29/3/09

MR. JOHN

Ο κ. John ήταν η εμβληματική φιγούρα που μας περίμενε στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών ως εκπρόσωπος του γραφείου ταξιδίου (έχω κρεμάσει την ιστορία για το ταξίδι). Ήταν εξαιρετικά ευγενικός και εξυπηρετικός. Για Βέλγος ήταν χαμογελαστός και αεικίνητος. Συνήθως η εξοικείωση σε ένα ταξίδι γίνεται την τελευταία ή την προτελευταία ημέρα. Τότε ατενίζεις τα πρόσωπα των συνταξιδιωτών σου και σκέφτεσαι "τι ωραία που περνάω! τι κρίμα που φεύγουμε!". Ενώ στην αρχή είσαι κουμπωμένος και αγχωμένος με το ταξίδι και τα διαδικαστικά του, καθώς οι μέρες περνούν, έχεις φάει μαζί τους, έχεις κουβεντιάσει, έχεις σχολιάσει, έχεις χαλαρώσει και έχεις τελικά απορροφηθεί από την παρέα. Το ταξίδι αυτό δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο κ. John τις πρώτες ημέρες αποτελούσε κάτι αφηρημένο. Ήταν ο κύριος που μας έδινε τις αναγκαίες πληροφορίες, τους χάρτες της πόλης και μας ενημέρωνε για την ώρα της βραδινής συνάντησης για το δείπνο. Σιγά σιγά όμως αρχίσαμε να παρατηρούμε το πλατύ του χαμόγελο και το αληθινό ενδιαφέρον του για το αν είχαμε κάποιο πρόβλημα και αν περνούσαμε καλά. Ήταν μέτριος στο ύψος, με τα κανονικά κιλά του, ίσως δυο τρία παραπάνω και πάντα καλοντυμένος. Τα χαρακτηριστικά του ήταν δύο : το έξυπνο βλέμμα και το ξυρισμένο κεφάλι (άτιμη τεστοστερόνη!).
Ένα βράδυ κάθισε από την πλευρά του τραπεζιού που ήμαστε εμείς. Αρχικά η κυρία μου έβριζε μέσα από τα δόντια της γιατί δεν της αρέσει καθόλου να μιλάει με αγνώστους και κυρίως να μιλάει σε μια ξένη γλώσσα. Θεωρεί ότι τα ταξίδια της είναι η Πόρτα Διαφυγής της από την πραγματικότητα. Στο χώρο λοιπόν της Διαφυγής θέλει να φάει, να πιει και να μιλήσει περί ανέμων και υδάτων χωρίς να σκέφτεται συντακτικά και άγνωστες ξένες λέξεις εάν δεν είναι απαραίτητο. Όταν αντίκρισε το χαμογελαστό κ. John να προσκολλάται σε ακτίνα αναγκαστικής ομιλίας την έλουσε κρύος ιδρώτας. Ευγενής όμως όπως είναι κατάπιε τις αντιρρήσεις της και άρχισαν να μιλάνε. Η κουβέντα τους ήταν ένα κράμα αγγλικών και γαλλικών, από τη μια επειδή η κυρία μου το αγαπάει το γαλλικό και της έρχεται πιο εύκολα αλλά και το αγγλικό αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ αυτών των δύο και των λοιπών συνδαιτυμόνων τουλάχιστον όσων ήταν σε απόσταση συμμετοχής στην κουβέντα. Με τη βοήθεια του κρασιού η κουβέντα ζεστάθηκε και αποκάλυψε ένα κ. John εξαιρετικά συμπαθή αν και φλύαρο.
Το μενού εκείνης της βραδιάς περιλάμβανε επιλογή πιάτων κι εκείνος συνέστησε ένα ορεκτικό με γαρίδες εξαιρετικές κατ΄αυτόν, που δεν τρωγόντουσαν πρακτικά κατ΄εμάς. Η κυρία μου προτίμησε το ορεκτικό με σαλιγκάρια και η κουβέντα περιστράφηκε εκεί. Του εκθείασε τα σαλιγκάρια της mama Sophie, της μαμάς της, περιγράφοντας γαλλιστί τη σύβραση από ντομάτες και κρεμμύδια μέσα στα οποία μαγείρευε τα σαλιγκάρια ο ειδήμων γιαγιά. Στην πορεία της περιγραφής αφίχθη και το πιάτο το οποίο περιείχε μια άσπρη σούπα στην οποία κολυμπούσαν σαν σκουληκαντέρες 5 σώματα σαλιγκαριών! Τι δουλειά έχει ο Φάντης με το ρετσινόλαδο! Σαλιγκάρια ήταν αυτά? Χάσαμε κάθε ιδέα. Αυτοί τελικά μόνο από σοκολατάκια ξέρουν! Νέτα σκέτα είπε στον έκθαμβο κ. John ότι άμα θέλει να φάει στη ζωή του σαλιγκάρια της προκοπής να έρθει στην Ελλάδα να φάει σαλιγκάρια από τη μαμά της.
Η κουβέντα αποκάλυψε κι άλλα. Ο καλός κ. John βίωνε μια αγωνία την τελευταία βδομάδα απερίγραπτη. Τα τελευταία χρόνια έπασχε από καρκίνο προστάτη και προ ημερών είχε υποβληθεί σε νέο εργαστηριακό έλεγχο με την υποψία της επέκτασης της αρρώστιας του. Ήταν ανήσυχος για τα αποτελέσματα και κυρίως για το μέλλον του μια και είχε ένα μικρό κοριτσάκι 6 ετών. Σκεπτόταν τι θα έλεγε στο παιδί εάν τα αποτελέσματα ήταν άσχημα και πώς θα το προετοίμαζε για την ενδεχόμενη απώλεια. Θέλοντας να ελαφρύνουμε το κλίμα τον ρωτήσαμε για το κοριτσάκι. Μας είπε ότι τη λένε Kenza, όνομα το οποίο υποστήριζε ότι προερχόταν από τα αρχαία ελληνικά. Η πλευρά του τραπεζιού που συμμετείχε στην κουβέντα διέρρηξε τα ιμάτια της, καθότι όλες οι κυρίες έχουν ευρεία φιλολογική μόρφωση. "Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα" του είπαν με μια φωνή και πρωτάκουστη για γυναίκες σύμπνοια.
Ο κ. John στα 56 του, γνώρισε τη μαμά της Kenza και την παντρεύτηκε. Η μαμά, όπως καταλάβαμε ήταν αφρικανικής καταγωγής και μοιραία φανταστήκαμε το κοριτσάκι μαυράκι με σγουρά κοτσιδάκια και άσπρα μεγάλα δόντια. Στα 62 του ο κ. John βρέθηκε όχι μόνο πατέρας αλλά ήδη παππούς εγγονιών μεγαλύτερων της Kenza! Αυτοσαρκάστηκε με αυτό το τελευταίο, δείγμα ανθρώπου με υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Μας είπε ότι είχε δύο κόρες από τον προηγούμενο γάμο του, 36 και 38 χρονών. Αυτές με τη σειρά τους είχαν παιδιά. Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν ήδη 12 ετών και ήταν φυσικά εγγόνι του, 6 χρόνια μεγαλύτερο από την κόρη του! Παραδέχτηκε ότι το βρίσκει δύσκολο να συνταιριάξει τους ρόλους καμιά φορά. Θεωρούσε υπερβολικά πολλά τα χρόνια που τον χώριζαν από την Kenza και αναρωτιόταν αν το παιδί το ίδιο τον έβλεπε σαν παππού και όχι σαν πατέρα μπερδεμένο από εγγόνια και μεγάλες κόρες! Η Τσιριμπόμ τού καταλόγισε ζωή bon viveur απόρροια της οποίας ήταν όλα τα τελευταία αλλά εδώ της δίνω άδικο. Τι σημαίνει κύριε Πρόεδρε αυτό? Αγαπήσαμε, αυτό είναι το λάθος μας! Καταδικάστε μας! Ήμαστε 55 ετών και ξανααγαπήσαμε τη μαμά της Kenza. Πόσο επιλήψιμο είναι αυτό κύριε Πρόεδρε? Τελειώνει η δυνατότης ερωτεύεσθε σε κάποια ηλικία? Δε μετανιώνουμε! Και ας μας χαρακτηρίζετε bons viveurs γι αυτό...Έστω! Το δεχόμεθα αλλά δε μετανιώνουμε!
Μια ζωή γεμάτη έζησε και ζει ο κ. John. Με ανοιχτούς ορίζοντες, πλατύ χαμόγελο και λαμπερά μάτια. Υπήρξε υπάλληλος της αεροπορικής εταιρείας Sabena, έκανε πολλά ταξίδια, γνώρισε μέρη του κόσμου, έζησε για μεγάλα διαστήματα στο εξωτερικό. Έμεινε καιρό στην Ισπανία, έζησε στο Λουξεμβούργο χάριν μιας κυρίας, επέστρεψε στο Βέλγιο χάριν μιας επαγγελματικής στροφής. Είναι πλήρης εμπειριών και έτοιμος, αν αύριο του ανακοίνωναν ότι η ζωή του μετράει μήνες, να τακτοποιήσει όλα του τα θέματα και συνειδητοποιημένος να απέλθει ευτυχής για όσα έζησε και όχι κλαίγοντας για όσα δεν έζησε.
Φεύγοντας από τις Βρυξέλλες, μέσα στο βιβλίο που δεν κατάφερε να διαβάσει η Τσιριμπόμ, έβαλε τη διεύθυνση του κυρίου John. Μία εβδομάδα μετά, του έστειλε ένα e-mail ρωτώντας τον σε μισοανάπηρα γαλλικά για τα αποτελέσματα των εξετάσεων του. Της απάντησε την ίδια ημέρα ότι όλα ήταν καλά ευτυχώς προς το παρόν. Το κείμενο της κυρίας μου (που σημειωτέον αγκομάχησε να το γράψει) ήταν ένας κουρελής ζητιάνος και το κείμενο της απάντησης ήταν ο αυτοκράτορας των λέξεων! Όχι δεν είμαι κακό! Και βέβαια αναγνωρίζω ότι έγραφε στη μητρική του γλώσσα! Αλλά να... Ζήλεψα...

ΤΑ ΘΡΥΨΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Η κυρία μου επισκέφτηκε ένα προηγούμενο απόγευμα τη μαμά της και τη βρήκε, όπως πάντα τυλιγμένη μέσα στις σαπουνόπερες της να της απαντάει αφηρημένα. Πήγα κι εγώ μαζί της γιατί το κανονικό αφεντικό μου με είχε πρήξει. Δεν έχει τι να κάνει αυτόν τον καιρό, πέρα από το διάβασμα του και τρώγεται με τα ρούχα του! Τον έπιασα να ρωτάει τη μαμά του εάν όταν πεθάνω μπορεί να με ταριχεύσει και πού υπάρχουν τα σχετικά μαγαζιά ταριχεύσεων! Ακούτε? Πώς δεν το έπαθα το εγκεφαλικό είναι θαύμα! Κόντεψα να τσακιστώ από το κλαδί μου! Η κυρία μου και μαμά του όμως δεν πήγε πίσω! Υπολόγισε πρόχειρα την πίεση της και εφόσον κατάλαβε ότι άγγιζε δυσθεώρητα ύψη, τον ατένισε με ένα πολύ εύγλωττο βλέμμα και εν είδει Βούδα τον ξαπέστειλε χωρίς άλλη κουβέντα.

Μια και η γιαγιά δε μας έδωσε σημασία απορροφημένη από τις περιπέτειες των ηρώων της, εγώ βολεύτηκα πάνω στο προβατάκι της πυζάμας της κυρίας μου και άρχισα να ρεμβάζω. Εκείνη βυθίστηκε στις σκέψεις της. Αλυσσίδα βαθυστόχαστων σκέψεων! Σκεφτόταν ότι η τηλεόραση πλέον δεν είναι να ανοίγει διότι αυτά που παίζει και όσοι εμφανίζονται αποτελούν ύβρη για μια μέση νοημοσύνη. Συνειρμικά αναλογίστηκε τον κινηματογράφο και το εάν έπρεπε να πάρει τον κύριο μου και να πάνε να δούνε κάποια ταινία για να ξεσκάσουν. Η επόμενη σκέψη ήταν ότι ήδη παίζονται αρκετό καιρό "Τα θρύψαλα του καιρού" και θα έπρεπε να κόβονται εισιτήρια για ποιοτικές ελληνικές ταινίες μέσα στα πλαίσια της υποστήριξης στην άλλη ματιά και αντίστασης στα χολυγουντιανά box office . Με την τελευταία σκέψη στο μυαλό ανέβηκε επάνω και είπε στον κύριο μου αποφασιστικά "την Παρασκευή θα πάμε να δούμε "Τα θρύψαλα του καιρού", παίζεται στο Δημοτικό κινηματογράφο που είναι κοντά στο σπίτι μας" . Ο κύριος μου που ρουφούσε τον καφέ του αμέριμνος κόντεψε να πνιγεί και της απάντησε ετοιμόλογος "τι σου δίνει και πίνεις όταν πάς κάτω?" εννοώντας τη γιαγιά. Τα επόμενα που της έσουρε ήταν τα ακόλουθα "εσύ δεν έχεις δει ποτέ σου Αγγελακόπουλο (αλήθεια), τόσα χρόνια που σε παρακαλάω (αλήθεια), ούτε καν το "Μπουλούκι" που είναι η καλύτερη και η πιο πολιτική του ταινία (αλήθεια), αρνήθηκες να δεις το "...... " και τον "........ " και το "......." γιατί δε θέλεις να στεναχωριέσαι (sic αλλά αλήθεια!) και τώρα πήγες δυο λεπτά κάτω να δεις τη μαμά σου και ήρθες φουριόζα να μου πεις να πάμε να τον δούμε. Πες μου τι σου έδωσε και ήπιες?". Ωρύετο!

Ο κύβος όμως είχε ριφθεί! Παρασκευή στολίστηκαν και πήραν το δρόμο για το σινεμά. Ο κύριος μου εξακολουθούσε να την ψέλνει αλλά εκείνη έφτιαχνε νοερές λίστες σούπερ μάρκετ και δεν του απαντούσε. Στην αίθουσα ήταν 12 άτομα, μερικά είχαν παραμείνει μετά από το έργο που παιζόταν πριν, ένα γιαπωνέζικο με κηδείες, παντοτινούς αποχωρισμούς και τελεσίδικους αποχαιρετισμούς. Έγινα expert στην προετοιμασία του γιαπωνέζου νεκρού.

Η κυρία μου βρήκε το έργο για το οποίο πήγαμε ωραίο, καθόλου βαρετό, με θαυμάσια φωτογραφία και μουσική. Πέρα από τις πικρόχολες κακίες που γράφτηκαν, κυρίως για τον εγωκεντρισμό του σκηνοθέτη, το αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων, την έλλειψη πολιτικού προσανατολισμού κλπ διανοουμενίστικα, το έργο ήταν ανώτερο από άπειρες πατάτες που έχουμε δει. Ο κόσμος των καναρινιών άλλωστε λατρεύει τις διαχρονικές ιστορίες αγάπης, τις καλές ερμηνείες, τα χρόνια που περνάνε, τις αναμνήσεις που αφήνουν, την ιστορική μνήμη...

Ο κύριος μου αντίθετα, χαρακτήρισε την ταινία, τη χειρότερη του σκηνοθέτη! Ανάποδα έγιναν τα πράγματα. Εκείνη, που δεν ήθελε παλιότερα ούτε να ακούσει, υποσχέθηκε να δει και τις υπόλοιπες ταινίες για να διαμορφώσει άποψη. Εκείνος, που έχει και φυλάει σαν κόρη αφθαλμού όλη τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη σε DVD, μουρμούριζε ότι απογοητεύτηκε και δεν περίμενε τέτοια ταινία από αυτόν! Καθώς τους άκουγα θυμήθηκα πριν από χρόνια ένα ταξίδι μας στη Φλώρινα. Ήταν χειμώνας και είχαν πάει οι δυο τους χειμωνιάτικες διακοπές στην Καστοριά. Ο κύριος μου απαίτησε να πάνε στη Φλώρινα γιατί ήθελε να απολαύσει μερικά από τα τοπία που χρησιμοποιούσε ο σκηνοθέτης στις ταινίες του. Επειδή η συλλεκτική φιλμογραφία του μόλις άρχιζε να σχηματίζεται έστειλε την κυρία μου σε ένα DVD club να ζητήσει να αγοράσει όλες τις ταινίες που (ήταν βέβαιος ότι θα) είχαν. Της είπε μάλιστα ότι είναι πασίγνωστος στη Φλώρινα επειδή έχει χρησιμοποιήσει τοπία και ανθρώπους επανειλλημμένα στις ταινίες του. Πήγαμε στο κατάστημα, είπαμε τι θέλαμε στο νυσταγμένο υπάλληλο και ακούσαμε την ερώτηση "Του ποιού θέλετε ταινίες? Ποιος είναι αυτός? Δεν τον ξέρω!" Ρεζίλι των σκυλέων γίναμε! Φύγαμε άρον άρον και σε όλο το δρόμο ήταν η κυρία μου που έψελνε το σύζυγο της για την αφέλεια του...

20/3/09

Ο ΑΣΠΡΑΓΚΑΘΟΣ

Δίπλα από το σπίτι μας είναι μια οικογενειακή διόροφη κατοικία. Όταν η Τσιριμπόμ ήταν παιδάκι, το διπλανό σπίτι είχε ένα ισόγειο με αυλή και έναν πρώτο όροφο. Πολύ πριν γεννηθεί η κυρία μου, οι ιδιοκτήτες που έμεναν στον πρώτο όροφο, νοίκιαζαν τις καμαρούλες του ισογείου για να αυξήσουν το εισόδημα τους. Οι οικογένειες αυλίζονταν μαζί και τα βραδάκια έβγαιναν στο πεζοδρόμιο και έμεναν για ώρες μιλώντας με τους γείτονες και τους γνωστούς περαστικούς. Σήμερα, τέτοιου είδους αυλές και καμαρούλες υπάρχουν πια μόνο στις παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. Η οικογένεια είχε ένα αγόρι και ένα κορίτσι δίδυμα, μεγαλύτερα 3 -4 χρόνια από την Τσιριμπόμ. Ο μπαμπάς της, που σημειωτέον ήταν μεγάλο πειραχτήρι, αποκαλούσε το αγοράκι Ασπράγκαθο επειδή ήταν κάπως σαν κοκκινόξανθο και είχε μαλλιά σαν βούρτσα. Οι σχέσεις των δύο οικογενειών ήταν σχέσεις απλής γειτονίας καθότι τις χώριζε άβυσσος πολιτικών απόψεων. Ο μπαμπάς μας ήταν αριστερός μέχρι κοκκάλων και ο μπαμπάς του Ασπράγκαθου δεξιότατος. Το δικό του παρατσούκλι ήταν Χωροφύλακας (προσαρμοσμένο και στο θηλυκό του για τη σύζυγο).

Ο Ασπράγκαθος, λοιπόν, αποτελούσε το φόβο και τον τρόμο των παιδικών χρόνων της κυρίας μου. Ήταν άσχημος, μιλούσε με τη μύτη, ήταν κουτός και κατ΄επέκταση κακός μαθητής. Για όλους αυτούς τους λόγους, το παιδάκι άθελα του αποτελούσε τη μόνιμη απειλή για το μέλλον της κυρίας μου. Τόσο ο μπαμπάς της όσο και η μαμά της, όταν δεν διάβαζε της έλεγαν : "Διάβασε, γιατί άμα δεν καταφέρεις να γίνεις τίποτε, να σε παντρέψουμε με τον Ασπράγκαθο να τελειώνουμε!". Τόσο ωραία!!! Η Τσιριμπόμ στην ενήλικη ζωή της μετασχηματίστηκε σε διαόλου κάλτσα επειδή έπαθε ένα σωρό τέτοια χουνέρια στην παιδική της ηλικία. Η γιαγιά Σοφία, αυτό το κατά τα άλλα αθώο γιαγιουδάκι, που φτιάχνει τα απίθανα φαγητά και γλυκά, ως μητέρα ανέθρεψε την Τσιριμπόμ σαν βόδι. Συνεχώς την εξαπατούσε κι εκείνη την πίστευε τυφλά. Θα παρεμβάλλω στην ιστορία μερικά παραδείγματα.
Στην ηλικία των 5 ετών, μετά από δεκάδες αμυγδαλίτιδες και εκατόμβες αργιών και εορτών χριστουγέννων και πάσχα, η μαμά Σοφία αποφάσισε να καθαρίσει δυναμικά με τις εκβλαστήσεις της μικρής. Την πήρε σηκωτή και την πήγε στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι της μαμά της, της γιαγιάς Ελένης. Κανόνισε τα του νοσοκομείου και την έβαλε μέσα. Λίγα θυμάται η Τσιριμπόμ από αυτά τα γεγονότα αλλά θυμάται καθαρά το τραυματικό. Το πρωί της επέμβασης την είχαν αφήσει νηστική και πεινούσε πολύ. Η μαμά της την είχε επανειλλημμένα διαβεβαιώσει ότι δεν θα γινόταν η επέμβαση την ημέρα εκείνη και γι αυτό η μικρή και αθώα Τσιριμπόμ ήταν απολύτως ήσυχη. Όταν άρχισε να πεινάει ανυπόφορα, η μαμά της τη ρώτησε τι τραβούσε η όρεξη της να φάει κι εκείνη ζήτησε μακαρόνια με κιμά. Πάμε, της είπε, να ρωτήσουμε το γιατρό αν κάνει να φας. Πήρε το ζώον από το χέρι και το πήγε περπατώντας στο χειρουργείο. Την υποδέχτηκαν οι πράσινες μάσκες, οι πράσινες μπλούζες αλλά το ζώον, ζώον! Δεν κατάλαβε τίποτε μένοντας απολύτως εστιασμένο στα καθησυχαστικά λόγια (ψεύδη) της μαμάς της. Η μαμά ρώτησε μεγαλόφωνα το "γιατρό" που έσπευσε να την πάρει αγκαλιά αν μπορούσε να φάει τα μακαρόνια, γνέφοντας και κάνοντας διάφορες γκριμάτσες. Η Τσιριμπόμ δε θυμάται απαντήσεις γιατί είδε να έρχεται στη μούρη της φουριόζικο ένα μαύρο πράγμα σαν βεντούζα. Μετά ακολούθησε η λήθη η οποία παρέσυρε οποιαδήποτε αρχόμενη απορία, κακία, παράπονο για την εξαπάτηση. Και εμπειρία.
Το επόμενο που θυμάται αφορά το καρπούζι. Όπως όλα τα παιδάκια τρελλαινόταν για το καρπούζι. Όταν της έδινε η μαμά της μια φέτα να φάει τη συνόδευε με τον ακόλουθο αφορισμό : "πρόσεξε μην καταπιείς τα κουκούτσια γιατί θα φυτρώσει μέσα στην κοιλιά σου μια καρπουζιά και θα βγουν τα κλαδιά της από τα αυτιά σου". Ελπίζω να μη γελάει κανείς... Η Τσιριμπόμ, αν κατά λάθος κατάπινε κανένα κουκούτσι άθελα της, γύριζε έντρομη όλη την υπόλοιπη μέρα στο σπίτι ελέγχοντας με τρόμο τον εαυτό της στον καθρέφτη για να δει μήπως άρχισαν να ξεπροβάλλουν τα κλαδιά από τα αυτιά της! Ουδέν σχόλιον.
Επιστρέφω στον Ασπράγκαθο. Η κυρία μου όταν τον συναντούσε στο δρόμο πάθαινε παράκρουση. Το φάσμα της παντρειάς με τον Ασπράγκαθο την έκανε να γίνει καλή και επιμελής μαθήτρια και αυτό που τελικά έγινε. Ο Ασπράγκαθος αφού πέρασε και απέτυχε παταγωδώς από πολλές δουλειές, συνήθως μαθητείες για να γίνει κάποιου είδους τεχνίτης, κατάφερε να χωθεί στην αστυνομία (ο Χωροφύλακας μερίμνησε δεόντως πριν αποχωρήσει από τη ζωή). Μένει κι αυτός στο πατρικό του, δίπλα μας δηλαδή, και έχει δύο ασπραγκαθάκια. Οδηγεί μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και όπου νά ναι συνταξιοδοτείται (20 χρόνια υπηρετούν τα σώματα ασφαλείας για να μη νομίσει κανείς ότι η κυρία μου είναι κοντά στα 60). Προχθές που πήγε η Τσιριμπόμ στο σούπερ μάρκετ με τα πόδια (για βόλτα και για να ασκηθεί....) και φορτώθηκε σα γαιδούρι 150 τσάντες, συνάντησε τον Ασπράγκαθο. Πάρκαρε τη μηχανάρα έξω από το σούπερ μάρκετ και ετοιμαζόταν να μπει να ψωνίσει. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια. Ξεπερνούσε τα 100 κιλά όπως πρόσεξε η κυρία μου. Τα μαλλιά του ήταν γκριζοασπραγκαθέ και τα μάτια του είχαν αυτό το έξυπνο βλέμμα που έχουν οι ροφοί. Ήταν εμφανώς εκνευρισμένος και όταν τον ρώτησε τι κάνουν τα ασπραγκαθάκια αυτός εξανέστη! "Δε γίνεται πια " ανέκραξε με εμφανώς ένρινη χροιά (μάλλον δεν έβγαλε ποτέ τα κρεατάκια του). "Δε μπορώ να τα κυνηγάω να διαβάσουν και να πληρώνω από τώρα 1500 ευρώ το μήνα σε ιδιαίτερα (πού ήθελε να μοιάσουν τα παιδιά?). Να σκεφτείς τους κάνω ιδιαίτερα και γερμανικά με δασκάλα (!!!!) και χτες που πήγα να τα διαβάσω (!!!!!!!!!!!) γιατί θα έγραφαν διαγώνισμα δεν ξέραν τίποτα!" (pardon? να διαβάσει ο Ασπράγκαθος γερμανικά? πότε έμαθε να συλλαβίζει ελληνικά?).
Η Τσιριμπόμ πήρε το δρόμο της επιστροφής σκυλοβρίζοντας τις 150 τσάντες που κουβαλούσε. Μέσα της αναρωτιόταν μήπως τελικά ο Ασπράγκαθος ήταν ο πιο επιτυχημένος της γειτονιάς.

16/3/09

ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ

Το είπα και το έκανα! Σας γράφω έχοντας ριγμένες ανέμελα στους ώμους μου λευκές βελγικές δαντέλες και ένα βελγικό δαντελένιο μαντιλάκι στο πέτο μου, ακουμπισμένο σε ένα κρυστάλλινο ποτηράκι αγορασμένο από το παζάρι αντικών του Grand Sablon. Δίπλα μου έχω ένα ευφάνταστο ποτήρι βελγικής μπύρας με 9.5 βαθμούς αλκοόλ (είμαι αποφασισμένο να γίνω ντίρλα) και ένα χωνάκι με ονομαστές βελγικές τηγανητές πατάτες πασαλειμμένος με μαγιονέζα. Για αργότερα άφησα ένα περιβόητο σοκολατάκι Μarcolini και μια μίνι creme brulee με άρωμα πορτοκαλιού. Στο κουβαδάκι που κανονικά έπρεπε να έχω ένα κομματάκι απλού μήλου, θαυμάζω μια υπερμεγέθη φράουλα βουτηγμένη η μισή σε λευκή σοκολάτα. Τέλος, πριν κοιμηθώ θα χωθώ μέσα σε μια βάφλα με ρευστή σοκολάτα και οικιακή σαντιγί. To κλουβί μου μετεξελίχθη σε ένα είδος γαστριμαργικού παράδεισου!
Το ταξίδι μας ήταν προγραμματισμένο εδώ και κάμποσο καιρό. Η κυρία μου θα επισκεπτόταν για πρώτη φορά τις Βρυξέλλες, για κάτι σχετικό με τη δουλειά της. Δεν είχε ιδιαίτερο ενθουσιασμό για το συγκεκριμένο ταξίδι, επειδή οι φήμες λένε ότι πρόκειται για μια από τις πιο άσχημες ευρωπαϊκές πόλεις. Ο καιρός προμηνυόταν κρύος έως ανατριχιαστικά παγερός. Έχωσε στη βαλίτσα της γάντια, κασκόλ, πουλόβερ, μετά τα ξανάβγαλε θεωρώντας ότι έπαιρνε πολλά, μετά τα ξανάβαλε... Δύο μέρες ετοιμαζόταν με προσεκτικές λίστες να μην ξεχάσει τίποτε και υποφέρει από το κρύο. Τελικά ξέχασε τα γιαλιά μυωπίας της, το πιο σημαντικό και αναντικατάστατο! Αυτά που πήρε πρώτα πρώτα και σίγουρα ήταν δύο καπέλα. Της αρέσουν πολύ τα καπέλα αλλά δεν τα φοράει ποτέ στην Ελλάδα διότι δεν αντέχει να βλέπει το συμπονετικό βλέμμα των περαστικών και να διαβάζει τη σκέψη τους "Η τρελή του Σαγιό". Όταν όμως ετοιμάζεται για το εξωτερικό το πρώτο που τακτοποιεί με φροντίδα στη βαλίτσα της είναι τα καπέλα! Ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν την ενδιαφέρει τι θα πει ο Βέλγος διαβάτης αλλά κόπτεται τι θα σκεφτεί ο Έλληνας. Μυστήριο το μυαλό των ανθρώπων - γυναικών!
Η παρέα του ταξιδιού ήταν αυτή τη φορά γυναικοπαρέα. Οι δύο είχαν προμηθευτεί βιβλία από το αεροδρόμιο. Η κυρία μου, που θεωρεί το βιβλιοπωλείο του αεροδρομίου γδαρτήριο, είχε πάρει μαζί της ένα βιβλίο, αγορασμένο με τους γνωστούς τρόπους συμφερουσών αγορών. Το βιβλίο πήρε τον αέρα του στις Βρυξέλλες και γύρισε αδιάβαστο, επειδή η έξυπνη είχε ξεχάσει τα γιαλιά μυωπίας που είναι τα οικιακά γιαλιά διαβάσματος και το βράδυ, όταν έβγαζε τους φακούς επαφής της, ψηλαφούσε τους τοίχους για να βρει το κρεβάτι της να ξαπλώσει. Οπότε δεν ετέθη καν το θέμα του βραδινού διαβάσματος (Τζίλιαν Φλιν "Αιχμηρά αντικείμενα", Μεταίχμιο). Μέσα στο αεροπλάνο όμως, τα κορίτσια της παρέας, της έδωσαν το ένα από τα δύο αγορασμένα βιβλία και πέρασε όλο το ταξίδι διαβάζοντας απνευστί, εις γνώσιν της ότι δε θα προλάβαινε να το τελειώσει (Πασχαλιά Τραυλού "Φτερά από μετάξι").
Ευτυχώς που τα φτερά του αεροπλάνου δεν ήταν από μετάξι και η προσγείωση έγινε χωρίς απρόοπτα. Από το αεροδρόμιο μας παρέλαβε ο εκπρόσωπος του ταξιδιωτικού γραφείου, ένας πολύ συμπαθής Βέλγος, ο Mr John, για τον οποίο θα κάνω ειδική μνεία αλλού. Το ξενοδοχείο μας βρισκόταν στην Place Rogier, στο κέντρο της πόλης και ανήκε στα Hilton. Τα δωμάτια ήταν μικρά και τσουρούτικα αλλά με όλες τις ανέσεις.
Απέναντι από το ξενοδοχείο υπήρχε η πλατεία που είχε είσοδο για το μετρό και μια μικρή γυάλινη πυραμίδα. Η περιοχή της γυάλινης πυραμίδας αποτελούσε ένα είδος υπαίθριου ουρητήριου και κάθε φορά που διασχίζαμε την πλατεία κρατούσαμε όλοι τις μύτες και τα ράμφη μας από την αφόρητη δυσωδία. Διαγώνια, μετά την πλατεία, ξεκινούσε ένας εμπορικός πεζόδρομος ο οποίος με μικρές παρακάμψεις περνούσε από την Οδό των Μυδιών και Οστράκων και κατέληγε στη μεγάλη πλατεία των Βρυξελλών (Grand Place), ένα από τα λίγα αξιοθέατα της πόλης. Η πρώτη βόλτα μας ακολούθησε τη διαδρομή αυτή. Το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Οχυρωθήκαμε πίσω από χοντρό ρουχισμό και ξεμυτίσαμε.
Ο πεζόδρομος ήταν γεμάτος μαγαζιά και ήταν αληθινός πεζόδρομος σε αντίθεση με ό,τι έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, που η βόλτα σε πεζόδρομο μεταφράζεται αυτόματα σε διπλή εγρήγορση μήπως σε κόψει στα δύο παντός είδους όχημα που μπορεί να έρθει από οποιαδήποτε κατεύθυνση.



























Το χαρακτηριστικό του πεζόδρομου και όπως κατάλαβα λίγο αργότερα ολόκληρης της περιοχής, ήταν η επαιτεία με τη μορφή της μαντήλας. Παντού συναντούσες γονατιστές μουσουλμάνες, ενίοτε και με τυλιγμένα μωρά, μπαμπουλοδεμένες με τις μαντήλες τους να ζητιανεύουν. Το μουσουλμανικό στοιχείο όμως ήταν άφθονο και πλην ζητιάνων. Στα μαγαζιά και το εμπορικό κέντρο του πεζόδρομου City 2, ορδές μαντηλών, με βαμμένες όμως και σενιαρισμένες φέρουσες, ψώνιζαν με τις μαμάδες τους και τα μωράτους, άνω του ενός, σε καρότσια. Νέοι μουσουλμάνοι κατά ζεύγη αλλά και παρέες βρίσκονταν σε μια αέναη κίνηση. Προσφιλής συνήθεια τους να φτύνουν κάτω. Αηδιαστικά τα πεζοδρόμια, γεμάτα να μην πω τη λέξη γιατί είναι από αυτές που με αηδιάζουν. Αυτό ήταν το ένα πρόσωπο των Βρυξελλών. Όπως κατάλαβα τις επόμενες μέρες, μέναμε στην περιοχή της Ομόνοιας.
Ο δρόμος με τα Μύδια και τα Στρείδια ήταν πολύ γραφικός αλλά τουριστικός, με τους κράχτες του και τη βιαστική ποιότητα. Τα μαγαζιά είχαν έξω την πραμάτεια τους και για όσους λατρεύουν αυτές τις τροφές, ήταν δελεαστικό θέαμα. Η Τσιριμπόμ μάζευε τα σάλια της από τη μια, δεν της άρεσε όμως το έντονα τουριστικό περιτύλιγμα τύπου δικής μας Πλάκας. Η Grand Place ήταν επιβλητική και την πετύχαμε την ώρα που σουρούπωνε. Τα πρώτα φώτα που άναβαν την έκαναν ακόμα πιο όμορφη και νοσταλγική. Η βόλτα σύντομα έγινε επίπονη λόγω κρύου και γυρίσαμε πίσω για να ετοιμαστούμε για το δείπνο. Δεν θα αναφερθώ στον καφέ που ήπιε η παρέα στην πλατεία διότι αποτελεί τον ορισμό της αθλιότητας.
Ο κ. John μας περίμενε για να μας συνοδεύσει στο εστιατόριο του δείπνου. Ήταν όμορφο και ατμοσφαιρικό, με μια σκάλα στο κέντρο του που οδηγούσε σε πατάρι. Τα χαρακτηριστικά του ήταν δύο : το απίστευτο κρύο που επικρατούσε μέσα και ανάγκασε όλους να φάνε με τα παλτά τους και το ότι όλοι του οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ξύλινα συρταράκια. Η Τσιριμπόμ είχε λυσσάξει με τα συρταράκια. Αμάν αυτή η παρατηρητικότητα της! Τι ήταν να τα δει? Φαγώθηκε τι είναι τα συρταράκια και τι είναι τα συρταράκια. Το αποφάσισα! Στα επόμενα ταξίδια μας θα προμηθευτώ ηρεμιστικά σε σταγόνες και θα της ρίχνω κρυφά στο κρασί της! Δεν άντεξε, ρώτησε τον κ. John, μια και μιλάει φαρσί το γαλλικό. Εκείνος της είπε ότι το τρέντι αυτό εστιατόριο ήταν παλιά μαγαζί με βίδες, καρφιά και σιδηρικά εξού τα συρταράκια. Μετά ησύχασε γιατί συνέβαλλαν και οι μπύρες των βαθμών αλκοόλ άνω του 8. Τέλος πρώτης μέρας.
Η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη στη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μικρή νόστιμη παρεμβολή ήταν κάτι γλυκάκια που βγήκαν με τον καφέ του διαλείμματος. Η Τσιριμπόμ στρατοπέδευσε δίπλα στα σοκολατάκια και σε ένα μπωλ με τεράστιες φράουλες βουτηγμένες στη σοκολάτα. Προσωπικά, ως καναρίνι, έχασα τη μπάλα. Καθάρισε έναν απίστευτο αριθμό από σοκολατάκια, μουγκρίζοντας ικανοποιημένη καθώς κατάπινε και μεταπήδησε στις φράουλες, από τις οποίες καθαρά για λόγους τακτ, άφησε δύο κάπως μικρές και πατικωμένες στο βάθος του μπωλ. Είχε όμως την τσίπα να μη φάει για μεσημέρι. Εμ βέβαια! δεν εκπλήσσομαι! Όταν βρει κάτι του γούστου της χορταίνει με αυτό, γιατί σου λέει "πού θα το ξαναβρώ?"
Το απόγευμα ήταν κοτόπουλο από την πολλή παρακολούθηση. Ήταν ωσεί παρούσα στην αίθουσα, πέπτοντας τα σοκολατάκια και τις φράουλες, κρατώντας ανόρεχτα σημειώσεις και βυθισμένη στα θέματα της δουλειάς της. Εγώ πάλι, βρήκα την ευκαιρία να συνθέσω νέους παιάνες βελγικούς!
Το βράδυ ο κ. John μας πήγε σε ένα καταπληκτικό μέρος! Έχω πάει και έχω πάει με την κυρία μου ταξίδια αλλά αυτό το μέρος μας ξετρέλανε και τους δύο. Ήταν το Belga Queen και πήγαμε για φαγητό χωρίς να έχουμε προσέξει τις επεξηγήσεις του κυρίου John. Η είσοδος του ήταν επιβλητική, με σκαλιστό θόλο και εξαιρετικό φωτισμό. Παραδόξως όμως, όταν μπήκαμε δεν κατευθυνθήκαμε στα τραπέζια αλλά μας οδήγησαν σε μια σκάλα για να πάμε στο υπόγειο! Τι ξεφτίλα, σκέφτηκα. Θα τους ταΐσουν στο υπόγειο! Κατεβαίνοντας στα Τάρταρα, οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με μαύρο ηχομονωτικό ύφασμα σαν αυτό που έχουν οι κινηματογράφοι. Ένα μεγάλο μέρος του τοίχου καταλάμβανε ένα κάδρο με πολλές ισομεγέθεις ασπρόμαυρες φωτογραφίες επωνύμων, η μια δίπλα στην άλλη. Στο υπόγειο, πίσω από μια βαριά γυάλινη πόρτα, μπήκαμε σε ένα σχεδόν σκοτεινό χώρο και μείναμε για λίγα λεπτά ακίνητοι ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια μας στο ημίφως. Η διακόσμηση ήταν εξαιρετική. Δερμάτινοι καναπέδες και καρέκλες, χαμηλά τραπεζάκια, έμμεσος φωτισμός, πολλές γυάλινες επιφάνειες, ισχυρός εξαερισμός, τοίχοι τρισδιάστατοι με ψευδαίσθηση τροπικού νησιού, ένα μεγάλο μπαρ και, για έρθω στο δια ταύτα, προθήκες με πολλά είδη πούρων. Πίνοντας το απεριτίφ μας, ο κ. John μας εξήγησε ότι το μέρος αυτό ήταν παλιά τράπεζα και είχε μεταλλαχθεί σε Brasserie, Comptoir a Huitres και Bar a Bieres. Το υπόγειο της τράπεζας, που ήταν το θησαυροφυλάκιο της, είχε γίνει Club a Cigares. Δηλαδή, πήγαινες στο Belga Queen έτρωγες και άμα ήθελες, μετά το φαγητό κατέβαινες κάτω και κάπνιζες ένα τσιγάρο ή διάλεγες ένα πούρο και έπινες το ποτό σου για λίγη ώρα ακόμα. Εμείς το κάναμε ανάποδα επειδή ήμασταν γκρουπ. Φεύγοντας παρατηρήσαμε το μεγάλο κάδρο και συνειδητοποιήσαμε ότι απεικόνιζε επώνυμους με τσιγάρα ή πούρα ανά χείρας.Το φαγητό ήταν εξαιρετικό. Συνήθως στα μέρη που κλείνουν τα ταξιδιωτικά γραφεία τα δείπνα και τα γεύματα, η ποιότητα δεν είναι καλή και πολλές φορές οι συνδαιτυμόνες χορταίνουν με τα ψωμάκια και τα βούτυρα της αρχής. Εδώ ανίχνευσα μια εξαίρεση. Όλα τα πιάτα ήταν καλά, με επιστέγασμα το επιδόρπιο που ήταν ένα αφράτο παγωτό με ένα κωνικό σοκολατάκι πεταμένο μέσα. Η κυρία μου ξετρελάθηκε. Σαν ραντάρ σκάναρε ποιος δεν έφαγε το σοκολατάκι του και το καταβρόχθισε η ίδια. Το έσχατο σημείο εξαθλίωσης! Ντρέπομαι και που σας το λέω! Τι να την κάνω όμως? Είναι λαίμαργη! Σε μένα δεν άρεσαν καθόλου οι Βρυξέλλες ούτε και στην Τσιριμπόμ. Αλλά σας διαβεβαιώ ότι αν της ξαναδωθεί η ευκαιρία θα σπεύσει για συγκεκριμένα πράγματα : το Belga Queen, τα κωνικά σοκολατάκια ειδικά, τις σοκολάτες και τα σοκολατάκια γενικά, τις μπύρες και τις τηγανητές πατάτες με τη μαγιονέζα.
Κοιλιόδουλη χωρίς αμφιβολία (αν νομίζετε όμως ότι είναι χοντρή απατάσθε!). Τέλος δεύτερης μέρας.




Η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη στην Μπρυζ. Όποιος ταξιδεύει στις Βρυξέλλες ακούει την κάτωθι συμβουλή "οι Βρυξέλλες δε λένε τίποτε, μια πλατεία είναι και τίποτε άλλο, να πας όμως στη Μπρυζ που αξίζει". Πήγαμε με το τρένο και περπατήσαμε από το σταθμό μέχρι το κέντρο της πόλης τουρτουρίζοντας. Πρόκειται για μια πανέμορφη πολύ καλά διατηρημένη μεσαιωνική πόλη με πολλά κανάλια. Παρά το κρύο κάναμε κρουαζιέρα με βάρκες στα κανάλια και αποκτήσαμε πολύ εύκολα κόκκινες μύτες και δακρυσμένα μάτια. Η βόλτα μας στο κέντρο της μάς αποκάλυψε τα ζαχαροπλαστεία με τα σοκολατάκια. Τρυπώσαμε σε ένα από αυτά και μείναμε για μισή ώρα παρατηρώντας και κυρίως αγοράζοντας.
Στη Chocolaterie Dumon λοιπόν, το κατάστημα προσέφερε για αγορές άνω των 25 ευρώ μια μικρή πλαστική τσάντα με ένα ξανθό παιδικό μουτράκι πασαλειμμένο με σοκολάτα. Πώς να μην τραβήξει την προσοχή της κυρίας μου αυτή η προσφορά? Αλλά όλα όσα είχε το κατάστημα ήταν εξαιρετικά. Προετοιμασμένοι για τον ερχομό του Πάσχα είχαν άφθονα σοκολατένια αυγουλάκια, παπάκια και κοτοπουλάκια κάθε μεγέθους και χρώματος. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Είχαν οτιδήποτε σχετίζεται με χόμπυ και μπορεί να αποτελέσει δώρο. Ρακέτες του τέννις, walkman, μουσικά όργανα, λουλούδια, φρούτα, σοκολάτες με ροδοπέταλα, καρδιές με ξηρούς καρπούς και ένα σωρό άλλα, μόνο από σοκολάτα. Είχε όμως και κωνικά σοκολατάκια! Η κυρία μου τα πήρε βέβαια, αμφιβάλλοντας μέσα της αν ήταν τα ίδια με εκείνα που έφαγε. Εκτός από ένα σωρό παπάκια που φορτώθηκε, αγόρασε δύο CD σε fluo πράσινη θήκη που είχαν μέσα ένα σοκολατένιο δίσκο που έγραφε ανάγλυφα με άλλο χρώμα I love you. Τέλειο δώρο!
Με τι καρδιά να το φας αυτό το ωραίο CD? Το έχεις και το βλέπεις μέχρι να σκουληκιάσει η σοκολάτα!









Φορτωμένες όλες τις τσάντες με τα σοκολατάκια, οι 4 κυρίες και δεσποινίδες έψαχναν μέρος να φάνε για μεσημέρι. Τουριστική η πόλη, σε τουριστικό έκατσαν. Δεν ήταν πολύ κακό. Είχε τζάκι αναμμένο και έναν ευγενικό σερβιτόρο. Η Τσιριμπόμ παράγγειλε μύδια και της τα έφεραν σε ένα κατσαρολάκι σαν καθήκι με ένα άδειο ασορτί για τα κελύφη. Η μια κοπέλα της παρέας πήρε κουνέλι μαγειρεμένο βελγικά που της το σέρβιραν σε ένα μπακιρένιο τηγάνι μαζί με ένα σωρό μικροσκοπικά κατσαρολάκια εμαγιέ που είχαν σάλτσες και πουρέ μήλου. Η άλλη κυρία προτίμησε κρέας BBQ, για το οποίο της έφεραν μια καυτή τετράγωνη πέτρα πάνω σε ένα ξύλο, μια γαβαθούλα με κομμάτια άψητο κρέας και ένα σωρό εμαγιέ κατσαρολάκια με σάλτσες και πιο μικρά με αλάτι και πιπέρι. Απελπισμένη εκείνη μόλις τα είδε αναφώνησε : "ήρθα εδώ για να γλυτώσω μερικές μέρες το μαγείρεμα και πάλι μαγειρεύω για να φάω". Η τέταρτη της παρέας έκανε δίαιτα και πήρε μια σαλάτα αλλά ήταν τόσα πολλά τα δικά μας φαγητά που ενδιάμεσα μας βοήθησε.
Γυρίσαμε πίσω ευχαριστημένοι όλοι μας από τη βόλτα και τις αγορές. Το βράδυ το πρόγραμμα είχε φαγητό στην Οδό Μυδιών και Αμοιβάδων. Όπως καταλαβαίνετε δεν ήταν ωραία. Ο χώρος δεν ήταν κακός αλλά το φαγητό δεν έλεγε τίποτε. Τέλος τρίτης μέρας.
Η επόμενη ημέρα μας βρήκε στο παζάρι αντικών. Πήραμε το μετρό και κατεβήκαμε στη στάση Louise με οδηγίες να βρούμε το άλλο Hilton και να κατευθυνθούμε στη γειτονιά του Grand Sablon. Ήταν πολύ εύκολα όλα αυτά. Από το Hilton ακολουθήσαμε ένα μεγάλο δρόμο που ήταν όλα τα ακριβά μαγαζιά των σχεδιαστών. Σε εκείνη τη βόλτα συνειδητοποιήσαμε σταδιακά ότι ήμαστε στο Κολωνάκι και μέναμε στην Ομόνοια. Η γειτονιά με τις εξαφανισμένες μαντήλες! Το άλλο πρόσωπο των Βρυξελλών με τους καθαρούς δρόμους, τα περιποιημένα κτήρια, τους γηγενείς στα πεζοδρόμια.



















Σε μια μικρή πλατεία, στον περίβολο μιας εκκλησίας διενεργείτο το παζάρι αντικών που όποιος έχει πάει στο Σχιστό θα προτιμήσει να το ονομάσει κάπως αλλιώς. Δεν έχω να σας περιγράψω κάτι το αξιόλογο. Σύντομα βαρεθήκαμε και φύγαμε προς επίσκεψη της γύρω περιοχής. Ανακαλύψαμε τη chocolaterie Marcolini και η κυρία μου αγόρασε 2 μικρούλες creme brulee με άρωμα πορτοκαλιού περισσότερο για τα συλλεκτικά κεσεδάκια που τις περιείχαν και το μαύρο τσαντάκι που τις έβαλαν. Παρακάτω ήταν η chocolaterie Godiva, μπήκαμε κι εκεί.
Αφού πια κουράστηκαν πήραν το δρόμο του γυρισμού για το μετρό.
Καθώς πλησιάζαμε στην κεντρική λεωφόρο ακούσαμε φασαρία, τραγούδια και συνθήματα. Ότι θα πέφταμε σε διαδήλωση στην καρδιά των Βρυξελλών δεν το φανταζόμουν! Και τι διαδήλωση!
Καταλανών ισπανών που ζητούσαν την ανεξαρτησία της Καταλονίας!
Πού? Μέσα στις Βρυξέλλες!











Παππούδες, γυναίκες, μωρά και νέοι τυλιγμένοι με κίτρινες σημαίες να τραγουδάνε κρατώντας πανό και να βαδίζουν μέσα στο κρύο. Από τα γύρω κτήρια, κόσμος έβγαινε στα μπαλκόνια, κυρίως μουσουλμάνες με μαντήλες και μωρά στην αγκαλιά, για να χαζέψουν τη διαδήλωση. Προς στιγμήν πάθαμε ένα είδος εγκεφαλικής σύγχισης. Η Τσιριμπόμ καταμπερδεύτηκε. Πού βρισκόταν? Μήπως κάπου στην Ισπανία? Περιδιάβαζε γειτονιές της Μαδρίτης και βρέθηκε στην καρδιά της διαδήλωσης των Καταλανών? Ή μήπως βολτάριζε στη Ramplas της Βαρκελώνης και σκόνταψε στη διαδήλωση?
Φεύγοντας μέσα από την καρδιά της διαδήλωσης πήγαν στην Grand Place για να δούνε το Αγοράκι που κατουράει. Σπουδαίο αξιοθέατο! Σε μια γωνιά ενός δρόμου είναι ένα μικρό άγαλμα ενός αγοριού που κατουράει και ανάλογα με την εποχή τού βάζουν και ανάλογα ρούχα. Εκεί κοντά δε, έχουν φτιάξει ένα μουσείο με όλες τις κατά καιρούς στολές του αγάλματος!

Φοβάμαι ότι άμα κάνω το κακό σχόλιο που μου έρχεται στο ράμφος θα διωχθώ ως στενόμυαλο και ως κοροιδεύον - μη κατανοόν τις ιστορίες των ξένων λαών. Δε λέω τίποτα λοιπόν αλλά δικαίως λένε κάποιοι ότι όταν εμείς δημιουργούσαμε ιστορία κάποιοι άλλοι ήταν πάνω στα δέντρα και τρώγανε μπανάνες!
Φτάνοντας στο Αγοράκι είδαμε τον απίστευτο κόσμο συγκεντρωμένο γύρω, επίσημοι λόγοι ακούγονταν μαζί με χειροκροτήματα, γηγενείς και τουρίστες ανάκατοι, φωτογράφοι επίδοξοι και επαγγελματίες. Της τρελής! Στο βάθος διακρίναμε μια ομάδα από όμοια ντυμένους ανθρώπους. Φορούσαν γαλάζιο σατέν φαρδί παντελόνι μέχρι το γόνατο, μαύρες κάλτσες και μαύρα παπούτσια με γαλάζιο φιόγκο, μαύρο σακάκι βελάδα, ασημί υμίψηλο καπέλο και ασημί φρουφρου γύρω από το λαιμό. Περίεργη αμφίεση που συμπληρωνόταν από μαύρο βαμένο πρόσωπο. Αποτελούν, όπως μάθαμε, μια φιλανθρωπική οργάνωση που μερικές φορές το χρόνο κάνει έρανο για την ανακούφιση του Τρίτου Κόσμου.
Σε αυτήν συμμετέχουν κυρίως επώνυμοι Βέλγοι ανώτερης τάξης και μορφωμένοι, οι οποίοι κυκλοφορούν με τη στολή αυτή και συγκεντρώνουν χρήματα πηγαίνοντας σε εστιατόρια, μαγαζιά και κάθε μέρος που συχνάζουν ντόπιοι οι οποίοι με τη σειρά τους όταν τους βλέπουν συνεισφέρουν όλοι θεωρώντας το ηθική τους υποχρέωση. Όταν τελείωσαν οι λόγοι έγινε μια μικρή παρέλαση συνοδεία της φιλαρμονικής ορχήστρας της πόλης με κατεύθυνση τη Μεγάλη Πλατεία. Ακολουθήσαμε κι εμείς πασαλειμμένοι στις βάφλες με σοκολάτα που καταβροχθίζαμε ταυτόχρονα.
Το βράδυ ο κ. John μας πήγε σε ένα άλλο θαυμάσιο ρεστοράν, μακριά από το κέντρο, το Prince d' Orange. Είχε κι εκεί μια ειδική αίθουσα, χωρισμένη από την κυρίως με χοντρό τζάμι, που χρησίμευε ως καταφύγιο καπνιστών. Το φαγητό ήταν θαυμάσιο, με κυρίως πιάτο φιλέτο χοντρό και μισοψημένο, όπως αρέσει στην κυρία μου, ακολουθούμενο από σουφλέ σοκολάτας. Αυτό ήταν και το τελευταίο μας βράδυ στην πόλη των Βρυξελλών, την καρδιά της Ευρωπαικής πολιτικής. Μια πόλη χωρίς ομορφιά, με λίγο ήλιο, συννεφιασμένο ουρανό, λιγομίλητους και σοβαρούς ανθρώπους, πολλούς μουσουλμάνους. Περάσαμε όμως όμορφα και η κυρία μου γύρισε πιο χοντρή από τα πολλά σοκολατάκια και τις μπύρες!

11/3/09

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

Αναρωτηθήκατε μήπως πού ήμουν? Έλειπα με την κυρία μου στις κατεψυγμένες Βρυξέλλες για δουλειές. Μην περιμένετε όμως να σας πω τα καθέκαστα του ταξιδιού! Θα αργήσει λιγάκι η καταγραφή αλλά ελπίζω ότι θα αξίζει τον κόπο γιατί θα έχω και φωτογραφίες (θα προσπαθήσω δηλαδή).
Γυρίσαμε από το ταξίδι αλλά το μυαλό της κυρίας μου είναι αλλού για αλλού. Πρώτα πρώτα έχει σήμερα μια από τις δύο υποχρεωτικές της μηνιαίες υπερωρίες, που σημαίνει πρακτικά ότι θα φύγει το απόγευμα και θα γυρίσει αύριο το μεσημέρι με τη μορφή έρποντος ζελέ. Από το πρωί περιφέρεται στο σπίτι αγχωμένη και προβληματισμένη.
Αλλά υπάρχει και ένας ακόμα λόγος. Έχει να κάνει μια ομιλία την Παρασκευή το πρωί, σε ένα Εαρινό Συνέδριο που άπτεται της δουλειάς της. Εκεί να δείτε άγχος. Αν ήταν καναρίνι θα είχε μαδήσει εντελώς!! Πώς την κατάφεραν αποτελεί μυστήριο. Τα τελευταία χρόνια αποφεύγει αυτού του είδους τις κακοτοπιές όπως ο διάβολος το λιβάνι. Το έχει δηλώσει ότι οι ομιλίες την αγχώνουν (παράλογα), της προσθέτουν άσπρες τρίχες και δεν υπάρχει κανένας λόγος να κινδυνεύει να αφήσει τα κοκκαλάκια της πάνω στο βήμα. Πάντως την έπεισαν αυτοί οι ταλαντούχοι όποιοι. Το αποτέλεσμα είναι ότι με το που γυρίσαμε, αυτή πήρε παραμάσχαλα το κομπιούτερ και άρχισε να ετοιμάζεται.
Το χειρότερο δεν είναι αυτό όμως. Την ίδια περίπου ομιλία αλλά πιο επίσημη και βελτιωμένη θα την κάνει και τον Μάη στη Δίκονο, ενώπιον άλλου (πιο στριμένου φαντάζομαι ακροατηρίου). Εκεί να δείτε τι θα τραβήξουμε! Να είναι άνοιξη, να τραγουδάνε τα πουλάκια, να μένουμε σε υπερπολυτελές ξενοδοχείο της Δικόνου, να έχουμε την ευκαιρία να βολτάρουμε στα σοκάκια της με όλους (τους άλλους) επώνυμους κι εμείς να κλαιγόμεθα και να μασάμε τα νύχια μας από το άγχος της ομιλίας. Αφού να φανταστείτε, επισκέφθηκε χτες τον Αναξίμανδρο που έχει κι αυτός ομιλία και κλαιγόντουσαν παρέα! Από τώρα για τον Μάιο! Άρα λοιπόν, θα την αφήσω να τελειώσει με την ομιλία της Παρασκευής και θα στρωθώ το Σαββατοκύριακο να γράψω για τις διακοπές μου στις Βρυξέλλες. Τιμής ένεκεν θα γράφω τυλιγμένο σε λευκές βέλγικες δαντέλες, πάνω σε μια βάφλα με φράουλες, τρώγοντας ένα σοκολατάκι Marcolini, έχοντας δίπλα μου μια μπύρα για αργότερα!

2/3/09

ΜΠΗΚΕ Ο ΜΑΡΤΗΣ!

Μπήκε ο Μάρτης, ο προάγγελος της άνοιξης! Άντε πια, να φύγουμε από το χειμώνα, να πάμε στην εποχή της αναγέννησης της φύσης και της γέννησης της δικής μου! Έχω γενέθλια τον Απρίλη, γίνομαι 4 ετών καναρίνι! Αλλά έχουμε αρκετό καιρό ακόμη μέχρι τον σημαιοστολισμό και τις εορταστικές εκδηλώσεις....Ας μη βιάζομαι να προσθέσω ένα χρόνο στην πλάτη μου...
Η εβδομάδα που πέρασε ήταν η Εβδομάδα των Ιώσεων. Δηλαδή για να ακριβολογούμε ήταν ο Μήνας των Ιογενών και Μικροβιακών Λοιμώξεων. Αρρώστησαν όλοι στο σπίτι με τη σειρά. Τα μικρά μου αφεντικά σέρνονταν αρκετές μέρες στις δραστηριότητες τους και όποτε γκρίνιαζαν στη μαμά τους εκείνη με στωικό ύφος έλεγε "ίωση είναι, θα κάνει τον κύκλο της και θα περάσει". Ναι, αλλά πότε? Απηυδήσαμε! Και να ο έλεγχος λαιμών, σφυγμών, οι σούπες... Ταλέντο στην άρνηση, η Τσιριμπόμ όμως. Αλλά έχουν δει τα μάτια της, ουουου.... Σε ό,τι έχει σχέση με τα 3 αφεντικά (κύριο μου, κανονικό αφεντικό και μικρό του αδερφό) και τις αρρώστιες δεν τολμά να σκεφτεί ότι είναι πραγματικά άρρωστοι. Το αντιμετωπίζει ως αφηρημένη έννοια, η οποία την αφορά όσο και μια μύγα που πετά γύρω της. Αφηρημένα το σκέφτεται λες και πρόκειται για κάποιους άλλους. Αδυνατεί να συλλάβει το μυαλό της άλλες πιθανότητες, απλώς δεν υπάρχουν για τους αγαπημένους της.
Αυτές οι αρνήσεις της άρχισαν να ξεφυτρώνουν τώρα τελευταία και σε άλλα θέματα. Ας πούμε, ήταν άρρωστη πρόσφατα η θεία της, η τελευταία των Μοϊκανών Αδελφών του μπαμπά της. Ήξερε ότι κινδύνευε να πεθάνει. Κίνησε γη και ουρανό για να τη σώσει, εμπλεκόμενη σε κάθε ενέργεια. Την έσωσε αλλά όταν κατάλαβε ότι η κατάσταση ελεγχόταν τρόμαξε και εμφανίστηκε αυτή η ρημάδα η "άρνηση". Σχεδόν δεν πήγαινε να τη δει. Προφασίστηκε ένα σωρό βλακώδεις δικαιολογίες για να μην πηγαίνει. Τι φοβόταν? Έλα ντε! Φοβόταν μήπως εκεί που ησύχασε ερχόταν το μοιραίο και όλοι οι κόποι της πήγαιναν χαμένοι! Φοβόταν ότι κάπου υπήρχε ένα τέρας που λαγοκοιμόταν, θα ξυπνούσε και θα της έλεγε "ώστε έτσι, ε? πήγες να με ξεγελάσεις? τώρα θα δεις!" Μπρρρρρρ....Μυστήριο πώς το έβλεπε, η άρνηση όμως άρνηση!
Επανέρχομαι. Κάτι αντιβιώσεις από δω, κάτι μαντζούνια από κει, τα μικρά ανένηψαν. Αρρώστησε όμως η ίδια. Την περασμένη βδομάδα έκανε πολύ κρύο. Τα κανάλια ούρλιαζαν αλλά ποιος τα άκουσε? Η κυρία μου ήταν χωμένη στο κρεβάτι της απορροφημένη από το "Έγκλημα στο Da Capo" του Γιώργου Λακόπουλου και δεν σήκωσε μάτι. Βγήκε ελαφρά ντυμένη την Παρασκευή για να πάει στη δουλειά της, οπότε λίγες ώρες μετά άρχισε να την καίει η μύτη της. Αδιάψευστο σημείο! Πέρασε το Σαββατοκύριακο οικτίροντας την τύχη της. Δεν οίκτιρε την παράλογη λογική της που δεν ντύθηκε πιο ζεστά, οίκτιρε την τύχη της. Και να τα γλυκάνισα και τα χαμομήλια να πηγαινοέρχονται..., χώρια η γιαγιά - Σοφία που την έζωσαν τα φίδια για τη μονάκριβη της...
Τη Δευτέρα δεν πήγε στη δουλειά. Σηκωνόταν από το κρεβάτι για να πάει προς νερού της, περνούσε από το κλουβί μου, με αποχαιρετούσε σπαρακτικά λέγοντας ότι πεθαίνει στο άνθος της ηλικίας της και ξαναξάπλωνε. Την Τρίτη ήταν πεπεισμένη ότι αυτή η αρρώστια ήταν απλώς μια επιπλοκή μιας άλλης σοβαρότερης αρρώστιας που έριξε την άμυνα του οργανισμού της...Τρέχα γύρευε! Με ζάλισε. Την άκουγα από την κρεβατοκάμαρα της να κλαίγεται νυχθημερόν "πεθαίνω" και "πεθαίνω". Το μαρτύριο μου συνεχίστηκε και την Τρίτη. Το ημερήσιο πρόγραμμα μου τινάχτηκε στον αέρα. Δεν μελέτησα ούτε ένα φύλλο ωδικής και δεν ασκήθηκα καθόλου στις υψηλές νότες!
Την Τετάρτη επιτέλους σηκώθηκε, καταβεβλημένη είναι η αλήθεια, πήρε το αυτοκίνητο της και πήγε στη δουλειά. Όταν γύρισε βρήκε άρρωστο τον κύριο μου. Ξανά τα ίδια. Μάλωναν ποιος ήταν πιο άρρωστος. Οι μύτες τους ήταν σαν μελιτζάνες από το φύσα φύσα. Τα σωθικά τους πονούσαν από το βήχα αλλά η όρεξη για συγκρίσεις αμείωτη. Το κρεβάτι έγινε πεδίο μαχών, όχι αυτών που έπρεπε να είναι αλλά άλλων, καθ΄ολοκληρίαν λεκτικών!!
Το Σάββατο πάντως έφυγαν για το χωριό. Η κυρία μου ήταν περδίκι, ο κύριος μου έβηχε ακόμα και ήταν τίγκα στο πτύελο αλλά πήγαν για να δουν τα της επαύλεως. Δεν πήγα μαζί. Δεν τρελάθηκα! Αρκετά τράβηξα με τις αρρώστιες τους! Η Τσιριμπόμ έχωσε στην τσάντα της την τελευταία στιγμή τον "Ζορρό, η αρχή του θρύλου" της Ιζαμπέλ Αλιέντε, μήπως και πλήξει. Γύρισαν σήμερα που είναι Καθαρή Δευτέρα. Μόλις μπήκαν μέσα, η κυρία μου ήρθε στο κλουβί μου, με χαιδολόγησε και μου κρέμασε Μάρτη, ξέρετε, την κόκκινη με άσπρη κλωστούλα που φοράνε στον καρπό για να μην τους κάψει ο ήλιος του καλοκαιριού. Πόσο συγκινήθηκα! Πόσο γαϊδούρι, αν και καναρίνι, είμαι που τους κουτσομπόλεψα για τις αρρώστιες τους! Το βιβλίο το διάβασε η άτιμη, αν και ήταν μεγάλο και της άρεσε κιόλας, παρόλο που δεν είναι φαν της συγγραφέως. Ένα ωραίο παραμύθι, είπε, για τα κρύα βράδια των Κουκουβάτων.
Η Τσιριμπόμ, το ξέρετε, είναι μιας κάποιας ηλικίας και μιας κάποιας θέσης. Δεν σας έχω πει ακριβώς αλλά υποψιάζεστε. Βέβαια, η βιολογική της ηλικία δε συμβαδίζει με την ηλικία τής ταυτότητας, φαίνεται νεώτερη. Αν τη ρωτήσεις δε, αισθάνεται 25. Ιδού η έκπληξη : κάθε χρόνο, όλα της τα χρόνια, φοράει Μάρτη. Η συνήθεια τής έμεινε από τον μπαμπά της που το τελευταίο βράδυ του Φλεβάρη, ετοίμαζε κλωστούλες και τις έβαζε στα χέρια όλων των κατοίκων του σπιτιού. Έτσι κι αυτή, φοράει τον Μάρτη και τον φοράνε παρακαλώ και τα μικρά αφεντικά. Στη δουλειά της, πολλές φορές την κοιτάνε έκπληκτοι, άλλες φορές την επαινούν που τηρεί τα έθιμα, άλλες αμφιβάλλουν με τους εαυτούς τους και αναρωτιούνται μέσα τους αν έκαναν καλά που απευθύνθηκαν σε αυτήν για την επίλυση των προβλημάτων τους. Εκείνη αδιαφορεί για τα σχόλια. Αν κάποιος τη ρωτήσει πιεστικά του λέει ότι για αυτήν αντιπροσωπεύει την καλή υγεία ολόκληρου του χρόνου και κλείνει την κουβέντα κρατώντας μια νοερή σημείωση να τιμωρήσει προσεχώς τον αυθάδη με όποιον τρόπο μπορέσει.
Μπήκε ο Μάρτης! Έρχεται η άνοιξη! Θα συνθέσω νέα τραγούδια! Έχω στο κλουβί μου Μάρτη με γαλάζια χαντρούλα! Με αγαπούν και αγαπώ κι εγώ! Τι άλλο θέλω?

Η ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΕΝΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΩΜΑΤΩΝ

Τα κανάλια και οι εφημερίδες άρχισαν να βομβαρδίζουν από μέρες για την Έκθεση που κάνοντας το γύρο του κόσμου έφτασε και στην Αθήνα. Τα Σώματα. Ερχόταν με δάφνες και παραδάφνες. Ο κόσμος έσπευσε σαν κοπάδι γαλοπούλες να δει αυτό το ενδιαφέρον θέαμα. Το πώς είναι ένα ανθρώπινο σώμα. Μεγάαααλο ερώτημα!!! Ενδιαφέρει όλο τον κόσμο!
Όταν πήραν την κυρία μου διάφοροι φίλοι της για να κανονίσουν να πάνε στην έκθεση, εκείνη άρχισε να εξαπολύει μύδρους ενάντια σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς πληροφόρησης (ουσιαστικά διαφήμισης) για ένα θέαμα, που εκείνη χαρακτήριζε αποτροπιαστικό!! Το συγκεκριμένο θέαμα, είπε, δεν θα έπρεπε να απευθύνεται ούτε σε γιατρούς. Οι μόνοι που θα άξιζε να το δουν θα ήταν οι φοιτητές της ιατρικής κι αυτοί μόνο για λόγους εξάσκησης και κατανόησης.
Αν μπορούσε να κάνει κάποιος ένα άτυπο γκάλοπ στους γιατρούς, ελάχιστοι θα σας απαντούσαν ότι τους ενδιαφέρει να δουν ανατομικά παρασκευάσματα. Οι άνθρωποι αυτοί, πολύ απλά, έχουν βαρεθεί να βλέπουν σώματα κάθε ηλικίας και κατάστασης καθημερινά και τον ελεύθερο χρόνο τους θέλουν να αλλάξουν παραστάσεις. Μην ξεχνάτε ότι αν υπάρχει ένας γιατρός σε μια φιλική συγκέντρωση, ενώ όλοι διασκεδάζουν, αυτός είναι υποχρεωμένος, με τη σειρά, να λύνει απορίες και διαγνωστικά προβλήματα δωρεάν, στον ελεύθερο χρόνο της διασκέδασης του σε όλους τους παρευρισκόμενους, για τους ίδιους αλλά και το σόι τους μέχρι 2η γενεά.
Είναι ντροπή επίσης, είπε η κυρία μου φουντωμένη, να κατασκοπεύουν οι ζωντανοί και υγιείς και υπεράνω και πολιτισμένοι και...και...., τα κακόμοιρα τα σώματα, που τα κατάντησαν κάποιοι έξυπνοι, εκθέματα ανά την υφήλιο, για να πλουτίζουν, χωρίς να τα ρωτήσουν όταν ήταν εν ζωή, αν επιζητούσαν αυτή την κατάντια! Μετά θυμήθηκε ότι όταν είδε στον κινηματογράφο την "Τροία", πριν πολλά χρόνια, δεν πρόσεξε ούτε τον Μπραντ Πητ Αχιλλέα, ούτε την επική σκηνοθεσία, ούτε τίποτε άλλο, εκτός από τη σπαρακτική ιστορία του Πρίαμου όταν ζητούσε το σώμα του Έκτορα για να το θάψει. Τότε συνειδητοποίησε, ότι άλλο είναι να διδάσκεσαι μηχανικά σελίδες της ιστορίας στο σχολείο και άλλο να κατανοείς και να εκτιμάς τι σήμαιναν αυτά τα γεγονότα, χρόνια μετά, όταν έχει πήξει το μυαλό σου.
Τα σώματα, είπε τέλος η κυρία μου, θέλουν αγάπη και σεβασμό, όχι μόνο όταν είναι ζωντανά, τρυφερά και ερωτεύσιμα αλλά και όταν γεράσουν, όταν πάνε στο νοσοκομείο και ξεντύνονται μπροστά σε κοροιδευτικά και αδιάκριτα βλέμματα, όταν είναι ανήμπορα και εγκαταλειμένα από τους αγαπημένους, όταν ετοιμάζονται να φύγουν από τη ζωή και βέβαια όταν έχουν ήδη φύγει. Το ανθρώπινο σώμα αξίζει σεβασμού και διακριτικότητας παντού και πάντα. Η κυρία μου κατέληξε στο ρητορικό ερώτημα "Θέλω να πάω έξω από την έκθεση και να ρωτήσω όσους βγαίνουν ¨θέλετε όταν πεθάνετε να δωρίσετε το σώμα σας για να περιηγηθεί τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο?". Πόσοι θα απαντούσαν? Ο εφευρέτης της μεθόδου προηγμένης ταρίχευσης άφησε άραγε ως επιθυμία του, μετά θάνατον να ταριχευθεί έτσι και να συμμετάσχει ως έκθεμα και ο ίδιος ανά την υφήλιο? Ας μην συζητήσουμε το νομικό θέμα αυτής της ιστορίας, την πιθανή καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και αξιοπρέπειας και την τιμή των 16 ευρώ κατά κεφαλή.