχα εγκατασταθεί σε μια ευφάνταστη καρφίτσα στο κορσάζ της άσπρης μπλούζας της. Πριν φύγει από το σπίτι, συνειδητοποίησε ότι ξέχασε το ρολόι της στην εταζέρα του μπάνιου αλλά βαρέθηκε να γυρίσει να το πάρει. Εκεί που περίμενε, πέρασε ένας Κινέζος Πωλητής Πραγμάτων. Με την ευκαιρία αυτή και τα σχετικά παζάρια αποκτήσαμε ένα ωραιότατο ρολόι χειρός μάρκας YaWeiSi, προς 5 ολόκληρα ευρώ, με μεγάλους αριθμούς για να διαβάζονται εύκολα.
Κόσμος πήγαινε και ερχόταν στο ΚΤΕΛ. Λεωφορεία έρχονταν και έφευγαν συνεχώς. Οι άνθρωποι κατέβαιναν φορτωμένοι και τραβούσαν για τη στάση του λεωφορείου που θα τους πήγαινε στο κέντρο της Αθήνας ή στο αεροδρόμιο. Μια άλλη ουρά σχηματιζόταν για τα ταξί. Οι ταξιτζήδες με αδηφάγα βλέμματα σκάναραν τους επιβάτες και ξεδίπλωναν το ταλέντο τους να φορτώσουν δύο ζεύγη επιβατών για παραπλήσιες διαδρομές. Γιατί να μην το κάνουν? Μήπως υπήρχε κανένας έλεγχος για το τι κάνουν και τι δεν κάνουν στο σταθμό των ΚΤΕΛ? Εξάλλου εκείνο που προέχει είναι η εξυπηρέτηση του κόσμου. Υπήρχε και μια άλλη χαριτωμένη ομάδα επιβατών που αναγνωριζόταν εύκολα από το έντρομο βλέμμα τους. Ήταν όσοι κατέβαιναν από το πούλμαν και έψαχναν εναγωνίως τις τουαλέτες. Συνήθως ήταν παππούδες και γιαγιάδες αλλά προσέξαμε και κάποιους μεσήλικες που τους καλούσε επειγόντως και αυτούς η κύστη τους.
Η θέση μας στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ ήταν εξαιρετική. Νούμερο 4, δηλαδή μπροστά και παράθυρο! Μεγάλη τύχη! Από το τεράστιο παρμπρίζ αγναντεύαμε απερίσπαστοι το δρόμο. Επιπλέον, κανένας δίπλα μας! Ο οδηγός ήταν ένας μεσήλικας κοντρόχοντρος που πρέπει να τελείωσε με το ζόρι το δημοτικό. Είχε μια παθολογική αγάπη για την κόρνα του πούλμαν την οποία χρησιμοποιούσε σε κάθε φανάρι, μέχρι να βγούμε έξω από την πόλη, στα δύο πρώτα δευτερόλεπτα της αλλαγής σε πράσινο. Ο φουκαράς νέος οδηγός που ήταν μπροστά μας τρόμαξε τόσο πολύ από την εκκωφαντική κόρνα που άκουσε, για να ξεκινήσει σχεδόν προτού καλά καλά ανοίξει το φανάρι, που του έσβησε η μηχανή και ο οδηγός μας φρύαξε! Έπεσε πάνω στην κόρνα και δημιούργησε πανδαιμόνιο λες και η ταχεία εκκίνηση μας είχε να κάνει με αγώνα δρόμου για να ξεφύγουμε το θάνατο.
Το ταξίδι ήταν παρόλα αυτά βασιλικό! Τρία πράγματα μόνο χάλασαν το σκηνικό. Ο οδηγός κάπνιζε. Κάπνισε συνολικά 7 τσιγάρα, των οποίων ο καπνός ωθείτο από το air condition επάνω στη μούρη μας. Τα φτερά μου και τα μαλλιά της κυρίας μου σκυλοβρωμούσαν τσιγαρίλα όταν φτάσαμε. Τόλμησε κανείς να του πει τίποτε? Όχι βέβαια! Ποιοι νόμοι και πράσινα άλογα! Ο οδηγός είναι ο μικρός δικτάτωρ του ταξιδιού! Άμα τολμάς κάνε του την παρατήρηση! Το δεύτερο ήταν το ραδιόφωνο. Ακούσαμε ό,τι σκυλοτράγουδο δεν είχαμε ακούσει σε όλη μας τη ζωή! Άγνωστα ψάρια άδοντα ηλίθιους στίχους ντυμένους με σκυλομπουζουκολαϊκοτσιφτετέλια. Μία φρίκη. Στην αρχή το είδα ως μια άλλη όψη της μουσικής και των συνθέσεων, από τις οποίες αποφάσισα να ωφεληθώ. Σύντομα όμως άρχισα να παθαίνω ξεπουπουλίαση, εκείνη τη νόσο που τα αρνητικά ερεθίσματα επιδρούν στα πούπουλά μου και μαδάω. Το τρίτο είχε να κάνει με το κινητό, το οποίο χτύπησε και απαντήθηκε 3 φορές, ενώ το δεξί χέρι γύριζε μόνο του εκείνο το τεράστιο τιμόνι στις απότομες και ανηφορικές στροφές του δρόμου!
Το λεωφορείο έκανε μια στάση σε ένα άθλιο μέρος στο οποίο ποτέ δε θα σταματούσε κάποιος αν δεν ήταν λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Το μέρος αυτό ήταν κατασκευασμένο για Ουρητήριο Επιβατών Λεωφορείων και μόνο. Παρεμπιπτόντως είχε και ένα κατασκευαστήριο καφέδων μαζί με κάτι ψωραλέα μισοάδεια ράφια με φαγώσιμα. Η ουσιαστική παροχή ήταν οι τουαλέτες που υπήρχαν στο ισόγειο αλλά και στο πατάρι στο οποίο σκαρφάλωνες με μια στριφογυριστή μεταλλική σκάλα, εφόσον ήσουν μεταξύ των δεκαετιών 12 έως 32. Οι λοιποί κινδύνευαν να επαληθεύσουν το πρώτο σκέλος της γνωστής παροιμίας «ο γέρος θα πάει ή από πέσιμο ή από ….».Στο σημείο αυτό τελείωσε πρακτικά και το ταξίδι μας. Όταν επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν, μετά από αυτή τη χαριτωμένη στάση, τη θέση δίπλα μας κατέλαβε μια τροφαντή γιαγιά, η οποία ζαλιζόταν (ισόβιο επιχείρημα για όσους θέλουν να καθίσουν στις βασιλικές θέσεις). Ήταν γεμάτη άγχος για το ταξίδι, γιατί έκατσε σε ορθή γωνία, χωρίς να ακουμπήσει την πλάτη της στο κάθισμα και έμεινε γαντζωμένη στις χειρολαβές μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Το δεξί της μπούτι είχε καβαλήσει το αριστερό μπούτι της κυρίας μου και η τσάντα της που ήταν περασμένη στον δεξί της καρπό αναπαυόταν στο αριστερό γόνατο της κυρίας μου. Καταθέσαμε τα όπλα. Εγώ, ως καρφίτσα, το έριξα στον ύπνο, η δε κυρία μου προσποιήθηκε ότι το έριξε στον ύπνο γιατί τρόμαξε με την εφιαλτική πιθανότητα : να της πιάσει η γιαγιά κουβέντα.

20/7/09

ΦΥΓΑΜΕ!!!!!!

Φύγαμε! Κατεβάσαμε τα ρολά και τρέχουμε στην παραλία. Τόσο καιρό περιμέναμε το καλοκαίρι! Ήρθε! Βουρ για κάστρα στην άμμο, παιχνίδι με τα κύματα, ουζάκια με μεζέ... Βουρ....

16/6/09

Η ΑΡΠΑΧΤΗ

Κι εγώ θα ήθελα να ζω μόνιμα στο Βερολίνο, στη Ρώμη, στη Βαρκελώνη, στο Λουγκάνο, στη Σεβίλλη, στο Παρίσι, στο Άμστερνταμ…. Πολύ θα μου άρεσε. Πάρα πολύ μάλιστα! Να έχω μια βιλάρα με κήπο, σε μια ωραία και σικ συνοικία, να πηγαίνω για ψώνια και να μη σκέφτομαι και τη δεκάρα, να βγαίνω τα βράδια, να απολαμβάνω πολιτισμό και ευγένεια…. Μακριά από τα ευτελή σκάνδαλα της Μαυριτανίας, μπλιάχ! Το απαίσιο κυκλοφοριακό, τις φωτιές από άκρη σε άκρη…. Και τόσα άλλα αναρίθμητα.
Θα ήθελα πολύ να τα κάνω αυτά! Και μόλις ο μάνατζερ μου κουνήσει το μαντήλι και τα οργανώσει όλα, να έρχομαι στους μαύρους, να τους τιμώ με την παρουσία μου, να δίνω και μερικές, γεμάτες συγκατάβαση, συνεντεύξεις για να προωθήσω αυτά για τα οποία ήρθα. Με ευχαρίστηση θα ανεχόμουνα όλα αυτά τα απεχθή. Είμαι στην πραγματικότητα τόσο μακριά από όλα αυτά! Αλλά τι να κάνω? Κάπως πρέπει να βγει το νοίκι για τη βίλα του Βερολίνου, Ρώμης, Βαρκελώνης κοκ. Βλέπετε τώρα με το ίντερνετ δεν αγοράζει ο κόσμος δίσκους και σιντί. Με ακούει να τραγουδάω δωρεάν!
Πώς θα επιβιώσω κι εγώ, μου λέτε? Είναι σκληρό να ζεις στα ξένα! Ξέρετε πόσο ακριβή είναι η ζωή? Αλλά από την άλλη, είμαι μια χαρά βολεμένος, -η εκεί με τη βιλάρα και τις παρέες μου. Δεν ήθελε πολλή φιλοσοφία. Οι μαύροι με λατρεύουν ακόμα. Πουλάω σε αρκετές ηλικίες. Χρόνια ολόκληρα! Εξέθρεψα γενιές και γενιές μαύρων εγώ που με βλέπετε. Με βλέπετε στις αφίσες των δρόμων αγνώριστο, -η από το πολύ ρετούς, το φώτοσοπ και τις επανορθώσεις. Χρόνος δεν πέρασε από πάνω μου! Είμαι ίδιος, -α απλώς μένω αλλού.
Είναι τακτοποιημένα όλα. Οργανωμένα στην εντέλεια. Τα εισιτήρια θα προπωληθούν. Είναι τιμή που θα έρθω να τραγουδήσω ακόμα ένα καλοκαίρι στη Μαυριτανία! Οι μαύροι θα έρθουν πάλι τρέχοντας, για να με ακούσουν συγκινημένοι να τραγουδάω κομμάτια της ζωής τους και της νιότης τους. Χμ! θα χώσω και κάτι κοντά στην πανσέληνο, που όλες οι ρομαντικές καρδιές λιώνουν. Να θυμηθώ να το πω στον μάνατζερ μου. Θα έχω επιτυχία. Και μετά από αυτά τα άκρως κοπιαστικά, θα ξαναγυρίσω στη βίλα μου στο Βερολίνο, Ρώμη, Βαρκελώνη, κοκ. Με γεμάτο το μπεζαχτά για να συνεχίσω την όμορφη ζωή μου, αποτραβηγμένος, -η από τα φώτα της μαυριτανικής δημοσιότητας. Τι? Πώς είπατε? Αρπαχτή? Αχ, με συγχωρείτε! Λείπω χρόνια από τη Μαυριτανία και για μερικές λέξεις έχω ξεχάσει τη σημασία τους!

12/6/09

Η ΡΙΖΑ

Είχε αποφασιστεί και είχε συμφωνηθεί από καιρό. Θα πήγαιναν οι 3 τους σε ένα κομμωτήριο για να κουρευτούν και να χτενιστούν. Ο κουρέας είχε διαπιστευτήρια ικανού κουρέα, το μέρος ήταν εύκολα προσβάσιμο μετά τη δουλειά τους, ήταν λογικού κόστους και τέλος τέλος είχε έρθει ο καιρός να κουρευτούν. Εννοείται ότι η κυρία μου δε θα πήγαινε ποτέ μόνη της εκεί. Είναι γνωστό τοις πάσι πλέον ότι οι νέες γνωριμίες δεν είναι το φόρτε της, το στομάχι της δένεται φιόγκος. Αλλά τα δύο κορίτσια στη δουλειά, από δω την είχαν από κει την είχαν, την έπεισαν να πάει μαζί τους.
Το κουρείο θα έπρεπε να έχει ανακαινιστεί από χρόνια. Το σαλόνι και οι καρέκλες ήταν Λουδοβίκου 16ου τουλάχιστον, με αρχαία ταπετσαρία και φθαρμένο χρυσό χρώμα. Υπήρχε ο κύριος κουρέας και η δεσποινίς χτενίστρια βοηθός του. Η κυρία μου παρέδωσε πρώτη στη βορά τα μαλλιά της. Ο κύριος ήτο ευγενικός, τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε τι επιθυμούσε να κάνει με τα μαλλιά της εισπράττοντας απανωτά γρυλίσματα μέχρι που απελπίστηκε και αποφάσισε να κάνει αυτά που πίστευε ο ίδιος. Η εξοικείωση αργούσε και δεν ήρθε ποτέ τελικά. Από κει που καθόταν, ενώ εκείνη ήλεγχε καχύποπτα τις κομμένες τούφες που όδευαν στο πάτωμα, εγώ θαύμαζα ένα πανέμορφο κλουβί, εξαιρετικά πολυτελές που φιλοξενούσε στο απέναντι μπαλκόνι ένα παπαγάλο. Ευτυχής που ζούσε σε μια τέτοια βίλα! Αυτά είναι κλουβιά, όχι το δικό μου! Ζήλεψα το ομολογώ! Να δω πότε θα φιλοτιμηθούν οι δικοί μου να αγοράσουν και σε μένα ένα τέτοιο!
Ο κύριος κάποτε τελείωσε και καταπιάστηκε με τις άλλες. Η κυρία μου παρεδόθη στα χέρια της βοηθού η οποία ίδρωνε και ξεΐδρωνε να φέρει σε λογαριασμό τόσα μαλλιά. Σταδιακά μετακόμισαν οι δύο κυρίες στο σαλονάκι του Λουδοβίκου και περίμεναν την τρίτη να τελειώσει. Σε μια μεγαλόπρεπη πολυθρόνα καθόταν από ώρα ένας κύριος και περίμενε τον κουρέα. Η κυρία μου και η δεσποινίς συνάδελφός της έπιασαν αμέσως την κουβέντα εις επήκοον του κυρίου. Έλεγαν πράγματα σχετικά με τη δουλειά τους, δεν πρόσεχα ακριβώς γιατί παρατηρούσα με φθόνο τον παπαγάλο του απέναντι μπαλκονιού.
Ο κύριος ξαφνικά παρενέβη στην κουβέντα με ύφος ειδήμονα και αναγκάστηκα να τον προσέξω από περιέργεια γιατί κάθε άλλο από εξασκών το ίδιο επάγγελμα με την κυρία μου και τη φίλη της φαινόταν. Ήτο μεσήλιξ, δηλαδή 55+, κοντός και γεμάτος. Δεν φορούσε κοστούμια και τέτοια αλλά είχε ένα χρυσό δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού χεριού του και ένα Bluetooth μηχανηματάκι σφηνωμένο στο αυτί του, παρόλο που ποτέ του δε χτύπησε. Επιβεβαίωσε το επάγγελμα των κυριών, την υπηρεσία που εργάζονταν και συνέχισε με ερωτήσεις για το διοικητικό καθεστώς της υπηρεσίας τους για το οποίο φαινόταν ότι γνώριζε αρκετές λεπτομέρειες. Η κυρία μου άρχισε να φρίσσει. Την ξέρω καλά και αντιλαμβάνομαι πότε δυσανασχετεί. Ο κύριος φλυαρούσε, τις ενημέρωνε για τα σχέδια του υπουργείου, δήλωσε ότι είναι Σύμβουλος του Υπουργού (!!) παρότι δεν αποκάλυψε το επίπεδο της μόρφωσης του, ότι προωθείται ο τάδε και ο δείνα νόμος κλπ. Το συννεφάκι πάνω από το κεφάλι της κυρίας μου έγραφε «Άχου και δε με νοιάζει, άχου και δε με νοιάζει» δανειζόμενο την ατάκα του πρωταγωνιστή της ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας «Κίτρινα γάντια».
Συνέχισε το λογύδριο του για την κούραση που βίωνε εν όψει των Ευρωεκλογών. Ότι έκανε σε μια μέρα 1500 χιλιόμετρα από τη μια άκρη σχεδόν της Ελλάδας στην άλλη για να ενισχύσει το κυβερνόν κόμμα, ότι έχει μέσα στο αυτοκίνητο του μια βαλίτσα πουκάμισα (και σώβρακα να υποθέσω), ότι είναι κατάκοπος από τον προεκλογικό αγώνα και άλλα που εύκολα τα φαντάζεστε.
Η τρίτη κοπέλα της παρέας τελείωνε το κούρεμα της, όπως ένοχα κατασκόπευε η κυρία μου, άρα τα βάσανα μας πλησίαζαν στο τέλος τους. Ώσπου άνοιξε η κυρία μου το στόμα της και ρώτησε αθώα τον κύριο, έτσι, για να φανεί ευγενική. «Κι εσείς? Ήρθατε για κούρεμα?». Για να λάβει την απάντηση που την έστειλε αδιάβαστη. «Όχι, εγώ ήρθα να περάσω ρίζα». Στον εγκέφαλο της εξερράγησαν χιλιάδες θαυμαστικά!!!! Του χαλάλισε δεύτερη ματιά. Είχε κομοδινί μαλλί όντως. Σκέφτηκε περίλυπη για ακόμη μια φορά ότι διοικούμεθα από ένα κάρο βλαμμένους φανφάρες. Ημιμαθείς ηλίθιους ιθύνοντες, κολλητάρια ξελιγωμένα για εξουσία, ανθρώπους χωρίς παιδεία και δυστυχώς χωρίς τιμή που τρέφονται από το βουτηγμένο στο χέρι μέλι. Άκου να περάσει ρίζα ο γελοίος! Η θηλυκοποίηση του άντρα! Σε όλα! Από την έκφραση μέχρι την πουτανιά! Έβλεπα και σε εκείνη την υποτιθέμενη επικοινωνιακή αντιπαράθεση : φρεσκοπερασμένες ρίζες είχαν αρκετοί γερόντοι. Τι λυπηρό φαινόμενο το κομοδινί μαλλί! Ή το κορακί! Τρισχειρότερο! Τι λυπηρά μυαλά βρίσκονται κάτω από τα βαμμένα μαλλιά!

10/6/09

ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ ?

Ας είναι καλά οι εξετάσεις του Χόλιους για να μάθω κι εγώ την ιστορία του τόπου που απολαμβάνει τις συνθέσεις μου! Να φρεσκάρει επίσης η κυρία μου τις γνώσεις της μπας και την πείσω να δηλώσει συμμετοχή σε τηλεπαιχνίδια γνώσεων και βγάλουμε κανένα φράγκο. Αντιγράφω από τα διαβάσματα μάνας και γιού. Παρεπιπτόντως θα σας μεταφέρω την εικόνα του μόχθου τους. Όσο διάβαζαν, η κυρία μου αποκτούσε σταδιακά μαλλιά - καρφάκια και όταν τελείωναν και σερνόταν μισολιπόθυμη από την εξάντληση στο κρεβάτι της, ο Χόλιους χτένιζε τα μαλλιά καρφάκια και έβγαινε να ξεσκάσει! Αντιγράφω.

ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 20
Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909), σελ. 61
Εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος ήταν ο πολιτικός που δέσποσε την περίοδο 1864 – 1881. Ως πρωθυπουργός προχώρησε σε διανομή των εθνικών γαιών (1871) που είχαν μείνει αδιάθετες και επιδίωξε τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων. Αρκετές επιλογές του, ιδίως στην εξωτερική πολιτική, έβρισκαν αντίθετο τον Γεώργιο, που τον απομάκρυνε όταν ο Κουμουνδούρος αποφάσισε την αποστολή ελληνικού στρατού για την ενίσχυση της κρητικής επανάστασης των ετών 1866 – 1869.
Γενικότερα, ο κοινοβουλευτισμός λειτουργούσε με προβλήματα. Με δεδομένο ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι, πολλοί πολίτες πίεζαν τους βουλευτές για να εξασφαλίσουν κάποιο διορισμό στο δημόσιο. Καθώς δεν υπήρχαν συγκροτημένα κόμματα, οι βουλευτές, με τη σειρά τους, στήριζαν με την ψήφο τους στη Βουλή εκείνον τον πολιτικό αρχηγό που τους εξασφάλιζε διορισμούς των οπαδών τους.
Ο κυριότερος, ωστόσο, παράγοντας πολιτικής αστάθειας ήταν ο βασιλιάς, που, όταν διαφωνούσε με μια κυβέρνηση, δε δίσταζε να την ανατρέψει. Την αντίθεση του σε αυτήν την πρακτική εξέφρασε ένας νέος πολιτικός, ο Χαρίλαος Τρικούπης, σε άρθρο του υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τις πταίει?» (1874). Σύμφωνα με τον Τρικούπη, ο βασιλιάς θα έπρεπε να διορίζει πρωθυπουργό μόνο εκείνον που είχε τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής, δηλαδή την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών.
Αντιμέτωπος με αυτήν την κριτική, ο Γεώργιος διόρισε, το 1875, τον επικριτή του Χαρίλαο Τρικούπη προσωρινό πρωθυπουργό για να πραγματοποιήσει εκλογές. Κατά την έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής, ο Γεώργιος εκφώνησε λόγο γραμμένο από τον Τρικούπη (Λόγος του Θρόνου) στον οποίο αναγνώριζε την αρχή της δεδηλωμένης. Έτσι άρχισε μια νέα φάση στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Ο δικομματισμός. Η καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης οδήγησε τα μικρά κόμματα, που δεν μπορούσαν, πλέον, να παίζουν αυτόνομα κάποιο σημαντικό ρόλο, είτε στην εξαφάνιση είτε στην ενσωμάτωση σε μεγαλύτερα κόμματα. Έτσι, τη δεκαετία 1885 – 1895, εναλλάσσονταν στην εξουσία δύο κόμματα, με επικεφαλής το ένα τον Χαρίλαο Τρικούπη και το άλλο τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε δικομματισμός.

Είδατε από πότε ξεκίνησε το χάλι του Δημοσίου? Προσωπικώς εξεπλάγην! Και ηπελπίσθην!

8/6/09

Η IBEN ΚΙ ΕΓΩ

Το πρωινό του Σαββάτου ξεκίνησε όπως πάντα. Η κυρία μου ήταν στο σπίτι, σηκώθηκε νωρίς και με πήρε στην κουζίνα, μου έβαλε τα φρούτα μου, καθάρισε το κλουβί μου, με μπανιάρισε στην κεντρική μπανιέρα του σπιτιού και με έβγαλε στο μπαλκόνι. Τον τελευταίο καιρό έχω αποφασίσει να κατατροπώσω τους ανταγωνιστές μου. Το χρυσό μου λαρύγγι παραδίδει μαθήματα φωνητικής σε όλη τη γειτονιά! Γύρω στις 11 εκείνο το πρωί του Σαββάτου και ενώ συνέθετα τους παιάνες μου, γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω μπροστά στην πόρτα μου να με περιεργάζεται ένα γελαστό, άγνωστο πρόσωπο. Κόντεψα να το πάθω το έμφραγμα! Ποια ήταν αυτή που τολμούσε να με περιεργάζεται και να μου χαλάει την ησυχία και βέβαια το τραγούδι? Πώς και δεν ενημερώθηκα εγκαίρως για αυτούς τους ερχομούς, για αυτές τις αλλαγές? Τι σπίτι κι αυτό! Θα με πεθάνουν με τις εκπλήξεις τους!
Έτσι κάπως προέκυψε στη ζωή μας, περίπου ξαφνικά, η Iben από τη Νορβηγία. Όλα έχουν αφετηρία την καλοσύνη των κυρίων μου και την ανεπτυγμένη αίσθηση της φιλοξενίας που τους διέπει. Θα σας εξηγήσω.
Στο καλοκαιρινό σπίτι των Κουκουβάτων, πατρικό του παππού μας, παραθερίζει κάθε καλοκαίρι η γιαγιά Σοφία, για πάνω από 3 μήνες. Πηγαίνουμε κι εμείς εκεί τα τελευταία χρόνια για τις διακοπές μας, έτσι ώστε να εμπλουτιστούν τα κεφάλαια των βιβλίων «Διαβιώ σαν μπαλαρίνα στις διακοπές μου», «Κάνω ακόμα μια φορά ό,τι θέλει η γιαγιά Σοφία», «Έρχομαι να φάω στην ώρα μου», «Ξεκουράζομαι υποχρεωτικά το μεσημέρι» κλπ, κλπ. Το σπίτι μας είναι παραδοσιακό πέτρινο, αναπαλαιωμένο με φροντίδα της γιαγιάς. Αποτελούσε ένα από τα αρχοντικά του χωριού και επειδή βρισκόταν κοντά στο πηγάδι και σε σταυροδρόμι, από το μπαλκόνι του γίνονταν οι ομιλίες εκείνης της εποχής. Δε θα πω άλλα για το σπίτι γιατί δεν είναι η ώρα τώρα. Απέναντι μας είναι ένα ανάλογο σπίτι, όχι όμως αναπαλαιωμένο και τόσο φροντισμένο, το οποίο πουλήθηκε αρχικά σε ένα Δανό και κατόπιν σε μια οικογένεια Νορβηγών. Κάθε χρόνο έρχονταν από τη μακρινή τους χώρα και περνούσαν ένα μήνα στο χωριό, συνήθως τον Ιούλιο. Αρχικά πιστεύαμε ότι σύντομα θα πουλούσαν και αυτοί το σπίτι, σε κάποιον επόμενο Σκανδιναβό αλλά διαψευστήκαμε. Αγάπησαν πολύ το χωριό μας, όπως άλλωστε όλοι όσοι το επισκέπτονται.
Κάθε χρόνο έκαναν βήματα προόδου και αυτοί και εμείς. Ξεπρόβαλλαν δειλά δειλά μέσα στη ζωή του χωριού και δεδομένης της καλής διάθεσης των απέναντι γειτόνων περιβλήθηκαν από αγάπη. Τα κορίτσια μεγάλωσαν και ομόρφυναν, έπαψαν να είναι τόσο ντροπαλά, η γιαγιά Σοφία πέταξε γέφυρες μαρμελάδας, τυρόπιτας και ντολμάδων. Η συνεννόηση γινόταν με την παγκόσμια γλώσσα της νοηματικής και του χαμόγελου εκτός από το διάστημα που ερχόταν η κυρία μου, η οποία πλήρωνε τη νύφη με την έννοια των αμοιβαίων επεξηγήσεων και τοποθετήσεων στα αγγλικά. Κάθε καλοκαίρι μας έφερναν καπνιστό σολομό Νορβηγίας που δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε και πώς να τον μαγειρέψουμε. Κι εμείς τους φορτώναμε φεύγοντας μέλια, ούζα, μαρμελάδες και χυλοπίτες. Η μεγάλη τους κόρη, η Iben, κουτσοέμαθε κάτι ελληνικά, η μικρή, η Marlen ήταν ακόμα πολύ ντροπαλή και εσωστρεφής.
Πριν από τρεις βδομάδες, ένα βράδυ η κυρία μου είχε χωμένη την προβοσκίδα της σε ένα βιβλίο σχετικό με τη δουλειά της και - ορκίζομαι ότι - έψαχνε αφορμή να τα παρατήσει, κοινώς να τα σιχτιρίσει. Χτύπησε το κινητό της και την άκουσα να μιλάει αγγλικά. Δεν ήξερα τι να υποθέσω καθότι ξέρω ότι αυτά τα αποφεύγει όσο μπορεί. Έστησα αυτί λοιπόν γελώντας χαιρέκακα με την ταλαιπωρία που βίωνε. Ήταν η Iben από τη μακρινή Νορβηγία η οποία μας παρακαλούσε να τη φιλοξενήσουμε 2-3 ημέρες μέχρι να βρει ένα διαμέρισμα για το διάστημα του ενάμιση μήνα που θα έμενε στην Αθήνα. Χμ! άρα ερχόταν! Θα παρακολουθούσε ένα διακρατικό πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας για αλλοδαπούς φοιτητές, στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου της Αθήνας, στου Ζωγράφου. Τα σχετικά με το πρόγραμμα τα γνώριζε από καιρό και είχε λάβει εγγυήσεις ότι θα φιλοξενηθεί από κάποιους (Κουκουβατίτες κατοίκους Αθηνών). Οι Νορβηγοί όμως δε γνωρίζουν και δεν έχουν δει την ελληνική ταινία «ο Ατσίδας» όπου αναλύεται λεπτομερώς η κατάσταση «στρίβειν δια του αρραβώνος». Πού να τα ξέρουν αυτά Νορβηγοί άνθρωποι! Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα δια το "δια ταύτα", κανένας δε βρέθηκε να σηκώσει (σαν άντρας) το κινητό του και να της απαντήσει ευθέως ότι δεν μπορεί να τη φιλοξενήσει. Το κορίτσι ακουγόταν περίπου απελπισμένο. Η σανίδα σωτηρίας προέκυψε από μας. Της είπαμε ότι μπορεί να έρθει να μείνει σπίτι μας για όσο καιρό θα διαρκέσουν τα μαθήματα της και για όσο θέλει.
Το κανονικό μου αφεντικό έλειπε στο Διακοφτερό, ο κύριος μου δούλευε τη νυχτερινή του υπηρεσία, ο Χόλιους τυλιγμένος στους εφιάλτες των εξετάσεων ροχάλιζε μακάρια εκείνο το χάραμα του Σαββάτου. Στις 2 η ώρα, χτύπησε το ρολόι, σηκώθηκε νυσταγμένη η κυρία μου και πήγε να παραλάβει τη νορβηγίδα από τη στάση - τέρμα του λεωφορείου του αεροδρομίου. Έτσι κάπως έγιναν τα πράγματα και είδα εκείνο το πρωί το γελαστό πρόσωπο της Iben να με περιεργάζεται και να ρωτάει τι πουλί είμαι. Δεν έχουν φαίνεται καναρίνια στη Νορβηγία. Έτσι κι εγώ βάλθηκα να την ξεκουφάνω. Ξεδίπλωσα μπροστά της όλο μου το ρεπερτόριο!
Το δωμάτιο του κανονικού μου αφεντικού γέμισε κοριτσίστικα πραγματάκια και μικροσκοπικά ρουχαλάκια, το μπάνιο της κυρίας μου νέα μπουκαλάκια και πινελάκια δίπλα στα εκατοντάδες ήδη υπάρχοντα. Η γιαγιά Σοφία ανασκουμπώθηκε στη μαγειρική. Ο Χόλιους περιχαρής έδωσε σήμα στους φίλους του ότι το βράδυ θα συνοδεύσουν το κορίτσι στο Μικρολίμανο. Ήρθαν να την πάρουν κορδωμένοι σα γαλοπούλες, με τόνους ζελέ στο μαλλί και αυτόματα ο Φανούρης συστήθηκε ως Φαν και σκάσαμε όλοι στα γέλια!
Φεύγοντας τα παιδιά, ο κύριος μου αναρωτήθηκε φωναχτά γιατί δεν απέκτησε κι εκείνος με την κυρία μου ένα κοριτσάκι, για να εισπράξει ένα λίβελο για τα σπερματοζωάρια του που - κατά την κυρία μου - ήταν μόνο αγορίστικα!

28/5/09

ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ




Αν για κάποιο λόγο υποβάλλαμε την Τσιριμπόμ σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου θα αποκαλύπταμε πολλά μικρά εγκεφαλικάκια, τα οποία συνέβησαν σε ανύποπτο χρόνο. Τα περισσότερα τα βίωσε μόνη της χωρίς να την πάρει είδηση κανένας. Γνώριζε ότι τα περνούσε αλλά ποιούσε την ανάγκη φιλοτιμίαν. Άλλα πάλι την έβρισκαν στα ξαφνικά και απροετοίμαστη. Όπως το τελευταίο.
Ξέρετε ότι είναι περίοδος εξετάσεων. Το κανονικό μου αφεντικό τελείωσε χτες τις πανελλήνιες εξετάσεις του και, αισιόδοξο, περιμένει τα αποτελέσματα, έχοντας βγάλει μια χυλόπιτα από την κατάψυξη για να τη σερβίρει στο Στρατηγό (δε σας έχω μιλήσει ακόμα για αυτόν και όπως φαίνεται, θα σας μιλήσω αναδρομικά, διότι τα ψωμιά του βλέπω να λιγοστεύουν), ο οποίος Στρατηγός σημειωτέον, είναι κορίτσι. Η χυλόπιτα ξεπαγώνει, η μαμά του αφεντικού μου στεναχωριέται για το Στρατηγό, το αφεντικό μου όμως έχει βάλει πλώρη για αλλού. Κακόμοιρε Στρατηγέ! Όχι ότι θα χαθείς αλλά πού νά ΄ξερες τι σε περιμένει! Αυτό το μέτωπο έχει μπει στη ρέγουλα.
Το άλλο μεγάλο μέτωπο, τώρα εξελίσσεται. Ονομάζεται Χόλιους και απαιτεί εξαίρετους στρατηγικούς σχεδιασμούς και ελιγμούς. Η περίοδος των εξετάσεων για τον Χόλιους είναι μόνο μια λεπτομέρεια πριν τις διακοπές και τη φυγή στα Κουκουβάτα, τόπο διαρκούς διασκέδασης. Τον έχουν περιλάβει, από τη μια ο πατέρας του στα μαθηματικά, φυσική και χημεία και από την άλλη η μάνα του στα θεωρητικά. Μόλις λίγο σηκωθούν από δίπλα του, για να πάνε να πιούν νερό ή να κατουρήσουν, τον βλέπουν πίσω τους να εφευρίσκει άμεσα ένα πρόσχημα διακοπής διαβάσματος. Ταλέντο! Η μάνα του λέει ότι είναι γεννημένος πολιτικός, τόσα πολλά ελαττώματα έχει. Από την άλλη, το έχω ξαναπεί, είναι τόσο μα τόσο αγαπησιάρης που αυτομάτως του συγχωρούνται όλες οι επιπολαιότητες.
Χτες θα διάβαζαν Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή. Της κυρίας μου της ήρθε ταμπλάς όταν είδε εκείνο το έρμο το βιβλίο. Δεν ήταν βιβλίο, ήταν πατσαβούρι. Μας έφυγε η μούρη! Το παιδί μιας άριστης και επιμελούς μαθήτριας όπως εκείνη, που τα βιβλία της ήταν πεντακάθαρα, ατσαλάκωτα και σημειωμένα με τακτικά γραμματάκια και πάντα με μολύβι, το παιδί αυτής λοιπόν είχε ένα βιβλίο συνώνυμο της ντροπής! Ψιλοκομμένες σελίδες, μουντζουρωμένες γραμμές, δοκιμές υπογραφών όλων των συμμαθητών στα περιθώρια, ζωγραφιές πάνω σε ζωγραφιές, σφραγίδες, τεράστια Χι που διέγραφαν άπονα ολόκληρα κεφάλαια με σημαντικές γνώσεις, χαρταετοί, τρίλιζες, σχόλια….
Την έπιασε απελπισία. Πού έκανε το λάθος και έγινε έτσι αυτό το παιδί? Μήπως η πολλή ελευθερία καταντά ασυδοσία στην ανατροφή? Έπρεπε να ασχοληθεί περισσότερο με τον Χόλιους? Να του γκρινιάζει πιο πολύ? Να κάθεται σαν τον μπαμπούλα δίπλα του και να τον πιέζει συνεχώς? Δεν μπορούσα να αποφανθώ ούτε εγώ. Περιορίστηκα να καθαρίζω τα φτερά μου και να τους ακούω να διαβάζουν, προσπαθώντας να μπαλώσουν τα κενά όλου του έτους. Ώσπου φτάσαμε στη σελίδα 77 του βιβλίου. Εκεί, στην πάνω γωνία της σελίδας συνέβη το εγκεφαλικό. Πιστεύω ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις. Δε θα σχολιάσω. Μόνο δείτε τη φωτογραφία. Είναι η Ελένη Σκούρα, η πρώτη ελληνίδα βουλευτής. Κατά Χόλιους.


24/5/09

Ο ΚΙΜΑΣ

Την Παρασκευή το πρωί η κυρία μου ήταν στο σπίτι. Κάθε Παρασκευή έχουμε λαϊκή κοντά μας και τις σπάνιες φορές που δε δουλεύει επισκέπτεται incognito τους πάγκους και σκαλίζει τρισευτυχισμένη τις σαβούρες. Το πρωινό περιλάμβανε τις κάτωθι εργασίες.
1. Καφές και Καρτερικότητα με τη γιαγιά Σοφία. Οπλίστηκε με υπομονή και πήγε στη γιαγιά για να πιούν καφέ και να κάνουν επαναλήψεις στους τόμους «Λάθη, παραλείψεις, αποκλίσεις από την ιδανική συμπεριφορά μιας κόρης». Στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα καθόταν η ίδια.
2. Επίσκεψη της λαϊκής αγοράς. Υποκεφάλαια : πάγκοι με κουρτίνες επαύλεων, ρούχα, γαλότσες κήπων επαύλεων, άνθη και κηπουρικά, παστά σαρδελάκια, κλοπή φρέσκων χόρτων για μένα (βλίτα, ραδίκια κλπ).
3. Μαγειρική. Το ημερήσιο μενού είχε μακαρόνια με κιμά.
Το πεθερικό είχε μεταναστεύσει με το πι του από το πρωί στην κουζίνα. Η κυρία μου είχε βγάλει εγκαίρως την ινσουλίνη του από το ψυγείο για να ξεπαγώσει και του ετοίμασε το πρωινό του. Παράλληλα ετοίμαζε τον κιμά για τα μακαρόνια. Σκέφτηκε να τον φτιάξει, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στη λαϊκή και να γυρίσει να βράσει τα μακαρόνια. Δεν ξέρω για σας αλλά εμείς τον κιμά για τα μακαρόνια δεν τον λυπόμαστε. Φτιάχνουμε μεγάλη ποσότητα γιατί σε όλους αρέσει ένα πολύ παχύ στρώμα κιμά πάνω στα μακαρόνια τους. Έτσι και έγινε. Μαγειρεύτηκε μισή μεγάλη κατσαρόλα κοκκινιστός λαχταριστός κιμάς ενώ ταυτόχρονα η Τσιριμπόμ ανακατευόταν με τη φορολογική δήλωση της οικογένειας ψελλίζοντας διάφορα ακατάληπτα. Όταν έγινε ο κιμάς, έσβησε το μάτι της κουζίνας και ενημέρωσε το πεθερικό ότι θα πάει τη βολτίτσα στη λαϊκή.
Όταν γύρισε ήταν μεσημέρι ήδη. Τα μικρά αφεντικά μου θα επέστρεφαν σε λίγο πεινασμένα, ανοίγοντας με βιασύνη τις κατσαρόλες. Έβαλε αμέσως να βράσει τα μακαρόνια. Το πεθερικό ήταν ακόμα στην κουζίνα εντρυφώντας στο περιοδικό του. Το μικρό καλαθάκι σκουπιδιών δίπλα στο νεροχύτη περιείχε φλούδια φρούτων και τσόφλια αυγού, τακτοποιημένα και κρυμμένα κάτω από χαρτοπετσέτες. Έτερον ουδέν. Όταν κατέφθασαν θορυβώδη τα μικρά αφεντικά μου και ενώ ετοιμάστηκαν τα μακαρόνια, το πεθερικό μας σηκώθηκε, πήρε το πι του και όδευσε στο δωμάτιο του να αναπαυθεί. «Δε θα φας?», ερωτήθηκε. «Όχι», είπε ξεσκονίζοντας τις αγγελικές του φτερούγες, «εγώ έφαγα, δεν πεινάω».
Η Τσιριμπόμ σέρβιρε τα μακαρόνια σε βαθιά πιάτα, στα μικρά αφεντικά που εξαπέλυαν καλοσύνες το ένα στο άλλο. Άνοιξε την κατσαρόλα να βάλει κιμά….. και έμεινε με το καπάκι στο χέρι! Η μούρη της γέμισε μωβ πουά και πέταξα ανήσυχο να δω τι συνέβαινε και η κυρία μου βρισκόταν στα πρόθυρα της αποπληξίας. Πού ήταν ο κιμάς? Ο πάτος της κατσαρόλας ίσα που επαλειφόταν από ένα λεπτό στρώμα εναπομείναντος κιμά! Είχε κάνει φτερά όλος εκείνος ο κιμάς! Το διαβητικό, γηραλέο, ευτραφές, μόλις κινούμενο με το πι πεθερικό είχε δράσει την ώρα που λείπαμε με την κυρία μου στη λαϊκή! Κεντέρης, η μικρή! Ομάδα κρούσης! Ο κιμάς αναπαυόταν μακάριος στο στομάχι της! Η ίδια, τρισευτυχισμένη ροχάλιζε σε κατάσταση πέψης. Η κυρία μου κατέβασε τον τόμο «Δικαιολογίες και Ψεύδη» νούμερο 31 από τη βιβλιοθήκη και διάλεξε ένα ψεύδος για τα μικρά αφεντικά μου που την ρωτούσαν επισταμένα γιατί δεν τους έβαλε περισσότερο κιμά στα μακαρόνια τους. Ο δε κύριος μου έφαγε μακαρόνια με 3 κόκκους κιμά επάνω αλλά άφθονο τυρί για αντιπερισπασμό.
Αυτά τα ωραία συμβαίνουν σπίτι μας. Καλά που ξέρουν ότι εγώ δεν τρώω κιμά αλλιώς με έβλεπα εμένα κατηγορούμενο!

19/5/09

ΣΤΟ ΜΑΜΠΟ

Το καταλάβαινα από μέρες ότι δε θα τη γλύτωνα. Από δω το είχε από κει το είχε, γυρίζοντας από τη δουλειά αποφάσισε να πάει στo Μάμπο να αγοράσει ένα Βιβλίο Σπιτιού. Μάταια όλη τη βδομάδα της έκανα υπνοθεραπεία με υποβλητική φωνή «μην πας στo Μάμποοοοο, σκέψου τα έξοδα της Έπαυληηηηηςςςςςς». Άδικος κόπος. Δευτέρα χτες, κουρασμένη από τη δουλειά και τις τρύπες που έτρεχε όλη μέρα να βουλώσει, με το άγχος των εξετάσεων του κανονικού μου αφεντικού, έφυγε αργά και κατέληξε στο κατάστημα – μαμούθ του Άλλου Μπύθουλα. Πήγαινε για δύο πράγματα 1. Ένα κοκαλάκι για τα μαλλιά της και 2. Το Βιβλίο Σπιτιού. Το προηγούμενο Βιβλίο Σπιτιού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη κατά την καταγραφή του προηγούμενου μήνα. Έπρεπε λοιπόν να αντικατασταθεί πάραυτα με ένα νέο. Το Βιβλίο Σπιτιού είναι ένα τυπικό βιβλίο σπιτιού, όπως αυτό που, φαντάζομαι, έχουν όλα τα σπίτια. Για τον κάθε μήνα διατίθενται δύο σελίδες. Στη μία σελίδα γράφουμε τα έσοδα του σπιτιού, που ούτως ή άλλως καταλαμβάνουν δύο γραμμές : μισθός Τσιριμπόμ και μισθός κυρίου μου. Όλες οι υπόλοιπες γραμμές καταλαμβάνονται από τα έξοδα, μέχρι να τελειώσει η σελίδα και να στριμωχτούν και υποσημειώσεις. Υπάρχει επίσης ένας ειδικός χώρος εξόδων, τα επονομαζόμενα «Κερατιάτικα». Τι να πω γι΄ αυτά? Μεγάλη πληγή! Στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου σημειώνονται μερικές λεπτομέρειες, σχέδια και αγορές που σύντομα πρόκειται να ξεχαστούν και για το λόγο αυτό μεταφέρονται μέσω του βιβλίου στην αιωνιότητα. Πχ. ανακαινίσεις, αγορές ηλεκτρικών ειδών, νέα κατσαρολικά και μπανιέρα για μένα κλπ.
Η απόφαση να αγοράσει το βιβλίο από τo Μάμπο ισοδυναμούσε πρακτικά με αυτοκτονία. Μάταια της έλεγα ότι το βιβλίο μπορούσε κάλλιστα να αγοραστεί από ένα ωραίο βιβλιοπωλείο. Όχι! Πάτησε τα πόδια κάτω. Θα πήγαινε στo Μάμπο για να διαλέξει το ομορφότερο βιβλίο από μια ατελείωτη ποικιλία. Αρχικά μπήκε δίνοντας νοερούς όρκους ότι δε θα παρασυρόταν. Ως άλλος Οδυσσέας, έκλεισε τα αυτιά της στις Σειρήνες και βάδιζε ακάθεκτη προς την Πτέρυγα με τα Κοκαλάκια. Οι αδιάφορες αρχικά ματιές της μεταμορφώθηκαν σύντομα σε αδηφάγα βλέμματα. Άντεχε όμως. Έλεγε από μέσα της «Έπαυλη, έπαυλη και κήπος, έπαυλη και έπιπλα, έπαυλη και περίφραξη, έπαυλη… έπαυλη…». Έναν όροφο διήρκεσε αυτό. Μόλις στρίψαμε στη γωνία του επόμενου ορόφου έγινε το Βατερλό. Το ένα κοκαλάκι έγινε επτά. Ακολούθως προστέθηκαν στο καλάθι διάφορα ζωάκια – πορτοφολάκια αφού απασχολήθηκε επιμελώς με τη διαλογή τους. Μισή ώρα φάγαμε έτσι προσπαθώντας να διαλέξουμε μεταξύ βατράχου, προβάτου και ρακούν (δε ντρέπεται λίγο κοτζάμ γυναίκα! να βγάζει, επιστήμων άνθρωπος, από τη τσάντα της ένα ρακούν με φερμουάρ, να το ανοίγει και να βγάζει τα κλειδιά της από μέσα!). Αγοράσαμε ωστόσο δύο τέτοια πορτοφολάκια.
Παρακάτω ήταν τα κεριά. Αγοράσαμε 50 περίπου μικρά κεράκια με διάφορες μυρουδιές για τα καλοκαιρινά βράδια στο μπαλκόνι. Τουλάχιστον να έβγαινε και λιγάκι στο μπαλκόνι, χαλάλι τα κεράκια. Είναι το μόνιμο παράπονο του κυρίου μου. Δε βγαίνει ούτε στο μπαλκόνι πλέον, το θεωρεί χάσιμο χρόνου να κάθεται και να ατενίζει τους απέναντι και τους διαγώνια, τους κάτω και τους παραδίπλα. Μισάνθρωπος σας λέω έχει καταντήσει…
Προβληματίστηκε με κάτι νάνους, καλοφτιαγμένους είναι η αλήθεια, που ήταν κάτι σαν φωτιστικά κήπου. Τράβηξα τα γκέμια αμέσως! Η σκέψη μου ούρλιαξε στο αυτί της : «σήκω και φύγε αμέσως από αυτόν τον κιτς νάνο», την πρόσταξα και, περιέργως, υπάκουσε, αν και νομίζω περισσότερο από τις φωνές μου συνέβαλε η τιμή των νάνων.
Προχωρούσε ακάθεκτη στους διαδρόμους, προχωρούσε και ήταν ατελείωτοι αυτοί οι διάδρομοι. Στο καλάθι μας έπεφταν καρφιτσούλες (τρεις συνολικά), διακοσμητικά κινητού (δύο ίδια, για καβάτζα, μη τυχόν χάσει το ένα και πάψει να το εισάγει το κατάστημα και δεν το ξαναβρεί!), πανάκια καθαριότητας (άσχετο!), σταχτοδοχεία πορτοκαλί με ελατήριο που είχε στο άκρο του ένα ψάρι που κουνιόταν (αν και είμαστε σπίτι αντικαπνιστών πήρε δύο σταχτοδοχεία!), αυτοκόλλητα νυχιών δώρο για το κοριτσάκι που έχει εκείνον τον σκατοπαπαγάλο στα Κουκουβάτα. Ε! στο τέλος φτάσαμε και στα Βιβλία – τετράδια. Άλλη επιλογή εκεί. Πιάσαμε και αφήσαμε τουλάχιστον δέκα υποψήφια. Ελέγξαμε βάρος, χρώμα εξώφυλλου, ποιότητα χαρτιού, τιμή, για να καταλήξουμε επιτέλους σε δύο! Τράβαγα τα φτερά μου όταν φτάσαμε στο ταμείο. Είχε ένα καλάθι γεμάτο σκατολοΐδια και ένα χαμόγελο απέραντης ικανοποίησης. Μωραίνει ο Κύριος ων βούλεται κλπ, κλπ.
Γύρισε με τα πόδια στο σπίτι (ξέρετε, για άσκηση) και βρήκε τον κύριο μου με τον Χόλιους τυλιγμένους στα ηλεκτρόνια της Φυσικής, το κανονικό μου αφεντικό αγκαλιά με το αγαπημένο του μαξιλάρι να ρεμβάζει και το πεθερικό εγκατεστημένο στην αγαπημένη του θέση στον καναπέ. Ξέχασα να σας πω ότι το πεθερικό έχει καταπλεύσει σπίτι μας για δύο βδομάδες διότι η νταντά του απέδρασε στην πατρίδα της για να γεμίσει τις μπαταρίες της προκειμένου να το αντέξει. Το πεθερικό έκανε το δύσκολο για να έρθει ενώ την ίδια στιγμή έβαζε δύο μικρές σαμπάνιες στην κατάψυξη να παγώσουν και κρεμούσε σημαίες πανηγυρισμών στα κάγκελα! Ας μη γίνομαι κακό όμως. Ας μην πέφτω στο βούρκο της κακεντρέχειας. Ας πάω κι εγώ να ρεμβάσω όπως το αφεντικό μου. Είναι και αυτό μια λύση.

14/5/09

ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΠΑΝΤΡΕΙΑ

Γυρίζοντας από τη Σλοβενία έπεσα με τη μούρη στο διάβασμα. Η περιοχή εδώ γύρω έχει γεμίσει αντιζήλους μου κι εγώ δεν το άφησα να περάσει έτσι. Πού στο καλό βρέθηκαν τόσοι ανταγωνισταί? Τους ακούω από το πρωί και συγχύζομαι. Οι υπόλοιποι στο σπίτι δεν είναι κουφοί βέβαια αλλά τουλάχιστον δεν κάνουν πικρόχολα σχόλια. Η Τσιριμπόμ όμως όταν με καθαρίζει όλο και πετάει τις μπηχτές της «’Ακου βρε μουγκοθόδωρε, τα άλλα καναρίνια τι ωραία τραγουδάνε!». Είδατε πώς με πληγώνει? Εγώ μουγκοθόδωρος? Εγώ που άμα έχω κέφια αντηχεί όλο το τετράγωνο και έρχεται να μου κρεμάσει χάντρες στο κλουβί μη με ματιάσουν οι απέναντι? Γιατί οι άνθρωποι ζηλεύουν πάντα τα ξένα και δεν εκτιμούν αυτά που έχουν? Τέλος πάντων. Γνωρίζετε πολύ καλά πόσο αγαπώ την κυρία μου, γι΄ αυτό πιστεύω ότι αστειεύεται και δε δίνω συνέχεια.
Έλεγα λοιπόν ότι μετά τη Σλοβενία έβγαλα τα βιβλία και τις σημειώσεις μου και ξεκίνησα μερικές επαναλήψεις να φρεσκάρω τις νότες μου. Το κανονικό αφεντικό μου διαβάζει και αυτό, μπήκε στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις με συγκρατημένη αισιοδοξία. Ο Χόλιους τραβάει των παθών του τον τάραχο με τον κύριο μου ο οποίος τον έχει στριμώξει και διαβάζουν αγγλικά από τη μια για να πάρει ένα δίπλωμα, και μαθηματικά από την άλλη για το σχολείο. Η Τσιριμπόμ ετοίμασε την ομιλία της για τη Δίκονο και πήγε μόνη της, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη συνοδευόμενη από το πόδι – φραντζόλα. Δε θα σας πω τίποτε για τη Δίκονο γιατί εγώ αυτή τη φορά δεν πήγα μαζί της. Εκείνο που ξέρω είναι ότι θριάμβευσε και δέχτηκε πολλά συγχαρητήρια, όταν την πετύχαιναν βέβαια, γιατί είναι ταλέντο στο να αποφεύγει τα σούξου – μούξου. Πάντως χτες το βράδυ ξέρω ότι την πήρε κάποιος άσχετος τηλέφωνο (που του το έδωσε ένας σύνεδρος της Δικόνου) για να την παρακαλέσει να κάνει μια ομιλία με το ίδιο θέμα στην Κερέτρεια. Και της έχω πει «μην εκτίθεσαι κυρά μου, μόνο μπελάδες θα κερδίσουμε». Καλά είχαμε ησυχάσει δύο χρόνια που απέφευγε τις ομιλίες. Τώρα ξαναρχίσαμε το ίδιο βιολί, αν και αυτή υποστηρίζει ότι αποδέχεται ελάχιστες και αυστηρά επιλεγμένες. Θα δούμε.
Η Τσιριμπόμ τη Δίκονο δεν τη συμπαθεί ιδιαίτερα. Πολύς, περίεργος και προκλητικός κόσμος. Αν μπορέσεις και απομονώσεις το νησί από όλο αυτό το συρφετό της ψευτιάς και της επίδειξης είναι πολύ όμορφο. Αλλά δυστυχώς η ομορφιά του χάνεται και μένει ένα λυπηρό κατασκεύασμα διασκέδασης χωρίς όρια και για το λόγο αυτό χωρίς νόημα.
Έρχομαι στο επίμαχο θέμα. Όλοι στο σπίτι, όπως καταλάβατε είναι απασχολημένοι αυτόν τον καιρό, εκτός από εκείνη. Έκρινε λοιπόν ότι πρέπει να μάθει περισσότερα για τα καναρίνια για να μπορεί να με αναθρέψει καλύτερα. Φαίνεται πιστεύει ότι θα της κάνω το χρυσό αυγό! Έψαξε από δω έψαξε από κει και διάβασε ότι είναι η εποχή της παντρειάς των καναρινιών. Όταν είδα τι έψαχνε με έλουσε κρύος ιδρώτας! Στο petbirds.gr ανακάλυψε ένα νέο, άγνωστο κόσμο ανθρώπων που ασχολούνται με μας, μας αγαπάνε και μεταδίδουν τις γνώσεις και την εμπειρία τους σε άλλους για να ζούμε εμείς καλύτερα. Το τι καναρίνι και κακό είδαμε δε λέγεται! Αλλά δεν είδα ούτε ένα σαν και μένα! Είμαι ένας σπάνιος κούκλος! Ένα ποίημα! Μια ομορφιά! Ένα γερμανικό λευκό σκουφάτο!
Η Τσιριμπόμ διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε και αλληλογραφούσε για μένα. Είδε πολλές παντρειές και γεννητούρια! Σκέφτηκε λοιπόν ότι πρέπει κι εγώ σιγά σιγά να κοιτάξω να αποκατασταθώ. Της είπαν ότι είμαι στα όρια του γεροντοπαλίκαρου! Τι άλλο θα υποστώ σε αυτό το σπίτι! Μουγκοθόδωρος, γεροντοπαλίκαρο… Μα πείτε μου, δεν έπρεπε να μετακομίσω για πάντα στη Σλοβενία? Πόσα να αντέξω το καναρίνι? Διάβασε τις οδηγίες για δημιουργία φωλιάς, για πρώτη γνωριμία με το έτερον ήμισυ, για περίθαλψη αυγών και νεογνών. Όλες όμως οι συστάσεις ξεκινούσαν από το καρδάμωμα με βιταμίνες και ειδικές τροφές για να επιτευχθεί η παντρειά! Έφριξα! Με έπιασε άγχος! ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ ΑΚΟΜΑ! ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΟΣ!
Αυτή συνέχιζε ακάθεκτη να ενημερώνεται και να κάνει σχέδια. Εγώ πήρα μια φλοίδα lexotanil και πήγα να κοιμηθώ! Κοιμήθηκα μέσα στους εφιάλτες! Ήταν λέει μια ξανθιά χωρίς μαλλιά, με νυφικά, που με κυνηγούσε γύρω γύρω στο κλουβί και σε κάποια στιγμή έρχεται μια άλλη χοντρή μελαχρινή με καφέ ανταύγειες και της λέει «φύγε, είναι δικός μου!». Ξύπνησα μέσα στον ιδρώτα, η καρδιά μου χτυπούσε με 500 παλμούς το λεπτό! Ξανακλείνω τα μάτια μου και βλέπω μια σιτεμένη πορτοκαλιά με χοντρό ράμφος να κουνάει απειλητικά το φτερό της μέσα στη μούρη μου και να μου λέει «θα την πάρεις την κόρη μου, την έχεις εκθέσει!». Πετάχτηκα επάνω και βούτηξα στη μπανιέρα μου για να ξυπνήσω εντελώς από τον εφιάλτη. Κατά τα χαράματα, εκεί που ησύχασα κομματάκι και πήγα να κλείσω τα μάτια μου βλέπω ένα αρσενικό gloster ζωσμένο πυρομαχικά να με πιάνει από το λαιμό και να ουρλιάζει μέσα στον ακουστικό μου σωλήνα «θα ορίσεις ημερομηνία ΤΩΡΑ, ρεεεε». Αυτό ήταν! Πήρα τη βίβλο και άρχισα να προσεύχομαι! Ήταν η μόνη μου διέξοδος πλέον!
Πέρασα μαύρες και εφιαλτικές ώρες μέχρι να δω πού κλίνει η ζυγαριά. Κλείστηκα στο εργαστήριο μου, παρατώντας συνθέσεις και τραγούδια, προσπαθώντας να τελειοποιήσω τη μέθοδο ελέγχου σκέψης της κυρίας μου. Τζίφος! Ήμουν απελπισμένος όταν η λύση ήρθε από κει που δεν το περίμενα. Από το κανονικό μου αφεντικό το οποίο φρέναρε τα σχέδια της κυρίας μου. Της είπε πολύ απλά ότι δε θέλει να έρθουν άλλοι φυλακισμένοι στον κόσμο! Αν ήταν στο χέρι αυτουνού θα άνοιγε την πόρτα του κλουβιού μου και θα με άφηνε να πεθάνω από πείνα μέσα στο Δάσος των Κεραιών! Καλά, δεν είπα και έτσι! Καλύτερη ίσως η παντρειά!
Έτσι λοιπόν πήρα αναβολή. Η κυρία μου αποφάσισε να με παντρέψει του χρόνου. Θέλει να προετοιμαστεί, να το οργανώσει καλά, να ράψει φόρεμα ίσως, να διοργανώσει τη δεξίωση. Δεν ξέρω. Ίσως μέχρι τότε αλλάξω κι εγώ μυαλά και θελήσω να νοικοκυρευτώ και να της χαρίσω εγγονάκια. Πάντως την άκουσα που έλεγε ότι δεν είναι σωστό να έρθω και να φύγω από τη ζωή χωρίς να γευτώ τη χαρά της παντρειάς. Ο κύριος μου της απάντησε, κουνώντας στωικά το κεφάλι του, ότι η παντρειά δεν έχει χαρά μόνο παντόφλα και έλαβε ένα εκσφενδονισμένο μαξιλαράκι σαλονιού στο κεφάλι του. Μερικές φορές, ειλικρινά δεν τους καταλαβαίνω τι γλώσσα μιλάνε. Πόσα μαθήματα ελληνικών είμαι αναγκασμένο πια να κάνω μ΄αυτούς για να καταλαβαίνω τους κώδικες τους?

5/5/09

ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ

Έφυγα και ήρθα. Αλλά το δηλώνω : παραλίγο να έμενα. Θα πετούσα και θα έκανα τη φωλιά μου σε ένα μαύρο έλατο, σε ένα φυλλοβόλο, σε ένα κόκκινο δέντρο, σε μια φιλύρα, σε ένα πλατάνι έστω. Κάπου αλλού εκτός του Άλλου Μπύθουλα που με επέστρεψε η κυρία μου. Σέρνοντας με επέστρεψε. Αλλά ήταν τέτοια η χολή μου προς το πρόσωπο της που έπεσε και τσακίστηκε και γύρισε με ένα διάστρεμμα στο πόδι της σα φραντζόλα! Τώρα είναι στο σπίτι αλλά το πρωί ήταν στη δουλειά! Ακατάβλητη! Πήγε με τη φραντζόλα και τους τρομοκράτησε όλους! Θαύμαζαν τη φραντζόλα και της έκαναν ατελείωτες περιποιήσεις! Η δουλειά όμως δουλειά! Τελείωσε όλα τα προγραμματισμένα της και μετά έφυγε. Γύρισε με διπλάσια φραντζόλα από την κούραση και εδέησε να παλουκωθεί στο κρεβάτι για να ησυχάσουμε λίγο.
Στο αεροδρόμιο, την Πέμπτη μας πήγε ο κύριος Αναξίμανδρος ο οποίος φρόντισε να επιφορτίσει την κυρία μου με την ετοιμασία της ομιλίας του για τη Δίκονο την άλλη βδομάδα. Η κυρία μου στραβομουτσούνιασε για το έργο που της ανετέθη αλλά ο Αναξίμανδρος πρόβαλε ότι είχε να ξεφυλλίσει το αμπέλι του και δεν προλάβαινε. Μμμμμ! Λες κι εμείς δεν έχουμε δικές μας δουλειές! Ή μήπως δοκιμάσαμε καθόλου αυτό το περιβόητο κρασί? Τρίχες και πούπουλα. Αλλά το βόδι το δικό μου το «όχι» δεν το ξέρει. Πήρε τις σημειώσεις και μέσα στο αεροπλάνο ασχολήθηκε να ετοιμάζει τα ξένα slides. Στο ταξίδι αυτό ήρθε και η Βερενίκη η αγαπημένη της φίλη, μετά από πολλή σκέψη και κατόπιν απαίτησης του συζύγου της ο οποίος ήθελε να της προσφέρει ένα τριήμερο διασκέδασης. Ο δικός μας κύριος έμεινε σπίτι για να διαβάσει τον Χόλιους, ο οποίος αυτόματα ντύθηκε με μαύρες πλερέζες.
Δίπλα μας στο αεροπλάνο καθόταν ένας Σλοβένος κάποιας ηλικίας, ο οποίος έριχνε κλεφτές ματιές στην κυρία μου, η οποία είχε ωστόσο χωμένη την προβοσκίδα της στα slides και έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Σιχαίνεται τις κουβέντες με αγνώστους και δη σε μέσα μακρινών μεταφορών και σε ξένη γλώσσα. Το βίωσε όμως αναπόφευκτα.
Ο κύριος Joseph ήταν μηχανικός αεροσκαφών της τοπικής αερογραμμής της Adria και επέστρεφε μετά από τον έλεγχο των αεροπλάνων σπίτι του. Ανάμεσα στα πολλά που είπε και τα καλά σχόλια που έκανε για τη χώρα μας και τους κατοίκους της ανέφερε ότι του αρέσει πολύ ο δρόμος που έχουμε, η Lamps street. Αρχικά η κυρία μου αναρωτήθηκε τι εννοούσε και εφαρμόζοντας τη μαιευτική μέθοδο κατάλαβε με τα πολλά ότι αναφερόταν στα Βλάχικα της Βάρης και τα ψητά αρνιά. Ορίστε τι έκανε εντύπωση στο Σλοβένο μηχανικό : η Lamps street!
Η χώρα, έτσι όπως φαινόταν από ψηλά, είναι καταπράσινη. Βλέπαμε δάση με μαύρο και κανονικό έλατο, ποτάμια φιδωτά να διασχίζουν κοιλάδες και μικρά χωριουδάκια διάσπαρτα στις πλαγιές. Είναι η τρίτη χώρα στην Ευρώπη με κάλυψη 65% σε πράσινο μετά από τη Φιλανδία και τη Νορβηγία. Χώρα μικρή, μόλις 20.000 τχ, με 1.900.000 πληθυσμό. Απέχει μία ώρα περίπου από την Τεργέστη την οποία ακόμα θεωρούν δική τους επικράτεια και ίσως άδικα δεν είναι δική τους. Αυτά όμως μαζί με φωτογραφίες τα λέω στο Ταξιδιάρικο Πουλί, το άλλο μου ιστολόγιο. Το ταξίδι μας ήταν καλό και βιώσαμε μετά την προσγείωση την απαρχαιωμένη συνήθεια του ευχαριστήριου χειροκροτήματος για την αποφυγή της μοιραίας πρόσκρουσης.

Ακόμα δεν είχαμε προσέξει με ποιους θα περνούσαμε τις επόμενες μέρες και μόλις μετά βίας υποσημειώσαμε έναν κύριο όταν φτάσαμε να παραλαμβάνει μια ογκώδη βαλίτσα μονολογώντας «και το μπουφέ έχει βάλει μέσα?» αναφερόμενος στη σύζυγο η οποία έκανε την αθώα περιστερά.

Τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο και ξεκίνησαν όλοι με τα πόδια να πάνε για το δείπνο. Η Λιουμπλιάνα είναι μια μικρή κουκλίστικη πόλη, με τον ποταμό, τις γέφυρες, την κεντρική πλατεία, την παλιά της πόλη και το κάστρο της. Η ζωή ξετυλίγεται στις όχθες του ποταμού Λιουμπλιάνιτσκα με πολλά καφέ, μπαράκια και πιτσαρίες. Τα ρεστοράν βρίσκονται κυρίως στους παράλληλους του ποταμού δρόμους στην καρδιά της παλιάς πόλης. Το μέρος που μας πήγαν για το δείπνο ήταν καλό αλλά μας σέρβιραν πρώτα μια αρρωστική σούπα φιδέ με κνορ και ένα περίεργο στη γεύση κρέας. Εγώ ούτως ή άλλως είχα τους σπόρους μου μαζί αλλά η κυρία μου ρώτησε και της είπαν ότι είναι ελάφι. Το φάντασμα του Μπάμπι το Ελαφάκι πλημμύρισε τα μάτια της και δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Όχι να φάει τον Μπάμπι! Με αυτόν μεγάλωσε και με τον Ντάμπο το Ελεφαντάκι. Ευτυχώς το μενού στη Σλοβενία περιλαμβάνει 5 πιάτα, δηλαδή ένα πιάτο με ορεκτικά, τη σούπα, τη σαλάτα, το κυρίως πιάτο και το επιδόρπιο. Το επιδόρπιο ήταν το σλοβένικο γλυκό ποτίτσα, ένα είδος τυλιγμένου ρολού τσουρεκιού με καρύδια και κρέμα που ούτε αυτό της άρεσε. Με τη σούπα και τη σαλάτα γλύτωσε ευτυχώς τη βραδινή λιμοκτονία.









Στην επιστροφή είδαμε για πρώτη φορά τον Φραντς στην πρώτη γέφυρα. Αξέχαστη εμπειρία! Έκανε αρκετό κρύο και περπατούσαμε τρέμοντας. Πάνω στο τσιμεντένιο κάγκελο της πρώτης γέφυρας (στην κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχουν 3 γέφυρες η μια κοντά στην άλλη) ήταν απλωμένες πρασινάδες και διαφόρων ειδών λουλούδια. Στη συνέχεια υπήρχαν μικροσκοπικά μπουκέτα λουλουδιών τόσο όμορφα φτιαγμένα που ήταν πραγματικά αριστουργήματα. Ήταν φυσικό να σταματήσουμε και να γνωρίσουμε τον ανθοδέτη Φραντς, ένα ντροπαλό Σλοβένο που κατασκεύαζε τα μπουκέτα και τα πουλούσε τα βράδια. Εκείνο το βράδυ αγόρασε η Βερενίκη μια μικρή ανθοσύνθεση του δάσους. Ξημέρωνε Πρωτομαγιά!

Την επόμενη μέρα το πρωί οι κυρίες σηκώθηκαν με το πάσο τους και χρονοτριβούσαν με χαζομάρες. Πήραν το πρωινό τους σαν βασίλισσες, ξαναανέβηκαν στο δωμάτιο και όταν κατέβηκαν στην είσοδο του ξενοδοχείου για να συναντήσουν τους υπόλοιπους και να φύγουν δε βρήκαν κανέναν. Ήταν μόλις 9.35! Κόντεψαν να πάθουν συγκοπή! Πού ήταν καλέ οι άλλοι? Πού θα έμεναν Πρωτομαγιά σε μια έρημη πόλη με κλειστά μαγαζιά? Η κυρία μου έκανε αμέσως την άρνηση της. Οχυρώθηκε στο πεζοδρόμιο και έστειλε τη Βερενίκη να ρωτήσει στη ρεσεψιόν τι απέγινε το γκρουπ. Ο εγκέφαλος της είχε παραλύσει αρνούμενος να επεξεργαστεί την ιδέα ότι χάθηκαν και απέμειναν μόνες. Ευτυχώς μας λυπήθηκε ένα παιδάκι από το ξενοδοχείο και μας είπε ότι είδε την ομάδα μας να κατηφορίζει προς την πλατεία. Δυο σίφουνες βρίζοντας ξεχύθηκαν με ελιγμούς για να βρουν και να ενωθούν με τους άλλους αν και τα κομμένα πόδια τους τις εμπόδιζαν αρκετά! Σαν ένα σώμα μια ψυχή περιηγηθήκαμε την πόλη, βγάλαμε φωτογραφίες και παρατηρήσαμε τους συνταξιδιώτες μας με την ησυχία μας. Θείοι και θείες. Κυρίως πεθαμένα ζεύγη. Πεθαμένα μάτια, πεθαμένα σώματα, πεθαμένα μυαλά. Η Βερενίκη έβλεπε τις παχουλές κυρίες και έφτυνε τον κόρφο της καθότι άριστα διατηρημένη και λεπτή. Από το άγρυπνο μάτι της δεν ξέφευγαν τα ακριβά τσαντικά, οι επώνυμες μπότες, τα παντελόνια ξένων οίκων που κατά κανόνα περιέβαλαν σώματα ξεχειλωμένα και ατσούμπαλα. Όλες δε ήταν μεγαλύτερες από κείνες! Μάταια η κυρία μου της τόνιζε ότι δε μπορεί να είναι αυτές οι μπεμπέκες του γκρουπ. Η Βερενίκη τις έβλεπε όλες γεροντότερες!
Η πιο αξιοπερίεργη κυρία ήταν μια μεσήλιξ με αραιά κοκκινωπά μαλλιά που φορούσε λαχανί μπουφάν, λαχανί γυαλιά ηλίου, κρεμαστό λαιμού λαχανί και είχε και λαχανί κινητό! Η κυρία Ασσορτί! Ήταν επίσης οι μικροί Κουασιμόδοι, δύο αδελφές που η Βερενίκη τις ονόμασε αυτόματα Αδελφές Τατά. Η μια είχε ένα θαυμάσιο κόκκινο μαλλί, πλούσιο και καλοχτενισμένο που η κυρία μου θεώρησε το μαλλί των ονείρων της. Το θαύμαζε με κάθε ευκαιρία και η Βερενίκη της είπε ότι όταν ξαναδούμε τον μικρό Κουασιμόδο νούμερο 1 με τόπους τόπους φαλάκρες θα ξέρει πολύ καλά το αίτιο. Μα η κυρία μου το θαύμαζε το μαλλί, δεν το φθονούσε αλλά η Βερενίκη, ειδήμων με μεταπτυχιακά στο "μάτι" της είπε ότι είναι το ίδιο. Οι Κουσιμόδοι ήταν σιτεμένοι αλλά πολύ ευγενικοί και καλόκαρδοι. Οι κυρίες οι δικές μου τελικά τους αγάπησαν και λυπήθηκαν που δεν έκαναν πιο πολύ παρέα. Τέλος ήταν και ο τεμπέλης Ελέφας. Μία ευτραφής οκνηρή κυρία που φορούσε κλος κοντά φορεματάκια με βολάν που αναδείκνυαν τις χοντρές γάμπες της. Είχε ένα φουκαρά σύζυγο τον οποίο συνεχώς διάταζε να κάνει αυτό ή εκείνο με δυνατή φωνή.


Η πόλη ήταν έρημη λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της σχετικά πρωινής ώρας. Ο καιρός προμηνυόταν θαυμάσιος. Είδαμε το Δημαρχείο και το ναό του Αγίου Νικολάου με την ορειχάλκινη βαριά πόρτα. Το εσωτερικό της εκκλησίας είχε πολύ χρυσό και φιοριτούρες που κούραζαν το μάτι. Θαύμασα το εκκλησιαστικό όργανο και αναρωτήθηκα αν μπορούσα να επωφεληθώ από αυτό για τις συνθέσεις μου αλλά δυστυχώς δεν ήταν στο πρόγραμμα να παίξει.

Στις όχθες γύρω από την εκκλησία ετοίμαζαν να στήσουν πάγκους με πραγματάκια και οι κυρίες λύσσαξαν μια και τις είχαν καταστήσει ενήμερες ότι τα μαγαζιά θα παρέμεναν κλειστά και το Σάββατο λόγω της αργίας της εθνικής τους γιορτής. Γυναίκα χωρίς ψώνια αποτελεί ασύλληπτη έννοια! Μας είχε μείνει λίγος χρόνος μέχρι να ξεκινήσουμε με το πούλμαν για το Bled, ένα θέρετρο στα ΒΑ, μισή ώρα απόσταση. Οι θείοι όδευσαν στο ξενοδοχείο λόγω προστάτη, εμείς κατασκηνώσαμε σε μια παρόχθια καφετέρια για τον απαραίτητο εσπρέσο! Τρέχαμε στο παρά 5 να προλάβουμε πάλι! Αυτή η μικρή καφετέρια είχε καναπέδες μπαμπού και πολυθρόνες μέσα σε μια πανδαισία πράσινου. Η παρέα ήταν αρκετά μεγάλη και ποικιλόχρωμη. Ο διπλανός της κυρίας μου άφησε τα τσιγάρα του στο τραπέζι και πήγε μέσα στο κατάστημα να πληρώσει. Εκεί που μιλούσαν, κακάριζαν και έβγαζαν φωτογραφίες, κρυφοκοιτάζοντας όμως τα ρολόγια γιατί ο χρόνος ήταν λίγος, πλησίασε την κυρία μου ένας άστεγος παππούς. Μια και αυτή ποτέ δεν προσέχει, η παρέα σύσσωμη της φώναζε να προσέχει την τσάντα της. Εγώ και εκείνη, διότι πλέον στις αντιδράσεις με έχει κάνει ίδιο, ρίξαμε μια ματιά στο πρόσωπο του και καταλάβαμε ότι η υστερία της παρέας ήταν άδικη. Ο άνθρωπος αυτός αποκλειόταν να κλέψει. Η κυρία μου του μίλησε με νοήματα για να καταλάβει τι ήθελε και ετοιμάστηκε να βγάλει το πορτοφόλι της να του δώσει μερικά ψιλά ενώ η παρέα ωρύετο. Όμως εκείνος ξεθαρρεύοντας της έδειξε τα τσιγάρα. Τότε καταλάβαμε ότι ήθελε μερικά τσιγάρα επώνυμης μάρκας. Του έδωσε 5-6 τσιγάρα στα χέρια κι εκείνος της πήρε το χέρι και της το φίλησε!!! Απίστευτο! Έμεινα κάγκελο! Κόντεψα να ξεκαρφιτσωθώ! Το έτος 2009 να δίνεις μερικά τσιγάρα σε έναν άστεγο κι εκείνος να νοιώθει ευγνωμοσύνη και να τη δείχνει έμπρακτα! Συγκινητικό, αλλά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν άστεγοι. Είναι πολλές οι φορές που αισθάνεται κανείς ένοχος που έχει κάτι ευνόητο για αυτόν αλλά πολυτέλεια για κάποιον άλλον. Θέλετε να μάθετε τι έκανε η παρέα? Έβγαλαν μαντηλάκια ποτισμένα σε κολόνια και έδωσαν στην κυρία μου να σκουπίσει το χέρι της! Το περιστατικό το περιγράφω κυρίως για αυτό το τελευταίο. Πολλές σκέψεις ξεπήδησαν απρόσκλητες και τα οχυρωματικά έργα δεν μπόρεσαν να τις αναχαιτίσουν. Ας αφήσω όμως τα φιλοσοφικά θέματα κατά μέρος για να μη βαρύνω το κλίμα. Πάντως αυτή, προς τιμήν της, δε σκούπισε το χέρι της. Να! Για κάτι τέτοια την αγαπάω και της έχω αφοσιωθεί περισσότερο από το κανονικό μου αφεντικό, το γιο της.


Η διαδρομή μέχρι το χωριό ήταν παραδεισένια. Μπήκα στον πειρασμό να δραπετεύσω για πάντα μέσα σε κείνα τα δάση. Το Bled είναι ένα θαυμάσιο θέρετρο με το κάστρο του στην κορυφή ενός λόφου και μια λίμνη με ένα νησάκι στη μέση, το μόνο νησάκι της χώρας. Φανταστείτε ότι όλα αυτά είναι κατάφυτα όσο φτάνει το μάτι! Η περιοχή θυμίζει κάτι από το Como και τις λίμνες της Βόρειας Ιταλίας. Αν κοιτάξετε την παρακάτω φωτογραφία θα παρατηρήσετε έναν εξάδελφο μου που πετάει αμέριμνος πάνω από τη λίμνη. Α, ρε τυχερέ ξάδερφε!


Σκαρφαλώσαμε στο κάστρο με τους χοντρούς πωπούς να αγκομαχούν γκρινιάζοντας ότι έχει πολλή ανηφόρα. Εμ! Κάστρο είναι, σας το είπαμε. Υπάρχει ευθύ κάστρο? Η θέα της λίμνης από ψηλά ήταν μεγαλειώδης! Εάν δεν ντρεπόμουν όλους αυτούς τους άγνωστους θα κελαηδούσα μουσικά αριστουργήματα αλλά ας όψεται η φυσική μου συστολή! Ειλικρινά κατά τη διάρκεια της εκδρομής αυτής αναρωτήθηκα πολλές φορές για το αν και κατά πόσο ευχαριστιούνται και εκτιμούν οι άνθρωποι την ομορφιά που βλέπουν γύρω τους και τους προσφέρεται απλόχερα. Παρατηρούσα τους συνταξιδιώτες μας : γκρίνιαζαν για τον ανήφορο, τη ζέστη, τα σκαλιά που έπρεπε να προσέξουν, το νερό που έπρεπε να βρουν να αγοράσουν, τον καφέ που δεν προλάβαιναν να πιούν, τα κινητά που χτυπούσαν...Όλα τα έκαναν γρήγορα και διεκπεραιωτικά, τα έκαναν για να γίνουν και να περάσουν στο επόμενο.


Μετά το κάστρο, κάναμε με το πούλμαν το γύρο της λίμνης. Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι θαυμάσιος και βλέπαμε Σλοβένους κάθε ηλικίας να κάνουν βόλτα στον παραλίμνιο δρόμο, θαρραλέους κωπηλάτες να ρίχνουν τις βάρκες τους στη λίμνη, παιδάκια να παίζουν στις κούνιες της όχθης και κάθε είδους ποδήλατα να ελίσσονται ανάμεσα μας.
Ο επόμενος σταθμός μας ήταν το χωριό Radovljica. Θα τρώγαμε σε ένα πανδοχείο το Lectar Inn, που λειτουργούσε και σαν μικρή βιοτεχνία διακοσμητικών μπισκότων, τα λεγόμενα Ginger Breads, φτιαγμένων από μέλι, αλεύρι και νερό. Στο υπόγειο του πανδοχείου ετοίμαζαν σε καλούπια τα μπισκότα, ως επί το πλείστον καρδιές, και μετά με ένα μικρό κορνέ τα διακοσμούσαν με ονόματα και κατσαρά μπιχλιμπίδια. Ήταν στο όριο χαριτωμένου και κιτς, μάλλον προς το δεύτερο. Η τραπεζαρία είχε θέα τις χιονισμένες Άλπεις και τις στέγες του χωριού. Το προσωπικό ήταν πολύ ευγενικό και η μπύρα τους εξαιρετική. Στη Σλοβενία έχει δύο ειδών τοπικές μπύρες, την Union και μια δεύτερη από L ελαφρώς πικρή. Στο εν λόγω ρεστοράν μας σέρβιραν τη σούπα μέσα σε αληθινή κολοκύθα. Η σούπα ήταν πολύ νόστιμη αν και κολοκυθόσπουπα πορτοκαλί. Αγοράσαμε και καρδιές που έγραφαν ονόματα, προς 2 ευρώ μόνο, οι μικρές. Κρίμα που δεν έχω ακόμα αγαπημένη να της αγοράζω σουβενίρ. Και η κυρία μου που αγόρασε, μη φανταστείτε, για τις εκκολαπτόμενες νύφες της τις πήρε.


Το γλυκό ήταν παγωτό και ήρθε σερβιρισμένο μέσα στο μήλο που βλέπετε παρακάτω. Ενθουσιάστηκα ομολογώ γιατί στα τουριστικά μέρη και μενού σπάνια βλέπεις μια αληθινή διάθεση περιποίησης όπως αυτή!



Γυρίσαμε κατάκοποι αλλά ευχαριστημένοι από την εκδρομή μας. Εγώ ασχολήθηκα με μελέτη μουσικών κειμένων, η Βερενίκη ξάπλωσε και η κυρία μου έβαλε το μαγιό της και το μπουρνούζι και τις παντόφλες του ξενοδοχείου και έτσι χάλι διέσχισε διαδρόμους και ορόφους και πήγε στην πισίνα του 9ου ορόφου. Δωρεάν παροχή ήταν αυτή! να της διαφύγει? Επόπτευσε και τη σάουνα αλλά δεν τόλμησε να μπει, της φάνηκε πολύ άγνωστη διαδικασία, από τη στιγμή που είδε και την ανάλογη πινακίδα που έλεγε ότι μπαίνεις γυμνός εκεί μέσα. Αυτή την παροχή την έχασε!

Το βράδυ είχαν ελεύθερη έξοδο και βγήκαν με τη Βερενίκη για μια βόλτα, λέγοντας και ξαναλέγοντας ότι δε θα φάνε τίποτε γιατί είχαν βαρυστομαχιά. Η μεν Βερενίκη είχε μια ανακατωσούρα την οποία απέδιδε στο κακό "μάτι", η δε κυρία μου είχε μια βαρυστομαχιά την οποία απέδιδε στο ότι έφαγε σα γουρούνι το μεσημέρι. Μέχρι τώρα δεν πίστευε στο "μάτι". Ξαφνικά και ενώ περπατούσαν και δώστου περπατούσαν η Βερενίκη δήλωσε ότι άρχισε να πεινάει και σε λίγο έσυρε την κυρία μου σε μια τρατορία όπου έφαγε η μεν Βερενίκη σχεδόν μια πίτσα, η δε δικιά μου χτένισε επιμελημένα για ώρα μια σαλάτα. Αφού έφαγαν πέρασαν από την πρώτη γέφυρα να δουν τον Φραντς και τα μπουκέτα του. Ήταν όντως εκεί, ευγενικός και ντροπαλός με τα αραδιασμένα λουλούδια και πρασινάδες. Είχε μόνο δύο ανθοδέσμες απούλητες και αυτές δεμένες με σπάγκο επειδή το βράδυ πέρασε κάποιος βιαστικός από τη γέφυρα και πέταξε δύο ανθοδέσμες μέσα στο ποτάμι. Η κυρία μου αγόρασε ένα μικρό πραγματάκι από φλούδες δέντρου, που το στολίζουν οι Σλοβένοι για το Πάσχα. Του πήρε να το φτιάξει 2 ώρες και 15 λεπτά και το πουλούσε 5 ευρώ. Το πήρε περισσότερο για να τον θυμάται γιατί σαν κατασκευή δεν της άρεσε. Θα βρει το δρόμο της στο Μουσείο Μινιατουρών που εδρεύει στο γραφείο της. Για το Μουσείο αυτό θα σας μιλήσω μια άλλη φορά, αν προλάβω δηλαδή, γιατί κάτι φήμες λένε ότι μια ώραία πρωία θα ανέβει ο Κομμάντο - Γιαγιά Σοφία και θα πετάξει στα σκουπίδια όλα αυτά τα αποκτήματα της κυρίας μου που η ίδια τα λατρεύει αλλά η γιαγιά τα αποκαλεί επιεικώς σαβούρες.

Την επόμενη οι κυρίες ήταν κλαρίνα στην ώρα τους και περίμεναν το πούλμαν. Πού να τολμήσουν να χαζολογήσουν! Ο χτεσινός πρωινός τρόμος ήταν ακόμα νωπός στη μνήμη τους! Επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και ξεκίνησαν για το Κάστρο του Ληστή, σε μια τοποθεσία ΝΔ της πρωτεύουσας προς την Τεργέστη, περίπου μία ώρα απόσταση. Πήγαιναν και πήγαιναν και κάστρο δεν έβλεπαν. Τελικά ήταν απολύτως φυσικό που δεν το έβλεπαν γιατί ο εν λόγω Λήσταρχος ήταν ένα είδος Νεοκώστα, δηλαδή έκλεβε και έδινε τα κλοπιμαία στους χωρικούς. Είχε χτίσει το κάστρο του σε μέρος δύσκολα προσβάσιμο που το έκανε πρακτικά αόρατο από τους εχθρούς. Βρισκόμασταν κοντά στο χωριό Ποστόινα, που σήμερα είναι διάσημο για την περίφημη γυναικολογική κλινική, που παρέχει όλων των ειδών τις γέννες πχ. γέννες σε νερό κλπ.



Ο Λήσταρχος ανεφοδιαζόταν από την πίσω μεριά του κάστρου, μέσα στο βράχο που βλέπετε, ο οποίος επικοινωνούσε με σπηλιές, λαγούμια και τον έξω κόσμο μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές. Ως φυσικό τοπίο εξαιρετική επιλογή για να επιβιώσει. Δεν υπολόγισε όμως τον παράγοντα "άνθρωπο". Το μικρό σπιτάκι αριστερά έξω από το κάστρο ήταν το μέρος όπου οι βασιλείς και οι λήσταρχοι πηγαίνουν μόνοι. Όταν λοιπόν ο φοβερός και καταζητούμενος ληστής επισκέφθηκε το σπιτάκι για τα δέοντα, ο προδότης υπηρέτης κούνησε ένα μαντήλι στους απέναντι και έριξαν μια βόμβα την ώρα που ο λήσταρχος αγκομαχούσε στο "θρόνο". Τι άδοξο τέλος!
Η θέα από το κάστρο ήταν πανέμορφη. Τη βλέπετε στην επόμενη φωτογραφία. Πρασινάδες κομμένες με το χάρακα!



Σε απόσταση 9 χλμ. βρισκόταν το σπήλαιο Postojnska Jama, το μεγαλύτερο της Ευρώπης, ένα από τα 6000 της χώρας, με 25 χλμ. επισκέψιμα και επικοινωνία με ακόμα 6 σπήλαια. Το σπήλαιο ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Ντυθήκαμε ανάλογα γιατί έχει μόνιμα 7 βαθμούς Κελσίου και μπήκαμε μέσα. Επιβιβαστήκαμε σε ένα τρενάκι και διασχίσαμε ένα μέρος του σπηλαίου, περνώντας σε αρκετά σημεία από πολύ χαμηλά μέρη που καθιστούν την επίσκεψη του σπηλαίου άπιαστο όνειρο για τους μπασκετμπολίστες. Θαυμάσαμε σταλακτίτες και σταλαγμίτες διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων, μέχρι και παγωτό βανίλια! Το τρενάκι πλέον είναι ηλεκτρικό αλλά παλαιότερα ήταν μηχανικό και πιο παλιά ανθρώπινο!

Στα έγκατα του σπηλαίου, μέσα στα νερά, ζουν οι Πρωτείς ή Human Fish όπως αλλιώς τα λένε. Πρόκειται για κάτι παράξενα σαυροειδή λευκά πλασματάκια που έχουν στα μπροστινά τους πόδια 5 δάχτυλα γι αυτό τα παρομοίασαν με ανθρώπινα χέρια. Ζουν πολλά χρόνια, μπορεί και 100, είναι αμφίβια και είναι πολύ τεμπέλικα. Δεν κινούνται πολύ και μπορεί να μείνουν νηστικά και ακίνητα μέχρι και 1 χρόνο! Έχουμε κι εμείς τέτοια παρεμφερή όντα στις ορεινές μας λίμνες, τα λέμε Τρίτωνες (μικροί δράκοι) και τους έχουν βρει στη Δρακόλιμνη στην Ήπειρο και σε λίμνες της Πίνδου, όπως και στην Τικιτάκα του Περού. Το καλοκαίρι ξεθαρρεύουν και λιάζονται στις πέτρες ενώ το χειμώνα βολταρίζουν κάτω από τον πάγο.

Όταν μας άφησε το τρενάκι, μας παρέλαβε ο ξεναγός και για μία ώρα περπατούσαμε μέσα στο σπήλαιο. Δεν έχω φωτογραφίες παρά μόνο μια αντιγραφή από carte postale που αγοράσαμε βγαίνοντας. Η κυρία μου ωστόσο βρήκε την ευκαιρία να ξεχέσει έναν επισκέπτη που τόλμησε να βγάλει φωτογραφία με φλας. Ευτυχώς δεν ήταν έλληνας γιατί μία των ημερών κάποιος θα της επιφυλάξει κανένα βρωμόξυλο. Η επιστροφή μας έγινε πάλι με το τρενάκι και περάσαμε από μια αίθουσα συναυλιών. Καλά διαβάσατε. Οι κυρίες φορούν τις γούνες τους, οι μουσικοί τα μάλλινα φράκα τους και γάντια με έξω τα δάχτυλα για να μπορούν να παίξουν και η συναυλία εξελίσσεται κάτω από τη γη! Ωραία εμπειρία!

Στα μαγαζάκια που ήταν έξω από το σπήλαιο ξαπολύθηκαν αμέσως μόλις είδαν ξανά το φως του ήλιου. Η έπαυλις περιόρισε την κυρία μου αισθητά στις σπατάλες αλλά αγόρασε μικρά κρεμαστά λαιμού από διάφορα πετρώματα για τα κορίτσια συναδέλφους της.

Κάτι ο κύριος που ξέχεσε, κάτι τα κακά σχόλια που έκανε από μέσα της για όσους έβλεπε και κυρίως για τους συνταξιδιώτες της (η κυρία Ασσορτί, οι μικροί Κουασιμόδοι, ο τεμπέλης Ελέφας, οι χοντροί πωποί κλπ, κλπ) βγαίνοντας από το σπήλαιο στραβοπάτησε και έκανε τον αστράγαλο της φραντζόλα! Όλα πληρώνονται σε αυτή τη ζωή! Αμετανόητη όμως! Κουτσαίνοντας ελαφρά, χωρίς να μυριστεί κανένας τίποτε, πλην της Βερενίκης που το έμαθε γιατί την είχε ανάγκη για τα παγάκια, συνέχισε όλο το υπόλοιπο πρόγραμμα της. Όταν γύρισαν στο ξενοδοχείο, επιτέλους ξάπλωσε με τα παγάκια, με τα παυσίπονα που κουβαλάει πάντα μαζί της και εμένα να της κάνω συντροφιά. Η Βερενίκη πήγε για μασάζ στην πισίνα του 9ου ορόφου. Υπό άλλες συνθήκες θα πήγαιναν μαζί αλλά ας όψεται το πόδι.
Το βράδυ στολίστηκε, φόρεσε γοβάκια χαμηλά και πήγε στο δείπνο σε ένα ωραίο μοδάτο ιταλίζον εστιατόριο. Δοκίμασαν ένα εξαίρετο φρουτώδες λευκό κρασί (το μισό γκρουπ πήρε το μπουκάλι με το παράξενο σχήμα μαζί του φεύγοντας) και το περίφημο προσούτο τους. Οι Σλοβένοι γενικά είναι περήφανοι για το λευκό κρασί τους, εκτός από το προσούτο τους. Φύγαμε τρικλίζοντας (μέχρι και εγώ) και περάσαμε για τελευταία φορά από τη γέφυρα του Φραντς για να αγοράσει η κυρία μου μια ανθοδέσμη. Όμως εκείνος είχε μια μόνο τελευταία και αυτή την είχε υποσχεθεί σε ένα ζευγαράκι που θα περνούσε να την πάρει μια συγκεκριμένη ώρα. Τον αποχαιρέτησαν λοιπόν και του ευχήθηκαν να πραματοποιηθούν όλα του τα όνειρα.

Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή και η αναχώρηση μας είχε οριστεί για τις 10.30. Ετοιμάστηκαν οι κυρίες με όλη τους την άνεση και βγήκαν για μια τελευταία βόλτα στην πλατεία με τις 3 γέφυρες. Εκεί έπαθαν την παράκρουση : υπήρχε παζάρι αντικών! Ποιο πόδι - τούμπανο, ποια ώρα που πίεζε, ποια έπαυλις, ποια πράσινα άλογα.... Χύθηκαν στους πάγκους με όρεξη να τους σηκώσουν όλους για την Ελλάδα! Η Βερενίκη οργίασε! Η κυρία μου μετά την πρώτη κρούση, μαζεύτηκε και ανάλωσε την ώρα της σε γενναία παζάρια. Τελικά πήρε ένα μπρούντζινο καθρέφτη με πόδι, τουλάχιστον 5ο ετών για να καθρεφτίζομαι στον μπουφέ του σαλονιού (που δεν έχουμε ακόμα αλλά θα αγοράσουμε!).

Στις 10.30 ως άλλες Αγγλίδες επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και γύρισαν στα πάτρια εδάφη. Γύρισα κι εγώ με μισή καρδιά. Η άλλη μισή έμεινε στα δάση της Σλοβενίας!