16/6/09

Η ΑΡΠΑΧΤΗ

Κι εγώ θα ήθελα να ζω μόνιμα στο Βερολίνο, στη Ρώμη, στη Βαρκελώνη, στο Λουγκάνο, στη Σεβίλλη, στο Παρίσι, στο Άμστερνταμ…. Πολύ θα μου άρεσε. Πάρα πολύ μάλιστα! Να έχω μια βιλάρα με κήπο, σε μια ωραία και σικ συνοικία, να πηγαίνω για ψώνια και να μη σκέφτομαι και τη δεκάρα, να βγαίνω τα βράδια, να απολαμβάνω πολιτισμό και ευγένεια…. Μακριά από τα ευτελή σκάνδαλα της Μαυριτανίας, μπλιάχ! Το απαίσιο κυκλοφοριακό, τις φωτιές από άκρη σε άκρη…. Και τόσα άλλα αναρίθμητα.
Θα ήθελα πολύ να τα κάνω αυτά! Και μόλις ο μάνατζερ μου κουνήσει το μαντήλι και τα οργανώσει όλα, να έρχομαι στους μαύρους, να τους τιμώ με την παρουσία μου, να δίνω και μερικές, γεμάτες συγκατάβαση, συνεντεύξεις για να προωθήσω αυτά για τα οποία ήρθα. Με ευχαρίστηση θα ανεχόμουνα όλα αυτά τα απεχθή. Είμαι στην πραγματικότητα τόσο μακριά από όλα αυτά! Αλλά τι να κάνω? Κάπως πρέπει να βγει το νοίκι για τη βίλα του Βερολίνου, Ρώμης, Βαρκελώνης κοκ. Βλέπετε τώρα με το ίντερνετ δεν αγοράζει ο κόσμος δίσκους και σιντί. Με ακούει να τραγουδάω δωρεάν!
Πώς θα επιβιώσω κι εγώ, μου λέτε? Είναι σκληρό να ζεις στα ξένα! Ξέρετε πόσο ακριβή είναι η ζωή? Αλλά από την άλλη, είμαι μια χαρά βολεμένος, -η εκεί με τη βιλάρα και τις παρέες μου. Δεν ήθελε πολλή φιλοσοφία. Οι μαύροι με λατρεύουν ακόμα. Πουλάω σε αρκετές ηλικίες. Χρόνια ολόκληρα! Εξέθρεψα γενιές και γενιές μαύρων εγώ που με βλέπετε. Με βλέπετε στις αφίσες των δρόμων αγνώριστο, -η από το πολύ ρετούς, το φώτοσοπ και τις επανορθώσεις. Χρόνος δεν πέρασε από πάνω μου! Είμαι ίδιος, -α απλώς μένω αλλού.
Είναι τακτοποιημένα όλα. Οργανωμένα στην εντέλεια. Τα εισιτήρια θα προπωληθούν. Είναι τιμή που θα έρθω να τραγουδήσω ακόμα ένα καλοκαίρι στη Μαυριτανία! Οι μαύροι θα έρθουν πάλι τρέχοντας, για να με ακούσουν συγκινημένοι να τραγουδάω κομμάτια της ζωής τους και της νιότης τους. Χμ! θα χώσω και κάτι κοντά στην πανσέληνο, που όλες οι ρομαντικές καρδιές λιώνουν. Να θυμηθώ να το πω στον μάνατζερ μου. Θα έχω επιτυχία. Και μετά από αυτά τα άκρως κοπιαστικά, θα ξαναγυρίσω στη βίλα μου στο Βερολίνο, Ρώμη, Βαρκελώνη, κοκ. Με γεμάτο το μπεζαχτά για να συνεχίσω την όμορφη ζωή μου, αποτραβηγμένος, -η από τα φώτα της μαυριτανικής δημοσιότητας. Τι? Πώς είπατε? Αρπαχτή? Αχ, με συγχωρείτε! Λείπω χρόνια από τη Μαυριτανία και για μερικές λέξεις έχω ξεχάσει τη σημασία τους!

12/6/09

Η ΡΙΖΑ

Είχε αποφασιστεί και είχε συμφωνηθεί από καιρό. Θα πήγαιναν οι 3 τους σε ένα κομμωτήριο για να κουρευτούν και να χτενιστούν. Ο κουρέας είχε διαπιστευτήρια ικανού κουρέα, το μέρος ήταν εύκολα προσβάσιμο μετά τη δουλειά τους, ήταν λογικού κόστους και τέλος τέλος είχε έρθει ο καιρός να κουρευτούν. Εννοείται ότι η κυρία μου δε θα πήγαινε ποτέ μόνη της εκεί. Είναι γνωστό τοις πάσι πλέον ότι οι νέες γνωριμίες δεν είναι το φόρτε της, το στομάχι της δένεται φιόγκος. Αλλά τα δύο κορίτσια στη δουλειά, από δω την είχαν από κει την είχαν, την έπεισαν να πάει μαζί τους.
Το κουρείο θα έπρεπε να έχει ανακαινιστεί από χρόνια. Το σαλόνι και οι καρέκλες ήταν Λουδοβίκου 16ου τουλάχιστον, με αρχαία ταπετσαρία και φθαρμένο χρυσό χρώμα. Υπήρχε ο κύριος κουρέας και η δεσποινίς χτενίστρια βοηθός του. Η κυρία μου παρέδωσε πρώτη στη βορά τα μαλλιά της. Ο κύριος ήτο ευγενικός, τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε τι επιθυμούσε να κάνει με τα μαλλιά της εισπράττοντας απανωτά γρυλίσματα μέχρι που απελπίστηκε και αποφάσισε να κάνει αυτά που πίστευε ο ίδιος. Η εξοικείωση αργούσε και δεν ήρθε ποτέ τελικά. Από κει που καθόταν, ενώ εκείνη ήλεγχε καχύποπτα τις κομμένες τούφες που όδευαν στο πάτωμα, εγώ θαύμαζα ένα πανέμορφο κλουβί, εξαιρετικά πολυτελές που φιλοξενούσε στο απέναντι μπαλκόνι ένα παπαγάλο. Ευτυχής που ζούσε σε μια τέτοια βίλα! Αυτά είναι κλουβιά, όχι το δικό μου! Ζήλεψα το ομολογώ! Να δω πότε θα φιλοτιμηθούν οι δικοί μου να αγοράσουν και σε μένα ένα τέτοιο!
Ο κύριος κάποτε τελείωσε και καταπιάστηκε με τις άλλες. Η κυρία μου παρεδόθη στα χέρια της βοηθού η οποία ίδρωνε και ξεΐδρωνε να φέρει σε λογαριασμό τόσα μαλλιά. Σταδιακά μετακόμισαν οι δύο κυρίες στο σαλονάκι του Λουδοβίκου και περίμεναν την τρίτη να τελειώσει. Σε μια μεγαλόπρεπη πολυθρόνα καθόταν από ώρα ένας κύριος και περίμενε τον κουρέα. Η κυρία μου και η δεσποινίς συνάδελφός της έπιασαν αμέσως την κουβέντα εις επήκοον του κυρίου. Έλεγαν πράγματα σχετικά με τη δουλειά τους, δεν πρόσεχα ακριβώς γιατί παρατηρούσα με φθόνο τον παπαγάλο του απέναντι μπαλκονιού.
Ο κύριος ξαφνικά παρενέβη στην κουβέντα με ύφος ειδήμονα και αναγκάστηκα να τον προσέξω από περιέργεια γιατί κάθε άλλο από εξασκών το ίδιο επάγγελμα με την κυρία μου και τη φίλη της φαινόταν. Ήτο μεσήλιξ, δηλαδή 55+, κοντός και γεμάτος. Δεν φορούσε κοστούμια και τέτοια αλλά είχε ένα χρυσό δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού χεριού του και ένα Bluetooth μηχανηματάκι σφηνωμένο στο αυτί του, παρόλο που ποτέ του δε χτύπησε. Επιβεβαίωσε το επάγγελμα των κυριών, την υπηρεσία που εργάζονταν και συνέχισε με ερωτήσεις για το διοικητικό καθεστώς της υπηρεσίας τους για το οποίο φαινόταν ότι γνώριζε αρκετές λεπτομέρειες. Η κυρία μου άρχισε να φρίσσει. Την ξέρω καλά και αντιλαμβάνομαι πότε δυσανασχετεί. Ο κύριος φλυαρούσε, τις ενημέρωνε για τα σχέδια του υπουργείου, δήλωσε ότι είναι Σύμβουλος του Υπουργού (!!) παρότι δεν αποκάλυψε το επίπεδο της μόρφωσης του, ότι προωθείται ο τάδε και ο δείνα νόμος κλπ. Το συννεφάκι πάνω από το κεφάλι της κυρίας μου έγραφε «Άχου και δε με νοιάζει, άχου και δε με νοιάζει» δανειζόμενο την ατάκα του πρωταγωνιστή της ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας «Κίτρινα γάντια».
Συνέχισε το λογύδριο του για την κούραση που βίωνε εν όψει των Ευρωεκλογών. Ότι έκανε σε μια μέρα 1500 χιλιόμετρα από τη μια άκρη σχεδόν της Ελλάδας στην άλλη για να ενισχύσει το κυβερνόν κόμμα, ότι έχει μέσα στο αυτοκίνητο του μια βαλίτσα πουκάμισα (και σώβρακα να υποθέσω), ότι είναι κατάκοπος από τον προεκλογικό αγώνα και άλλα που εύκολα τα φαντάζεστε.
Η τρίτη κοπέλα της παρέας τελείωνε το κούρεμα της, όπως ένοχα κατασκόπευε η κυρία μου, άρα τα βάσανα μας πλησίαζαν στο τέλος τους. Ώσπου άνοιξε η κυρία μου το στόμα της και ρώτησε αθώα τον κύριο, έτσι, για να φανεί ευγενική. «Κι εσείς? Ήρθατε για κούρεμα?». Για να λάβει την απάντηση που την έστειλε αδιάβαστη. «Όχι, εγώ ήρθα να περάσω ρίζα». Στον εγκέφαλο της εξερράγησαν χιλιάδες θαυμαστικά!!!! Του χαλάλισε δεύτερη ματιά. Είχε κομοδινί μαλλί όντως. Σκέφτηκε περίλυπη για ακόμη μια φορά ότι διοικούμεθα από ένα κάρο βλαμμένους φανφάρες. Ημιμαθείς ηλίθιους ιθύνοντες, κολλητάρια ξελιγωμένα για εξουσία, ανθρώπους χωρίς παιδεία και δυστυχώς χωρίς τιμή που τρέφονται από το βουτηγμένο στο χέρι μέλι. Άκου να περάσει ρίζα ο γελοίος! Η θηλυκοποίηση του άντρα! Σε όλα! Από την έκφραση μέχρι την πουτανιά! Έβλεπα και σε εκείνη την υποτιθέμενη επικοινωνιακή αντιπαράθεση : φρεσκοπερασμένες ρίζες είχαν αρκετοί γερόντοι. Τι λυπηρό φαινόμενο το κομοδινί μαλλί! Ή το κορακί! Τρισχειρότερο! Τι λυπηρά μυαλά βρίσκονται κάτω από τα βαμμένα μαλλιά!

10/6/09

ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ ?

Ας είναι καλά οι εξετάσεις του Χόλιους για να μάθω κι εγώ την ιστορία του τόπου που απολαμβάνει τις συνθέσεις μου! Να φρεσκάρει επίσης η κυρία μου τις γνώσεις της μπας και την πείσω να δηλώσει συμμετοχή σε τηλεπαιχνίδια γνώσεων και βγάλουμε κανένα φράγκο. Αντιγράφω από τα διαβάσματα μάνας και γιού. Παρεπιπτόντως θα σας μεταφέρω την εικόνα του μόχθου τους. Όσο διάβαζαν, η κυρία μου αποκτούσε σταδιακά μαλλιά - καρφάκια και όταν τελείωναν και σερνόταν μισολιπόθυμη από την εξάντληση στο κρεβάτι της, ο Χόλιους χτένιζε τα μαλλιά καρφάκια και έβγαινε να ξεσκάσει! Αντιγράφω.

ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 20
Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909), σελ. 61
Εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος ήταν ο πολιτικός που δέσποσε την περίοδο 1864 – 1881. Ως πρωθυπουργός προχώρησε σε διανομή των εθνικών γαιών (1871) που είχαν μείνει αδιάθετες και επιδίωξε τη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων. Αρκετές επιλογές του, ιδίως στην εξωτερική πολιτική, έβρισκαν αντίθετο τον Γεώργιο, που τον απομάκρυνε όταν ο Κουμουνδούρος αποφάσισε την αποστολή ελληνικού στρατού για την ενίσχυση της κρητικής επανάστασης των ετών 1866 – 1869.
Γενικότερα, ο κοινοβουλευτισμός λειτουργούσε με προβλήματα. Με δεδομένο ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι, πολλοί πολίτες πίεζαν τους βουλευτές για να εξασφαλίσουν κάποιο διορισμό στο δημόσιο. Καθώς δεν υπήρχαν συγκροτημένα κόμματα, οι βουλευτές, με τη σειρά τους, στήριζαν με την ψήφο τους στη Βουλή εκείνον τον πολιτικό αρχηγό που τους εξασφάλιζε διορισμούς των οπαδών τους.
Ο κυριότερος, ωστόσο, παράγοντας πολιτικής αστάθειας ήταν ο βασιλιάς, που, όταν διαφωνούσε με μια κυβέρνηση, δε δίσταζε να την ανατρέψει. Την αντίθεση του σε αυτήν την πρακτική εξέφρασε ένας νέος πολιτικός, ο Χαρίλαος Τρικούπης, σε άρθρο του υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τις πταίει?» (1874). Σύμφωνα με τον Τρικούπη, ο βασιλιάς θα έπρεπε να διορίζει πρωθυπουργό μόνο εκείνον που είχε τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής, δηλαδή την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών.
Αντιμέτωπος με αυτήν την κριτική, ο Γεώργιος διόρισε, το 1875, τον επικριτή του Χαρίλαο Τρικούπη προσωρινό πρωθυπουργό για να πραγματοποιήσει εκλογές. Κατά την έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής, ο Γεώργιος εκφώνησε λόγο γραμμένο από τον Τρικούπη (Λόγος του Θρόνου) στον οποίο αναγνώριζε την αρχή της δεδηλωμένης. Έτσι άρχισε μια νέα φάση στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Ο δικομματισμός. Η καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης οδήγησε τα μικρά κόμματα, που δεν μπορούσαν, πλέον, να παίζουν αυτόνομα κάποιο σημαντικό ρόλο, είτε στην εξαφάνιση είτε στην ενσωμάτωση σε μεγαλύτερα κόμματα. Έτσι, τη δεκαετία 1885 – 1895, εναλλάσσονταν στην εξουσία δύο κόμματα, με επικεφαλής το ένα τον Χαρίλαο Τρικούπη και το άλλο τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε δικομματισμός.

Είδατε από πότε ξεκίνησε το χάλι του Δημοσίου? Προσωπικώς εξεπλάγην! Και ηπελπίσθην!

8/6/09

Η IBEN ΚΙ ΕΓΩ

Το πρωινό του Σαββάτου ξεκίνησε όπως πάντα. Η κυρία μου ήταν στο σπίτι, σηκώθηκε νωρίς και με πήρε στην κουζίνα, μου έβαλε τα φρούτα μου, καθάρισε το κλουβί μου, με μπανιάρισε στην κεντρική μπανιέρα του σπιτιού και με έβγαλε στο μπαλκόνι. Τον τελευταίο καιρό έχω αποφασίσει να κατατροπώσω τους ανταγωνιστές μου. Το χρυσό μου λαρύγγι παραδίδει μαθήματα φωνητικής σε όλη τη γειτονιά! Γύρω στις 11 εκείνο το πρωί του Σαββάτου και ενώ συνέθετα τους παιάνες μου, γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω μπροστά στην πόρτα μου να με περιεργάζεται ένα γελαστό, άγνωστο πρόσωπο. Κόντεψα να το πάθω το έμφραγμα! Ποια ήταν αυτή που τολμούσε να με περιεργάζεται και να μου χαλάει την ησυχία και βέβαια το τραγούδι? Πώς και δεν ενημερώθηκα εγκαίρως για αυτούς τους ερχομούς, για αυτές τις αλλαγές? Τι σπίτι κι αυτό! Θα με πεθάνουν με τις εκπλήξεις τους!
Έτσι κάπως προέκυψε στη ζωή μας, περίπου ξαφνικά, η Iben από τη Νορβηγία. Όλα έχουν αφετηρία την καλοσύνη των κυρίων μου και την ανεπτυγμένη αίσθηση της φιλοξενίας που τους διέπει. Θα σας εξηγήσω.
Στο καλοκαιρινό σπίτι των Κουκουβάτων, πατρικό του παππού μας, παραθερίζει κάθε καλοκαίρι η γιαγιά Σοφία, για πάνω από 3 μήνες. Πηγαίνουμε κι εμείς εκεί τα τελευταία χρόνια για τις διακοπές μας, έτσι ώστε να εμπλουτιστούν τα κεφάλαια των βιβλίων «Διαβιώ σαν μπαλαρίνα στις διακοπές μου», «Κάνω ακόμα μια φορά ό,τι θέλει η γιαγιά Σοφία», «Έρχομαι να φάω στην ώρα μου», «Ξεκουράζομαι υποχρεωτικά το μεσημέρι» κλπ, κλπ. Το σπίτι μας είναι παραδοσιακό πέτρινο, αναπαλαιωμένο με φροντίδα της γιαγιάς. Αποτελούσε ένα από τα αρχοντικά του χωριού και επειδή βρισκόταν κοντά στο πηγάδι και σε σταυροδρόμι, από το μπαλκόνι του γίνονταν οι ομιλίες εκείνης της εποχής. Δε θα πω άλλα για το σπίτι γιατί δεν είναι η ώρα τώρα. Απέναντι μας είναι ένα ανάλογο σπίτι, όχι όμως αναπαλαιωμένο και τόσο φροντισμένο, το οποίο πουλήθηκε αρχικά σε ένα Δανό και κατόπιν σε μια οικογένεια Νορβηγών. Κάθε χρόνο έρχονταν από τη μακρινή τους χώρα και περνούσαν ένα μήνα στο χωριό, συνήθως τον Ιούλιο. Αρχικά πιστεύαμε ότι σύντομα θα πουλούσαν και αυτοί το σπίτι, σε κάποιον επόμενο Σκανδιναβό αλλά διαψευστήκαμε. Αγάπησαν πολύ το χωριό μας, όπως άλλωστε όλοι όσοι το επισκέπτονται.
Κάθε χρόνο έκαναν βήματα προόδου και αυτοί και εμείς. Ξεπρόβαλλαν δειλά δειλά μέσα στη ζωή του χωριού και δεδομένης της καλής διάθεσης των απέναντι γειτόνων περιβλήθηκαν από αγάπη. Τα κορίτσια μεγάλωσαν και ομόρφυναν, έπαψαν να είναι τόσο ντροπαλά, η γιαγιά Σοφία πέταξε γέφυρες μαρμελάδας, τυρόπιτας και ντολμάδων. Η συνεννόηση γινόταν με την παγκόσμια γλώσσα της νοηματικής και του χαμόγελου εκτός από το διάστημα που ερχόταν η κυρία μου, η οποία πλήρωνε τη νύφη με την έννοια των αμοιβαίων επεξηγήσεων και τοποθετήσεων στα αγγλικά. Κάθε καλοκαίρι μας έφερναν καπνιστό σολομό Νορβηγίας που δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε και πώς να τον μαγειρέψουμε. Κι εμείς τους φορτώναμε φεύγοντας μέλια, ούζα, μαρμελάδες και χυλοπίτες. Η μεγάλη τους κόρη, η Iben, κουτσοέμαθε κάτι ελληνικά, η μικρή, η Marlen ήταν ακόμα πολύ ντροπαλή και εσωστρεφής.
Πριν από τρεις βδομάδες, ένα βράδυ η κυρία μου είχε χωμένη την προβοσκίδα της σε ένα βιβλίο σχετικό με τη δουλειά της και - ορκίζομαι ότι - έψαχνε αφορμή να τα παρατήσει, κοινώς να τα σιχτιρίσει. Χτύπησε το κινητό της και την άκουσα να μιλάει αγγλικά. Δεν ήξερα τι να υποθέσω καθότι ξέρω ότι αυτά τα αποφεύγει όσο μπορεί. Έστησα αυτί λοιπόν γελώντας χαιρέκακα με την ταλαιπωρία που βίωνε. Ήταν η Iben από τη μακρινή Νορβηγία η οποία μας παρακαλούσε να τη φιλοξενήσουμε 2-3 ημέρες μέχρι να βρει ένα διαμέρισμα για το διάστημα του ενάμιση μήνα που θα έμενε στην Αθήνα. Χμ! άρα ερχόταν! Θα παρακολουθούσε ένα διακρατικό πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας για αλλοδαπούς φοιτητές, στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου της Αθήνας, στου Ζωγράφου. Τα σχετικά με το πρόγραμμα τα γνώριζε από καιρό και είχε λάβει εγγυήσεις ότι θα φιλοξενηθεί από κάποιους (Κουκουβατίτες κατοίκους Αθηνών). Οι Νορβηγοί όμως δε γνωρίζουν και δεν έχουν δει την ελληνική ταινία «ο Ατσίδας» όπου αναλύεται λεπτομερώς η κατάσταση «στρίβειν δια του αρραβώνος». Πού να τα ξέρουν αυτά Νορβηγοί άνθρωποι! Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα δια το "δια ταύτα", κανένας δε βρέθηκε να σηκώσει (σαν άντρας) το κινητό του και να της απαντήσει ευθέως ότι δεν μπορεί να τη φιλοξενήσει. Το κορίτσι ακουγόταν περίπου απελπισμένο. Η σανίδα σωτηρίας προέκυψε από μας. Της είπαμε ότι μπορεί να έρθει να μείνει σπίτι μας για όσο καιρό θα διαρκέσουν τα μαθήματα της και για όσο θέλει.
Το κανονικό μου αφεντικό έλειπε στο Διακοφτερό, ο κύριος μου δούλευε τη νυχτερινή του υπηρεσία, ο Χόλιους τυλιγμένος στους εφιάλτες των εξετάσεων ροχάλιζε μακάρια εκείνο το χάραμα του Σαββάτου. Στις 2 η ώρα, χτύπησε το ρολόι, σηκώθηκε νυσταγμένη η κυρία μου και πήγε να παραλάβει τη νορβηγίδα από τη στάση - τέρμα του λεωφορείου του αεροδρομίου. Έτσι κάπως έγιναν τα πράγματα και είδα εκείνο το πρωί το γελαστό πρόσωπο της Iben να με περιεργάζεται και να ρωτάει τι πουλί είμαι. Δεν έχουν φαίνεται καναρίνια στη Νορβηγία. Έτσι κι εγώ βάλθηκα να την ξεκουφάνω. Ξεδίπλωσα μπροστά της όλο μου το ρεπερτόριο!
Το δωμάτιο του κανονικού μου αφεντικού γέμισε κοριτσίστικα πραγματάκια και μικροσκοπικά ρουχαλάκια, το μπάνιο της κυρίας μου νέα μπουκαλάκια και πινελάκια δίπλα στα εκατοντάδες ήδη υπάρχοντα. Η γιαγιά Σοφία ανασκουμπώθηκε στη μαγειρική. Ο Χόλιους περιχαρής έδωσε σήμα στους φίλους του ότι το βράδυ θα συνοδεύσουν το κορίτσι στο Μικρολίμανο. Ήρθαν να την πάρουν κορδωμένοι σα γαλοπούλες, με τόνους ζελέ στο μαλλί και αυτόματα ο Φανούρης συστήθηκε ως Φαν και σκάσαμε όλοι στα γέλια!
Φεύγοντας τα παιδιά, ο κύριος μου αναρωτήθηκε φωναχτά γιατί δεν απέκτησε κι εκείνος με την κυρία μου ένα κοριτσάκι, για να εισπράξει ένα λίβελο για τα σπερματοζωάρια του που - κατά την κυρία μου - ήταν μόνο αγορίστικα!