30/9/09

ΝΕΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΑ



Ήρθε ο καιρός να ακουμπήσει ξανά η φτερούγα μου πληκτρολόγιο. Δεν φταίει το ότι είμαι πολυάσχολο, ούτε ότι έχω την πτερόρροια μου. Μάλλον θα φταίει το φθινόπωρο και το ότι έφυγε το κανονικό μου αφεντικό. Πιστεύω ότι σύντομα θα συνέλθω και θα επανέλθω.
Το κανονικό μου αφεντικό ξαναέδωσε πανελλήνιες εξετάσεις, μετά από ένα χρόνο διαβάσματος και ήδη γνώριζε, από τότε που πήρε τους βαθμούς του, ότι θα περνούσε στη Σχολή Των Ονείρων του, στην Πάτρα. Ο κακομοίρης ο πατέρας του βίωσε μια κεραμίδα στο κεφάλι του. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται ότι ο γιός του θα έφευγε μακριά από το σπίτι. Η Τσιριμπόμ αντιθέτως το είδε μιας εξαρχής ως αναπόφευκτο. Ο Χόλιους μέσα από την εξέλιξη της ζωής του αδελφού του διέβλεπε το μέλλον του αλλά πανηγύριζε κιόλας επειδή θα γλύτωνε τη γκρίνια και τις υποδείξεις του αδελφού – πατέρα. Εγώ πώς το είδα αλήθεια? Μη με ρωτάτε. Είμαι ακόμα βυθισμένο στη θλίψη. Τριγυρίζω ρακένδυτο στο κλουβί μου και έχω μαδήσει εντελώς. Σε λίγο θα πρέπει να μου πάρουν βαρέλι για να κυκλοφορώ.
Φέτος η οικογένεια έκανε τις διακοπές της στο Χωριό Της Επαύλεως για τους προφανείς λόγους της οικονομικής δυσπραγίας και των οικοδομικών εργασιών που εξελίσσονταν εκεί. Αυτό μεταφράστηκε για την κυρία μου ως «Τα μαρτύρια του Ταντάλου», όπου Τάνταλος αντικαθίσταται από το Τσιριμπόμ. Οι διακοπές της μετεξελίχθηκαν σε Συμπληγάδες Πέτρες, ανάμεσα στις οποίες αλεθόταν νυχθημερόν. Την έβλεπα και τη λυπόμουνα αλλά τι να έκανα κι εγώ? Κατοικοέδρευα πάνω στο περβάζι της βεράντας εκτεθειμένο στις απανταχού γάτες που θα μπορούσαν μαγεμένες από την ομορφιά μου να ανέβουν τις σκάλες και να με κάνουν μια μπουκιά. Άλλες φορές με τοποθετούσαν, όταν δεν μαγείρευαν, πάνω στο υπαίθριο μάτι της κουζίνας και με άφηναν εκεί με κίνδυνο να ξεχαστεί κάποιος και να με ψήσει. Για να καταλάβετε τι εννοώ σας παραθέτω την αντίστοιχη φωτογραφία! Δεν μπορώ να πω ότι με παραμελούσαν αλλά να, ένα άγχος το είχα. Όταν ερχόταν ο ήλιος με μετέφεραν στο πίσω μπαλκόνι, σε μια αυτοσχέδια τέντα που μου έφτιαχνε η γιαγιά – Σοφία για την αντηλιά και με άφηναν παρέα με μια στρατιά από σφήκες, καθότι αυτές είχαν άπειρες φωλιές εκεί τριγύρω. Αφού δε μάδησα εντελώς από αυτά τα άγχη του καλοκαιριού πάλι καλά…
Ανασκοπώντας λοιπόν τις καλοκαιρινές διακοπές, η Έπαυλις μας απορρόφησε οικογενειακώς. Τα 3 εκ των 4 αφεντικών μου ξημεροβραδιάζονταν εκεί. Η κυρία μου φροντίζοντας τις καλλιέργειες της και ποτίζοντας τον κήπο με τις ντοματιές και τις πιπεριές. Το κανονικό μου αφεντικό και ο κύριος μου ανοίγοντας λάκκους στα δέντρα και σκάβοντας γενικώς. Και οι 3 ξεχορτάριασαν, έκοψαν βάτα, κλάδεψαν δέντρα, καθάρισαν φράχτες. Εκεί ήμουν κι εγώ για να εποπτεύω τη νέα μου κατοικία. Ο τέταρτος, ο Χόλιους, δεν ήταν μαζί τους γιατί δούλευε. Ναι! Το Μικρό Τεμπελόσκυλο δούλευε μεσημεριανό γκαρσόνι στην ταβέρνα του θείου του! Ο μόνος επιτυχημένος οικονομικά αυτό το καλοκαίρι ήταν ο Χόλιους! Οι υπόλοιποι κυκλοφορούσαμε με πενταροδεκάρες στις τσέπες μας.
Οι διακοπές μας λοιπόν πέρασαν με έγνοιες για την Έπαυλη και με γκρίνια, αποκλειστικά από τη γιαγιά – Σοφία. Τι να σας πω! Η καθόλα Βούδας – κυρία μου, άρχισε πάλι να επεξεργάζεται το σενάριο παρακολούθησης ομάδων διαχείρισης οργής. Η γιαγιά – Σοφία την εξόργιζε με τις ατελείωτες παρατηρήσεις της. Δεν υπήρξε κάτι που να έκανε, που να μην ήταν αποδέκτης παρατηρήσεων από τη μαμά της. Δε θα επεκταθώ, διότι δεν είναι του παρόντος. Ίσως κάποια μέρα που θα έχω τα κέφια μου να προσπαθήσω να αποδώσω με χιούμορ το κλίμα που επικρατούσε διότι ουσιαστικά ήταν για να κλαις. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό της κυρίας μου ότι το χειρουργείο που έκανε καλοκαιριάτικα, αμέσως μόλις γύρισε από τις διακοπές, είχε τις ρίζες του σε όλη αυτή τη γκρίνια της μαμάς της. Δεισιδαίμων η κυρία μου? Μπα! Αλλά όλο και περισσότερο πιστεύει ότι η γκρίνια, ειδικά των γονιών, καλό είναι να μην υπάρχει για να πηγαίνουν όλα καλά.
Τι έλεγα? Α! Αρχές Αυγούστου, λοιπόν, η κυρία μου πετάχτηκε στην Πάτρα για να βρει σπίτι στο κανονικό μου αφεντικό. Μια φορά πήγε με τον κύριο μου και κόντεψε να τον πετάξει στη θάλασσα και μια φορά με το κανονικό μου αφεντικό και άμεσα ενδιαφερόμενο όπου έφαγαν τα μουστάκια τους και γύρισαν σκοτωμένοι. Εγώ την είχα μυριστεί τη δουλειά και έμεινα ως hands free πάνω στη μπλούζα του Χόλιους – γκαρσόνι. Βρήκε όμως ένα ωραίο σπίτι η κυρία μου τη δεύτερη φορά και με συνοπτικές διαδικασίες και πριν προλάβει να πλακώσει η Σάρα, η Μάρα και Το Κακό Συναπάντημα, το έκλεισε και άρχισε να οργανώνει στο μυαλό της τα υπόλοιπα.
Τώρα πια το κανονικό μου αφεντικό έχει εγκατασταθεί εκεί και έχει αρχίσει ήδη μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Πέρασε ένα διάστημα διαλογισμού πριν φύγει, το οποίο συνοψιζόταν στο ότι μέρα νύχτα είχε το αγαπημένο του μαξιλάρι στη μούρη και γύριζε μέσα στο σπίτι μυρίζοντας το. Αν είναι δυνατόν! Και όμως! Η ιστορία με το μαξιλάρι έχει τις ρίζες της από τότε που ήταν ενός έτους! Φανταστείτε λοιπόν σε τι στρες βρισκόταν ο καημένος που θα άφηνε την οικογενειακή εστία!
Η κυρία μου δεν έχει πατήσει ακόμα το πόδι της στο σπίτι της Πάτρας, κάνει την άρνηση της και από όσο την ξέρω θα την κάνει για πολύ καιρό ακόμα. Θεωρεί ότι ο πρωτότοκος της κάπου εδώ είναι και τώρα θα μπει στο σπίτι. Κομματάκι δύσκολο 5 χρόνια να το πιστεύει αυτό αλλά την έχω ικανή!
Ο κύριος μου λείπει για 15 μέρες στο Χωρίον προκειμένου να επιληφθεί της νέας σκεπής της Επαύλεως. Όλη μέρα είναι σκαρφαλωμένος στη στέγη με τον Σκεπά και τον βοηθάει. Μετά κατεβαίνει, ποτίζει τα δέντρα, σκαλίζει τα χόρτα εδώ κι εκεί και έτσι βρώμικο χάλι πηγαίνει στο καφενείο του χωριού και κάθεται με τους γνωστούς. Χε χε! Φαντάζομαι τη γιαγιά – Σοφία τί γκρίνια τού επισείει!! Μα δεν έχει κι άδικο. Εκεί σχολιάζουν ακόμα και τι βρακί υποθετικά φοράς από μέσα, όχι να πηγαίνει ο κύριος μου έτσι χάλι στο καφενείο.
Έτσι είμαστε μόνο εμείς οι 3 στο σπίτι. Πρώτον ο Χόλιους, ο οποίος έχει γίνει πετσί και κόκκαλο και η κυρία μου φοβάται ότι έχει νευρική ανορεξία. Από ό,τι τον ψάρεψε, βιώνει την ερωτική θλίψη από τη μετακόμιση της αγαπημένης του σε άλλο σχολείο. Δεύτερον η κυρία μου, η οποία είναι χωμένη στις δουλειές της αλλά άδραξε την ευκαιρία να δει φίλους και γνωστούς παραμελημένους από έτη. Έτσι, κάθε μεσημέρι είναι έξω και τρώει πότε εδώ και πότε εκεί. Και τρίτον, εγώ που προσπαθώ να συνέλθω από την πτερόρροια μου και να ξαναβρώ το νόημα της ζωής. Μήπως να πήγαινα στην Πάτρα παρέα με το αφεντικό μου? Άσε καλύτερα. Υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνω εκεί από την πείνα και τη βρώμα. Καλά είμαι εδώ!

22/9/09

Η ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ


Είχε αναρρωτική άδεια για ένα μήνα. Τόσο της είχε δώσει ο παιδοχειρουργός που της έβγαλε τη σκωληκοειδίτιδα. Εκείνη, άπλωσε το χέρι της και πήρε το χαρτί αφηρημένα, σκεπτόμενη ότι όταν νοιώσει καλύτερα θα επέστρεφε από μόνη της, χωρίς να υπολογίσει μέρες αδειών. Έκατσε με το ζόρι δέκα μέρες. Και να πεις ότι έκανε και τίποτε αξιόλογο! Ούτε διάβασε όπως είχε υποσχεθεί, ούτε καθάρισε τη βιβλιοθήκη της, ούτε έφτιαξε τα συρτάρια της, ούτε ξεκαθάρισε τις παλιές εφημερίδες που κάνουν στοίβα πλέον δίπλα στο κομοδίνο της. Περιφερόταν μέσα στο σπίτι αναβάλλοντας τα πάντα για αργότερα. Η απόλυτη απραξία μαζί με ένα είδος αφηρημένης μελαγχολίας. Ώσπου αποφάσισε να πάει στη δουλειά της. Ασφαλής διέξοδος. Ντύθηκε, στολίστηκε και τσουπ πήγε στο γραφείο, περιβαλλόμενη από χαρούμενα ξεφωνητά και αναστεναγμούς ανακούφισης για το πρόγραμμα των υπερωριών που θα αναλάμβανε ξεκουράζοντας τους γέρους συναδέλφους. Έμενε μια μικρή λεπτομέρεια : να πάει στο γραφείο αδειών να κόψει την αναρρωτική της άδεια. Καθώς διέσχιζε το διάδρομο συνάντησε μια υπάλληλο, πολύ αγαπητή της, πρότυπο συμπεριφοράς μέχρι τώρα που κοντεύει να συνταξιοδοτηθεί. Όταν της είπε ότι πήγαινε να τακτοποιήσει το θέμα της άδειας της για να επανέλθει, η άλλη, χωρίς να βλεφαρίσει της είπε ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να κάτσει να ξεκουραστεί όλες τις μέρες που έχουν προβλεφθεί. Συμπληρώνοντας, ότι κανένας δε θα της πει "ευχαριστώ", από όλους όσους πολύ καλά γνωρίζει η ίδια και οι οποίοι ζορίστηκαν λίγο αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν δείξει στο παρελθόν ότι βάζουν πάντα πάνω από όλα τον εαυτό τους. Ξεμάκρυνε συλλογισμένη η κυρία μου αλλά αμετάπειστη. Θεωρούσε ότι εφόσον ήταν και ένοιωθε καλά έπρεπε να γυρίσει στη δουλειά της.
Έφτασε στο κτίριο με τις διοικητικές υπηρεσίες και ανέβηκε σιγά σιγά την ξύλινη σκάλα για το γραφείο αδειών. Η υπάλληλος τη γνώριζε και έχοντας ήδη ετοιμάσει την άδεια της για την επιτροπή τη ρώτησε πώς είναι και της ευχήθηκε καλή ανάρρωση. Η δικιά μου πάλι, την πήρε παράμερα και της είπε ψιθυριστά ότι ήρθε για να κόψει την αναρρωτική της άδεια. Ξέρετε, της είπε, έχουν ζοριστεί οι συνάδελφοι, δεν υπάρχει λόγος να κάθομαι άλλο στο σπίτι. Η υπάλληλος μάζευε τα μαλλιά της από κάτω. Όταν τελείωσε της εξήγησε ότι η αναρρωτική άδεια δεν κόβεται βάσει νόμου. Τόσο απλό ήταν και τόσο άγνωστο στην κυρία μου. Αυτό όμως δεν την πτόησε. Επινόησε μια αλυσίδα ενεργειών οι οποίες τελικά θα κατέληγαν στο να κοπεί η άδεια. Μη ρωτάτε πώς. Είναι γνωστό ότι η κυρία μου είναι να μη θέλει να κάνει ή να μην κάνει κάτι. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μη το καταφέρει. Ώσπου η άλλη εξερράγη. Δεν άντεξε άλλο η δημοσία υπάλληλος! Γιατί το κάνετε αυτό? εξεμάνη. Τόσο χαζή είστε? Εδώ άλλοι παίρνουν για ψύλλου πήδημα αναρρωτική άδεια και όταν τελειώσει ψάχνουν τρόπους να την ανανεώσουν κι εσείς που την έχετε και τη δικαιούστε θέλετε να την κόψετε? Πού ακούστηκε αυτό? Οι συνάδελφοι σας θα το έκαναν για να σας ξεκουράσουν εσάς?
Τίποτα εκείνη. Πήρε τα χαρτιά που έπρεπε να αλλάξει και κατέβηκε την ξύλινη σκάλα για να πάει στο αρμόδιο γραφείο. Στα μισά της σκάλας όμως, η τελευταία φράση της κυρίας ξανακουδούνισε στα αυτιά της. Ποιος θα έκανε τι για αυτήν ποτέ? Σαφώς υπάρχουν κάποιοι που έχουν κάνει πολλά για αυτήν και για το λόγο αυτό τους είναι ισόβια αφοσιωμένη. Αλλά οι συγκεκριμένοι? Τι έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια εκτός από το να κοιτάζουν τη βόλεψη, τη λιγότερη δουλειά και την καλοπέραση τους? Η διαπίστωση ήταν επώδυνη και απογοητευτική. Πολλές σκέψεις εισέβαλαν στο μυαλό της ταυτόχρονα. Πολλές από αυτές ήταν αντικρουόμενες. Έμεινε μετέωρη στα μισά της ξύλινης σκάλας. Πάντα σιχαινόταν τον τύπο του λουφαδόρου δημόσιου υπάλληλου και όσο πιο καλλιεργημένος και μορφωμένος ήταν τόσο αυτή η προδοσία της φαινόταν κατάντια του μυαλού του. Κορόιδευε τους συναδέλφους που έπαιρναν τηλέφωνο και δήλωναν ότι θα λείψουν γιατί είχαν 37.3 και τους γρατζουνούσε ο λαιμός τους. Ειρωνευόταν συναδέλφους που είχαν "διάρροια" μετά από το σαββατοκύριακο. Από την άλλη, για κάθε χρόνο που περνάει κάθε συμβάν υγείας έχει μεγαλύτερο χρόνο αποκατάστασης. Μήπως είχαν δίκιο όσοι της έλεγαν να κάτσει? Μήπως, μετά από 19 χρόνια, σε ένα ψυχοφθόρο επάγγελμα με άπειρα ξενύχτια, έπρεπε να αδράξει την ευκαιρία να κατεβάσει λίγο τους διακόπτες? Μήπως το εδικαιούτο? Μήπως ήταν όντως χαζή αν δεν το έκανε? Έκανε μεταβολή από τα μισά της σκάλας και γύρισε πίσω στην κυρία. Της έδωσε πίσω τα χαρτιά που έπρεπε να "μαγειρέψει" και της είπε : "'Εχετε δίκιο. Κανένας δε θα το έκανε για μένα. Θα ξεκουραστώ και τις υπόλοιπες μέρες που δικαιούμαι. Το έχω ανάγκη".