26/10/10

ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΚΟΤΕΣ !

Από δω την είχε η Βερενίκη, από κει την είχε η Βερενίκη, της απέσπασε την υπόσχεση να πάει σπίτι της στις 6.30 το απόγευμα. Διαμαρτυρήθηκε αλλά όχι σθεναρά. Είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να πει "όχι". Το ξέρετε από παλαιότερες περιπέτειες της. Ψέλλισε ένα "το ξέρεις ότι δεν είμαι εγώ γι΄ αυτά" αλλά η Βερενίκη αγρόν ηγόρασεν. Έσκυψε το κεφάλι και πήγε. Με πήρε και μένα μαζί για να μαθαίνω. Μου είπε επακριβώς "σήμερα Τζιτζιφριγκούλη θα μεταμορφωθούμε σε κότες". "Αχ, ωραία!", είπα. "Μ΄αρέσει να μπαίνω σε ρόλους! Τι καλά! Θα περάσω τέλεια!"
Στο πάντα περιποιημένο και φτιαγμένο με γούστο σπίτι της Βερενίκης πήγαμε ελαφρώς καθυστερημένοι γιατί η κυρία μου χρονοτριβούσε προσπαθώντας να αποφασίσει τι να φορέσει. Ήξερε ότι θα περάσει από το κοτίστικο μικροσκόπιο και είχε αγχωθεί. Πείτε μου, δεν είναι χαζή?
Στο κομψό σαλόνι ήταν παραταγμένες οι κότες. Μεσήλικες, προσεκτικά ντυμένες, κοιτούσαν κρυπτοεξεταστικά η μία την άλλη και αλληλοζυγίζονταν. Μιλούσαν περί προσεκτικών ανέμων και υδάτων. Ο καιρός, τα παιδιά ... Λέξη για δύσκολα θέματα. Και είχαν όλες τους ένα βουνό από τέτοια! Αποτυχία στην αποτυχία! 
Κάτσαμε κι εμείς και βουτηχτήκαμε στην υποκρισία. Διότι περί υποκρισίας επρόκειτο. Άρχισε να αναδεύεται το στομάχι της κυρίας μου. Την έκανα χάζι...  Έχωσε τη μύτη της στον καφέ της εκδηλώνοντας ζωηρή προσήλωση στο φλυτζάνι και το πιατάκι.

Προσφέρθηκαν γλυκάκια αλλά δηλώσαμε οπαδοί μιας πρόσφατης προσεγμένης διατροφής. Με την εντολή της οικοδέσποινας μετακομίσαμε αδιαμαρτύρητα από τους καναπέδες στο τραπέζι που ήταν κατειλημμένο ολόκληρο από .... τάπερ. Μικρά, μεγάλα, μωβ, γαλάζια, διαφανή, μύλοι, σπάτουλες, κουτάλες, μπωλ και καπάκια.... Οι κότες μαζεύτηκαν γύρω γύρω και η αρχικότα άρχισε να τα επιδεικνύει και να τα εκθειάζει. Λες και ήταν κάτι το απίθανο, το εκπληκτικό, το πρωτοποριακό! Σούρθηκε και η δικιά μου μη μπορώντας να κάνει αλλιώς. Η αρχικότα της έκανε δώρο για να τη δελεάσει να προσέξει, ένα χωνάκι (όχι παγωτό δυστυχώς) που εκείνη δεν το ήθελε αλλά την έβαλε να το πάρει με το ζόρι (το γνωστό πρόβλημα με τα "όχι"). Έδωσε σε όλες ένα βιβλιαράκι για να βλέπουν όλα τα καταπληκτικά αυτά προϊόντα και να διαλέξουν με την ησυχία τους ενώ εκείνη περιέγραφε όσα ήταν ήδη στο τραπέζι. Η κυρία μου είχε ξεχάσει τα γιαλιά της και δεν έβλεπε χριστό αλλά έκανε ότι διάβαζε για να γλυτώσει τις κουβέντες. Και ωωωωω! υπήρχαν πολλές κουβέντες γύρω μας!!! Και συγκρίσεις!! Πολλές συγκρίσεις!!! Το τάδε σκεύος, έλεγε η χοντρή κότα, είναι καταπληκτικό, της το είχε κάνει δώρο η μαμά της το παλιό, πριν παντρευτεί αλλά τώρα θα αγόραζε την καινούργια, βελτιωμένη έκδοση! Έχετε εκείνη τη σειρά που στραγγίζει το καρπούζι?, ρωτούσε η ξερακιανή κότα. Αχ, τα τάπερ με τις βαλβίδες είναι καταπληκτικά, αναφωνούσε η φραγκόκοτα, διατηρούν τα λαχανικά δυο βδομάδες στο ψυγείο.
Και δώστου σχόλια για να ανέβει το κασέ! Να πάρει και τα δώρα η οικοδέσποινα αναλόγως του τζίρου των κορόιδων... Οι δε τιμές? Πανακριβουδερί. Ένα σκατουλάκι που κόβει τους μαϊντανούς 53 ευρώ! Γιατί δηλαδή να μην τους κόψει κάποιος στο χέρι? Θα γλυτώσει και το νερό που θα πλύνει το σκατουλάκι - κόφτη μετά (και τα 53 ευρώ με τα οποία μπορεί κάλλιστα η κυρία μου πχ. να αγοράσει μερικά πόμολα για τα συρτάρια της κουζίνας της Επαύλεως!!!).
Η κυρία μου βυθίστηκε σε αυτόν τον άγνωστο κοτίστικο κόσμο και νόμιζε ότι άκουγε κινέζικα. Τι ήταν όλα αυτά? Με τι ασχολούνται αυτές οι γυναίκες? Είναι δυνατόν? Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι συμμετείχε σε αυτόν τον ακαταλαβίστικο για αυτήν κόσμο. Και επειδή πρώτον, δεν την ενδιέφεραν όλα αυτά και δεύτερον, δεν έβλεπε χωρίς τα γιαλιά της, .... απέδρασε προς τις νοερές ασχολίες της ενώ οι κότες κακάριζαν.
Έφτιαξε το αυριανό πρόγραμμα της στο γραφείο και σχεδίασε μάνι μάνι δύο εργασίες για τους νεώτερους συναδέλφους, ανασκόπισε τα ντουλάπια της κουζίνας και κατέγραψε τις ελλείψεις για μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ, σημείωσε να πάρει τη γιαγιά - Σοφία τηλέφωνο και να αγοράσει στην επιστροφή πίτες για σουβλάκια.
Την προσοχή της απέσπασε η ερώτηση της αρχικότας για το αν επιθυμούσε να παραγγείλει κάτι που της άρεσε. Όρμησα και τη συγκράτησα. "Μηηηη", ούρλιαξα στον εγκέφαλο της, "μην το κάνεις, δεν αξίζει τον κόπο. Τελειώνουμε σε λίγο και θα φύγουμε. Μη γίνεις αγενής τώρα στο τέλος". Με άκουσε. Θυμήθηκε ευτυχώς τις βαλβίδες και ζήτησε ένα τάπερ με βαλβίδες. Πάνε 15 ευρώ, έκαναν φτερά για ένα άχρηστο πράγμα!
Η αρχικότα όμως, πολύ σοφά εκπαιδευμένη, συνέχισε το μαρκάρισμα, προσφέροντας ένα δώρο (ένα τάπερ φυσικά) ως δέλεαρ για να οργανωθεί μια ίδια παράτα σε ένα άλλο σπίτι (θύματος). Η δικιά μου είχε φορτώσει πλέον άσχημα, καταλάβαινα την καταιγίδα που πλησίαζε. Την ξέρω καλά βλέπετε! Πήγα να πάρω μέσα τα ρούχα και να μαζέψω τις τέντες! Με ελαφρώς στίλβον όμμα επέστρεψε το τάπερ με δηλητηριώδες χαμόγελο και στάθηκε αμετακίνητη στις προτροπές. Σε λίγο θα άρχιζε να ουρλιάζει. Η δε ορολογία που χρησιμοποίησε η αρχικότα λίγο έλειψε να ξεχειλίσει το ποτήρι : "(γλυκερό ύφος) Και αν κάποια κυρία κανονίσουμε να μας προσφέρει ένα καφεδάκι...." μετάφραση : εάν βρεθεί ένα επόμενο βόδι από όσα είναι εδώ μέσα, να μαζέψει στο σπίτι του μερικά άλλα βόδια για να πουλήσουμε κανένα τάπερ ακόμα...
Η ομήγυρις μετά τις παραγγελίες μετακόμισε εκ νέου στο σαλόνι. Και ιδού! Μία εκ των κοτών ξεκίνησε την κουβέντα περί ασθενειών διαφόρων γνωστών, που έπαθαν αυτό και εκείνο και κόλλησαν το χι και το ψι. Ναι, ναι, κακάριζαν όλες μαζί, ενθυμούμενες όλες και κάθε μία ξεχωριστά λυπηρά περιστατικά ανίατων και ιάσιμων περιπετειών. Όταν άκουσε η κυρία μου και το απόφθεγμα "εγώ τους λέω στη δουλειά να σκεπάζουν τον καφέ τους γιατί θα κολλήσουν φυματίωση" εεεεε.... δεν άντεξε πλέον. Πόσα μαρτύρια να υποφέρει ένας άνθρωπος σε 2 ώρες? Σηκώθηκε, έβαλε βιαστικά το μπουφάν της και έφυγε.
Έκλεισε την πόρτα σε αυτόν τον άγνωστο, ηλίθιο, άχρηστο κόσμο και έτρεξε στον δικό της. Τα "Τετράδια του Δον Ριγοβέρτο" την περίμεναν εναγωνίως...

 

23/10/10

Ο ΠΑΧΟΥΛΟΣ ΚΥΡΙΟΣ

Η κυρία μου είναι τόσο απασχολημένη με τα χαρτιά της τον τελευταίο καιρό που με το ζόρι μου ρίχνει ένα βλέμμα. Έχει να γράψει "οδηγίες προς ναυτιλομένους", να ετοιμάσει κάπου 10 εργασίες για παρουσιάσεις και διάφορα κείμενα για περιοδικά ("πώς να μαδάτε τα φρύδια σας χωρίς να πονάτε", "μικρά μάτια - μεγάλη ψυχή", "η φλυαρία ως προσόν" κλπ.).  Όταν έρχεται από τη δουλειά, βγαίνει στο μπαλκόνι, μου λέει ένα "Τζιτζικούλη μου τι κάνεις?" εκεί που κρέμομαι και εξαφανίζεται στα ενδότερα και στα επιστημονικά βιβλία της. Βέβαια αυτή δε γνωρίζει ότι τις περισσότερες φορές την ακολουθώ στη δουλειά και ξέρω όλα όσα συμβαίνουν με το νι και με το σίγμα...
Όπως για παράδειγμα τις προάλλες.
Στιγμιότυπο 1.
Ακολουθεί επεξηγηματική Παρένθεση.
Συνάδελφοι της κυρίας μου είναι ο Παχουλός Κύριος και η Ξανθιά Κυρία. Πριν από 20 χρόνια που η κυρία μου πρωτοπήγε (κοριτσάκι) στη δουλειά αυτή, τους βρήκε εκεί, 20 χρόνια νεώτερους και ίδιους σε κιλά. Παχουλός ο μεν, Ξανθιά η δε. Μαζί τους ήταν από τότε και το Διευθυντικό Στέλεχος, ίδιο και απαράλλαχτο στη γκρίνια. Την Dream Team συμπλήρωνε ο Γεροντοκόρος Κύριος με το Βαμμένο Μαλλί που τότε ήταν ο Γεροντοκόρος Κύριος με το Άβαφο Μαλλί. Έξω από το χώρο των γραφείων του τμήματος που δουλεύουν όλοι, βρίσκεται ένα μεγάλο γραφείο με χώρους για βιβλιοθήκες και δύο μικρότερα γραφεία όπου κατοικοεδρεύουν ο Παχουλός Κύριος με την Ξανθιά Κυρία. Είναι λίγο απομονωμένοι είναι η αλήθεια αλλά μήπως βρίσκονται και καθόλου στα γραφεία τους? Όλο μες τα πόδια των υπολοίπων γυρίζουν. Κλείνει η παρένθεση.

Η Ξανθιά Κυρία είναι φανατικοτάτη αντικαπνίστρια παρότι στο σπίτι της σχεδόν καλλιεργούνται καπνόδεντρα. Ο καθείς βγάζει τα απωθημένα της εξουσίας εκεί που μπορεί και εκεί που τον παίρνει. Ο Παχουλός Κύριος πάλι είναι σύζυγος ενός Κερβέρου ονόματι Κίρκας. Εννοείται ότι επί βασιλείας Κίρκας το κάπνισμα απαγορεύεται δι΄ αποκεφαλισμού. Ο φουκαράς Παχουλός Κύριος δεν είναι συνειδητός καπνιστής. Του αρέσει να κάνει ένα δύο τσιγαράκια το πρωί, συνήθως με την κυρία μου, τετ α τετ κουβεντιάζοντας και καλαμπουρίζοντας. Υπάρχει στο χώρο της δουλειάς τους ένα μικρό δωματιάκι με ντουλάπες όπου συνήθιζαν να καταφεύγουν τα πρωινά και να ξεσαλιάζουν. Ο Παχουλός Κύριος καπνίζει επίσης στις υποχρεωτικές υπερωρίες του (βλέπουμε όλοι τις γόπες ανάποδα στη λεκάνη της τουαλέτας) και όποτε αγχώνεται, συνήθως όταν πρέπει να πάρει μόνος του μια απόφαση... Κατά τα άλλα μπορεί να μην καπνίσει για μέρες. 
Τώρα με τον καινούργιο νόμο της απαγόρευσης του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους αναδύθηκε το πρόβλημα. Πού θα γινόταν το πρωινό τσιγάρο? Ο Παχουλός Κύριος πέρασε μια κρίση. Σκεπτόταν πυρετωδώς και συσκεπτόταν με την κυρία μου καταστρώνοντας επιτελικά σχέδια. Το επόμενο πρωί αποσύρθηκαν στο γραφείο του Παχουλού Κυρίου και οργίασαν. Ο Παχουλός Κύριος κατασκεύασε ένα αυτοσχέδιο τασάκι από χαρτιά βρεγμένα και επιδόθηκε στο πάθος του! Άνοιξαν μετά τα παράθυρα και έφυγαν ως Αγνές Παρθένες για το Μεγάλο Γραφείο της συνύπαρξης όλων. Κατέπλευσε σε λίγο η Ξανθιά Κυρία ημιέξαλλη και απευθυνόμενη στον Παχουλό Κύριο : "Ιορδάνη μου, δεν το πιστεύω ότι κάπνισες μέσα στο γραφείο! Πώς μπόρεσες! Ξέρεις πόσο με ενοχλεί και ξέρεις επίσης ότι πλέον απαγορεύεται. Σε παρακαλώ να μην το ξανακάνεις!". Η Ξανθιά Κυρία είχε διάχυτα πουά εκνευρισμού στο πρόσωπό της. Ο Παχουλός Κύριος πήρε με μιας ένα απορημένο, έκπληκτο και αθώο ύφος. "Τζέλλα μου", φώναξε πνιγμένος στο δίκιο, "δεν ήμουν εγώ. Εγώ δεν καπνίζω πο-τέ μέσα στο γραφείο! Από κάτω έρχεται ο καπνός. Βγαίνουν έξω από τα γραφεία τους οι αποκάτω, για να καπνίσουν στον περίβολο και ο καπνός ανεβαίνει και μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο! Γι αυτό σου μυρίζει!!"
Ένα βήμα πριν την αποπληξία, η Ξανθιά Κυρία αποχώρησε ουρλιάζοντας "για χαζή με περνάς?". Ο Παχουλός Κύριος και η κυρία μου μεταμορφώθηκαν αμέσως σε Μωρές Παρθένες και σκορπίστηκαν σε δουλειές. Οι άλλοι συνάδελφοι ξεράθηκαν στα γέλια μια και γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις. Ήταν μια ακόμη ευχάριστη μέρα, προσφορά του Παχουλού Κυρίου.
Στιγμιότυπο 2.
Ο Παχουλός Κύριος είναι παχουλός το δίχως άλλο και η σύζυγος Κέρβερος - Κίρκα προσπαθεί να τον αδυνατίσει. Του φτιάχνει κάθε μέρα καλοκύθια βραστά και φιλέτα κοτόπουλου. Ο Παχουλός Κύριος φαινομενικά πειθαρχεί αλλά ελπίζει στην καλοσύνη των ξένων που λέει και το βιβλίο. Μια μέρα λοιπόν, κάποιος έφερε στη δουλειά κουλουράκια. Έπεσε μέσα στο κουτί σαν την ακρίδα. Σε κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και το σηκώνει μασουλώντας.
- Ναι? φωνάζει πετώντας από το στόμα ψίχουλα εδώ κι εκεί.
Απάντησε από την άλλη άκρη η Θεία Δίκη με την αγριεμένη φωνή της Κίρκας.
- Ιορδάνηηηη, πάλι τρώωωωως????
Και έρχεται αμέσως η απάντηση από έναν άκρως θιγμένο Παχουλό Κύριο.
- Όχι, βρε παιδί μου!! Το σάλιο μου κατάπινα!!!
Μεγαλειώδες!
Αν δεν είχαμε τον Παχουλό Κύριο, ώρες ώρες θα είχαμε οδηγηθεί στην τρέλα, λέει συχνά η κυρία μου και μάλλον έχει δίκιο.  
  

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ

Εκείνη την ημέρα στη δουλειά της την έπιασα να σκέφτεται : "Σήμερα θα αποδράσω". Υπέθεσα ότι είχε να κάνει με το Σύνδρομο της Δευτέρας από το οποίο πάσχει παιδιόθεν και δεν έδωσα σημασία. Φύγαμε το μεσημέρι με το μετρό και φτάσαμε στο Μοναστηράκι περασμένες 4. Νόμιζα ότι θα συνεχίζαμε για το σπίτι αλλά αυτή κατέβηκε και χώθηκε σε έναν πεζόδρομο. Αναρωτιόμουν πού πάει.  Τα μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο και οι διαβάτες ήταν αραιοί και βιαστικοί. Έφτασε σε ένα μαγαζί έρημο με κάτι μικρά τραπεζάκια μέσα. Κάθισε σε ένα από αυτά και περίμενε ματαίως. Είχα αρχίσει πλέον να ανησυχώ για την πνευματική της σταθερότητα. Λίγο παραπέρα καθόταν ένα περίεργο ζευγάρι και στην άλλη άκρη ένας γέρος κύριος. Εκείνη καθόταν και περίμενε. Είχε απορροφηθεί από την ανασκόπηση της μέρας της και εφάρμοζε τις δικές της πρωτόγονες τεχνικές αποφόρτισης από το άγχος της δουλειάς.
Αφού πέρασε μια αιωνιότητα, κατάλαβε επιτέλους ότι δεν επρόκειτο να έρθει ποτέ κανείς για να παραγγείλει, διότι το μαγαζί ανήκε στην κατηγορία της αυτοεξυπηρέτησης. Έσυρε τα κουρασμένα βήματα της και μένα μαζί, ως λαμπερή καρφίτσα με στρας, στα ενδότερα του καταστήματος. Αντίκρυσα έναν πάγκο που πίσω του βρισκόταν ένας εμφανώς κουρασμένος υπάλληλος. Δίπλα του είχε την πιο τεράστια κατσαρόλα που έχω δει! Μέσα κολυμπούσαν κάτι στρογγυλά πραγματάκια. Μόλις είδε την κυρία μου χαμογέλασε πλατιά και της είπε σα να την ήξερε χρόνια : "Καλώς την". Εντυπωσιάστηκα! Δεν το κρύβω! Τι ωραία λέξη στο τελείωμα μιας κουραστικής μέρας! Από έναν άνθρωπο που δούλευε ποιος ξέρει πόσες ώρες σε έναν άλλο άγνωστο άνθρωπο που τον έφερε ο δρόμος του στο μαγαζί, λίγο πριν κλείσει. Ποιος απευθύνεται αλήθεια ακόμα στην Αθήνα με την προσφώνηση "καλώς τον ... καλώς την". Κανείς! Πρώτη φορά το άκουγα.
Η κυρία μου κάτι του είπε και αυτός της έδωσε ένα πιατάκι με τα στρογγυλά παχουλά πραγματάκια της κατσαρόλας στα οποία έριξε ένα καφέ υγρό με μια κουτάλα και τα πασπάλισε με μια καφέ σκόνη και κάτι γρομπαλάκια. Αλληλοχαιρετίστηκαν ευγενικά και η κυρία μου αποσύρθηκε με λαίμαργο βλέμμα στο τραπέζι της και άρχισε να καταβροχθίζει τα παχουλά πραγματάκια. Εγώ είχα μείνει στο "καλώς την".
Έφυγε ευτυχισμένη. Η απόλαυση καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό της. Με πόσα λίγα πράγματα μερικοί άνθρωποι βρίσκουν την ικανοποίηση!

Φτάσαμε σπίτι και κατέφυγα αμέσως στα λεξικά των προγόνων μου για να βρω τι έφαγε. Με τα πολλά το βρήκα. Λουκουμάδες τα περιέγραφε ο προπάππος μου. Το κατέγραψα κι αυτό. Νέα γνώση. Πέρα όμως από αυτή τη νέα γνώση, μου έμεινε εκείνο το ειλικρινές "καλώς την" από τον ευγενικό κύριο των λουκουμάδων. Μια φράση υποδοχής που μου έφτιαξε τη μέρα...