Όταν αρχίζουν να εισβάλλουν οι αναμνήσεις έρχονται τα γεράματα... Και δεν ομιλώ για μένα που, ως γνωστόν, είμαι στο άνθος της ηλικίας μου! Ομιλώ δια την κυρίαν μου. Με αφορμή τη σαββατιάτικη επίσκεψη μας για ψώνια στο πιτάδικο της γειτονιάς, ξύπνησαν κάποιες αναμνήσεις της. Έσπευσα λοιπόν όταν γυρίσαμε σπίτι να βρω τα απομνημονεύματα των προγόνων μου και να τις διαβάσω από πρώτο χέρι....
Όταν η Τσιριμπόμ ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας αποτελούσε μέλος μιας μεγάλης φοιτητικής παρέας. Ο κύριος μου δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στο προσκήνιο οπότε η κυρία μου απολάμβανε την ελευθερία της. Η παρέα ήταν ετερόκλητη ως προς τις σχολές. Περιλάμβανε πολυτεχνίτες που δεν είχαν πολλά κορίτσια στις σχολές τους, φιλολογίνες που δεν είχαν πολλά αγόρια στη σχολή τους, οικονομικούς που σνόμπαραν τις συμφοιτήτριες/ συμφοιτητές και πάει λέγοντας. Ανάμεσα τους ήταν και υποψήφιοι γιατροί. Στην παρέα τους έρχονταν και έφευγαν άτομα, όπως συνήθως γίνεται στις φοιτητικές παρέες αλλά ο βασικός πυρήνας παρέμενε ο ίδιος.
Ένα απόγευμα, σε μια μικρή καφετέρια του κέντρου, κοντά στη Νομική, η παρέα είχε την καθιερωμένη συνάντηση της. Θα ήταν σύνολο καμιά δεκαπενταριά άτομα. Η εξεταστική περίοδος έβαινε στο τέλος της και όλοι έκαναν προγνώσεις και σχέδια για το καλοκαίρι. Στην παρέα προστέθηκαν ασθμαίνοντας οι δύο τελευταίοι. Έφτασαν βρίζοντας το λεωφορείο του Γουδιού που τους έφερε από την Ιατρική και που έκανε εκατό ώρες να κατέβει στο κέντρο. Ήταν η Τιτή και ο Πάκης, αμφότεροι μεταγραφή από Ιταλία στο τρίτο έτος της Ιατρικής της Αθήνας. Ήταν εκείνες οι εποχές που έμπαιναν στην ιατρική 300 φοιτητές στο πρώτο έτος και ξαφνικά βρίσκονταν στο τέταρτο 1200! Για την Τιτή δεν υπήρχε θέμα. Ήταν άτυχη και ίσως υπέρ του δέον χαλαρή έτσι ώστε να μην περάσει στην Ιατρική. Η μετέπειτα πορεία της επαλήθευσε ότι τα ελεύθερα πνεύματα δεν στρώνονται εύκολα και δεν πειθαρχούν στα προγράμματα πανελληνίων εξετάσεων είτε επειδή είναι ανώριμα ακόμα είτε επειδή δεν περιχαρακώνονται σε κανόνες και πρέπει (ιδέ Χόλιους). Είναι ήδη από χρόνια παιδίατρος και διαπρέπει σε μια μεγάλη πόλη της περιφέρειας. Αυτά για την Τιτή.
Ο Πάκης όμως? Ο Πάκης ήταν ένας μαθητής που όπως λέει η κυρία μου έβαζε περισπωμένη στο όμικρον. Είχε και μια μεγαλύτερη αδελφή που αυτή έβαζε περισπωμένη και στο έψιλον. Τα δύο όμως αυτά αδέλφια είχαν την τύχη να έχουν πατέρα τον κουρέα της γειτονιάς. Αυτό σήμαινε γνωριμίες κάθε είδους και πολύ μαύρο χρήμα. Δηλαδή το ψαλίδι εισέπραττε ποσά και δήλωνε εισόδημα περίπου απόρων. Με αυτό το εισόδημα τα δύο αδέλφια φυγαδεύτηκαν στην Ιταλία για να εκπληρώσουν το μικροαστικό όνειρο των ‘80s : να γίνουν γιατροί.
Προηγήθηκε η μεγάλη αδελφή η οποία εντός ολίγου άρχισε τις περιοδείες από πόλη σε πόλη προς άγραν του ελαστικότερου πανεπιστημίου. Στο στρωμένο δρόμο έφεραν λίγο αργότερα τα βήματα του και τον αδελφό. Κακήν κακώς περνούσαν τα αδέλφια τα μαθήματα τους χωρίς να θέλω καν να φανταστώ τους τρόπους που χρησιμοποιούσαν. Όταν ήρθε το timing (δε μου αρέσει να χρησιμοποιώ ξένες λέξεις, εγώ ένα ελληνοτραφές καναρίνι αλλά η έκφραση «το πλήρωμα του χρόνου» δεν αποδίδει ακριβώς αυτό που θέλω να πω) οι γνωριμίες του μπαμπά και όλος ο μηχανισμός του τότε κυβερνώντος κόμματος (ενδεχομένως και το πολύ χαμηλό εισόδημα του πατέρα) συνωμότησαν και τα δύο αδέλφια ήρθαν με μεταγραφή στην Ιατρική Αθήνας, ίσα μεταξύ ίσων.
Λίγο καιρό μετά, προστέθηκε ο Πάκης στην παρέα τους και μεταξύ φοιτητικής χαράς και εξεταστικής ευδαιμονίας γίναμε κοινωνοί του όλου παρασκηνίου. Δεν ήταν κακό παιδί ο Πάκης, ήταν απλώς ηλίθιο. Ταυτόχρονα ήταν και γείτονας της κυρίας μου χωρίς όμως ποτέ να έχουν συναντηθεί στα δρομάκια του Άλλου Μπύθουλα.
Όταν οι εξεταστικές περίοδοι τελείωναν πανηγύριζαν όλοι τις επιτυχίες τους και κατάπιναν τις γλώσσες τους για τις αποτυχίες αλλά όλοι ανεξαιρέτως περίμεναν με ενδιαφέρον τις ανακοινώσεις του Πάκη για την πρόοδο του. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν κατέφθασε με την Τιτή, (από την οποία συνήθως αντέγραφε), σκασμένος. Είχαν πάρει τα αποτελέσματα της Καρδιολογίας για την οποία 10 μέρες νωρίτερα που είχαν συναντηθεί ήταν περιχαρείς ότι έγραψαν καλά και την περνούσαν. Η κυρία μου θυμόταν ότι ο Πάκης ήταν πολύ ευχαριστημένος με το γραπτό του. Είχε τύχει τη μέρα εκείνη να δίνει κι εκείνη εξετάσεις για ένα πτυχίο γαλλικών οπότε είχαν πανηγυρίσει οι τρεις τους ομού και είχαν τάξει κέρασμα με τα αποτελέσματα. Η Τιτή ανακοίνωσε ότι πέρασε με 6 και ο Πάκης, εμφανώς εκνευρισμένος δήλωσε ότι κόπηκε, παρότι είχε γράψει τόσο καλά. Ήταν σκασμένος με την αδικία! Τι της ήρθε να ρωτήσει της κυρίας μου με πόσο κόπηκε? Η κακιά η ώρα. Δεν έπρεπε να ρωτήσει αλλά ήταν ένα είδος άγραφου νόμου να χαριεντίζονται με το αναπόφευκτο των αποτυχιών. «Με 1 με έκοψε, ακούς εκεί!». Εκεί ήταν που η Τσιριμπόμ έχασε κάθε κόκκο αυτοσυγκράτησης και λογικής και έσκασε στα γέλια κραυγάζοντας : «χα χα χα, χου χου χου, με 1, άκου με 1, μα κόβονται άνθρωποι με 1…». Και δώστου να γελάει και τόσο να κοκκινίζει ο Πάκης και να γίνεται μετά πρασινοκίτρινος και μωβ. Κόντεψε να τη σκοτώσει. Θίχτηκε απίστευτα με τη συμπεριφορά της και έκανε να της μιλήσει ένα μήνα. Μάταια η παρέα προσπαθούσε να τους τα ταιριάξει. Ο Πάκης απαιτούσε συγνώμη, η οποία δεν ερχόταν βέβαια από την άλλη όχθη. Η Τσιριμπόμ θεωρούσε με τη σειρά της ότι δικαίως έσκασε στα γέλια, ήταν κάτι πραγματικά αστείο να κόβεσαι με 1. Άλλωστε ο αυτοσαρκασμός (θα έπρεπε να) ήταν ταλέντο όλης της παρέας.
Όταν οι εξεταστικές περίοδοι τελείωναν πανηγύριζαν όλοι τις επιτυχίες τους και κατάπιναν τις γλώσσες τους για τις αποτυχίες αλλά όλοι ανεξαιρέτως περίμεναν με ενδιαφέρον τις ανακοινώσεις του Πάκη για την πρόοδο του. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν κατέφθασε με την Τιτή, (από την οποία συνήθως αντέγραφε), σκασμένος. Είχαν πάρει τα αποτελέσματα της Καρδιολογίας για την οποία 10 μέρες νωρίτερα που είχαν συναντηθεί ήταν περιχαρείς ότι έγραψαν καλά και την περνούσαν. Η κυρία μου θυμόταν ότι ο Πάκης ήταν πολύ ευχαριστημένος με το γραπτό του. Είχε τύχει τη μέρα εκείνη να δίνει κι εκείνη εξετάσεις για ένα πτυχίο γαλλικών οπότε είχαν πανηγυρίσει οι τρεις τους ομού και είχαν τάξει κέρασμα με τα αποτελέσματα. Η Τιτή ανακοίνωσε ότι πέρασε με 6 και ο Πάκης, εμφανώς εκνευρισμένος δήλωσε ότι κόπηκε, παρότι είχε γράψει τόσο καλά. Ήταν σκασμένος με την αδικία! Τι της ήρθε να ρωτήσει της κυρίας μου με πόσο κόπηκε? Η κακιά η ώρα. Δεν έπρεπε να ρωτήσει αλλά ήταν ένα είδος άγραφου νόμου να χαριεντίζονται με το αναπόφευκτο των αποτυχιών. «Με 1 με έκοψε, ακούς εκεί!». Εκεί ήταν που η Τσιριμπόμ έχασε κάθε κόκκο αυτοσυγκράτησης και λογικής και έσκασε στα γέλια κραυγάζοντας : «χα χα χα, χου χου χου, με 1, άκου με 1, μα κόβονται άνθρωποι με 1…». Και δώστου να γελάει και τόσο να κοκκινίζει ο Πάκης και να γίνεται μετά πρασινοκίτρινος και μωβ. Κόντεψε να τη σκοτώσει. Θίχτηκε απίστευτα με τη συμπεριφορά της και έκανε να της μιλήσει ένα μήνα. Μάταια η παρέα προσπαθούσε να τους τα ταιριάξει. Ο Πάκης απαιτούσε συγνώμη, η οποία δεν ερχόταν βέβαια από την άλλη όχθη. Η Τσιριμπόμ θεωρούσε με τη σειρά της ότι δικαίως έσκασε στα γέλια, ήταν κάτι πραγματικά αστείο να κόβεσαι με 1. Άλλωστε ο αυτοσαρκασμός (θα έπρεπε να) ήταν ταλέντο όλης της παρέας.
Κάποτε η παρέα με τη δυναμική της κατάφερε και ξαναμίλησαν οι δυο τους. Το γυαλί όμως είχε ραγίσει. Δεν αποκατέστησαν ποτέ ξανά τις σχέσεις τους. Η Τσιριμπόμ δεν έσκασε και ιδιαίτερα, ίσως επειδή πάντοτε τον υποτιμούσε και απλώς τον ανεχόταν στην παρέα.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, τα πανεπιστήμια τελείωσαν, τα ενδιαφέροντα άλλαξαν, η παρέα διαλύθηκε. Ο καθένας πήρε το δρόμο του. Μετά από αρκετά χρόνια, η κυρία μου συνάντησε στο δρόμο τον Μενέλαο, μέλος εκείνης της παρέας και γιατρό πλέον. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και κατέφυγαν σε ένα μέρος για να θυμηθούν τα παλιά. Εκεί που μιλούσαν για όλους και για όλα, ήρθε και η σειρά του Πάκη. «Α!» έφριξε ο Μενέλαος, «είμαστε μαζί, κάνει ειδικότητα μαζί μου, στο ίδιο νοσοκομείο. Και φαντάζεσαι τι γίνεται?». Πώς δε φανταζόταν καλέ! Αυτή δε φανταζόταν? Φανταζόταν και παραφανταζόταν αλλά άφησε το Μενέλαο να πει για να ψυχαγωγηθεί. «Έχουμε τόση, μα τόση δουλειά, εφημερεύουμε απανωτά, είμαστε λίγοι και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε και τον Πάκη». «Μα γιατί?» ρώτησε αθώα αυτό το τέρας που ονομάζεται καλλιτεχνικά Τσιριμπόμ. «Τι γιατί? Είμαστε αναγκασμένοι να βάζουμε στο πρόγραμμα εφημεριών ακόμα έναν παλιότερο, όταν εφημερεύει ο Πάκης στα επείγοντα για να τον προσέχει!». Καταλαβαίνετε απόγνωση? Να βάζουν έναν παλιότερο ειδικευόμενο γιατρό να εφημερεύει με τον Πάκη για να τον προσέχει! Για να μην πάρει στον (ανίδεο) λαιμό του κανέναν φουκαρά άνθρωπο! Και όμως ο Πάκης εκτός από την ιατρική, τελείωσε και την ειδικότητα του - παθολογία παρακαλώ - και άνοιξε ιατρείο στην ευρύτερη γειτονιά μας κάνοντας χρυσές δουλειές. Κοντά του άνοιξε ιατρείο και η αδελφή, ευτυχώς σε ακίνδυνη ειδικότητα : μικροβιολόγος. Αυτή τουλάχιστον απέκτησε κάποιου είδους αυτογνωσία γιατί ξεκίνησε ειδικότητα παιδιατρικής και μόλις είδε τα αγγούρια κατέφυγε στην ασφάλεια των ορών και των ούρων.
Γιατί τα θυμήθηκα όμως όλα αυτά τα περασμένα? Το Σάββατο το πρωί, όπως σας έλεγα, πήγαμε με την Τσιριμπόμ στη μικρή αγορά της γειτονιάς μας για λίγα ψώνια. Το σενάριο γνωστό. Με τα πόδια, μέσα από τα στενά, να παρατηρούμε μπαλκόνια, λουλούδια, ανθρώπους, να μυρίζουμε τις ανθισμένες νερατζιές, να ακούμε τους ανταγωνιστάς μου… Φορτώθηκε σα γαϊδούρι τις τσάντες του σούπερ μάρκετ και πήραμε μαζί το δρόμο του γυρισμού. Στα μισά, της ήρθε να περάσει από μια βιοτεχνία με πίτες για σουβλάκια και άλλα δημοφιλή προϊόντα.
Πραγματικά, στρατοπέδευσε με τις τσάντες στο κατάστημα και ετοιμάστηκε να δώσει την παραγγελία της. Ξαφνικά, επικράτησε μια αναταραχή στο μαγαζί, μια οχλαγωγία, γυναίκες ανεβοκατέβαιναν από μια εσωτερική σκάλα, μιλούσαν μεγαλόφωνα, ήταν τρομαγμένες και ελαφρώς υστερικές. Ανεστάλησαν προσωρινά οι παραγγελίες και η κυρία μου έμεινε στήλη άλατος να παρακολουθεί.
«Τη μέτρησα πάλι και τον έβαλα να καθίσει κάτω», έλεγε η μεγαλύτερη.
«Και πόσο ήταν?», ρώτησε η νεώτερη με άγχος.
«Πάλι 17, δεν έπεσε καθόλου!», είπε η μεγάλη.
«Πω πω», είπε η νεώτερη, «όσο και πριν μισή ώρα! Τι θα κάνουμε? Πάω να δω…».
Έφυγε βιαστική προς τις σκάλες και απέμεινε η κυρία μου να περιεργάζεται τα ράφια για να δει τι άλλο θα αγοράσει αλλά με το αυτί στημένο στα δρώμενα. Ήταν εμφανές ότι κάποια πίεση έκανε τσιριτσάντζουλες αλλά αυτό δεν ήταν δική της δουλειά. Και πρακτικά, αν βλέπατε την κυρία μου πώς ήταν ντυμένη και περιτριγυρισμένη από τσάντες, θα σας ήταν δύσκολο να πιστέψετε ότι θα μπορούσε ποτέ να ήταν δική της δουλειά.
Μέχρι να συγκεντρωθεί η παραγγελία μας ενέσκηψε νέα απορρύθμιση. Κατέβηκε η νεώτερη σχεδόν ουρλιάζοντας.
«Δεν είναι καλά! Δεν είναι καλά! Δεν κάθεται στο κρεβάτι! Τι θα κάνουμε?».
Η πολύπειρη κυρία μου επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά τον χρυσό κανόνα : μην εμπλέκεσαι ποτέ σε υστερικές καταστάσεις, μόνο μπελάδες θα συλλέξεις. Εκεί που έψαχνε τα λεφτά της να πληρώσει ακούει τη μεγαλύτερη κυρία να φωνάζει. Ήταν η λυδία λίθος!
«Τον Πάκη, τον Πάκη! Πάρε γρήγορα τηλέφωνο τον Πάκη, να έρθει να μας πει τι να κάνουμε! Να έρθει να τον δει! Γρήγορα!».
Ο Πάκης εκείνος από τα παλιά! Να έρθει να δει τον άρρωστο και να τους πει τι να κάνουν! Τι μικρός κόσμος!
Πληρώσαμε άρον άρον και φύγαμε κουτρουβαλώντας. Η κυρία μου γελούσε σε όλο το δρόμο. Ειλικρινά δεν ξέρω να σας πω αν έπρεπε να γελάει ή να κλαίει. Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι τι θα ήταν σωστό να κάνει. Την έπιασε όμως εκείνο το γέλιο όπως τότε που είχε πει ο Πάκης ότι κόπηκε στην καρδιολογία με 1. Νομίζω ότι κανονικά θα έπρεπε να κλαίει. Διότι πολύ απλά, ο Πάκης δεν ξέρει πού να βάλει τα λεφτά από το ιδιωτικό ιατρείο και τις κατ΄ οίκον επισκέψεις. Όνομα στην περιοχή, όπως κατάλαβα. Ενώ κάτι άλλοι μετράνε και τη δεκάρα, από όσο ξέρω. Βάζουν κάτω τα τετραδιάκια και κάνουν νυχθημερόν υπολογισμούς. Άντε να μην ανοίξω το στόμα μου… Άντε...