23/2/09

Ο ΠΤΕΡΩΤΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

Κυριακή πρωί και στην Αθήνα έκανε πολύ κρύο. Η Τσιριμπόμ ξύπνησε πρωί όπως πάντα. Ο κύριος μου είχε ήδη φύγει για την πεζοπορία του στον Ελικώνα, φορτωμένος ζεστά ρούχα και φαγητά. Το κανονικό μου αφεντικό κοιμόταν μακάρια, τυλιγμένο σε ροζ όνειρα μια και το προηγούμενο βράδυ είχε δεξιωθεί τους στρατηγούς. Ο Χόλιους κοιμόταν κι αυτός όσο πιο πολύ μπορούσε, προκειμένου να γλυτώσει ώρες και λεπτά αναγκαστικού διαβάσματος. Η κυρία μου ετοίμασε τη μπανιέρα να λουστώ και μου ανακοίνωσε ότι δε θα με έβγαζε έξω γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό και φοβόταν για την υγεία μου. Έκατσε μαζί μου στο σαλόνι και διάβαζε με ενδιαφέρον το βιβλίο της. Δεν έκανα καν τον κόπο να πλησιάσω. Σιγά μην καταδεχτώ! Το σκατοβιβλίο λεγόταν "Λουιζίτο" και ήρωας ήταν ένας παπαγάλος. Αρκετά με αυτά τα σιχαμένα πουλιά! Αντί για οποιαδήποτε αντίδραση βούτηξα στη μπανιέρα μου και λουζόμουνα με τις ώρες.
Τι ωραία ησυχία! Λατρεύω αυτά τα πρωινά της Κυριακής που όλοι κοιμούνται κι εγώ με την κυρία μου καθόμαστε μαζί στο σαλόνι και ασχολούμαστε με τα χόμπυ μας! Κατά τις 10 πήγαμε στη μαμά της για καφέ. Η μαμά της, όπως σας έχω πει, μένει από κάτω ακριβώς. Κάθε πρωί λοιπόν υπάρχει μια ιεροτελεστία καφέ στην οποία....όχι....δε θα σας πω τίποτε τώρα...αυτή αποτελεί από μόνη της μια ιστορία για άλλη φορά.
Ήπιαμε και τον καφέ με τη γιαγιά και μετά η κυρία μου ετοιμάστηκε να πάει με τον ηλεκτρικό να δει την πεθερά της και να φάνε μαζί. Η Τσιριμπόμ και η πεθερά φημίζονται για τη λαιμαργία τους! Συνήθως κατεβαίνουμε στο Μοναστηράκι, αγοράζουμε τα περίφημα σουβλάκια του "Θαδδαίου" και ανηφορίζουμε με το μετρό για τους Αμπελοκήπους. Το πεθερικό, ανίκανο πλέον να βγει έξω λόγω της επώδυνης οστεοαρθροπάθειας η οποία το έχει καθηλώσει, καραδοκεί πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας να έρθει η νύφη του με τα σουβλάκια! Το πάρτυ γίνεται στο τραπέζι του χωλ. Το πεθερικό αρνείται σεμνά να φάει παραπάνω από ένα σουβλάκι, ένεκα το ζάχαρο. Η κυρία μου, υπέρμαχος της ποιότητας ζωής, έχει αγοράσει 4-5 σουβλάκια παραπάνω, υποτίθεται για το βράδι και για την γκουβερνάντα η οποία θα γυρίσει από το ρεπό της. Μετά το φαγητό φεύγει, γνωρίζοντας όμως πολύ καλά ότι αυτό είναι το σύνθημα για το πεθερικό που σπεύδει σαν άλλος Κεντέρης με το πι του, να συνεχίσει ατομικά πλέον το πάρτυ καταβροχθίζοντας τα σουβλάκια μέχρι το βράδι.
Τελευταία στιγμή αποφάσισα να πάω μαζί με την κυρία μου, μήπως και της υπέβαλλα τη σκέψη να πάμε στο παζάρι της Κυριακής στον Πειραιά, καθοδόν για την πεθερά. Έχω καημό να το επισκεφθώ μια φορά. Μπορεί να βρω μια μπανιέρα Λουδοβίκου 14ου χρυσοποίκιλτη για να λούζομαι! Κάθε που περνάμε με το αυτοκίνητο και οδηγεί ο κύριος μου, τον ακούω να στολίζει με διάφορα κοσμητικά επίθετα το Δήμαρχο που "επιτρέπει όλο αυτό το σκουπιδαριό στην πόλη" και με ανάλογα κοσμητικά όλους αυτούς που "δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν και ψάχνουν ανάμεσα στα σκουπίδια και τη σαβούρα". Εγώ και η κυρία μου δε συμμεριζόμαστε καθόλου αυτές τις απόψεις. Ψοφάμε για παζάρια και σαβούρες. Πιστεύουμε ότι στα παζάρια μπορεί να βρεις διαμάντια στη λάσπη, άμα ψάξεις. Αλλά όταν μιλάει έτσι ο κύριος εμείς καταπίνουμε τη γλώσσα μας και κάνουμε τις πάπιες!
Έχω γράψει και παλιότερα : αυτά τα ταξίδια προς την πεθερά είναι πολυπολιτισμικά. Το λεωφορείο από το σπίτι μας μέχρι τον ηλεκτρικό ζήτημα είναι αν έχει 5 έλληνες. Οι γύρω του ηλεκτρικού δρόμοι καταλαμβάνονται από μια πληθώρα λούμπεν στοιχείων, αλλοδαπών και ελλήνων. Τα βαγόνια κυριολεκτικά λυγίζουν από το βάρος των αγορών, των παιδιών, των καροτσιών, των ολόκληρων οικογενειών, των ημεδαπών απόστρατων ζωής και αλλοδαπών ελπίδων μιας καλύτερης ζωής.
Η κυρία μου έκατσε στη θέση της και περίμενε, σαν την ταραντούλα, τα θύματα της. Μπήκαν δύο αλλοδαποί με δύο τεράστιες σακκούλες από όπου ξεπρόβαλλαν ισάριθμες κουβέρτες. Οι κουβέρτες ήταν ολοκαίνουριες και είχαν ένα χρώμα μπεζ συνδιασμένο με ροζ και λαχανί. Σε λίγο ήρθαν ακόμα δύο αλλοδαποί, ενθουσιασμένοι με κάτι έθνικ CD που αγόρασαν. Τα θαύμαζαν στριφογυρίζοντας τα από δω κι από κει, παρατηρώντας με δέος τα εξώφυλλα. Στα εξώφυλλα, με πλάγια βλέμματα εγώ και η κουτσομπόλα η κυρία μου, είδαμε κάτι κοπέλες με φούξια σάρι και φορτωμένες χρυσαφικά να λικνίζονται σε υποτιθέμενους ρυθμούς. Τίποτα το αξιοσημείωτο μέχρι τώρα. Η μυρωδιά του μπαγιάτικου τσιγάρου ήρθε στα ρουθούνια μας και αντικρύσαμε έναν παππού κακοντυμένο που έκατσε σε μια άδεια θέση. Φορούσε 2 χοντρά χρυσά δαχτυλίδια, ένα σε κάθε χέρι και γιαλιά ηλίου "μάσκα", δεκαετίας ΄80. Κρατούσε με φροντίδα τα αποκτήματα του, δύο στραπατσαρισμένες ξύλινες σκαλιστές κορνίζες. Εκεί κατάλαβα ότι η κυρία μου έβαλε στο πρόγραμμα να επισκεφθεί οπωσδήποτε το παζάρι μια επόμενη φορά. Την έπιασα να ζηλεύει τις κορνίζες, (τις οποίες υπέθεσε ότι τις αγόρασε 3 ευρώ τη μία) και να τις φαντάζεται ωραία βαμμένες και περιποιημένες να στολίζουν κάποιο δωμάτιο της επαύλεως μας!! Έχουμε κι αυτό τώρα! Την έπαυλη στα Κουκουβάτα!
Λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο, μπήκε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κι έκατσε απέναντι μας. Δεν είχαν τίποτε το περίεργο, αντιπροσώπευαν ένα ζευγάρι ετών το οποίο κάπου πήγαινε. Μιλούσαν χαμηλόφωνα κι έλεγαν τα δικά τους. Η κυρία ήταν κοντά στα 70, καλοστεκούμενη, ντυμένη με μαύρο παντελόνι, μπορντώ μπουφάν, μαύρο κασκόλ και μαύρη τραγιάσκα. Αν και μοντέρνα ντυμένη, το ντύσιμο αυτό της πήγαινε πολύ. Υπήρχε όμως μια λεπτομέρεια που προσέδιδε στο σύνολο αυτό το "κάτι". Ο πτερωτός δράκος. Η κυρία μου τρόμαξε να αποσαφηνίσει αυτό το δεδομένο. Οι πτερωτοί δράκοι ήταν σκουλαρίκια που έδρευαν στα αυτιά της κυρίας. Για σκουλαρίκια ήταν τεράστια. Ο κάθε δράκος ήταν χρυσός, με καμπυλωτό σώμα το οποίο περιέκλειε μια κόκκινη πέτρα σε σχήμα αυγού. Ο δράκος είχε απόλα : το χρυσό καμπυλωτό σώμα με την περίτεχνη ουρά, το μεγαλόπρεπο κεφάλι με το μισάνοιχτο απειλητικό στόμα αλλά τα καλοσυνάτα μάτια και τα απλωμένα φτερά που νόμιζες ότι θα τον πάρουν μακριά, από στιγμή σε στιγμή, από τα αυτιά της κυρίας! Βλέπετε προστάτευε μια κόκκινη πέτρα και κάπου είχε προορισμό να την πάει! Η κυρία μου ξετρελάθηκε! Έβγαλε από την τσάντα της τα γιαλιά ηλίου για να μπορέσει, πίσω από τα σκούρα τζάμια, να περιεργαστεί με την ησυχία της τους δράκους. Κι όμως! Οι δράκοι, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, δεν ήταν αντιαισθητικοί. Περισσότερο αντικατόπτριζαν μια εποχή για πάντα χαμένη κι έδιναν μια νοσταλγική νότα στην εικόνα του ζευγαριού. Η ατμόσφαιρα που με περιτύλιξε ήταν παρισινή. Και σας το λέω αυτό γιατί ξέρετε πολύ καλά πόσο περιπαικτικό και κακό είμαι. Αλλά ενώ κανονικά οι δράκοι θα ήταν για μένα προσφιλές θέμα για δηκτικά σχόλια, αντίθετα ....δεν μπορώ να τα κάνω! Οι φτερωτοί δράκοι θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν από κάποιον Λούλη Καραλούλη, σύμβουλο μόδας, ως vintage κομμάτια. Πιστεύω όμως ότι όταν η κυρία μετοικήσει για πάντα, κάποια αδιάκριτη νύφη με χοντρό πωπό, θα χώσει τη μύτη της στα συρτάρια της, θα ανασύρει τους δράκους, θα φρίξει, θα σχολιάσει υποτιμητικά την πεθερά και θα τους εκσφενδονίσει στα σκουπίδια. Καημένοι δράκοι! Χαρείτε την Αθήνα, όσο μπορείτε πάνω στα αυτιά της κυρίας σας! Το μέλλον σας αποκαλύπτεται ζοφερό!

Δεν υπάρχουν σχόλια: