23/2/09

Η ΒΑΝΕΣΑ - ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 1

Μια μέρα που ήμουν έξω στο μπαλκόνι, σηκώθηκε άνεμος και έφερε ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο κλουβί μου. Περίεργο όπως είμαι, πήγα κοντά και το τράβηξα μέσα. Ήταν μια μικρή ιστορία, γραμμένη δεν ξέρω από ποιον, που την έφερε η πνοή του ανέμου, μέσα από κάποιο ανοιχτό παράθυρο, σε μένα. Αντιγράφω.

"Η Βανέσα, εμφανώς δυσαρεστημένη, κλώτσησε το λάστιχο του τζιπ, κινδυνεύοντας να στραπατσάρει τη μύτη του πανάκριβου παπουτσιού της. Σήμερα της έτυχε αυτή η αναποδιά που βιαζόταν να πάει στο Μοσχάτο! Μέρα μεσημέρι, δεν της έφτανε η κίνηση, έπαθε και το λάστιχο. Κλείδωσε το τζιπ και σταμάτησε ένα ταξί. Τα αυτοκίνητα προχωρούσαν σημειωτόν, το ταξί είχε άλλους δύο επιβάτες και όταν του είπε τον προορισμό της, ο ταξιτζής προσφωνώντας τη "κοπελιά", έκφραση που της στρίβει τα άντερα, τη συμβούλεψε να πάρει τον ηλεκτρικό που περνούσε εκεί κοντά, αν βιαζόταν τόσο πολύ. Δεν είχε πάρει ποτέ της τον ηλεκτρικό, αυτό της έλειπε! Τι να έκανε όμως? Πού πήγε κι αυτός ο άνθρωπος να μείνει? Στο Μοσχάτο. Δεν ήξερε ούτε που έπεφτε. Η ανάγκη την έκανε να ρωτήσει ένα περαστικό και να κατευθυνθεί εκεί που της είπε. Τρόμαξε να βγάλει εισητήριο, τρόμαξε να βρει τον τρόπο για να το ακυρώσει και βηματίζοντας εκνευρισμένη, με τα ψηλά της τακούνια, πάνω κάτω στην πλατφόρμα, περίμενε το τρένο. Μέσα της έβραζε! Αυτή, η Βανέσα, πού? στον ηλεκτρικό περιτριγυρισμένη από.... μπλιάχ! όλους αυτούς!

Η εικόνα που έδινε σε όλους όσους περίμεναν υπομονετικά το τρένο ήταν πολύ διαφορετική από όσα σκεφτόταν αυτή για αυτούς. Επειδή πολύ απλά, η Βανέσα ήταν χάρμα οφθαλμών. Δεν υπήρχε άνθρωπος οποιασδήποτε ηλικίας ή φύλου που να μη μαγευόταν από το παρουσιαστικό της. Δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο στο πέρασμα της και ακόμα και τα κρυφά ή διακριτικά βλέμματα που της έριχναν, όταν προσπερνούσε γινόντουσαν απροκάλυπτα γυρίσματα κεφαλιού για να τη θαυμάσουν και από πίσω. Αυτά η Βανέσα τα ήξερε αλλά, εδώ και καιρό, την άφηναν αδιάφορη. Είχε όλα όσα ήθελε : ήταν μόνο 23 ετών, πανέμορφη, πλούσια, είχε ένα θαυμάσιο σπίτι στην Κηφισιά με εσωτερική πισίνα, ένα τζιπ και μια γκαρνταρόμπα γεμάτη ρούχα και παπούτσια. Μια χαρά ήταν η ζωή της, δεν είχε κανένα παράπονο. Οι άλλοι, ειδικά αυτοί "οι άλλοι", αυτής της γειτονιάς, αυτού του σταθμού, την άφηναν αδιάφορη.

Βημάτιζε πάνω κάτω και καθώς η ώρα περνούσε και το τρένο δεν ερχόταν, ένιωθε έτοιμη να εκραγεί. Το κεφάλι της ήταν βαρύ από το χτεσινό βράδι κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που επέτεινε τον εκνευρισμό της. Φορούσε μια μαύρη φούστα σε ίσια γραμμή και λευκό πουκάμισο με ένα ζωγραφισμένο στο χέρι μοτίφ. Το πανωφόρι της της έφτανε σχεδόν μέχρι τους αστραγάλους αλλά με την κορμοστασιά που είχε, το μακρύ αυτό πανωφόρι της έδινε μιαν αέρινη κίνηση. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, καστανά ανοιχτά με ανάλαφρες φυσικές μπούκλες. Το πρόσωπο της θύμιζε πρόσωπα διαφημίσεων καλλυντικών φωτογραφημένα γκρο πλαν και μετά από ψηφιακή επεξεργασία. Ήταν τέλεια.

Επιτέλους ήρθε το τρένο. Μπήκε μέσα κοιτάζοντας αδιάφορα και έκατσε σε μια κενή θέση. Η σκέψη της γύρισε στο χτεσινό βράδι. Τι κέφι ήταν αυτό? Χόρεψε μέχρι το πρωί, δεν θυμάται πόσους χορούς, δε θυμάται καλά καλά όλους όσους ήταν στο πάρτυ, δε θυμάται ούτε με ποιον κοιμήθηκε. Θυμάται μόνο πόσο ωραία ένιωσε για ακόμη μια φορά όταν σνίφαρε την άσπρη σκόνη. Το τρελό κέφι και την ενεργητικότητα που της δημιούργησε! Ωραία που είναι η ζωή! Χτες για πρώτη φορά, όμως, η Μπέτυ την έπεισε να της δώσει το χέρι της για να της κάνει την ένεση. Από μικρή φοβόταν τις βελόνες και στη θέα τους σχεδόν λιποθυμούσε. Περηφανευόταν ότι δεν έχει κάνει ποτέ ένεση στον πωπό της. Το χτεσινό βράδι όμως ήταν διαφορετικό. Από δω την είχε η Μπέτυ από κει την είχε, την έκανε να το αποφασίσει. Ας δοκίμαζε κι αυτό. Η Μπέτυ την καθησύχασε ότι η τρύπα δε θα φαινόταν καθόλου κι εκείνη θα πετούσε στα σύννεφα. Μία φορά ήταν καμία. Τελικά δεν ήταν τίποτε σπουδαίο κι αυτό! Ένας μύθος! Η αίσθηση ήταν υπέροχη, τα χέρια που την αγκάλιαζαν πουπουλένια, τα χείλη που την ακουμπούσαν ζεστά, το μέρος ονειρικό!

Τις σκέψεις της διέκοψε κάποιος που μπήκε στο βαγόνι και άρχισε κάτι να λέει. Ήταν νέος και κάτω από το βρώμικο παρουσιαστικό και το αξύριστο πρόσωπο, ωραίος. Η Βανέσα ήταν ειδική σε αυτά τα θέματα. Ήταν γύρω στα 25, ψηλός και μελαχροινός. Φορούσε ένα βρώμικο πανωφόρι και ξεχαρβαλωμένα παπούτσια. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και στα μάτια του διάβασε την απόγνωση. Τι θέαμα κι αυτό! Τι ήθελε αυτός μέρα μεσημέρι και τι έλεγε απευθυνόμενος σε όλους τους επιβάτες? Ενοχλημένη, προσήλωσε την προσοχή της και άκουσε. Ήταν χρήστης ουσιών και ζητιάνευε λεφτά για να αγοράσει τη δόση του. Είχε το θάρρος να ομολογεί ότι γύρευε λεφτά, ζητούσε συγνώμη για την ενόχληση που προκαλούσε και γύριζε με απλωμένο χέρι ανάμεσα στους επιβάτες. Ε αυτό πια παραπήγαινε! Πού βρισκόταν? Πώς ανεχόντουσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι τέτοια θεάματα. Σε τι γειτονιά βρισκόταν? Σε τι μέρος, επιτέλους? Φρίκη! Ένιωσε ανείπωτη φρίκη! Ήταν παγιδευμένη σε μια ...μια... κωλογειτονιά, στη μέση του πουθενά, περιτριγυρισμένη από...από ...εργάτες κακοντυμένους, κυράδες με ρούχα πανεριών και ....πήγαινε πού? Πότε θα έφτανε? Τι δουλειά είχε αυτή εκεί? Πώς την έπαθε έτσι? Και καπάκι της ήρθε και αυτό το γελοίο πρεζόνι που την ενοχλούσε στα μάτια, στα αυτιά και στη μύτη.

Ως εδώ. Δεν είχε καμία σχέση η Βανέσα με όλα αυτά. Αυτή ήταν μια πριγκήπισσα που για να πάει γρήγορα στο σπίτι του Παύλου να πάρει λίγη σκόνη, αναγκάστηκε να μπει στο βούρκο, να κολυμπήσει στην πλέμπα των εργατικών συνοικιών, να ρίξει τα μάτια της σε ανθρώπους που σιχαινόταν. Σηκώθηκε αγέρωχη και ετοιμάστηκε να κατέβει στην επόμενη στάση. Δεν της πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι το γελοίο πρεζόνι ήταν μια πρόγευση του μέλλοντος της."

Δεν υπάρχουν σχόλια: