Ήρθε ο καιρός να ακουμπήσει ξανά η φτερούγα μου πληκτρολόγιο. Δεν φταίει το ότι είμαι πολυάσχολο, ούτε ότι έχω την πτερόρροια μου. Μάλλον θα φταίει το φθινόπωρο και το ότι έφυγε το κανονικό μου αφεντικό. Πιστεύω ότι σύντομα θα συνέλθω και θα επανέλθω.
Το κανονικό μου αφεντικό ξαναέδωσε πανελλήνιες εξετάσεις, μετά από ένα χρόνο διαβάσματος και ήδη γνώριζε, από τότε που πήρε τους βαθμούς του, ότι θα περνούσε στη Σχολή Των Ονείρων του, στην Πάτρα. Ο κακομοίρης ο πατέρας του βίωσε μια κεραμίδα στο κεφάλι του. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται ότι ο γιός του θα έφευγε μακριά από το σπίτι. Η Τσιριμπόμ αντιθέτως το είδε μιας εξαρχής ως αναπόφευκτο. Ο Χόλιους μέσα από την εξέλιξη της ζωής του αδελφού του διέβλεπε το μέλλον του αλλά πανηγύριζε κιόλας επειδή θα γλύτωνε τη γκρίνια και τις υποδείξεις του αδελφού – πατέρα. Εγώ πώς το είδα αλήθεια? Μη με ρωτάτε. Είμαι ακόμα βυθισμένο στη θλίψη. Τριγυρίζω ρακένδυτο στο κλουβί μου και έχω μαδήσει εντελώς. Σε λίγο θα πρέπει να μου πάρουν βαρέλι για να κυκλοφορώ.
Φέτος η οικογένεια έκανε τις διακοπές της στο Χωριό Της Επαύλεως για τους προφανείς λόγους της οικονομικής δυσπραγίας και των οικοδομικών εργασιών που εξελίσσονταν εκεί. Αυτό μεταφράστηκε για την κυρία μου ως «Τα μαρτύρια του Ταντάλου», όπου Τάνταλος αντικαθίσταται από το Τσιριμπόμ. Οι διακοπές της μετεξελίχθηκαν σε Συμπληγάδες Πέτρες, ανάμεσα στις οποίες αλεθόταν νυχθημερόν. Την έβλεπα και τη λυπόμουνα αλλά τι να έκανα κι εγώ? Κατοικοέδρευα πάνω στο περβάζι της βεράντας εκτεθειμένο στις απανταχού γάτες που θα μπορούσαν μαγεμένες από την ομορφιά μου να ανέβουν τις σκάλες και να με κάνουν μια μπουκιά. Άλλες φορές με τοποθετούσαν, όταν δεν μαγείρευαν, πάνω στο υπαίθριο μάτι της κουζίνας και με άφηναν εκεί με κίνδυνο να ξεχαστεί κάποιος και να με ψήσει. Για να καταλάβετε τι εννοώ σας παραθέτω την αντίστοιχη φωτογραφία! Δεν μπορώ να πω ότι με παραμελούσαν αλλά να, ένα άγχος το είχα. Όταν ερχόταν ο ήλιος με μετέφεραν στο πίσω μπαλκόνι, σε μια αυτοσχέδια τέντα που μου έφτιαχνε η γιαγιά – Σοφία για την αντηλιά και με άφηναν παρέα με μια στρατιά από σφήκες, καθότι αυτές είχαν άπειρες φωλιές εκεί τριγύρω. Αφού δε μάδησα εντελώς από αυτά τα άγχη του καλοκαιριού πάλι καλά…
Ανασκοπώντας λοιπόν τις καλοκαιρινές διακοπές, η Έπαυλις μας απορρόφησε οικογενειακώς. Τα 3 εκ των 4 αφεντικών μου ξημεροβραδιάζονταν εκεί. Η κυρία μου φροντίζοντας τις καλλιέργειες της και ποτίζοντας τον κήπο με τις ντοματιές και τις πιπεριές. Το κανονικό μου αφεντικό και ο κύριος μου ανοίγοντας λάκκους στα δέντρα και σκάβοντας γενικώς. Και οι 3 ξεχορτάριασαν, έκοψαν βάτα, κλάδεψαν δέντρα, καθάρισαν φράχτες. Εκεί ήμουν κι εγώ για να εποπτεύω τη νέα μου κατοικία. Ο τέταρτος, ο Χόλιους, δεν ήταν μαζί τους γιατί δούλευε. Ναι! Το Μικρό Τεμπελόσκυλο δούλευε μεσημεριανό γκαρσόνι στην ταβέρνα του θείου του! Ο μόνος επιτυχημένος οικονομικά αυτό το καλοκαίρι ήταν ο Χόλιους! Οι υπόλοιποι κυκλοφορούσαμε με πενταροδεκάρες στις τσέπες μας.
Οι διακοπές μας λοιπόν πέρασαν με έγνοιες για την Έπαυλη και με γκρίνια, αποκλειστικά από τη γιαγιά – Σοφία. Τι να σας πω! Η καθόλα Βούδας – κυρία μου, άρχισε πάλι να επεξεργάζεται το σενάριο παρακολούθησης ομάδων διαχείρισης οργής. Η γιαγιά – Σοφία την εξόργιζε με τις ατελείωτες παρατηρήσεις της. Δεν υπήρξε κάτι που να έκανε, που να μην ήταν αποδέκτης παρατηρήσεων από τη μαμά της. Δε θα επεκταθώ, διότι δεν είναι του παρόντος. Ίσως κάποια μέρα που θα έχω τα κέφια μου να προσπαθήσω να αποδώσω με χιούμορ το κλίμα που επικρατούσε διότι ουσιαστικά ήταν για να κλαις. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό της κυρίας μου ότι το χειρουργείο που έκανε καλοκαιριάτικα, αμέσως μόλις γύρισε από τις διακοπές, είχε τις ρίζες του σε όλη αυτή τη γκρίνια της μαμάς της. Δεισιδαίμων η κυρία μου? Μπα! Αλλά όλο και περισσότερο πιστεύει ότι η γκρίνια, ειδικά των γονιών, καλό είναι να μην υπάρχει για να πηγαίνουν όλα καλά.
Τι έλεγα? Α! Αρχές Αυγούστου, λοιπόν, η κυρία μου πετάχτηκε στην Πάτρα για να βρει σπίτι στο κανονικό μου αφεντικό. Μια φορά πήγε με τον κύριο μου και κόντεψε να τον πετάξει στη θάλασσα και μια φορά με το κανονικό μου αφεντικό και άμεσα ενδιαφερόμενο όπου έφαγαν τα μουστάκια τους και γύρισαν σκοτωμένοι. Εγώ την είχα μυριστεί τη δουλειά και έμεινα ως hands free πάνω στη μπλούζα του Χόλιους – γκαρσόνι. Βρήκε όμως ένα ωραίο σπίτι η κυρία μου τη δεύτερη φορά και με συνοπτικές διαδικασίες και πριν προλάβει να πλακώσει η Σάρα, η Μάρα και Το Κακό Συναπάντημα, το έκλεισε και άρχισε να οργανώνει στο μυαλό της τα υπόλοιπα.
Τώρα πια το κανονικό μου αφεντικό έχει εγκατασταθεί εκεί και έχει αρχίσει ήδη μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Πέρασε ένα διάστημα διαλογισμού πριν φύγει, το οποίο συνοψιζόταν στο ότι μέρα νύχτα είχε το αγαπημένο του μαξιλάρι στη μούρη και γύριζε μέσα στο σπίτι μυρίζοντας το. Αν είναι δυνατόν! Και όμως! Η ιστορία με το μαξιλάρι έχει τις ρίζες της από τότε που ήταν ενός έτους! Φανταστείτε λοιπόν σε τι στρες βρισκόταν ο καημένος που θα άφηνε την οικογενειακή εστία!
Το κανονικό μου αφεντικό ξαναέδωσε πανελλήνιες εξετάσεις, μετά από ένα χρόνο διαβάσματος και ήδη γνώριζε, από τότε που πήρε τους βαθμούς του, ότι θα περνούσε στη Σχολή Των Ονείρων του, στην Πάτρα. Ο κακομοίρης ο πατέρας του βίωσε μια κεραμίδα στο κεφάλι του. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται ότι ο γιός του θα έφευγε μακριά από το σπίτι. Η Τσιριμπόμ αντιθέτως το είδε μιας εξαρχής ως αναπόφευκτο. Ο Χόλιους μέσα από την εξέλιξη της ζωής του αδελφού του διέβλεπε το μέλλον του αλλά πανηγύριζε κιόλας επειδή θα γλύτωνε τη γκρίνια και τις υποδείξεις του αδελφού – πατέρα. Εγώ πώς το είδα αλήθεια? Μη με ρωτάτε. Είμαι ακόμα βυθισμένο στη θλίψη. Τριγυρίζω ρακένδυτο στο κλουβί μου και έχω μαδήσει εντελώς. Σε λίγο θα πρέπει να μου πάρουν βαρέλι για να κυκλοφορώ.
Φέτος η οικογένεια έκανε τις διακοπές της στο Χωριό Της Επαύλεως για τους προφανείς λόγους της οικονομικής δυσπραγίας και των οικοδομικών εργασιών που εξελίσσονταν εκεί. Αυτό μεταφράστηκε για την κυρία μου ως «Τα μαρτύρια του Ταντάλου», όπου Τάνταλος αντικαθίσταται από το Τσιριμπόμ. Οι διακοπές της μετεξελίχθηκαν σε Συμπληγάδες Πέτρες, ανάμεσα στις οποίες αλεθόταν νυχθημερόν. Την έβλεπα και τη λυπόμουνα αλλά τι να έκανα κι εγώ? Κατοικοέδρευα πάνω στο περβάζι της βεράντας εκτεθειμένο στις απανταχού γάτες που θα μπορούσαν μαγεμένες από την ομορφιά μου να ανέβουν τις σκάλες και να με κάνουν μια μπουκιά. Άλλες φορές με τοποθετούσαν, όταν δεν μαγείρευαν, πάνω στο υπαίθριο μάτι της κουζίνας και με άφηναν εκεί με κίνδυνο να ξεχαστεί κάποιος και να με ψήσει. Για να καταλάβετε τι εννοώ σας παραθέτω την αντίστοιχη φωτογραφία! Δεν μπορώ να πω ότι με παραμελούσαν αλλά να, ένα άγχος το είχα. Όταν ερχόταν ο ήλιος με μετέφεραν στο πίσω μπαλκόνι, σε μια αυτοσχέδια τέντα που μου έφτιαχνε η γιαγιά – Σοφία για την αντηλιά και με άφηναν παρέα με μια στρατιά από σφήκες, καθότι αυτές είχαν άπειρες φωλιές εκεί τριγύρω. Αφού δε μάδησα εντελώς από αυτά τα άγχη του καλοκαιριού πάλι καλά…
Ανασκοπώντας λοιπόν τις καλοκαιρινές διακοπές, η Έπαυλις μας απορρόφησε οικογενειακώς. Τα 3 εκ των 4 αφεντικών μου ξημεροβραδιάζονταν εκεί. Η κυρία μου φροντίζοντας τις καλλιέργειες της και ποτίζοντας τον κήπο με τις ντοματιές και τις πιπεριές. Το κανονικό μου αφεντικό και ο κύριος μου ανοίγοντας λάκκους στα δέντρα και σκάβοντας γενικώς. Και οι 3 ξεχορτάριασαν, έκοψαν βάτα, κλάδεψαν δέντρα, καθάρισαν φράχτες. Εκεί ήμουν κι εγώ για να εποπτεύω τη νέα μου κατοικία. Ο τέταρτος, ο Χόλιους, δεν ήταν μαζί τους γιατί δούλευε. Ναι! Το Μικρό Τεμπελόσκυλο δούλευε μεσημεριανό γκαρσόνι στην ταβέρνα του θείου του! Ο μόνος επιτυχημένος οικονομικά αυτό το καλοκαίρι ήταν ο Χόλιους! Οι υπόλοιποι κυκλοφορούσαμε με πενταροδεκάρες στις τσέπες μας.
Οι διακοπές μας λοιπόν πέρασαν με έγνοιες για την Έπαυλη και με γκρίνια, αποκλειστικά από τη γιαγιά – Σοφία. Τι να σας πω! Η καθόλα Βούδας – κυρία μου, άρχισε πάλι να επεξεργάζεται το σενάριο παρακολούθησης ομάδων διαχείρισης οργής. Η γιαγιά – Σοφία την εξόργιζε με τις ατελείωτες παρατηρήσεις της. Δεν υπήρξε κάτι που να έκανε, που να μην ήταν αποδέκτης παρατηρήσεων από τη μαμά της. Δε θα επεκταθώ, διότι δεν είναι του παρόντος. Ίσως κάποια μέρα που θα έχω τα κέφια μου να προσπαθήσω να αποδώσω με χιούμορ το κλίμα που επικρατούσε διότι ουσιαστικά ήταν για να κλαις. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό της κυρίας μου ότι το χειρουργείο που έκανε καλοκαιριάτικα, αμέσως μόλις γύρισε από τις διακοπές, είχε τις ρίζες του σε όλη αυτή τη γκρίνια της μαμάς της. Δεισιδαίμων η κυρία μου? Μπα! Αλλά όλο και περισσότερο πιστεύει ότι η γκρίνια, ειδικά των γονιών, καλό είναι να μην υπάρχει για να πηγαίνουν όλα καλά.
Τι έλεγα? Α! Αρχές Αυγούστου, λοιπόν, η κυρία μου πετάχτηκε στην Πάτρα για να βρει σπίτι στο κανονικό μου αφεντικό. Μια φορά πήγε με τον κύριο μου και κόντεψε να τον πετάξει στη θάλασσα και μια φορά με το κανονικό μου αφεντικό και άμεσα ενδιαφερόμενο όπου έφαγαν τα μουστάκια τους και γύρισαν σκοτωμένοι. Εγώ την είχα μυριστεί τη δουλειά και έμεινα ως hands free πάνω στη μπλούζα του Χόλιους – γκαρσόνι. Βρήκε όμως ένα ωραίο σπίτι η κυρία μου τη δεύτερη φορά και με συνοπτικές διαδικασίες και πριν προλάβει να πλακώσει η Σάρα, η Μάρα και Το Κακό Συναπάντημα, το έκλεισε και άρχισε να οργανώνει στο μυαλό της τα υπόλοιπα.
Τώρα πια το κανονικό μου αφεντικό έχει εγκατασταθεί εκεί και έχει αρχίσει ήδη μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Πέρασε ένα διάστημα διαλογισμού πριν φύγει, το οποίο συνοψιζόταν στο ότι μέρα νύχτα είχε το αγαπημένο του μαξιλάρι στη μούρη και γύριζε μέσα στο σπίτι μυρίζοντας το. Αν είναι δυνατόν! Και όμως! Η ιστορία με το μαξιλάρι έχει τις ρίζες της από τότε που ήταν ενός έτους! Φανταστείτε λοιπόν σε τι στρες βρισκόταν ο καημένος που θα άφηνε την οικογενειακή εστία!
Η κυρία μου δεν έχει πατήσει ακόμα το πόδι της στο σπίτι της Πάτρας, κάνει την άρνηση της και από όσο την ξέρω θα την κάνει για πολύ καιρό ακόμα. Θεωρεί ότι ο πρωτότοκος της κάπου εδώ είναι και τώρα θα μπει στο σπίτι. Κομματάκι δύσκολο 5 χρόνια να το πιστεύει αυτό αλλά την έχω ικανή!
Ο κύριος μου λείπει για 15 μέρες στο Χωρίον προκειμένου να επιληφθεί της νέας σκεπής της Επαύλεως. Όλη μέρα είναι σκαρφαλωμένος στη στέγη με τον Σκεπά και τον βοηθάει. Μετά κατεβαίνει, ποτίζει τα δέντρα, σκαλίζει τα χόρτα εδώ κι εκεί και έτσι βρώμικο χάλι πηγαίνει στο καφενείο του χωριού και κάθεται με τους γνωστούς. Χε χε! Φαντάζομαι τη γιαγιά – Σοφία τί γκρίνια τού επισείει!! Μα δεν έχει κι άδικο. Εκεί σχολιάζουν ακόμα και τι βρακί υποθετικά φοράς από μέσα, όχι να πηγαίνει ο κύριος μου έτσι χάλι στο καφενείο.
Έτσι είμαστε μόνο εμείς οι 3 στο σπίτι. Πρώτον ο Χόλιους, ο οποίος έχει γίνει πετσί και κόκκαλο και η κυρία μου φοβάται ότι έχει νευρική ανορεξία. Από ό,τι τον ψάρεψε, βιώνει την ερωτική θλίψη από τη μετακόμιση της αγαπημένης του σε άλλο σχολείο. Δεύτερον η κυρία μου, η οποία είναι χωμένη στις δουλειές της αλλά άδραξε την ευκαιρία να δει φίλους και γνωστούς παραμελημένους από έτη. Έτσι, κάθε μεσημέρι είναι έξω και τρώει πότε εδώ και πότε εκεί. Και τρίτον, εγώ που προσπαθώ να συνέλθω από την πτερόρροια μου και να ξαναβρώ το νόημα της ζωής. Μήπως να πήγαινα στην Πάτρα παρέα με το αφεντικό μου? Άσε καλύτερα. Υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνω εκεί από την πείνα και τη βρώμα. Καλά είμαι εδώ!
Έτσι είμαστε μόνο εμείς οι 3 στο σπίτι. Πρώτον ο Χόλιους, ο οποίος έχει γίνει πετσί και κόκκαλο και η κυρία μου φοβάται ότι έχει νευρική ανορεξία. Από ό,τι τον ψάρεψε, βιώνει την ερωτική θλίψη από τη μετακόμιση της αγαπημένης του σε άλλο σχολείο. Δεύτερον η κυρία μου, η οποία είναι χωμένη στις δουλειές της αλλά άδραξε την ευκαιρία να δει φίλους και γνωστούς παραμελημένους από έτη. Έτσι, κάθε μεσημέρι είναι έξω και τρώει πότε εδώ και πότε εκεί. Και τρίτον, εγώ που προσπαθώ να συνέλθω από την πτερόρροια μου και να ξαναβρώ το νόημα της ζωής. Μήπως να πήγαινα στην Πάτρα παρέα με το αφεντικό μου? Άσε καλύτερα. Υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνω εκεί από την πείνα και τη βρώμα. Καλά είμαι εδώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου