12/6/09

Η ΡΙΖΑ

Είχε αποφασιστεί και είχε συμφωνηθεί από καιρό. Θα πήγαιναν οι 3 τους σε ένα κομμωτήριο για να κουρευτούν και να χτενιστούν. Ο κουρέας είχε διαπιστευτήρια ικανού κουρέα, το μέρος ήταν εύκολα προσβάσιμο μετά τη δουλειά τους, ήταν λογικού κόστους και τέλος τέλος είχε έρθει ο καιρός να κουρευτούν. Εννοείται ότι η κυρία μου δε θα πήγαινε ποτέ μόνη της εκεί. Είναι γνωστό τοις πάσι πλέον ότι οι νέες γνωριμίες δεν είναι το φόρτε της, το στομάχι της δένεται φιόγκος. Αλλά τα δύο κορίτσια στη δουλειά, από δω την είχαν από κει την είχαν, την έπεισαν να πάει μαζί τους.
Το κουρείο θα έπρεπε να έχει ανακαινιστεί από χρόνια. Το σαλόνι και οι καρέκλες ήταν Λουδοβίκου 16ου τουλάχιστον, με αρχαία ταπετσαρία και φθαρμένο χρυσό χρώμα. Υπήρχε ο κύριος κουρέας και η δεσποινίς χτενίστρια βοηθός του. Η κυρία μου παρέδωσε πρώτη στη βορά τα μαλλιά της. Ο κύριος ήτο ευγενικός, τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε τι επιθυμούσε να κάνει με τα μαλλιά της εισπράττοντας απανωτά γρυλίσματα μέχρι που απελπίστηκε και αποφάσισε να κάνει αυτά που πίστευε ο ίδιος. Η εξοικείωση αργούσε και δεν ήρθε ποτέ τελικά. Από κει που καθόταν, ενώ εκείνη ήλεγχε καχύποπτα τις κομμένες τούφες που όδευαν στο πάτωμα, εγώ θαύμαζα ένα πανέμορφο κλουβί, εξαιρετικά πολυτελές που φιλοξενούσε στο απέναντι μπαλκόνι ένα παπαγάλο. Ευτυχής που ζούσε σε μια τέτοια βίλα! Αυτά είναι κλουβιά, όχι το δικό μου! Ζήλεψα το ομολογώ! Να δω πότε θα φιλοτιμηθούν οι δικοί μου να αγοράσουν και σε μένα ένα τέτοιο!
Ο κύριος κάποτε τελείωσε και καταπιάστηκε με τις άλλες. Η κυρία μου παρεδόθη στα χέρια της βοηθού η οποία ίδρωνε και ξεΐδρωνε να φέρει σε λογαριασμό τόσα μαλλιά. Σταδιακά μετακόμισαν οι δύο κυρίες στο σαλονάκι του Λουδοβίκου και περίμεναν την τρίτη να τελειώσει. Σε μια μεγαλόπρεπη πολυθρόνα καθόταν από ώρα ένας κύριος και περίμενε τον κουρέα. Η κυρία μου και η δεσποινίς συνάδελφός της έπιασαν αμέσως την κουβέντα εις επήκοον του κυρίου. Έλεγαν πράγματα σχετικά με τη δουλειά τους, δεν πρόσεχα ακριβώς γιατί παρατηρούσα με φθόνο τον παπαγάλο του απέναντι μπαλκονιού.
Ο κύριος ξαφνικά παρενέβη στην κουβέντα με ύφος ειδήμονα και αναγκάστηκα να τον προσέξω από περιέργεια γιατί κάθε άλλο από εξασκών το ίδιο επάγγελμα με την κυρία μου και τη φίλη της φαινόταν. Ήτο μεσήλιξ, δηλαδή 55+, κοντός και γεμάτος. Δεν φορούσε κοστούμια και τέτοια αλλά είχε ένα χρυσό δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού χεριού του και ένα Bluetooth μηχανηματάκι σφηνωμένο στο αυτί του, παρόλο που ποτέ του δε χτύπησε. Επιβεβαίωσε το επάγγελμα των κυριών, την υπηρεσία που εργάζονταν και συνέχισε με ερωτήσεις για το διοικητικό καθεστώς της υπηρεσίας τους για το οποίο φαινόταν ότι γνώριζε αρκετές λεπτομέρειες. Η κυρία μου άρχισε να φρίσσει. Την ξέρω καλά και αντιλαμβάνομαι πότε δυσανασχετεί. Ο κύριος φλυαρούσε, τις ενημέρωνε για τα σχέδια του υπουργείου, δήλωσε ότι είναι Σύμβουλος του Υπουργού (!!) παρότι δεν αποκάλυψε το επίπεδο της μόρφωσης του, ότι προωθείται ο τάδε και ο δείνα νόμος κλπ. Το συννεφάκι πάνω από το κεφάλι της κυρίας μου έγραφε «Άχου και δε με νοιάζει, άχου και δε με νοιάζει» δανειζόμενο την ατάκα του πρωταγωνιστή της ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας «Κίτρινα γάντια».
Συνέχισε το λογύδριο του για την κούραση που βίωνε εν όψει των Ευρωεκλογών. Ότι έκανε σε μια μέρα 1500 χιλιόμετρα από τη μια άκρη σχεδόν της Ελλάδας στην άλλη για να ενισχύσει το κυβερνόν κόμμα, ότι έχει μέσα στο αυτοκίνητο του μια βαλίτσα πουκάμισα (και σώβρακα να υποθέσω), ότι είναι κατάκοπος από τον προεκλογικό αγώνα και άλλα που εύκολα τα φαντάζεστε.
Η τρίτη κοπέλα της παρέας τελείωνε το κούρεμα της, όπως ένοχα κατασκόπευε η κυρία μου, άρα τα βάσανα μας πλησίαζαν στο τέλος τους. Ώσπου άνοιξε η κυρία μου το στόμα της και ρώτησε αθώα τον κύριο, έτσι, για να φανεί ευγενική. «Κι εσείς? Ήρθατε για κούρεμα?». Για να λάβει την απάντηση που την έστειλε αδιάβαστη. «Όχι, εγώ ήρθα να περάσω ρίζα». Στον εγκέφαλο της εξερράγησαν χιλιάδες θαυμαστικά!!!! Του χαλάλισε δεύτερη ματιά. Είχε κομοδινί μαλλί όντως. Σκέφτηκε περίλυπη για ακόμη μια φορά ότι διοικούμεθα από ένα κάρο βλαμμένους φανφάρες. Ημιμαθείς ηλίθιους ιθύνοντες, κολλητάρια ξελιγωμένα για εξουσία, ανθρώπους χωρίς παιδεία και δυστυχώς χωρίς τιμή που τρέφονται από το βουτηγμένο στο χέρι μέλι. Άκου να περάσει ρίζα ο γελοίος! Η θηλυκοποίηση του άντρα! Σε όλα! Από την έκφραση μέχρι την πουτανιά! Έβλεπα και σε εκείνη την υποτιθέμενη επικοινωνιακή αντιπαράθεση : φρεσκοπερασμένες ρίζες είχαν αρκετοί γερόντοι. Τι λυπηρό φαινόμενο το κομοδινί μαλλί! Ή το κορακί! Τρισχειρότερο! Τι λυπηρά μυαλά βρίσκονται κάτω από τα βαμμένα μαλλιά!

10/6/09

ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ ?

Ας είναι καλά οι εξετάσεις του Χόλιους για να μάθω κι εγώ την ιστορία του τόπου που απολαμβάνει τις συνθέσεις μου! Να φρεσκάρει επίσης η κυρία μου τις γνώσεις της μπας και την πείσω να δηλώσει συμμετοχή σε τηλεπαιχνίδια γνώσεων και βγάλουμε κανένα φράγκο. Αντιγράφω από τα διαβάσματα μάνας και γιού. Παρεπιπτόντως θα σας μεταφέρω την εικόνα του μόχθου τους. Όσο διάβαζαν, η κυρία μου αποκτούσε σταδιακά μαλλιά - καρφάκια και όταν τελείωναν και σερνόταν μισολιπόθυμη από την εξάντληση στο κρεβάτι της, ο Χόλιους χτένιζε τα μαλλιά καρφάκια και έβγαινε να ξεσκάσει! Αντιγράφω.

ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 20
Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909), σελ. 61
Εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος ήταν ο πολιτικός που δέσποσε την περίοδο 1864 – 1881. Ως πρωθυπουργός προχώρησε σε διανομή των εθνικών γαιών (1871) που είχαν μείνει αδιάθετες και επιδίωξε τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων. Αρκετές επιλογές του, ιδίως στην εξωτερική πολιτική, έβρισκαν αντίθετο τον Γεώργιο, που τον απομάκρυνε όταν ο Κουμουνδούρος αποφάσισε την αποστολή ελληνικού στρατού για την ενίσχυση της κρητικής επανάστασης των ετών 1866 – 1869.
Γενικότερα, ο κοινοβουλευτισμός λειτουργούσε με προβλήματα. Με δεδομένο ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι, πολλοί πολίτες πίεζαν τους βουλευτές για να εξασφαλίσουν κάποιο διορισμό στο δημόσιο. Καθώς δεν υπήρχαν συγκροτημένα κόμματα, οι βουλευτές, με τη σειρά τους, στήριζαν με την ψήφο τους στη Βουλή εκείνον τον πολιτικό αρχηγό που τους εξασφάλιζε διορισμούς των οπαδών τους.
Ο κυριότερος, ωστόσο, παράγοντας πολιτικής αστάθειας ήταν ο βασιλιάς, που, όταν διαφωνούσε με μια κυβέρνηση, δε δίσταζε να την ανατρέψει. Την αντίθεση του σε αυτήν την πρακτική εξέφρασε ένας νέος πολιτικός, ο Χαρίλαος Τρικούπης, σε άρθρο του υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τις πταίει?» (1874). Σύμφωνα με τον Τρικούπη, ο βασιλιάς θα έπρεπε να διορίζει πρωθυπουργό μόνο εκείνον που είχε τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής, δηλαδή την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών.
Αντιμέτωπος με αυτήν την κριτική, ο Γεώργιος διόρισε, το 1875, τον επικριτή του Χαρίλαο Τρικούπη προσωρινό πρωθυπουργό για να πραγματοποιήσει εκλογές. Κατά την έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής, ο Γεώργιος εκφώνησε λόγο γραμμένο από τον Τρικούπη (Λόγος του Θρόνου) στον οποίο αναγνώριζε την αρχή της δεδηλωμένης. Έτσι άρχισε μια νέα φάση στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Ο δικομματισμός. Η καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης οδήγησε τα μικρά κόμματα, που δεν μπορούσαν, πλέον, να παίζουν αυτόνομα κάποιο σημαντικό ρόλο, είτε στην εξαφάνιση είτε στην ενσωμάτωση σε μεγαλύτερα κόμματα. Έτσι, τη δεκαετία 1885 – 1895, εναλλάσσονταν στην εξουσία δύο κόμματα, με επικεφαλής το ένα τον Χαρίλαο Τρικούπη και το άλλο τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε δικομματισμός.

Είδατε από πότε ξεκίνησε το χάλι του Δημοσίου? Προσωπικώς εξεπλάγην! Και ηπελπίσθην!

8/6/09

Η IBEN ΚΙ ΕΓΩ

Το πρωινό του Σαββάτου ξεκίνησε όπως πάντα. Η κυρία μου ήταν στο σπίτι, σηκώθηκε νωρίς και με πήρε στην κουζίνα, μου έβαλε τα φρούτα μου, καθάρισε το κλουβί μου, με μπανιάρισε στην κεντρική μπανιέρα του σπιτιού και με έβγαλε στο μπαλκόνι. Τον τελευταίο καιρό έχω αποφασίσει να κατατροπώσω τους ανταγωνιστές μου. Το χρυσό μου λαρύγγι παραδίδει μαθήματα φωνητικής σε όλη τη γειτονιά! Γύρω στις 11 εκείνο το πρωί του Σαββάτου και ενώ συνέθετα τους παιάνες μου, γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω μπροστά στην πόρτα μου να με περιεργάζεται ένα γελαστό, άγνωστο πρόσωπο. Κόντεψα να το πάθω το έμφραγμα! Ποια ήταν αυτή που τολμούσε να με περιεργάζεται και να μου χαλάει την ησυχία και βέβαια το τραγούδι? Πώς και δεν ενημερώθηκα εγκαίρως για αυτούς τους ερχομούς, για αυτές τις αλλαγές? Τι σπίτι κι αυτό! Θα με πεθάνουν με τις εκπλήξεις τους!
Έτσι κάπως προέκυψε στη ζωή μας, περίπου ξαφνικά, η Iben από τη Νορβηγία. Όλα έχουν αφετηρία την καλοσύνη των κυρίων μου και την ανεπτυγμένη αίσθηση της φιλοξενίας που τους διέπει. Θα σας εξηγήσω.
Στο καλοκαιρινό σπίτι των Κουκουβάτων, πατρικό του παππού μας, παραθερίζει κάθε καλοκαίρι η γιαγιά Σοφία, για πάνω από 3 μήνες. Πηγαίνουμε κι εμείς εκεί τα τελευταία χρόνια για τις διακοπές μας, έτσι ώστε να εμπλουτιστούν τα κεφάλαια των βιβλίων «Διαβιώ σαν μπαλαρίνα στις διακοπές μου», «Κάνω ακόμα μια φορά ό,τι θέλει η γιαγιά Σοφία», «Έρχομαι να φάω στην ώρα μου», «Ξεκουράζομαι υποχρεωτικά το μεσημέρι» κλπ, κλπ. Το σπίτι μας είναι παραδοσιακό πέτρινο, αναπαλαιωμένο με φροντίδα της γιαγιάς. Αποτελούσε ένα από τα αρχοντικά του χωριού και επειδή βρισκόταν κοντά στο πηγάδι και σε σταυροδρόμι, από το μπαλκόνι του γίνονταν οι ομιλίες εκείνης της εποχής. Δε θα πω άλλα για το σπίτι γιατί δεν είναι η ώρα τώρα. Απέναντι μας είναι ένα ανάλογο σπίτι, όχι όμως αναπαλαιωμένο και τόσο φροντισμένο, το οποίο πουλήθηκε αρχικά σε ένα Δανό και κατόπιν σε μια οικογένεια Νορβηγών. Κάθε χρόνο έρχονταν από τη μακρινή τους χώρα και περνούσαν ένα μήνα στο χωριό, συνήθως τον Ιούλιο. Αρχικά πιστεύαμε ότι σύντομα θα πουλούσαν και αυτοί το σπίτι, σε κάποιον επόμενο Σκανδιναβό αλλά διαψευστήκαμε. Αγάπησαν πολύ το χωριό μας, όπως άλλωστε όλοι όσοι το επισκέπτονται.
Κάθε χρόνο έκαναν βήματα προόδου και αυτοί και εμείς. Ξεπρόβαλλαν δειλά δειλά μέσα στη ζωή του χωριού και δεδομένης της καλής διάθεσης των απέναντι γειτόνων περιβλήθηκαν από αγάπη. Τα κορίτσια μεγάλωσαν και ομόρφυναν, έπαψαν να είναι τόσο ντροπαλά, η γιαγιά Σοφία πέταξε γέφυρες μαρμελάδας, τυρόπιτας και ντολμάδων. Η συνεννόηση γινόταν με την παγκόσμια γλώσσα της νοηματικής και του χαμόγελου εκτός από το διάστημα που ερχόταν η κυρία μου, η οποία πλήρωνε τη νύφη με την έννοια των αμοιβαίων επεξηγήσεων και τοποθετήσεων στα αγγλικά. Κάθε καλοκαίρι μας έφερναν καπνιστό σολομό Νορβηγίας που δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε και πώς να τον μαγειρέψουμε. Κι εμείς τους φορτώναμε φεύγοντας μέλια, ούζα, μαρμελάδες και χυλοπίτες. Η μεγάλη τους κόρη, η Iben, κουτσοέμαθε κάτι ελληνικά, η μικρή, η Marlen ήταν ακόμα πολύ ντροπαλή και εσωστρεφής.
Πριν από τρεις βδομάδες, ένα βράδυ η κυρία μου είχε χωμένη την προβοσκίδα της σε ένα βιβλίο σχετικό με τη δουλειά της και - ορκίζομαι ότι - έψαχνε αφορμή να τα παρατήσει, κοινώς να τα σιχτιρίσει. Χτύπησε το κινητό της και την άκουσα να μιλάει αγγλικά. Δεν ήξερα τι να υποθέσω καθότι ξέρω ότι αυτά τα αποφεύγει όσο μπορεί. Έστησα αυτί λοιπόν γελώντας χαιρέκακα με την ταλαιπωρία που βίωνε. Ήταν η Iben από τη μακρινή Νορβηγία η οποία μας παρακαλούσε να τη φιλοξενήσουμε 2-3 ημέρες μέχρι να βρει ένα διαμέρισμα για το διάστημα του ενάμιση μήνα που θα έμενε στην Αθήνα. Χμ! άρα ερχόταν! Θα παρακολουθούσε ένα διακρατικό πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας για αλλοδαπούς φοιτητές, στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου της Αθήνας, στου Ζωγράφου. Τα σχετικά με το πρόγραμμα τα γνώριζε από καιρό και είχε λάβει εγγυήσεις ότι θα φιλοξενηθεί από κάποιους (Κουκουβατίτες κατοίκους Αθηνών). Οι Νορβηγοί όμως δε γνωρίζουν και δεν έχουν δει την ελληνική ταινία «ο Ατσίδας» όπου αναλύεται λεπτομερώς η κατάσταση «στρίβειν δια του αρραβώνος». Πού να τα ξέρουν αυτά Νορβηγοί άνθρωποι! Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα δια το "δια ταύτα", κανένας δε βρέθηκε να σηκώσει (σαν άντρας) το κινητό του και να της απαντήσει ευθέως ότι δεν μπορεί να τη φιλοξενήσει. Το κορίτσι ακουγόταν περίπου απελπισμένο. Η σανίδα σωτηρίας προέκυψε από μας. Της είπαμε ότι μπορεί να έρθει να μείνει σπίτι μας για όσο καιρό θα διαρκέσουν τα μαθήματα της και για όσο θέλει.
Το κανονικό μου αφεντικό έλειπε στο Διακοφτερό, ο κύριος μου δούλευε τη νυχτερινή του υπηρεσία, ο Χόλιους τυλιγμένος στους εφιάλτες των εξετάσεων ροχάλιζε μακάρια εκείνο το χάραμα του Σαββάτου. Στις 2 η ώρα, χτύπησε το ρολόι, σηκώθηκε νυσταγμένη η κυρία μου και πήγε να παραλάβει τη νορβηγίδα από τη στάση - τέρμα του λεωφορείου του αεροδρομίου. Έτσι κάπως έγιναν τα πράγματα και είδα εκείνο το πρωί το γελαστό πρόσωπο της Iben να με περιεργάζεται και να ρωτάει τι πουλί είμαι. Δεν έχουν φαίνεται καναρίνια στη Νορβηγία. Έτσι κι εγώ βάλθηκα να την ξεκουφάνω. Ξεδίπλωσα μπροστά της όλο μου το ρεπερτόριο!
Το δωμάτιο του κανονικού μου αφεντικού γέμισε κοριτσίστικα πραγματάκια και μικροσκοπικά ρουχαλάκια, το μπάνιο της κυρίας μου νέα μπουκαλάκια και πινελάκια δίπλα στα εκατοντάδες ήδη υπάρχοντα. Η γιαγιά Σοφία ανασκουμπώθηκε στη μαγειρική. Ο Χόλιους περιχαρής έδωσε σήμα στους φίλους του ότι το βράδυ θα συνοδεύσουν το κορίτσι στο Μικρολίμανο. Ήρθαν να την πάρουν κορδωμένοι σα γαλοπούλες, με τόνους ζελέ στο μαλλί και αυτόματα ο Φανούρης συστήθηκε ως Φαν και σκάσαμε όλοι στα γέλια!
Φεύγοντας τα παιδιά, ο κύριος μου αναρωτήθηκε φωναχτά γιατί δεν απέκτησε κι εκείνος με την κυρία μου ένα κοριτσάκι, για να εισπράξει ένα λίβελο για τα σπερματοζωάρια του που - κατά την κυρία μου - ήταν μόνο αγορίστικα!

28/5/09

ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ




Αν για κάποιο λόγο υποβάλλαμε την Τσιριμπόμ σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου θα αποκαλύπταμε πολλά μικρά εγκεφαλικάκια, τα οποία συνέβησαν σε ανύποπτο χρόνο. Τα περισσότερα τα βίωσε μόνη της χωρίς να την πάρει είδηση κανένας. Γνώριζε ότι τα περνούσε αλλά ποιούσε την ανάγκη φιλοτιμίαν. Άλλα πάλι την έβρισκαν στα ξαφνικά και απροετοίμαστη. Όπως το τελευταίο.
Ξέρετε ότι είναι περίοδος εξετάσεων. Το κανονικό μου αφεντικό τελείωσε χτες τις πανελλήνιες εξετάσεις του και, αισιόδοξο, περιμένει τα αποτελέσματα, έχοντας βγάλει μια χυλόπιτα από την κατάψυξη για να τη σερβίρει στο Στρατηγό (δε σας έχω μιλήσει ακόμα για αυτόν και όπως φαίνεται, θα σας μιλήσω αναδρομικά, διότι τα ψωμιά του βλέπω να λιγοστεύουν), ο οποίος Στρατηγός σημειωτέον, είναι κορίτσι. Η χυλόπιτα ξεπαγώνει, η μαμά του αφεντικού μου στεναχωριέται για το Στρατηγό, το αφεντικό μου όμως έχει βάλει πλώρη για αλλού. Κακόμοιρε Στρατηγέ! Όχι ότι θα χαθείς αλλά πού νά ΄ξερες τι σε περιμένει! Αυτό το μέτωπο έχει μπει στη ρέγουλα.
Το άλλο μεγάλο μέτωπο, τώρα εξελίσσεται. Ονομάζεται Χόλιους και απαιτεί εξαίρετους στρατηγικούς σχεδιασμούς και ελιγμούς. Η περίοδος των εξετάσεων για τον Χόλιους είναι μόνο μια λεπτομέρεια πριν τις διακοπές και τη φυγή στα Κουκουβάτα, τόπο διαρκούς διασκέδασης. Τον έχουν περιλάβει, από τη μια ο πατέρας του στα μαθηματικά, φυσική και χημεία και από την άλλη η μάνα του στα θεωρητικά. Μόλις λίγο σηκωθούν από δίπλα του, για να πάνε να πιούν νερό ή να κατουρήσουν, τον βλέπουν πίσω τους να εφευρίσκει άμεσα ένα πρόσχημα διακοπής διαβάσματος. Ταλέντο! Η μάνα του λέει ότι είναι γεννημένος πολιτικός, τόσα πολλά ελαττώματα έχει. Από την άλλη, το έχω ξαναπεί, είναι τόσο μα τόσο αγαπησιάρης που αυτομάτως του συγχωρούνται όλες οι επιπολαιότητες.
Χτες θα διάβαζαν Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή. Της κυρίας μου της ήρθε ταμπλάς όταν είδε εκείνο το έρμο το βιβλίο. Δεν ήταν βιβλίο, ήταν πατσαβούρι. Μας έφυγε η μούρη! Το παιδί μιας άριστης και επιμελούς μαθήτριας όπως εκείνη, που τα βιβλία της ήταν πεντακάθαρα, ατσαλάκωτα και σημειωμένα με τακτικά γραμματάκια και πάντα με μολύβι, το παιδί αυτής λοιπόν είχε ένα βιβλίο συνώνυμο της ντροπής! Ψιλοκομμένες σελίδες, μουντζουρωμένες γραμμές, δοκιμές υπογραφών όλων των συμμαθητών στα περιθώρια, ζωγραφιές πάνω σε ζωγραφιές, σφραγίδες, τεράστια Χι που διέγραφαν άπονα ολόκληρα κεφάλαια με σημαντικές γνώσεις, χαρταετοί, τρίλιζες, σχόλια….
Την έπιασε απελπισία. Πού έκανε το λάθος και έγινε έτσι αυτό το παιδί? Μήπως η πολλή ελευθερία καταντά ασυδοσία στην ανατροφή? Έπρεπε να ασχοληθεί περισσότερο με τον Χόλιους? Να του γκρινιάζει πιο πολύ? Να κάθεται σαν τον μπαμπούλα δίπλα του και να τον πιέζει συνεχώς? Δεν μπορούσα να αποφανθώ ούτε εγώ. Περιορίστηκα να καθαρίζω τα φτερά μου και να τους ακούω να διαβάζουν, προσπαθώντας να μπαλώσουν τα κενά όλου του έτους. Ώσπου φτάσαμε στη σελίδα 77 του βιβλίου. Εκεί, στην πάνω γωνία της σελίδας συνέβη το εγκεφαλικό. Πιστεύω ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις. Δε θα σχολιάσω. Μόνο δείτε τη φωτογραφία. Είναι η Ελένη Σκούρα, η πρώτη ελληνίδα βουλευτής. Κατά Χόλιους.


24/5/09

Ο ΚΙΜΑΣ

Την Παρασκευή το πρωί η κυρία μου ήταν στο σπίτι. Κάθε Παρασκευή έχουμε λαϊκή κοντά μας και τις σπάνιες φορές που δε δουλεύει επισκέπτεται incognito τους πάγκους και σκαλίζει τρισευτυχισμένη τις σαβούρες. Το πρωινό περιλάμβανε τις κάτωθι εργασίες.
1. Καφές και Καρτερικότητα με τη γιαγιά Σοφία. Οπλίστηκε με υπομονή και πήγε στη γιαγιά για να πιούν καφέ και να κάνουν επαναλήψεις στους τόμους «Λάθη, παραλείψεις, αποκλίσεις από την ιδανική συμπεριφορά μιας κόρης». Στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα καθόταν η ίδια.
2. Επίσκεψη της λαϊκής αγοράς. Υποκεφάλαια : πάγκοι με κουρτίνες επαύλεων, ρούχα, γαλότσες κήπων επαύλεων, άνθη και κηπουρικά, παστά σαρδελάκια, κλοπή φρέσκων χόρτων για μένα (βλίτα, ραδίκια κλπ).
3. Μαγειρική. Το ημερήσιο μενού είχε μακαρόνια με κιμά.
Το πεθερικό είχε μεταναστεύσει με το πι του από το πρωί στην κουζίνα. Η κυρία μου είχε βγάλει εγκαίρως την ινσουλίνη του από το ψυγείο για να ξεπαγώσει και του ετοίμασε το πρωινό του. Παράλληλα ετοίμαζε τον κιμά για τα μακαρόνια. Σκέφτηκε να τον φτιάξει, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στη λαϊκή και να γυρίσει να βράσει τα μακαρόνια. Δεν ξέρω για σας αλλά εμείς τον κιμά για τα μακαρόνια δεν τον λυπόμαστε. Φτιάχνουμε μεγάλη ποσότητα γιατί σε όλους αρέσει ένα πολύ παχύ στρώμα κιμά πάνω στα μακαρόνια τους. Έτσι και έγινε. Μαγειρεύτηκε μισή μεγάλη κατσαρόλα κοκκινιστός λαχταριστός κιμάς ενώ ταυτόχρονα η Τσιριμπόμ ανακατευόταν με τη φορολογική δήλωση της οικογένειας ψελλίζοντας διάφορα ακατάληπτα. Όταν έγινε ο κιμάς, έσβησε το μάτι της κουζίνας και ενημέρωσε το πεθερικό ότι θα πάει τη βολτίτσα στη λαϊκή.
Όταν γύρισε ήταν μεσημέρι ήδη. Τα μικρά αφεντικά μου θα επέστρεφαν σε λίγο πεινασμένα, ανοίγοντας με βιασύνη τις κατσαρόλες. Έβαλε αμέσως να βράσει τα μακαρόνια. Το πεθερικό ήταν ακόμα στην κουζίνα εντρυφώντας στο περιοδικό του. Το μικρό καλαθάκι σκουπιδιών δίπλα στο νεροχύτη περιείχε φλούδια φρούτων και τσόφλια αυγού, τακτοποιημένα και κρυμμένα κάτω από χαρτοπετσέτες. Έτερον ουδέν. Όταν κατέφθασαν θορυβώδη τα μικρά αφεντικά μου και ενώ ετοιμάστηκαν τα μακαρόνια, το πεθερικό μας σηκώθηκε, πήρε το πι του και όδευσε στο δωμάτιο του να αναπαυθεί. «Δε θα φας?», ερωτήθηκε. «Όχι», είπε ξεσκονίζοντας τις αγγελικές του φτερούγες, «εγώ έφαγα, δεν πεινάω».
Η Τσιριμπόμ σέρβιρε τα μακαρόνια σε βαθιά πιάτα, στα μικρά αφεντικά που εξαπέλυαν καλοσύνες το ένα στο άλλο. Άνοιξε την κατσαρόλα να βάλει κιμά….. και έμεινε με το καπάκι στο χέρι! Η μούρη της γέμισε μωβ πουά και πέταξα ανήσυχο να δω τι συνέβαινε και η κυρία μου βρισκόταν στα πρόθυρα της αποπληξίας. Πού ήταν ο κιμάς? Ο πάτος της κατσαρόλας ίσα που επαλειφόταν από ένα λεπτό στρώμα εναπομείναντος κιμά! Είχε κάνει φτερά όλος εκείνος ο κιμάς! Το διαβητικό, γηραλέο, ευτραφές, μόλις κινούμενο με το πι πεθερικό είχε δράσει την ώρα που λείπαμε με την κυρία μου στη λαϊκή! Κεντέρης, η μικρή! Ομάδα κρούσης! Ο κιμάς αναπαυόταν μακάριος στο στομάχι της! Η ίδια, τρισευτυχισμένη ροχάλιζε σε κατάσταση πέψης. Η κυρία μου κατέβασε τον τόμο «Δικαιολογίες και Ψεύδη» νούμερο 31 από τη βιβλιοθήκη και διάλεξε ένα ψεύδος για τα μικρά αφεντικά μου που την ρωτούσαν επισταμένα γιατί δεν τους έβαλε περισσότερο κιμά στα μακαρόνια τους. Ο δε κύριος μου έφαγε μακαρόνια με 3 κόκκους κιμά επάνω αλλά άφθονο τυρί για αντιπερισπασμό.
Αυτά τα ωραία συμβαίνουν σπίτι μας. Καλά που ξέρουν ότι εγώ δεν τρώω κιμά αλλιώς με έβλεπα εμένα κατηγορούμενο!

19/5/09

ΣΤΟ ΜΑΜΠΟ

Το καταλάβαινα από μέρες ότι δε θα τη γλύτωνα. Από δω το είχε από κει το είχε, γυρίζοντας από τη δουλειά αποφάσισε να πάει στo Μάμπο να αγοράσει ένα Βιβλίο Σπιτιού. Μάταια όλη τη βδομάδα της έκανα υπνοθεραπεία με υποβλητική φωνή «μην πας στo Μάμποοοοο, σκέψου τα έξοδα της Έπαυληηηηηςςςςςς». Άδικος κόπος. Δευτέρα χτες, κουρασμένη από τη δουλειά και τις τρύπες που έτρεχε όλη μέρα να βουλώσει, με το άγχος των εξετάσεων του κανονικού μου αφεντικού, έφυγε αργά και κατέληξε στο κατάστημα – μαμούθ του Άλλου Μπύθουλα. Πήγαινε για δύο πράγματα 1. Ένα κοκαλάκι για τα μαλλιά της και 2. Το Βιβλίο Σπιτιού. Το προηγούμενο Βιβλίο Σπιτιού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη κατά την καταγραφή του προηγούμενου μήνα. Έπρεπε λοιπόν να αντικατασταθεί πάραυτα με ένα νέο. Το Βιβλίο Σπιτιού είναι ένα τυπικό βιβλίο σπιτιού, όπως αυτό που, φαντάζομαι, έχουν όλα τα σπίτια. Για τον κάθε μήνα διατίθενται δύο σελίδες. Στη μία σελίδα γράφουμε τα έσοδα του σπιτιού, που ούτως ή άλλως καταλαμβάνουν δύο γραμμές : μισθός Τσιριμπόμ και μισθός κυρίου μου. Όλες οι υπόλοιπες γραμμές καταλαμβάνονται από τα έξοδα, μέχρι να τελειώσει η σελίδα και να στριμωχτούν και υποσημειώσεις. Υπάρχει επίσης ένας ειδικός χώρος εξόδων, τα επονομαζόμενα «Κερατιάτικα». Τι να πω γι΄ αυτά? Μεγάλη πληγή! Στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου σημειώνονται μερικές λεπτομέρειες, σχέδια και αγορές που σύντομα πρόκειται να ξεχαστούν και για το λόγο αυτό μεταφέρονται μέσω του βιβλίου στην αιωνιότητα. Πχ. ανακαινίσεις, αγορές ηλεκτρικών ειδών, νέα κατσαρολικά και μπανιέρα για μένα κλπ.
Η απόφαση να αγοράσει το βιβλίο από τo Μάμπο ισοδυναμούσε πρακτικά με αυτοκτονία. Μάταια της έλεγα ότι το βιβλίο μπορούσε κάλλιστα να αγοραστεί από ένα ωραίο βιβλιοπωλείο. Όχι! Πάτησε τα πόδια κάτω. Θα πήγαινε στo Μάμπο για να διαλέξει το ομορφότερο βιβλίο από μια ατελείωτη ποικιλία. Αρχικά μπήκε δίνοντας νοερούς όρκους ότι δε θα παρασυρόταν. Ως άλλος Οδυσσέας, έκλεισε τα αυτιά της στις Σειρήνες και βάδιζε ακάθεκτη προς την Πτέρυγα με τα Κοκαλάκια. Οι αδιάφορες αρχικά ματιές της μεταμορφώθηκαν σύντομα σε αδηφάγα βλέμματα. Άντεχε όμως. Έλεγε από μέσα της «Έπαυλη, έπαυλη και κήπος, έπαυλη και έπιπλα, έπαυλη και περίφραξη, έπαυλη… έπαυλη…». Έναν όροφο διήρκεσε αυτό. Μόλις στρίψαμε στη γωνία του επόμενου ορόφου έγινε το Βατερλό. Το ένα κοκαλάκι έγινε επτά. Ακολούθως προστέθηκαν στο καλάθι διάφορα ζωάκια – πορτοφολάκια αφού απασχολήθηκε επιμελώς με τη διαλογή τους. Μισή ώρα φάγαμε έτσι προσπαθώντας να διαλέξουμε μεταξύ βατράχου, προβάτου και ρακούν (δε ντρέπεται λίγο κοτζάμ γυναίκα! να βγάζει, επιστήμων άνθρωπος, από τη τσάντα της ένα ρακούν με φερμουάρ, να το ανοίγει και να βγάζει τα κλειδιά της από μέσα!). Αγοράσαμε ωστόσο δύο τέτοια πορτοφολάκια.
Παρακάτω ήταν τα κεριά. Αγοράσαμε 50 περίπου μικρά κεράκια με διάφορες μυρουδιές για τα καλοκαιρινά βράδια στο μπαλκόνι. Τουλάχιστον να έβγαινε και λιγάκι στο μπαλκόνι, χαλάλι τα κεράκια. Είναι το μόνιμο παράπονο του κυρίου μου. Δε βγαίνει ούτε στο μπαλκόνι πλέον, το θεωρεί χάσιμο χρόνου να κάθεται και να ατενίζει τους απέναντι και τους διαγώνια, τους κάτω και τους παραδίπλα. Μισάνθρωπος σας λέω έχει καταντήσει…
Προβληματίστηκε με κάτι νάνους, καλοφτιαγμένους είναι η αλήθεια, που ήταν κάτι σαν φωτιστικά κήπου. Τράβηξα τα γκέμια αμέσως! Η σκέψη μου ούρλιαξε στο αυτί της : «σήκω και φύγε αμέσως από αυτόν τον κιτς νάνο», την πρόσταξα και, περιέργως, υπάκουσε, αν και νομίζω περισσότερο από τις φωνές μου συνέβαλε η τιμή των νάνων.
Προχωρούσε ακάθεκτη στους διαδρόμους, προχωρούσε και ήταν ατελείωτοι αυτοί οι διάδρομοι. Στο καλάθι μας έπεφταν καρφιτσούλες (τρεις συνολικά), διακοσμητικά κινητού (δύο ίδια, για καβάτζα, μη τυχόν χάσει το ένα και πάψει να το εισάγει το κατάστημα και δεν το ξαναβρεί!), πανάκια καθαριότητας (άσχετο!), σταχτοδοχεία πορτοκαλί με ελατήριο που είχε στο άκρο του ένα ψάρι που κουνιόταν (αν και είμαστε σπίτι αντικαπνιστών πήρε δύο σταχτοδοχεία!), αυτοκόλλητα νυχιών δώρο για το κοριτσάκι που έχει εκείνον τον σκατοπαπαγάλο στα Κουκουβάτα. Ε! στο τέλος φτάσαμε και στα Βιβλία – τετράδια. Άλλη επιλογή εκεί. Πιάσαμε και αφήσαμε τουλάχιστον δέκα υποψήφια. Ελέγξαμε βάρος, χρώμα εξώφυλλου, ποιότητα χαρτιού, τιμή, για να καταλήξουμε επιτέλους σε δύο! Τράβαγα τα φτερά μου όταν φτάσαμε στο ταμείο. Είχε ένα καλάθι γεμάτο σκατολοΐδια και ένα χαμόγελο απέραντης ικανοποίησης. Μωραίνει ο Κύριος ων βούλεται κλπ, κλπ.
Γύρισε με τα πόδια στο σπίτι (ξέρετε, για άσκηση) και βρήκε τον κύριο μου με τον Χόλιους τυλιγμένους στα ηλεκτρόνια της Φυσικής, το κανονικό μου αφεντικό αγκαλιά με το αγαπημένο του μαξιλάρι να ρεμβάζει και το πεθερικό εγκατεστημένο στην αγαπημένη του θέση στον καναπέ. Ξέχασα να σας πω ότι το πεθερικό έχει καταπλεύσει σπίτι μας για δύο βδομάδες διότι η νταντά του απέδρασε στην πατρίδα της για να γεμίσει τις μπαταρίες της προκειμένου να το αντέξει. Το πεθερικό έκανε το δύσκολο για να έρθει ενώ την ίδια στιγμή έβαζε δύο μικρές σαμπάνιες στην κατάψυξη να παγώσουν και κρεμούσε σημαίες πανηγυρισμών στα κάγκελα! Ας μη γίνομαι κακό όμως. Ας μην πέφτω στο βούρκο της κακεντρέχειας. Ας πάω κι εγώ να ρεμβάσω όπως το αφεντικό μου. Είναι και αυτό μια λύση.

14/5/09

ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΠΑΝΤΡΕΙΑ

Γυρίζοντας από τη Σλοβενία έπεσα με τη μούρη στο διάβασμα. Η περιοχή εδώ γύρω έχει γεμίσει αντιζήλους μου κι εγώ δεν το άφησα να περάσει έτσι. Πού στο καλό βρέθηκαν τόσοι ανταγωνισταί? Τους ακούω από το πρωί και συγχύζομαι. Οι υπόλοιποι στο σπίτι δεν είναι κουφοί βέβαια αλλά τουλάχιστον δεν κάνουν πικρόχολα σχόλια. Η Τσιριμπόμ όμως όταν με καθαρίζει όλο και πετάει τις μπηχτές της «’Ακου βρε μουγκοθόδωρε, τα άλλα καναρίνια τι ωραία τραγουδάνε!». Είδατε πώς με πληγώνει? Εγώ μουγκοθόδωρος? Εγώ που άμα έχω κέφια αντηχεί όλο το τετράγωνο και έρχεται να μου κρεμάσει χάντρες στο κλουβί μη με ματιάσουν οι απέναντι? Γιατί οι άνθρωποι ζηλεύουν πάντα τα ξένα και δεν εκτιμούν αυτά που έχουν? Τέλος πάντων. Γνωρίζετε πολύ καλά πόσο αγαπώ την κυρία μου, γι΄ αυτό πιστεύω ότι αστειεύεται και δε δίνω συνέχεια.
Έλεγα λοιπόν ότι μετά τη Σλοβενία έβγαλα τα βιβλία και τις σημειώσεις μου και ξεκίνησα μερικές επαναλήψεις να φρεσκάρω τις νότες μου. Το κανονικό αφεντικό μου διαβάζει και αυτό, μπήκε στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις με συγκρατημένη αισιοδοξία. Ο Χόλιους τραβάει των παθών του τον τάραχο με τον κύριο μου ο οποίος τον έχει στριμώξει και διαβάζουν αγγλικά από τη μια για να πάρει ένα δίπλωμα, και μαθηματικά από την άλλη για το σχολείο. Η Τσιριμπόμ ετοίμασε την ομιλία της για τη Δίκονο και πήγε μόνη της, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη συνοδευόμενη από το πόδι – φραντζόλα. Δε θα σας πω τίποτε για τη Δίκονο γιατί εγώ αυτή τη φορά δεν πήγα μαζί της. Εκείνο που ξέρω είναι ότι θριάμβευσε και δέχτηκε πολλά συγχαρητήρια, όταν την πετύχαιναν βέβαια, γιατί είναι ταλέντο στο να αποφεύγει τα σούξου – μούξου. Πάντως χτες το βράδυ ξέρω ότι την πήρε κάποιος άσχετος τηλέφωνο (που του το έδωσε ένας σύνεδρος της Δικόνου) για να την παρακαλέσει να κάνει μια ομιλία με το ίδιο θέμα στην Κερέτρεια. Και της έχω πει «μην εκτίθεσαι κυρά μου, μόνο μπελάδες θα κερδίσουμε». Καλά είχαμε ησυχάσει δύο χρόνια που απέφευγε τις ομιλίες. Τώρα ξαναρχίσαμε το ίδιο βιολί, αν και αυτή υποστηρίζει ότι αποδέχεται ελάχιστες και αυστηρά επιλεγμένες. Θα δούμε.
Η Τσιριμπόμ τη Δίκονο δεν τη συμπαθεί ιδιαίτερα. Πολύς, περίεργος και προκλητικός κόσμος. Αν μπορέσεις και απομονώσεις το νησί από όλο αυτό το συρφετό της ψευτιάς και της επίδειξης είναι πολύ όμορφο. Αλλά δυστυχώς η ομορφιά του χάνεται και μένει ένα λυπηρό κατασκεύασμα διασκέδασης χωρίς όρια και για το λόγο αυτό χωρίς νόημα.
Έρχομαι στο επίμαχο θέμα. Όλοι στο σπίτι, όπως καταλάβατε είναι απασχολημένοι αυτόν τον καιρό, εκτός από εκείνη. Έκρινε λοιπόν ότι πρέπει να μάθει περισσότερα για τα καναρίνια για να μπορεί να με αναθρέψει καλύτερα. Φαίνεται πιστεύει ότι θα της κάνω το χρυσό αυγό! Έψαξε από δω έψαξε από κει και διάβασε ότι είναι η εποχή της παντρειάς των καναρινιών. Όταν είδα τι έψαχνε με έλουσε κρύος ιδρώτας! Στο petbirds.gr ανακάλυψε ένα νέο, άγνωστο κόσμο ανθρώπων που ασχολούνται με μας, μας αγαπάνε και μεταδίδουν τις γνώσεις και την εμπειρία τους σε άλλους για να ζούμε εμείς καλύτερα. Το τι καναρίνι και κακό είδαμε δε λέγεται! Αλλά δεν είδα ούτε ένα σαν και μένα! Είμαι ένας σπάνιος κούκλος! Ένα ποίημα! Μια ομορφιά! Ένα γερμανικό λευκό σκουφάτο!
Η Τσιριμπόμ διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε και αλληλογραφούσε για μένα. Είδε πολλές παντρειές και γεννητούρια! Σκέφτηκε λοιπόν ότι πρέπει κι εγώ σιγά σιγά να κοιτάξω να αποκατασταθώ. Της είπαν ότι είμαι στα όρια του γεροντοπαλίκαρου! Τι άλλο θα υποστώ σε αυτό το σπίτι! Μουγκοθόδωρος, γεροντοπαλίκαρο… Μα πείτε μου, δεν έπρεπε να μετακομίσω για πάντα στη Σλοβενία? Πόσα να αντέξω το καναρίνι? Διάβασε τις οδηγίες για δημιουργία φωλιάς, για πρώτη γνωριμία με το έτερον ήμισυ, για περίθαλψη αυγών και νεογνών. Όλες όμως οι συστάσεις ξεκινούσαν από το καρδάμωμα με βιταμίνες και ειδικές τροφές για να επιτευχθεί η παντρειά! Έφριξα! Με έπιασε άγχος! ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ ΑΚΟΜΑ! ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΟΣ!
Αυτή συνέχιζε ακάθεκτη να ενημερώνεται και να κάνει σχέδια. Εγώ πήρα μια φλοίδα lexotanil και πήγα να κοιμηθώ! Κοιμήθηκα μέσα στους εφιάλτες! Ήταν λέει μια ξανθιά χωρίς μαλλιά, με νυφικά, που με κυνηγούσε γύρω γύρω στο κλουβί και σε κάποια στιγμή έρχεται μια άλλη χοντρή μελαχρινή με καφέ ανταύγειες και της λέει «φύγε, είναι δικός μου!». Ξύπνησα μέσα στον ιδρώτα, η καρδιά μου χτυπούσε με 500 παλμούς το λεπτό! Ξανακλείνω τα μάτια μου και βλέπω μια σιτεμένη πορτοκαλιά με χοντρό ράμφος να κουνάει απειλητικά το φτερό της μέσα στη μούρη μου και να μου λέει «θα την πάρεις την κόρη μου, την έχεις εκθέσει!». Πετάχτηκα επάνω και βούτηξα στη μπανιέρα μου για να ξυπνήσω εντελώς από τον εφιάλτη. Κατά τα χαράματα, εκεί που ησύχασα κομματάκι και πήγα να κλείσω τα μάτια μου βλέπω ένα αρσενικό gloster ζωσμένο πυρομαχικά να με πιάνει από το λαιμό και να ουρλιάζει μέσα στον ακουστικό μου σωλήνα «θα ορίσεις ημερομηνία ΤΩΡΑ, ρεεεε». Αυτό ήταν! Πήρα τη βίβλο και άρχισα να προσεύχομαι! Ήταν η μόνη μου διέξοδος πλέον!
Πέρασα μαύρες και εφιαλτικές ώρες μέχρι να δω πού κλίνει η ζυγαριά. Κλείστηκα στο εργαστήριο μου, παρατώντας συνθέσεις και τραγούδια, προσπαθώντας να τελειοποιήσω τη μέθοδο ελέγχου σκέψης της κυρίας μου. Τζίφος! Ήμουν απελπισμένος όταν η λύση ήρθε από κει που δεν το περίμενα. Από το κανονικό μου αφεντικό το οποίο φρέναρε τα σχέδια της κυρίας μου. Της είπε πολύ απλά ότι δε θέλει να έρθουν άλλοι φυλακισμένοι στον κόσμο! Αν ήταν στο χέρι αυτουνού θα άνοιγε την πόρτα του κλουβιού μου και θα με άφηνε να πεθάνω από πείνα μέσα στο Δάσος των Κεραιών! Καλά, δεν είπα και έτσι! Καλύτερη ίσως η παντρειά!
Έτσι λοιπόν πήρα αναβολή. Η κυρία μου αποφάσισε να με παντρέψει του χρόνου. Θέλει να προετοιμαστεί, να το οργανώσει καλά, να ράψει φόρεμα ίσως, να διοργανώσει τη δεξίωση. Δεν ξέρω. Ίσως μέχρι τότε αλλάξω κι εγώ μυαλά και θελήσω να νοικοκυρευτώ και να της χαρίσω εγγονάκια. Πάντως την άκουσα που έλεγε ότι δεν είναι σωστό να έρθω και να φύγω από τη ζωή χωρίς να γευτώ τη χαρά της παντρειάς. Ο κύριος μου της απάντησε, κουνώντας στωικά το κεφάλι του, ότι η παντρειά δεν έχει χαρά μόνο παντόφλα και έλαβε ένα εκσφενδονισμένο μαξιλαράκι σαλονιού στο κεφάλι του. Μερικές φορές, ειλικρινά δεν τους καταλαβαίνω τι γλώσσα μιλάνε. Πόσα μαθήματα ελληνικών είμαι αναγκασμένο πια να κάνω μ΄αυτούς για να καταλαβαίνω τους κώδικες τους?