12/6/09

Η ΡΙΖΑ

Είχε αποφασιστεί και είχε συμφωνηθεί από καιρό. Θα πήγαιναν οι 3 τους σε ένα κομμωτήριο για να κουρευτούν και να χτενιστούν. Ο κουρέας είχε διαπιστευτήρια ικανού κουρέα, το μέρος ήταν εύκολα προσβάσιμο μετά τη δουλειά τους, ήταν λογικού κόστους και τέλος τέλος είχε έρθει ο καιρός να κουρευτούν. Εννοείται ότι η κυρία μου δε θα πήγαινε ποτέ μόνη της εκεί. Είναι γνωστό τοις πάσι πλέον ότι οι νέες γνωριμίες δεν είναι το φόρτε της, το στομάχι της δένεται φιόγκος. Αλλά τα δύο κορίτσια στη δουλειά, από δω την είχαν από κει την είχαν, την έπεισαν να πάει μαζί τους.
Το κουρείο θα έπρεπε να έχει ανακαινιστεί από χρόνια. Το σαλόνι και οι καρέκλες ήταν Λουδοβίκου 16ου τουλάχιστον, με αρχαία ταπετσαρία και φθαρμένο χρυσό χρώμα. Υπήρχε ο κύριος κουρέας και η δεσποινίς χτενίστρια βοηθός του. Η κυρία μου παρέδωσε πρώτη στη βορά τα μαλλιά της. Ο κύριος ήτο ευγενικός, τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε τι επιθυμούσε να κάνει με τα μαλλιά της εισπράττοντας απανωτά γρυλίσματα μέχρι που απελπίστηκε και αποφάσισε να κάνει αυτά που πίστευε ο ίδιος. Η εξοικείωση αργούσε και δεν ήρθε ποτέ τελικά. Από κει που καθόταν, ενώ εκείνη ήλεγχε καχύποπτα τις κομμένες τούφες που όδευαν στο πάτωμα, εγώ θαύμαζα ένα πανέμορφο κλουβί, εξαιρετικά πολυτελές που φιλοξενούσε στο απέναντι μπαλκόνι ένα παπαγάλο. Ευτυχής που ζούσε σε μια τέτοια βίλα! Αυτά είναι κλουβιά, όχι το δικό μου! Ζήλεψα το ομολογώ! Να δω πότε θα φιλοτιμηθούν οι δικοί μου να αγοράσουν και σε μένα ένα τέτοιο!
Ο κύριος κάποτε τελείωσε και καταπιάστηκε με τις άλλες. Η κυρία μου παρεδόθη στα χέρια της βοηθού η οποία ίδρωνε και ξεΐδρωνε να φέρει σε λογαριασμό τόσα μαλλιά. Σταδιακά μετακόμισαν οι δύο κυρίες στο σαλονάκι του Λουδοβίκου και περίμεναν την τρίτη να τελειώσει. Σε μια μεγαλόπρεπη πολυθρόνα καθόταν από ώρα ένας κύριος και περίμενε τον κουρέα. Η κυρία μου και η δεσποινίς συνάδελφός της έπιασαν αμέσως την κουβέντα εις επήκοον του κυρίου. Έλεγαν πράγματα σχετικά με τη δουλειά τους, δεν πρόσεχα ακριβώς γιατί παρατηρούσα με φθόνο τον παπαγάλο του απέναντι μπαλκονιού.
Ο κύριος ξαφνικά παρενέβη στην κουβέντα με ύφος ειδήμονα και αναγκάστηκα να τον προσέξω από περιέργεια γιατί κάθε άλλο από εξασκών το ίδιο επάγγελμα με την κυρία μου και τη φίλη της φαινόταν. Ήτο μεσήλιξ, δηλαδή 55+, κοντός και γεμάτος. Δεν φορούσε κοστούμια και τέτοια αλλά είχε ένα χρυσό δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού χεριού του και ένα Bluetooth μηχανηματάκι σφηνωμένο στο αυτί του, παρόλο που ποτέ του δε χτύπησε. Επιβεβαίωσε το επάγγελμα των κυριών, την υπηρεσία που εργάζονταν και συνέχισε με ερωτήσεις για το διοικητικό καθεστώς της υπηρεσίας τους για το οποίο φαινόταν ότι γνώριζε αρκετές λεπτομέρειες. Η κυρία μου άρχισε να φρίσσει. Την ξέρω καλά και αντιλαμβάνομαι πότε δυσανασχετεί. Ο κύριος φλυαρούσε, τις ενημέρωνε για τα σχέδια του υπουργείου, δήλωσε ότι είναι Σύμβουλος του Υπουργού (!!) παρότι δεν αποκάλυψε το επίπεδο της μόρφωσης του, ότι προωθείται ο τάδε και ο δείνα νόμος κλπ. Το συννεφάκι πάνω από το κεφάλι της κυρίας μου έγραφε «Άχου και δε με νοιάζει, άχου και δε με νοιάζει» δανειζόμενο την ατάκα του πρωταγωνιστή της ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας «Κίτρινα γάντια».
Συνέχισε το λογύδριο του για την κούραση που βίωνε εν όψει των Ευρωεκλογών. Ότι έκανε σε μια μέρα 1500 χιλιόμετρα από τη μια άκρη σχεδόν της Ελλάδας στην άλλη για να ενισχύσει το κυβερνόν κόμμα, ότι έχει μέσα στο αυτοκίνητο του μια βαλίτσα πουκάμισα (και σώβρακα να υποθέσω), ότι είναι κατάκοπος από τον προεκλογικό αγώνα και άλλα που εύκολα τα φαντάζεστε.
Η τρίτη κοπέλα της παρέας τελείωνε το κούρεμα της, όπως ένοχα κατασκόπευε η κυρία μου, άρα τα βάσανα μας πλησίαζαν στο τέλος τους. Ώσπου άνοιξε η κυρία μου το στόμα της και ρώτησε αθώα τον κύριο, έτσι, για να φανεί ευγενική. «Κι εσείς? Ήρθατε για κούρεμα?». Για να λάβει την απάντηση που την έστειλε αδιάβαστη. «Όχι, εγώ ήρθα να περάσω ρίζα». Στον εγκέφαλο της εξερράγησαν χιλιάδες θαυμαστικά!!!! Του χαλάλισε δεύτερη ματιά. Είχε κομοδινί μαλλί όντως. Σκέφτηκε περίλυπη για ακόμη μια φορά ότι διοικούμεθα από ένα κάρο βλαμμένους φανφάρες. Ημιμαθείς ηλίθιους ιθύνοντες, κολλητάρια ξελιγωμένα για εξουσία, ανθρώπους χωρίς παιδεία και δυστυχώς χωρίς τιμή που τρέφονται από το βουτηγμένο στο χέρι μέλι. Άκου να περάσει ρίζα ο γελοίος! Η θηλυκοποίηση του άντρα! Σε όλα! Από την έκφραση μέχρι την πουτανιά! Έβλεπα και σε εκείνη την υποτιθέμενη επικοινωνιακή αντιπαράθεση : φρεσκοπερασμένες ρίζες είχαν αρκετοί γερόντοι. Τι λυπηρό φαινόμενο το κομοδινί μαλλί! Ή το κορακί! Τρισχειρότερο! Τι λυπηρά μυαλά βρίσκονται κάτω από τα βαμμένα μαλλιά!

1 σχόλιο:

Eleni Tsamadou είπε...

Και να ήταν μόνο οι ρίζε Καναρίνι μου, δεν έχεις ακούσει για κρέμες, για ελαφρύ μακιγιάζ, για λίφτιγκ και πλαστικές επιδιορθώσεις; Όλα οι κάποτε αποκλειστικά δικές μας ψιμυθιώσεις έγιναν κτήμα και του..άλλου φύλου. Στ΄αλήθεια τι μυαλά κουβαλάνε;Σίγουρα χωρίς "ρίζες".