28/3/10

ΜΙΚΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ 1 - Ο ΠΑΚΗΣ

Όταν αρχίζουν να εισβάλλουν οι αναμνήσεις έρχονται τα γεράματα... Και δεν ομιλώ για μένα που, ως γνωστόν, είμαι στο άνθος της ηλικίας μου! Ομιλώ δια την κυρίαν μου. Με αφορμή τη σαββατιάτικη επίσκεψη μας για ψώνια στο πιτάδικο της γειτονιάς, ξύπνησαν κάποιες αναμνήσεις της. Έσπευσα λοιπόν όταν γυρίσαμε σπίτι να βρω τα απομνημονεύματα των προγόνων μου και να τις διαβάσω από πρώτο χέρι....  
Όταν η Τσιριμπόμ ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας αποτελούσε μέλος μιας μεγάλης φοιτητικής παρέας. Ο κύριος μου δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στο προσκήνιο οπότε η κυρία μου απολάμβανε την ελευθερία της. Η παρέα ήταν ετερόκλητη ως προς τις σχολές. Περιλάμβανε πολυτεχνίτες που δεν είχαν πολλά κορίτσια στις σχολές τους, φιλολογίνες που δεν είχαν πολλά αγόρια στη σχολή τους, οικονομικούς που σνόμπαραν τις συμφοιτήτριες/ συμφοιτητές και πάει λέγοντας. Ανάμεσα τους ήταν και υποψήφιοι γιατροί. Στην παρέα τους έρχονταν και έφευγαν άτομα, όπως συνήθως γίνεται στις φοιτητικές παρέες αλλά ο βασικός πυρήνας παρέμενε ο ίδιος.
Ένα απόγευμα, σε μια μικρή καφετέρια του κέντρου, κοντά στη Νομική, η παρέα είχε την καθιερωμένη συνάντηση της. Θα ήταν σύνολο καμιά δεκαπενταριά άτομα. Η εξεταστική περίοδος έβαινε στο τέλος της και όλοι έκαναν προγνώσεις και σχέδια για το καλοκαίρι. Στην παρέα προστέθηκαν ασθμαίνοντας οι δύο τελευταίοι. Έφτασαν βρίζοντας το λεωφορείο του Γουδιού που τους έφερε από την Ιατρική και που έκανε εκατό ώρες να κατέβει στο κέντρο. Ήταν η Τιτή και ο Πάκης, αμφότεροι μεταγραφή από Ιταλία στο τρίτο έτος της Ιατρικής της Αθήνας. Ήταν εκείνες οι εποχές που έμπαιναν στην ιατρική 300 φοιτητές στο πρώτο έτος και ξαφνικά βρίσκονταν στο τέταρτο 1200! Για την Τιτή δεν υπήρχε θέμα. Ήταν άτυχη και ίσως υπέρ του δέον χαλαρή έτσι ώστε να μην περάσει στην Ιατρική. Η μετέπειτα πορεία της επαλήθευσε ότι τα ελεύθερα πνεύματα δεν στρώνονται εύκολα και δεν πειθαρχούν στα προγράμματα πανελληνίων εξετάσεων είτε επειδή είναι ανώριμα ακόμα είτε επειδή δεν περιχαρακώνονται σε κανόνες και πρέπει (ιδέ Χόλιους). Είναι ήδη από χρόνια παιδίατρος και διαπρέπει σε μια μεγάλη πόλη της περιφέρειας. Αυτά για την Τιτή.
Ο Πάκης όμως? Ο Πάκης ήταν ένας μαθητής που όπως λέει η κυρία μου έβαζε περισπωμένη στο όμικρον. Είχε και μια μεγαλύτερη αδελφή που αυτή έβαζε περισπωμένη και στο έψιλον. Τα δύο όμως αυτά αδέλφια είχαν την τύχη να έχουν πατέρα τον κουρέα της γειτονιάς. Αυτό σήμαινε γνωριμίες κάθε είδους και πολύ μαύρο χρήμα. Δηλαδή το ψαλίδι εισέπραττε ποσά  και δήλωνε εισόδημα περίπου απόρων. Με αυτό το εισόδημα τα δύο αδέλφια φυγαδεύτηκαν στην Ιταλία για να εκπληρώσουν το μικροαστικό όνειρο των ‘80s : να γίνουν γιατροί.
Προηγήθηκε η μεγάλη αδελφή η οποία εντός ολίγου άρχισε τις περιοδείες από πόλη σε πόλη προς άγραν του ελαστικότερου πανεπιστημίου. Στο στρωμένο δρόμο έφεραν λίγο αργότερα τα βήματα του και τον αδελφό. Κακήν κακώς περνούσαν τα αδέλφια τα μαθήματα τους χωρίς να θέλω καν να φανταστώ τους τρόπους που χρησιμοποιούσαν. Όταν ήρθε το timing (δε μου αρέσει να χρησιμοποιώ ξένες λέξεις, εγώ ένα ελληνοτραφές καναρίνι αλλά η έκφραση «το πλήρωμα του χρόνου» δεν αποδίδει ακριβώς αυτό που θέλω να πω) οι γνωριμίες του μπαμπά και όλος ο μηχανισμός του τότε κυβερνώντος κόμματος (ενδεχομένως και το πολύ χαμηλό εισόδημα του πατέρα) συνωμότησαν και τα δύο αδέλφια ήρθαν με μεταγραφή στην Ιατρική Αθήνας, ίσα μεταξύ ίσων.
Λίγο καιρό μετά, προστέθηκε ο Πάκης στην παρέα τους και μεταξύ φοιτητικής χαράς και εξεταστικής ευδαιμονίας γίναμε κοινωνοί του όλου παρασκηνίου. Δεν ήταν κακό παιδί ο Πάκης, ήταν απλώς ηλίθιο. Ταυτόχρονα ήταν και γείτονας της κυρίας μου χωρίς όμως ποτέ να έχουν συναντηθεί στα δρομάκια του Άλλου Μπύθουλα.
Όταν οι εξεταστικές περίοδοι τελείωναν πανηγύριζαν όλοι τις επιτυχίες τους και κατάπιναν τις γλώσσες τους για τις αποτυχίες αλλά όλοι ανεξαιρέτως περίμεναν με ενδιαφέρον τις ανακοινώσεις του Πάκη για την πρόοδο του. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν κατέφθασε με την Τιτή, (από την οποία συνήθως αντέγραφε), σκασμένος. Είχαν πάρει τα αποτελέσματα της Καρδιολογίας για την οποία 10 μέρες νωρίτερα που είχαν συναντηθεί ήταν περιχαρείς ότι έγραψαν καλά και την περνούσαν. Η κυρία μου θυμόταν ότι ο Πάκης ήταν πολύ ευχαριστημένος με το γραπτό του. Είχε τύχει τη μέρα εκείνη να δίνει κι εκείνη εξετάσεις για ένα πτυχίο γαλλικών οπότε είχαν πανηγυρίσει οι τρεις τους ομού και είχαν τάξει κέρασμα με τα αποτελέσματα. Η Τιτή ανακοίνωσε ότι πέρασε με 6 και ο Πάκης, εμφανώς εκνευρισμένος δήλωσε ότι κόπηκε, παρότι είχε γράψει τόσο καλά. Ήταν σκασμένος με την αδικία! Τι της ήρθε να ρωτήσει της κυρίας μου με πόσο κόπηκε? Η κακιά η ώρα. Δεν έπρεπε να ρωτήσει αλλά ήταν ένα είδος άγραφου νόμου να χαριεντίζονται με το αναπόφευκτο των αποτυχιών. «Με 1 με έκοψε, ακούς εκεί!». Εκεί ήταν που η Τσιριμπόμ έχασε κάθε κόκκο αυτοσυγκράτησης και λογικής και έσκασε στα γέλια κραυγάζοντας : «χα χα χα, χου χου χου, με 1, άκου με 1, μα κόβονται άνθρωποι με 1…». Και δώστου να γελάει και τόσο να κοκκινίζει ο Πάκης και να γίνεται μετά πρασινοκίτρινος και μωβ. Κόντεψε να τη σκοτώσει. Θίχτηκε απίστευτα με τη συμπεριφορά της και έκανε να της μιλήσει ένα μήνα. Μάταια η παρέα προσπαθούσε να τους τα ταιριάξει. Ο Πάκης απαιτούσε συγνώμη, η οποία δεν ερχόταν βέβαια από την άλλη όχθη. Η Τσιριμπόμ θεωρούσε με τη σειρά της ότι δικαίως έσκασε στα γέλια, ήταν κάτι πραγματικά αστείο να κόβεσαι με 1. Άλλωστε ο αυτοσαρκασμός (θα έπρεπε να) ήταν ταλέντο όλης της παρέας.
Κάποτε η παρέα με τη δυναμική της κατάφερε και ξαναμίλησαν οι δυο τους. Το γυαλί όμως είχε ραγίσει. Δεν αποκατέστησαν ποτέ ξανά τις σχέσεις τους. Η Τσιριμπόμ δεν έσκασε και ιδιαίτερα, ίσως επειδή πάντοτε τον υποτιμούσε και απλώς τον ανεχόταν στην παρέα.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, τα πανεπιστήμια τελείωσαν, τα ενδιαφέροντα άλλαξαν, η παρέα διαλύθηκε. Ο καθένας πήρε το δρόμο του. Μετά από αρκετά χρόνια, η κυρία μου συνάντησε στο δρόμο τον Μενέλαο, μέλος εκείνης της παρέας και γιατρό πλέον. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και κατέφυγαν σε ένα μέρος για να θυμηθούν τα παλιά. Εκεί που μιλούσαν για όλους και για όλα, ήρθε και η σειρά του Πάκη. «Α!» έφριξε ο Μενέλαος, «είμαστε μαζί, κάνει ειδικότητα μαζί μου, στο ίδιο νοσοκομείο. Και φαντάζεσαι τι γίνεται?». Πώς δε φανταζόταν καλέ! Αυτή δε φανταζόταν? Φανταζόταν και παραφανταζόταν αλλά άφησε το Μενέλαο να πει για να ψυχαγωγηθεί. «Έχουμε τόση, μα τόση δουλειά, εφημερεύουμε απανωτά, είμαστε λίγοι και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε και τον Πάκη». «Μα γιατί?» ρώτησε αθώα αυτό το τέρας που ονομάζεται καλλιτεχνικά Τσιριμπόμ. «Τι γιατί? Είμαστε αναγκασμένοι να βάζουμε στο πρόγραμμα εφημεριών ακόμα έναν παλιότερο, όταν εφημερεύει ο Πάκης στα επείγοντα για να τον προσέχει!». Καταλαβαίνετε απόγνωση? Να βάζουν έναν παλιότερο ειδικευόμενο γιατρό να εφημερεύει με τον Πάκη για να τον προσέχει! Για να μην πάρει στον (ανίδεο) λαιμό του κανέναν φουκαρά άνθρωπο! Και όμως ο Πάκης εκτός από την ιατρική, τελείωσε και την ειδικότητα του - παθολογία παρακαλώ - και άνοιξε ιατρείο στην ευρύτερη γειτονιά μας κάνοντας χρυσές δουλειές. Κοντά του άνοιξε ιατρείο και η αδελφή, ευτυχώς σε ακίνδυνη ειδικότητα : μικροβιολόγος. Αυτή τουλάχιστον απέκτησε κάποιου είδους αυτογνωσία γιατί ξεκίνησε ειδικότητα παιδιατρικής και μόλις είδε τα αγγούρια κατέφυγε στην ασφάλεια των ορών και των ούρων.
Γιατί τα θυμήθηκα όμως όλα αυτά τα περασμένα? Το Σάββατο το πρωί, όπως σας έλεγα, πήγαμε με την Τσιριμπόμ στη μικρή αγορά της γειτονιάς μας για λίγα ψώνια. Το σενάριο γνωστό. Με τα πόδια, μέσα από τα στενά, να παρατηρούμε μπαλκόνια, λουλούδια, ανθρώπους, να μυρίζουμε τις ανθισμένες νερατζιές, να ακούμε τους ανταγωνιστάς μου… Φορτώθηκε σα γαϊδούρι τις τσάντες του σούπερ μάρκετ και πήραμε μαζί το δρόμο του γυρισμού. Στα μισά, της ήρθε να περάσει από μια βιοτεχνία με πίτες για σουβλάκια και άλλα δημοφιλή προϊόντα.
Πραγματικά, στρατοπέδευσε με τις τσάντες στο κατάστημα και ετοιμάστηκε να δώσει την παραγγελία της. Ξαφνικά, επικράτησε μια αναταραχή στο μαγαζί, μια οχλαγωγία, γυναίκες ανεβοκατέβαιναν από μια εσωτερική σκάλα, μιλούσαν μεγαλόφωνα, ήταν τρομαγμένες και ελαφρώς υστερικές. Ανεστάλησαν προσωρινά οι παραγγελίες και η κυρία μου έμεινε στήλη άλατος να παρακολουθεί.
«Τη μέτρησα πάλι και τον έβαλα να καθίσει κάτω», έλεγε η μεγαλύτερη.
«Και πόσο ήταν?», ρώτησε η νεώτερη με άγχος.
«Πάλι 17, δεν έπεσε καθόλου!», είπε η μεγάλη.
«Πω πω», είπε η νεώτερη, «όσο και πριν μισή ώρα! Τι θα κάνουμε? Πάω να δω…».
Έφυγε βιαστική προς τις σκάλες και απέμεινε η κυρία μου να περιεργάζεται τα ράφια για να δει τι άλλο θα αγοράσει αλλά με το αυτί στημένο στα δρώμενα. Ήταν εμφανές ότι κάποια πίεση έκανε τσιριτσάντζουλες αλλά αυτό δεν ήταν δική της δουλειά. Και πρακτικά, αν βλέπατε την κυρία μου πώς ήταν ντυμένη και περιτριγυρισμένη από τσάντες, θα σας ήταν δύσκολο να πιστέψετε ότι θα μπορούσε ποτέ να ήταν δική της δουλειά.
Μέχρι να συγκεντρωθεί η παραγγελία μας ενέσκηψε νέα απορρύθμιση. Κατέβηκε η νεώτερη σχεδόν ουρλιάζοντας.
«Δεν είναι καλά! Δεν είναι καλά! Δεν κάθεται στο κρεβάτι! Τι θα κάνουμε?».
Η πολύπειρη κυρία μου επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά τον χρυσό κανόνα : μην εμπλέκεσαι ποτέ σε υστερικές καταστάσεις, μόνο μπελάδες θα συλλέξεις. Εκεί που έψαχνε τα λεφτά της να πληρώσει ακούει τη μεγαλύτερη κυρία να φωνάζει. Ήταν η λυδία λίθος!
«Τον Πάκη, τον Πάκη! Πάρε γρήγορα τηλέφωνο τον Πάκη, να έρθει να μας πει τι να κάνουμε! Να έρθει να τον δει! Γρήγορα!».
Ο Πάκης εκείνος από τα παλιά! Να έρθει να δει τον άρρωστο και να τους πει τι να κάνουν! Τι μικρός κόσμος! 
Πληρώσαμε άρον άρον και φύγαμε κουτρουβαλώντας. Η κυρία μου γελούσε σε όλο το δρόμο. Ειλικρινά δεν ξέρω να σας πω αν έπρεπε να γελάει ή να κλαίει. Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι τι θα ήταν σωστό να κάνει. Την έπιασε όμως εκείνο το γέλιο όπως τότε που είχε πει ο Πάκης ότι κόπηκε στην καρδιολογία με 1. Νομίζω ότι κανονικά θα έπρεπε να κλαίει. Διότι πολύ απλά, ο Πάκης δεν ξέρει πού να βάλει τα λεφτά από το ιδιωτικό ιατρείο και τις κατ΄ οίκον επισκέψεις. Όνομα στην περιοχή, όπως κατάλαβα. Ενώ κάτι άλλοι μετράνε και τη δεκάρα, από όσο ξέρω. Βάζουν κάτω τα τετραδιάκια και κάνουν νυχθημερόν υπολογισμούς. Άντε να μην ανοίξω το στόμα μου… Άντε...

22/3/10

ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ξεκρέμασα επιτέλους την επιγραφή "Κλειστόν λόγω ομιλίας", ξεσκόνισα, έπλυνα τις κουρτίνες και άνοιξα πάλι το μαγαζί! Τι ήταν κι αυτό που περάσαμε? Τι άγχος! Χωρίς λόγο και αιτία βέβαια αλλά αυτά τα λέμε μετά... Μέχρι να γίνει η ομιλία πεθαίνουμε... Τουλάχιστον οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, αν μη τι άλλο, αποκομίσαμε γνώσεις, μέσα από την ετοιμασία. Ας έρθω στο προκείμενο.
Παρασκευή βράδυ ήμαστε ακόμα στη δουλειά, όταν το κινητό τηλέφωνο της κυρίας μου χτύπησε ξαφνικά και εκείνη αντίκρυσε με τρόμο την οθόνη. Ήταν η Κυρία Του Καλού Κόσμου! Έπρεπε να απαντήσει! Δεν μπορούσε να μην απαντήσει! Ξεροκατάπιε και πάτησε το κουμπάκι. Η Κυρία Του Καλού Κόσμου βρισκόταν και εκείνη ακόμα στη δουλειά της, κουνώντας τα νήματα μιας βιαστικής στατιστικής ανάλυσης μερικών δεδομένων για τα οποία η δική μου κυρία είχε κάποιο λόγο. Η Τσιριμπόμ ήταν μαδημένη από την κούραση (δούλευε ήδη 14 ώρες και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι), η Κυρία σε λίγο θα έφευγε για το θέατρο. Ασύγκριτα μεγέθη!
Ποία όμως είναι η  Κυρία Του Καλού Κόσμου και τι δουλειά έχουμε εμείς με αυτήν?  Ο Λύσανδρος, συνάδελφος της Τσιριμπόμ σε άλλη υπηρεσία, της γνώρισε την Κυρία, για να επεκτείνουν κάποιες συνεργασίες επιστημονικού χαρακτήρα στο Πανεπιστήμιο. Τα πανεπιστήμια πρέπει να δείχνουν έργο, οι Πανεπιστημιακοί να φτιάχνουν βιογραφικά, οι φοιτητές να κάνουν διατριβές κλπ. κλπ. Τι σχέση έχει η δικιά μας με όλα αυτά? Είναι μήπως πανεπιστημιακός? Φτου φτου φτου....φάτε τη γλώσσα σας... Άκου πανεπιστημιακός! Με χωρίς θείο, μπαμπά, μεγάλο σαλόνι, τζάκι, πολλά λεφτά, προελεύσεως και κάτοικος Άλλου Μπύθουλα... Συνέλθετε!
Η εμπλοκή της εντάχθηκε στο γενικότερο κεφάλαιο ¨Αδυνατώ να πω ΟΧΙ". Έτσι, όταν ο Λύσανδρος της είπε για τη συνεργασία, στην οποία η κυρία μου θα προσέφερε το υλικό και το Πανεπιστήμιο την επεξεργασία του στο εργαστήριο, εκείνη ντράπηκε να του πει ότι προτιμά να ασχολείται με εντελώς διαφορετικά πράγματα από αυτά (τα εξωσχολικά βιβλία της, τις πεζοπορίες της, τα λουλούδια της...). Η αλήθεια είναι ότι ο Λύσανδρος είναι ο ευγενέστερος άνθρωπος που γνωρίζει η κυρία μου. Η ευγένεια και η παιδεία του, ολίγον οξφορδιανές, ήταν υπεύθυνες για την υποχώρηση της και το μπλέξιμο σε όλη αυτή την ιστορία της Πανεπιστημιακού Δασκάλας.
Όταν είχε συναντήσει για πρώτη φορά την Κυρία Του Καλού Κόσμου η Τσιριμπόμ είχε περίπου φρίξει. Οι ηλικίες τους ήταν κοντά αλλά εκεί σταματούσε η όποια ομοιότητα. Στο φέουδο της, πλαισιωμένη από ένα σωρό φοιτητές - δούλους, δεσποτική, ανταγωνιστική και απρόσιτη, πιέστηκε να είναι φιλική με την κυρία μου στα πλαίσια της επερχόμενης συνεργασίας. Προσεγμένα ντυμένη, αν και άχαρη, με μαλλί κομμωτηρίου και συμπεριφορά στημένη, έκανε την κυρία μου να νιώσει άβολα από την πρώτη στιγμή. Οι συγκρίσεις ωχριαστικές! Εκείνη, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου, με Αμερικές, απόλυτα πετυχημένη (με τους όρους που επικρατούν στη μάζα), σωρεία τα papers και τα masters που επέβλεπε, οι φοιτητές σούζα, λίστα τα συνέδρια στο εξωτερικό, πολλές οι πανεπιστημιακές ευθύνες, η πανεπιστημιακή δόξα...  Απέναντι ο φτωχός συγγενής - Τσιριμπόμ, όπως είναι γνωστή κουτσά στραβά από άλλες περιγραφές του συγγραφέα. Πετυχημένη κι αυτή, δε λέω, αλλά με άλλα μέτρα και σταθμά. (Προχθές γύρισε με μια τσάντα χόρτα βουνού που της έφερε ένας κύριος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη βοήθεια της! Επιτυχία είναι κι αυτό).
Σιγά σιγά η κυρία μου εξοικειώθηκε με την Κυρία και ένιωθε λιγότερο άβολα με τον καιρό. Το ίδιο και η άλλη. Οι επαφές τους έμειναν και μένουν κυρίως τηλεφωνικές.
Θεωρητικά, η Κυρία Του Καλού Κόσμου προέρχεται και αντιπροσωπεύει μια Σχολή του Πανεπιστημίου κατώτερη της Σχολής της κυρίας μου. Η κατώτερη σχολή χρησιμοποιεί την ανώτερη για ερευνητικούς σκοπούς, επειδή η ανώτερη έχει το ενδιαφέρον υλικό. Η μια Κυρία λοιπόν, αν και καθηγήτρια, μεγάλη και τρανή, με δάφνες και παραδάφνες, φαίνεται να νιώθει λίγο μειονεκτικά μπρος στην δική μου κυρία, η οποία αν και περίπου σφουγγαρίζει στο χώρο της, δεν παύει να έχει σημαντική θέση σε απτή προσφορά λύσης περίπλοκων προβλημάτων. Υποβόσκει λοιπόν μια, να το πω, παραδοχή ή ίσως ίσως θαυμασμός από την πλευρά της Κυρίας προς την Τσιριμπόμ. Σα να λέμε ότι η μια είναι Καθηγήτρια Ιχθυοτροφείων στο Πανεπιστήμιο και η άλλη Νομικός - Δικηγόρος εξειδικευμένη στα προβλήματα των ψαριών. Ελπίζω να ήμουν σαφές. Από την άλλη, η Κυρία Του Καλού Κόσμου, με το μαλλί κομμωτηρίου και τον τουπέ, γνώρισε την κυρία μου που είναι πολύ απλή, πάντα γελαστή και ανεπιτήδευτη. Επιπλέον, της αναγνώρισε ότι σε αντίθεση με εκείνη που δουλεύει σε εργαστήριο, η κυρία μου σκοτώνεται στα σαλόνια αλλά και στα αλώνια της καθημερινής πρακτικής αλλά έχει το νου της και στα ερευνητικά, στην εκπαίδευση των νεότερων, κλπ. κλπ. Οπότε, κατέβηκε ένα σκαλί από το βάθρο της για να μελετήσει ένα θηλυκό των δυτικών προαστείων.
Θυμάμαι πριν 3-4 χρόνια, παραμονές Χριστουγέννων, η Κυρία Του Καλού Κόσμου πήρε σπίτι μας τηλέφωνο για να μας καλέσει σε ένα lab party (από το laboratory) όπως είπε! Το πάρτυ θα γινόταν στο σπίτι της στα βόρεια προάστεια.  Η Τσιριμπόμ μόνο που δε λιποθύμισε όταν άκουσε την πρόσκληση. Το τελευταίο που θα ήθελε ήταν ένα βράδυ μέσα σε αγνώστους, στημένη σα να είχε καταπιεί μπαστούνι. Πήγε όμως. Κατέστρωσε επιτελικά σχέδια, βρήκε ρούχο αξιοπρεπές, αγόρασε δώρο της εμβέλειας Κυριών Καλού Κόσμου και απορροφήθηκε από το πρωτόκολλο. Εκείνο που κυρίως την ώθησε ήταν η περιέργεια να δει από κοντά πώς ζει μια Κυρία Του Καλού Κόσμου. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία με κήπο, με σαλόνια και παρασαλόνια, δωμάτια και παραδωμάτια. Απέπνεε οικονομική άνεση αλλά και γούστο (ξέρετε ότι είμαι δίκαιο). Οι οικοδεσπότες ήταν προσηνείς, τα εδέσματα της οικιακής βοηθού νόστιμα, οι φοιτητές του εργαστηρίου έδιναν μια νότα ανάλαφρη στο χώρο και τελικά περάσαμε όλοι καλά. Πάντως δεν είχαν καναρίνι αυτοί.
Τώρα που σας έβαλα στο κλίμα θα έρθω και στην ιστορία του τίτλου : Οι Κυρίες Του Καλού Κόσμου. Πληθυντικός. Πριν δύο μήνες χτύπησε πάλι το κινητό της Τσιριμπόμ και είδε με τρόμο το όνομα της Κυρίας του παρόντος αφιερώματος. "Ωχ", σκέφτηκε η Τσιριμπόμ, "τι να θέλει πάλι?". Μετά τα τυπικά, της έσκασε τη βόμβα. Η αδελφή της αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα και ήθελε τη γνώμη της κυρίας μου. Η αδελφή, υψηλά ιστάμενη σε έναν ευρωπαϊκό οργανισμό, μένει μόνιμα στην πρωτεύουσα που εδρεύει ο οργανισμός αυτός και πηγαινοέρχεται σε όλο τον κόσμο συχνά πυκνά για δουλειές εξίσου υψηλά ιστάμενες. Για το πρόβλημα της είχε ζητήσει συμβουλή από τους εκεί ειδικούς αλλά κάπου θεώρησε ότι δεν της δόθηκε η δέουσα προσοχή, κάπου δεν λύθηκε εντελώς το πρόβλημα, δεν ξέρω... Το αποτέλεσμα ήταν η  Κυρία να ζητήσει από την Τσιριμπόμ να της ορίσει μέρα και ώρα που θα μπορούσε να τη δει. Τώρα που λίγο πολύ καταλαβαίνετε τι εστί Τσιριμπόμ, φανταστείτε τι έπαθε η κακομοίρα. Έμεινε με το ακουστικό στο χέρι, ξεροκατάπιε και άρχισε τις διερευνητικές ερωτήσεις. Χαμένη υπόθεση. Η ιστορία είχε πάρει το δρόμο της. Μην ξεχνάτε ότι και η άλλη δεν είναι καμιά χαζή, είναι εύκολο να διαβάσει μια άρνηση μέσα από μια δικιολογία. Η κυρία μου όρισε συνάντηση την επόμενη Τετάρτη. Παρηγορήθηκε προσωρινά με την ιδέα ότι μέχρι την επόμενη Τετάρτη μπορούσαν να συμβούν πολλά ανασταλτικά του ταξιδιού.
Η αδελφή θα παραλάμβανε την αδελφή από το αεροδρόμιο και θα την έφερνε στη δουλειά της Τσιριμπόμ. Μετά θα πήγαιναν να δουν τη μαμά τους και την επομένη θα έφευγε πάλι για την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της. Τι καταλάβατε από όλα αυτά? 1. Η αδελφή θα ερχόταν ειδικά για να δει την κυρία μου! 2. Αλλοίμονο στην κυρία μου αν δεν της έλυνε το πρόβλημα.
Οι νύχτες αγρύπνιας διαδέχτηκαν η μια την άλλη. Αυτό που για άλλους θα αποτελούσε, ας πούμε, τιμή, για τη φτωχή Τσιριμπόμ ήταν όνειδος! Το άγνωστο πρόβλημα ήρθε και κάθισε βαρύ στους ώμους της και κινδύνεψε να την κοντύνει κι άλλο. Χίλιες σκέψεις και σενάρια φανταζόταν... Στο τέλος το πήρε απόφαση και περίμενε στωικά την Τετάρτη. Ξημέρωσε κάποτε αυτή η Τετάρτη και η κυρία μου ενημέρωσε όποιον μπορούσε στο γραφείο ότι θα δεχόταν δύο Κυρίες Του Καλού Κόσμου. Αυτό αποτελούσε από μόνο του αξιοθέατο διότι στο γραφείο τους είναι όλοι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, με πρώτο και καλύτερο το Διευθυντικό Στέλεχος. Οι Κυρίες Του Καλού Κόσμου σπανίζουν στην υπηρεσία τους και όλοι είναι ευτυχείς για αυτό, επειδή τέτοιες παρουσίες προκαλούν μια γενική απορρύθμιση. Άσε που είναι σίγουρο ότι κανένας δεν μπορεί να φερθεί όπως πρέπει σε κυρίες τέτοιου είδους!
Στην υπηρεσία της κυρίας μου η ζωή εκτυλίσσεται σε ένα μεγάλο κοινό γραφείο. Εκεί κάθονται συνήθως όλοι, γύρω στα 14 άτομα. Κάποιες φορές αποσύρεται το Διευθυντικό Στέλεχος στο γραφείο του, ο Παχουλός Κύριος με την Ξανθιά Κυρία στα δικά τους αλλά γενικά όλοι κλωθογυρίζουν στο μεγάλο γραφείο. Η Τσιριμπόμ έχει ένα δικό της γραφείο στολισμένο με Μονέ αλλά εκείνο είναι ένα κέντρο διερχομένων. Φιλοξενεί το φωτοτυπικό μηχάνημα, δύο υπολογιστές και ντουλάπες φύλαξης ρούχων και πορτοφολιών. Αφού το σκεφτόταν μέρες, αποφάσισε να τις δεχτεί στο γραφείο της. Τουλάχιστον είχε τους Μονέ να δείξει.
Ήρθαν ωσάν φρεγάτες, αποπνέοντας αέρα του εξωτερικού. Παραπονέθηκαν για την κίνηση στο δρόμο χωρίς να ζητήσουν συγνώμη για την αργοπορία τους. Η κυρία μου έσβηνε τα κάρβουνα από τον πωπό της και κατάπιε κρυφά το δεύτερο λεξοτανίλ (ψέματα, δεν παίρνει τέτοια, φοβάται). Για να μην πολυλογώ στην ήδη μεγάλη σημερινή ανάρτηση, η Άλλη Κυρία Του Καλού Κόσμου άρχισε να αναλύει το πρόβλημα της στην κυρία μου η οποία άκουγε στωικά. Κουβέντιασαν για λίγο, διαμορφώθηκε μια άποψη και προχώρησαν στις οδηγίες. Από κει και πέρα χάθηκε η μπάλα. Άνοιξε 80 φορές η πόρτα, χωρίς προηγουμένως να χτυπήσει κανείς, μπήκε όποιος μπορείτε να φανταστείτε είτε για να βγάλει φωτοτυπίες, είτε για να πάρει σφραγίδα της κυρίας μου, είτε για να τη ρωτήσει κάτι, είτε για να δει κάτι στον υπολογιστή, είτε για να ζητήσει μια άμεση οδηγία, είτε για να δει αν είναι κάποιος μέσα και να πει "α, εδώ είσαι!", είτε για να τη ρωτήσει πώς θα βγει έξω από το κτίριο... Το κλου ήταν ένας κύριος που πουλούσε κεριά. Κάθε φορά που άνοιγε ξαφνικά η πόρτα, οι Κυρίες Του Καλού Κόσμου αναπηδούσαν θορυβημένες και κοίταζαν με θαυμασμό και απορία την πόρτα που κανένας δεν είχε χτυπήσει πρώτα για να μπει. Οι φράσεις τους είχαν τόσες πολλές φορές διακοπεί που έστεκαν πάνω από τα κεφάλια τους σαν ξεφτισμένα κουρέλια. Τα πρόσωπα τους άρχισαν να αποκτούν μικρά κόκκινα σπυράκια συγκεκαλυμένης αγανάκτησης για την οποία δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα η Τσιριμπόμ στάθηκε βράχος. Χρόνια μαθημένη σε ένα τέτοιο κλίμα αγένειας, ταχύτατης λύσης προβλημάτων και συνεχούς εξυπηρέτησης όλων, άρπαζε και ξανάραβε τα κουρέλια των φράσεων, κάλυπτε τα κενά και συνέχιζε τις κουβέντες από εκεί που κόβονταν, γεμάτη ευγένεια, χάρη, σαφήνεια, αισιοδοξία και σιγουριά. Το πρόβλημα της Κυρίας δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, ήταν μάλιστα λυμένο ήδη από τους άλλους. Απλώς δεν είχε σερβιριστεί σωστά η λύση του. Άρπαξε η Τσιριμπόμ ένα δίσκο, έβαλε ωραίες γαρνιτούρες, μπόλικη σως, πασπάλισε το κρέας με τη σιγουριά της και τον πρόσφερε. Οι Κυρίες έφυγαν μαγεμένες και η Τσιριμπόμ χώθηκε ευτυχής στη χαύρα του μεγάλου γραφείου, πρόθυμη να λύσει τις απορίες όλων για τις Κυρίες Του Καλού Κόσμου. Όλοι βέβαια είχαν περάσει από το γραφείο για να δουν τα αξιοθέατα και την υποδέχτηκαν με διάφορες κραυγές : "Καλέ τι ήταν αυτές? Τι ξινίλα? Πώς άντεξες? Πώς μας κοιτούσαν έτσι όταν μπαίναμε?" κλπ. κλπ. Επαναλαμβάνω ότι είμαι αρρωστημένα δίκαιο και οφείλω να πω ότι ούτε αυτή η συμπεριφορά ήταν σωστή. Είναι πολύ άσχημο να πρέπει να μιλήσεις με κάποιον κατ΄ ιδίαν και να μην έχεις έναν αξιοπρεπή χώρο με ησυχία. Να μη χτυπούν την πόρτα όταν πρέπει να μπουν σε ένα γραφείο. Να σε διακόπτουν θέλοντας όλοι να κάνουν τη δουλειά τους εδώ και τώρα. Να αποτελούν όλοι μέρος της αγένειας που καταδικάζουν... 
Αυτή την επίσκεψη θυμήθηκα με το τηλέφωνο της Παρασκευής από την Κυρία Του Καλού Κόσμου. Μεταξύ άλλων η Κυρία ανέτρεξε στην ιστορία της αδελφής της και γεμάτη έκπληξη είπε στην κυρία μου πόση εντύπωση της έκανε όλη αυτή η φασαρία και οι απανωτές διακοπές που συνάντησε στο γραφείο της. "Μα να μη μπορείς να μιλήσεις ήσυχα μισή ώρα?", απόρησε. Αυτό ήθελε και η Τσιριμπόμ. Να καταλάβει ότι άλλος ο κόσμος ο δικός της και άλλος του εργαστηρίου. Να καταλάβει ότι η ασφάλεια των σωληναρίων δεν έχει καμία σχέση με το εδώ και τώρα της καθημερινότητας της δικής της, όπου όλοι θέλουν μια απάντηση και μια λύση. Αυτή άλλωστε είναι η πλειοψηφία του κόσμου : αγενείς και άξεστοι. Τα ραφιναρισμένα προάστεια τα δικά της είναι μακριά. Όταν τη ρώτησε με τη σειρά της τι κάνει η αδελφή της, γεμάτη έκπληξη τη ρώτησε : "Τι? Δε σε πήρε τηλέφωνο να σε ενημερώσει? Απορώ! Θα τη μαλώσω!". Και συνέχισε λέγοντας πόσο υποχρεωμένη ήταν για τη λύση, πόσο καλά τη συμβούλεψε η κυρία μου και πως από δω και πέρα δε θα εμπιστεύεται κανέναν άλλον. "Να μου λείπει", σκέφτηκε με τρόμο η κυρία μου.
Το ηθικό δίδαγμα που βγαίνει από την ιστορία κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι το εξής. Οι Κυρίες Του Καλού Κόσμου είναι χειρότερες από τον μέσο Έλληνα. Φρόντισαν να κάνουν τη δουλειά τους εύκολα και γρήγορα χωρίς καν να ενημερώσουν για την εξέλιξη και να πουν ένα ευχαριστώ. Τουλάχιστον ο μέσος Έλληνας μάζεψε και μια τσάντα χόρτα για το ευχαριστώ. Η Κυρία Του Καλού Κόσμου πέρασε από τα αφορολόγητα του αεροδρομίου, για ταξίδι με προγραμματισμένο ραντεβού και δε χαλάλισε ούτε 30 ευρώ για μια κολώνια!
Δε θέλουμε εμείς κολώνιες! Την ησυχία μας θέλουμε και το μυαλό μας με όσο λιγότερες σκέψεις γίνεται. Γίνεται?       

9/3/10

Η ΟΜΙΛΙΑ

Εμπόλεμη κατάσταση επικρατεί στο σπίτι μας. Ανέτρεξα στο πατρογονικό σεντούκι και έβγαλα το κράνος, την πανοπλία και την ασπίδα του παππού μου. Ο κύριος μου έβγαλε τα δικά του εδώ και μια βδομάδα, ζώστηκε και αποκρούει. Τα μικρά αφεντικά μου ευτυχώς λείπουν. Τα τυχερά! Το ένα είναι στις σπουδές του και το άλλο, γλεντζές μέχρι το κόκκαλο, είναι με το σχολείο του σε εκπαιδευτικό – λέμε τώρα – ταξίδι στη Βαρκελώνη. Αλλοίμονο σε μας που μείναμε εδώ.
Που μείναμε εδώ και υφιστάμεθα την κυρία Τσιριμπόμ. Άγιοι θα γίνουμε! Έχει λύσει το ζωνάρι της και περιφέρεται μέσα στο σπίτι αλλά και στη δουλειά της… γεμάτη διάθεση για καυγάδες. Ούτε μύγα στο σπαθί της! Κόλαση σας λέω… κόλαση….
Όλα αυτά βέβαια επειδή πλησιάζει η (καταραμένη) ώρα αυτής της (σκατο)ομιλίας της. Μέχρι δηλαδή την άλλη Δευτέρα εμείς πρέπει να μετακομίσουμε σε άλλο μέρος, σε άλλη πόλη, σε άλλη ήπειρο. Δεν αντέχεται! Εμ της τη φόρτωσαν την ομιλία και ντράπηκε να αρνηθεί, εμ άφησε τον καιρό να περάσει χαζεύοντας και κάνοντας τις αιώνιες αρνήσεις της, εμ τώρα τρέχει αλαφιασμένη να βρει ιο χοίρων να κολλήσει τη γρίπη για να μην πάει να μιλήσει….
Αναπολώ τι γινόταν παλιότερα και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο... Όπου γάμος και χαρά η Μαγδάλω πρώτη. Να οι ομιλίες, τα μαθήματα, οι παρουσιάσεις… Αλλά τώρα που γέρασε και αναθεώρησε τα πάντα και ανακάλυψε τη ματαιότητα όλων, αποφάσισε ότι οι ομιλίες την αγχώνουν και δεν έχουν καμία χρησιμότητα. Το ωραίο είναι ότι οι νεώτεροι συνάδελφοι έμαθαν για την ομιλία της και ξέροντας από παλιότερους πόσο καλή ομιλήτρια είναι της είπαν ότι αδημονούν να την ακούσουν… Τι γέλια έκανα! Η κυρία μου πήγε άρον άρον στην τουαλέτα του Διευθυντικού Στελέχους να κάνει εμετό από το άγχος. Βγήκε γκρίζα σαν ποντίκι ψελλίζοντας "είναι η τελευταία φορά που περνάω κάτι τέτοιο". Ας μη λέμε όμως ποτέ "ποτέ".
Σε όλη αυτή την ιστορία έχει και μια ανάμειξη ο Αναξίμανδρος, ο συνάδελφος της, ο οποίος δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Ένα κομμάτι του φορτώματος της ομιλίας ανήκει και σε αυτόν. Βρέθηκαν σήμερα το μεσημέρι για να ελέγξουν τις διαφάνειες και μόνο που δε σκοτώθηκαν. Ο μεν τις κοίταζε (τις διαφάνειες στον υπολογιστή) με μισό μάτι και σχολίαζε, η δε, ξετύλιγε και τακτοποιούσε το ζωνάρι της μέχρι πέρα το διάδρομο και τις σκάλες. Ο καυγάς κρεμόταν από πάνω τους 2 ώρες και κάτι. Εγώ έφυγα για να μη με πάρει η μπόρα.
Μέσα σε όλα αυτά με την ομιλία, είχε και την πολλή δουλειά. Χρόνια κατάσταση αυτό πια. Ειδικά χτες κόντεψε να τα βροντήξει ψυχολογικώς. Πολλά προβλήματα, αποφάσεις που κάποιος έπρεπε να πάρει, πράγματα που έπρεπε να γίνουν, ξέρετε τώρα. Οι μισοί από τους συναδέλφους ήταν ξενύχτηδες άρα κουρασμένοι. Οι υπόλοιποι έδιναν ένα χέρι βοηθείας σε όλες τις υποθέσεις. Δυστυχώς, μια εκ των υποθέσεων αφορούσε έναν χρήστη ουσιών. Ας μην αναφέρω άλλες λεπτομέρειες γιατί δεν τις μπορώ ούτε εγώ. Ένα μόνο θα πω. Η κυρία μου έχει ένα ίρτζι. Ένα σημαντικό ίρτζι όμως. Όλα τα υπόλοιπα ίρτζι κάπως βολεύονται και μειώνεται η σημασία τους και ο αντίκτυπος τους. Αυτό όμως το σημαντικό δεν μπορεί να το κουλαντρίσει εύκολα. Το ίρτζι της είναι ότι δεν μπορεί τους χρήστες. Χα χα, θα πείτε. Ας μπει κι αυτή στη λίστα. Ποιος τους μπορεί? Κανένας. Είτε στρέφονται τα πρόσωπα, είτε εκτοξεύονται βρισιές, είτε κουνιούνται κεφάλια, είτε ακούγονται σχόλια για το πού οδεύει η κοινωνία, οι αντιδράσεις είναι πανομοιότυπες. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται είναι όλες μία και μία, πχ. καμένα χαρτιά. Το να σε ακουμπήσουν είναι ένα είδος επαφής με χολέρα και το να επιτρέψεις να σου μιλήσουν συνώνυμο με την άτυχη στιγμή της μέρας. Γνωστές καταστάσεις, λίγο πολύ οικείες για όλους. Η κυρία μου όμως έχει αυτό το ίρτζι που δεν τους μπορεί, διαφορετικά από τον υπόλοιπο κόσμο. Εκεί που άλλοι απαξιούν, εκείνη βιώνει μια πολύ μεγάλη στεναχώρια. Βιώνει ένα συναίσθημα σα να έχει ένα μαχαίρι στα σωθικά της και το στρίβει. Πονάει όταν τους βλέπει. Όχι απλά πονάει. Πώς να το πω? Καταρρέει. Δεν μπορεί να ελέγξει αυτό το συναίσθημα όσο κι αν προσπαθεί. Ακούει βερεσέ τα περί κοινωνίας, αδύνατων χαρακτήρων, προβληματικής οικογένειας, ότι είναι άξιοι της τύχης τους… Αδυνατεί να απομονώσει τα γεγονότα, να προχωρήσει και να προσπεράσει.
Όταν έβλεπε και βλέπει χρήστες να ζητιανεύουν στον ηλεκτρικό η μέρα της καταστρεφόταν και καταστρέφεται. Μερικές φορές κάνει άρνηση ότι τους είδε. Χώνει τη μύτη της στο βιβλίο της και πείθει τον εαυτό της ότι δεν είδε κανέναν. Άρνηση εδώ άρνηση εκεί, κάπως πορευόμαστε. Αλλά ακόμα και οι αρνήσεις είναι σαν τις ηλιαχτίδες : τρυπώνουν μέσα από τις γρίλιες και λούζουν ένα σκοτεινό δωμάτιο ξαφνικά και απροετοίμαστα. Δεν έχει τύψεις που αισθάνεται έτσι. Και που όταν το ομολογεί την κοροϊδεύουν και απορούν απαξάπαντες. Ευτυχώς έχει αποστασιοποιηθεί από τις κρίσεις και τις επικρίσεις των άλλων. Ούτως ή άλλως πάντοτε ήταν περήφανη για το το ότι είχε αισθήματα σε ένα κόσμο αναίσθητων.  Και διπλά περήφανη που κατάφερε και διατήρησε την ευαισθησία της μετά από τόσα χρόνια τέτοιας δουλειάς. Τι σημαίνει "κακώς νοιώθεις έτσι". Αφού έτσι νοιώθει? Τι να κάνουμε?
Μακρυγόρησα ως συνήθως. Ο χρήστης αποτελούσε ένα πρόβλημα για όλους τη χτεσινή μέρα. Ο σχεδιασμός των ενεργειών για την υπόθεση του έγινε από κοινού αλλά η κυρία μου κατά τη διάρκεια της κουβέντας διευκρίνισε σε όλους ότι δεν άντεχε ούτε να τον δει. Εξάλλου όταν πήγε το πρωί στη δουλειά της και την ενημέρωσαν για τον χρήστη και το πρόβλημα του άρχισε να στριφογυρίζει και να μονολογεί "δε μπορώ να το διαχειριστώ αυτό, δε μπορώ να το διαχειριστώ αυτό". Όλη μέρα ψέλλιζε και όσοι ήξεραν το ίρτζι της κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι τους. Όσοι πάλι δεν ήξεραν ρωτούσαν αθώα "μα γιατί? τι σε πειράζει?".  Η μέρα κύλισε κακήν κακώς και στις 4 το μεσημέρι, όταν όλοι είχαν φύγει, το πρόβλημα του χρήστη είχε μείνει άλυτο. Η κυρία μου που είχε ξεμείνει ως συνήθως, αναγκάστηκε τελικά να ασχοληθεί μαζί του. Πώς τα φέρνει έτσι η τύχη? Ευτυχώς που είχε μαζί της και τον Ηλία και τη βοήθησε. Όχι μόνο τον αντίκρυσε, ένα 26χρονο αποστεωμένο παιδί, βρώμικο και ελεεινό, αλλά του μίλησε και άλλα πολλά στα πλαίσια της δουλειάς της. Σε κάποια στιγμή, όταν το μαχαίρι ήταν τόσο βαθειά στο στομάχι της που της κόπηκε η ανάσα, άφησε ένα βούρκωμα στα μάτια να παρασύρει αυτόν τον πόνο που ένοιωθε, αυτόν τον παράλογο πόνο και να τον διώξει σα νερό που κυλάει...
Δύσκολη μέρα η χτεσινή, δύσκολη η σημερινή και δύσκολες όλες μέχρι την ομιλία. Γενική απορρύθμιση παρατηρείται... Ευτυχώς που είμαι καναρίνι με νοοτροπία Σκάρλετ Ο΄Χάρα, δηλαδή όπως θα έλεγε και η γιαγιά Σοφία, φαρδόψυχο : αύριο είναι μια άλλη μέρα και η επόμενη βδομάδα είναι μια άλλη βδομάδα....