6/1/09

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ! ΤΙ ΚΑΛΑ!

Το απόγευμα η κυρία μου βγήκε έξω, μέσα στο κρύο, με τα αθλητικά της παπούτσια και γύρισε προβληματισμένη. Αναρωτιόμουν τι έγινε και γύρισε έτσι. Ήξερα ότι αποφάσισε να πάει σε ένα μεγάλο παιχνιδοπωλείο, κοντά στο σπίτι μας, τον Μουστάκια, για να αγοράσει στο Ντίντη ένα παιχνιδάκι για να το βάλει η γιαγιά του κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Παρενθέσεις : Τι εστί Ντίντη και τι εστί γιαγιά του. Η γιαγιά του Ντίντη έμενε μέχρι πρότινος μαζί μας. Ονομάζεται Βάνια και ήταν σπίτι μας πολύ πριν έρθω εγώ, προτού καν γεννηθώ. Βοηθούσε και βοηθάει την κυρία μου στα πάντα, είναι αυτό που λένε "γενικών καθηκόντων". Υπήρξε νταντά του αδελφού του κανονικού μου αφεντικού (του Χόλιους), καθότι ήταν μωρό όταν ήρθε και παράλληλα ήταν ένα αδιαμαρτύρητο χέρι βοήθειας σε όποιο πρόβλημα είχε η ευρύτερη οικογένεια. Θα μπορούσε να ονομάζεται και Μπαλαντέρ. Είχαμε πρόβλημα με τον παππού τον Πάπο όταν ζούσε? Πήγαινε Bάνια. Έπρεπε να πάμε εξοχή και τα αφεντικά μου να δουλέψουν για να πληρωθεί η εξοχή? Πήγαινε Bάνια με τα παιδιά. Χρειαζόταν βοήθεια η άλλη γιαγιά όταν η δική της νταντά (απηυδυσμένη) έφευγε στην πατρίδα της? Πήγαινε Bάνια κλπ. κλπ. Η κυρία μου την αγαπάει γιατί είναι ένας άνθρωπος πολύ υπομονετικός και αν κάτι θεωρεί προτέρημα η κυρία μου αυτό είναι η υπομονή. Η Bάνια έχει μια κόρη, τη Γιασεμή κι ένα εγγονάκι, το Ντίντη. Πριν 6 μήνες η κόρη με το εγγονάκι μετακόμισαν μάλλον μόνιμα στην Ελλάδα και βρήκαν σπίτι κοντά στο σπίτι μας. Από τότε η Bάνια, έπαψε να κοιμάται σπίτι μας και μένει εκεί. Η κυρία μου και η μαμά της κυρίας μου, που όπως σας έχω πει μένει από κάτω, αγαπούν όλη την οικογένεια. Από τη Βάνια έχουμε γνωρίσει εξ ακοής αλλά και δια ζώσης και άλλες φίλες της Βάνιας, όπως τη Δαρεία. Μάλιστα προχθές άκουσα επί λέξει να λέει η Βάνια στην κυρία μου ότι η Δαρεία ετοιμάζεται να ξαναέρθει στην Ελλάδα για να δουλέψει επειδή "εκεί όλοι είναι σαν φτωχή ποντίκι". Τρελλαίνομαι να ακούω τέτοιες φράσεις! Τις κάνω πολύ κέφι!
Άλλα όμως ξεκίνησα να λέω. Πήγε λοιπόν η κυρία μου στον Μουστάκια με τα πόδια για να ασκηθεί, εξού και το ειδικό παπούτσι. Βγήκε μέσα στο κρύο περπατώντας γρήγορα και ανταμώθηκε με το πλήθος που είχε την ίδια ιδέα με κείνη, με τη διαφορά ότι οι άλλοι είχαν καταφθάσει με τα αυτοκίνητα τους δημιουργώντας το γνωστό χάος του παρκαρίσματος. Φαντάσου να πήγαινε στο ακόμα μεγαλύτερο κατάστημα Μάμπο, τι θα γινόταν. Σκεπτόταν ότι θα έριχνε μια ματιά και θα έφευγε τσάκα τσάκα. Σκόπευε να πάρει 2 παιχνίδια, ένα για το δέντρο κι ένα για να το δώσει στο παιδάκι την Πρωτοχρονιά που θα ερχόταν σπίτι μας. Μπήκε στο ισόγειο του μαγαζιού και χάθηκε σε ένα ροζ σύννεφο Μπάρμπι που απλωνόταν σε πολλούς διαδρόμους.
Περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί μέχρι που βρήκε ένα ράφι με ένα ωραίο κάστρο. Της άρεσαν τα κάστρα και κυρίως της θύμιζαν ένα ωραίο καλοκαίρι στα Μύθηρα, που είχαν πάει με τους κουμπάρους τους, τον Πηλέα και την Αντινόη. Έμεναν στο Καψούλι, ένα παραθαλάσσιο χωριό και είχαν πάρει αμφότεροι τα παιδιά τους που ήταν τότε μικρά. Για να απασχοληθούν τα παιδιά, ο Πηλέας είχε πάρει στο γιο του, τον Νεαρχούλη, ένα κάστρο με ιππότες. Ο μικρός, λοιπόν, ξυπνούσε το πρωί, πριν από τους μεγάλους και έπαιζε με το κάστρο και σταδιακά ξυπνούσαν και τα υπόλοιπα παιδιά. Ο μικρός των δικών μου αφεντικών, ο Χόλιους, ξυπνούσε και αυτός και πήγαινε κοντά του να παίξει με το κάστρο. Αυτό το κάστρο όμως είχε μια ιδιαιτερότητα. Κάπου είχε μπαταρίες και ένα κουμπάκι που όταν το πατούσαν τα παιδιά ακουγόταν ένα χλιμίντρισμα αλόγου και ήχος σπαθιών που ξιφομαχούσαν. Η κυρία μου θυμόταν κάθε μέρα να την ξυπνάνε στον ύπνο της αυτοί οι δύο ήχοι και ακολούθως τα κλάματα του μικρού Νέαρχου και του Χόλιους που σφαζόντουσαν στους πρόποδες του κάστρου, γιατί ο Νεαρχούλης δεν ήθελε να ακουμπάει κανένας το παιχνίδι του. Είχε δίκιο, από μια άποψη, γιατί πριν τελειώσει η διαμονή τους, το κάστρο είχε παραδώσει το πνεύμα ως προς τους ήχους. Οι συγκεκριμένες αναμνήσεις ήταν πολύ ευχάριστες για την κυρία μου και αυτές τις διακοπές τις θυμόταν με πολλή αγάπη. Για το λόγο αυτό όταν είδε στο ράφι ένα κάστρο αποφάσισε το ένα δώρο να ήταν αυτό.
Ανέβηκε στον επάνω όροφο για να βρει το δεύτερο δώρο και περιηγήθηκε μέχρι να σκαλώσει το μάτι της στα τρενάκια. Ασφαλής επιλογή! Διάλεξε ένα τρένο TGV που της θύμιζε τα ταξίδια της στη Γαλλία. Ρώτησε μια υπάλληλο με τρία σκουλαρίκια στη μύτη αν υπήρχε κάστρο με θορύβους αλλά της είπε ότι δυστυχώς αυτά τα κάστρα είχαν τελειώσει. Έτσι αποφάσισε να κατέβει στο ισόγειο, να αγοράσει το κάστρο που είχε δει, να πληρώσει και να φύγει. Εκεί δημιουργήθηκε το πρόβλημα. Δεν βρήκε το ράφι με το κάστρο ποτέ. Έψαξε όλους τους διαδρόμους, όλα τα τμήματα, ρώτησε δύο υπαλλήλους, οι οποίες δήλωσαν άγνοια και την παρέπεμψαν στον πρώτο όροφο, στο τέλος ανέβηκε στον επάνω όροφο και ξανάψαξε όλα τα ράφια. Περιφερόταν από ράφι σε ράφι, από διάδρομο σε διάδρομο, από όροφο σε όροφο. Τίποτε! Άρχισε να το σκέφτεται λογικά. Μήπως δεν τα είχε δει? Μήπως ταξίδευε το μυαλό της και το φαντάστηκε? Αυτή! Το άκρων άωτον της λογικής? Κατέπεσε ψυχικά. Διάφορες μαύρες σκέψεις ξεπρόβαλαν ύπουλα. «Τα χάνω? Τρελαίνομαι? Άλλα βλέπω και άλλα φαντάζομαι? Φύρανα? », σκεφτόταν με ανησυχία. Η κυρία μου μπορεί όντως να άρχισε να φυραίνει ή να βίωσε ένα φαινόμενο déjà vu αλλά είναι και γάτα στην απώθηση. Προσποιήθηκε λοιπόν, ότι δε συνέβη τίποτε, πλήρωσε, φορτώθηκε την τσάντα και την έκανε, κοινώς έγινε καπνός.
Σε αυτή την κατάσταση την παρέλαβα στο σπίτι και επιδόθηκα στον ανεξάντλητο αγώνα να καταλάβω τι ακριβώς έγινε. Όλη αυτή η ιστορία της χάλασε τη διάθεση. Έχασε την όρεξη της για να βγουν έξω. Είχε σχεδιάσει να πάνε νωρίς για φαγητό κάπου έξω. Το κανονικό μου αφεντικό βγήκε για μια βόλτα με τη Λουλού, ο Χόλιους ήταν παραδόξως σπίτι, ο κύριος μου ροχάλιζε μακαρίως όλο το μεσημέρι, το ίδιο και η μαμά του η οποία είχε καταπλεύσει στο σπίτι τους για τις επόμενες 4 ημέρες. Μετά την αλλαγή του χρόνου υπήρχε η πρόταση από το Νέαρχο και τη Βερενίκη να πάνε σε ένα μπαράκι στο Μοσχάτο για τους εορτασμούς. Γεμάτη αμφιβολίες για την νοητική της ισορροπία ακύρωσε τα πάντα, φόρεσε τις πιζάμες με το προβατάκι και ασχολήθηκε με οικιακές ταξινομήσεις. Κατέβηκε στη μαμά της και πήγα κι εγώ μαζί της γιατί ήλπιζα ότι η γιαγιά κάτι θα είχε φτιάξει από το οποίο θα μπορούσα να ωφεληθώ. Πραγματικά είχε φτιάξει βασιλόπιτα κέικ πασπαλισμένη με άχνη ζάχαρη. Αχ τι ωραία! Μοσχοβολούσε το σπίτι! Ο κύριος μου ανακουφίστηκε που δε θα έβγαιναν, ένεκα η μαμά του στο σπίτι, καθισμένη ως άλλος Βούδας στο σαλόνι. Μαζί με τον Χόλιους έπαιζαν Μονόπολη καθισμένοι στο χαλί. Ο κανονικός μου κύριος καθόταν κοντά τους και έπαιζε σκάκι με το κομπιούτερ. Έτσι πέρασε το βράδυ. «Ίσως το τελευταίο βράδυ πρωτοχρονιάς με σώας τας φρένας», σκεφτόταν η κυρία μου. «Ας ελπίσω ότι του χρόνου δε θα είμαι σε κανένα φρενοκομείο παραμονιάτικα!», ανατρίχιαζε. Όχι βέβαια! Την αφήνω εγώ? Τι θα απογίνω μετά?

Δεν υπάρχουν σχόλια: