Αχ, πόσο δίκιο είχε η κυρία μου, πόσο δίκιο! Δεν θα την ξανακακολογήσω ποτέ. Το ορκίζομαι. Γεμάτο τύψεις θυμάμαι τα λόγια μου της προ-προηγούμενης περιγραφής στο ιστολόγιο – ημερολόγιο μου. Την κορόιδευα για τη μίζερη πρωτοχρονιά που πέρασε δουλεύοντας. Την κορόιδευα που έλεγε ότι πέρασε ωραία. Κάγχαζα μέσα μου ακούγοντας τη να εύχεται του χρόνου να είναι όλα καλύτερα για όλους. Εγώ ονειρευόμουν χλιδή, χαβιαρόσπορους, φώτα, γλέντια, μουσικές. Έχω βαρεθεί να την ακούω συνεχώς να προτάσσει την υγεία πρώτη από όλα. Μα τι περιμένετε? Είμαι ένα άμυαλο καναρίνι που μόνο μέλημα του είναι οι γήινες απολαύσεις.
Η βδομάδα μου άρχισε εφιαλτικά. Ήδη από την Κυριακή το βράδυ ήξερα τι με περίμενε. Η Αμαλία, με την οποία η κυρία μου έχει επαγγελματικά πάρε – δώσε ήρθε κλαίγοντας πριν μέρες στη δουλειά της να της πει πως ο γιος της, 23 ετών παρακαλώ, ένιωσε ξαφνικά μια ζαλάδα, έπεσε κάτω και διαγνώστηκε με όγκο στο κεφάλι. Έτσι ξεκινάνε όλα. Από ένα τίποτα, ένα κάτι. Κουβέντιαζαν πολλή ώρα με κλειστές πόρτες. Όταν η Αμαλία έφυγε η κυρία μου έκανε μια μικρή έρευνα και κατέληξε σε μια σειρά ενεργειών. Δε σας λέω λεπτομέρειες γιατί είναι όλα κάπως πολύπλοκα. Θα σας πω μόνο πως η κυρία μου σε θέματα αισιοδοξίας και ενέργειας είναι νούμερο 1.
Θεώρησε ότι έπρεπε να ζητήσει τη γνώμη ενός και μόνο ειδικού γιατρού, φίλο του φίλου της του Αναξίμανδρου. Καλλιέργησε μέσα της την ελπίδα ότι το παιδί θα μπορούσε να χειρουργηθεί ίσως σε ένα εξειδικευμένο κέντρο της Τουσόν της Αριζόνα. Σκέφτηκε μέχρι και τις λεπτομέρειες της οργάνωσης του ταξιδιού, τη στήριξη της φτωχής οικογένειας από την εκεί ελληνική παροικία, την πιθανή συνοδεία του παιδιού… Τι να σας λέω. Είχε χάσει τον ύπνο της επί σειρά ημερών. Είχε επενδύσει στην ελπίδα. Θεωρούσε ότι η προηγμένη σε θέματα νευροχειρουργικής Αμερική θα έδινε την επιβίωση που δικαιούται ένα αγόρι 23 ετών. Επενδύοντας στην ελπίδα ίσως έχασε το κριτήριο της για το οποίο είναι γνωστή στο χώρο της. Τι να πω?
Τη συνόδεψα μαζί με τον Αναξίμανδρο στο νοσοκομείο. Ήμουν μια σεμνή καρφίτσα – λουλουδάκι στην πατιλέτα του πουκαμίσου της. Το νοσοκομείο, μεγάλο, γνωστό, δημόσιο. Η κλινική, του ΕΣΥ. Ο γιατρός εξαιρετικός. Το γραφείο του, σε συστέγαση με έναν ακόμα συνάδελφό του, απογυμνωμένο και ανέμπνευστο. Όμως… Μόλις μπήκαμε μέσα εκείνο που πραγματικά καθήλωσε την κυρία μου ήταν ένας πίνακας που υπήρχε στον τοίχο πίσω από το γιατρό. Μια ομάδα από μικρές μπαλαρίνες. Μια ιδέα από Ντεγκά αλλά πιο όμορφες, πιο φωτεινές… Όσο ο γιατρός κοίταζε τις μαγνητικές που θα καθόριζαν το μέλλον του παιδιού, η κυρία μου μη αντέχοντας τη φόρτιση της στιγμής σηκώθηκε και πήγε στον πίνακα. Συμεών Σαββίδης, πρόλαβε να διαβάσει. Ο γιατρός ξεκίνησε να μιλάει. Η ετυμηγορία. Η κυρία μου τον κοιτούσε, τον άκουγε και το βλέμμα της ξέφευγε προς τις μπαλαρίνες, πάνω από το κεφάλι του. Δεν ξέρω πώς θα δεχόταν τα νέα, έτσι προσωπικά που το είχε πάρει το ζήτημα, αν δεν ήταν οι μικρές μπαλαρίνες. Καμιά ελπίδα. Ανεγχείρητος όγκος. Κακή πρόγνωση. Μικρή επιβίωση.
Οι ελπίδες σωριάστηκαν σαν τραπουλόχαρτα. Έφυγαν με τον Αναξίμανδρο για τις δουλειές τους. Το ίδιο μεσημέρι εισήχθη το Πεθερικό μας στο νοσοκομείο με βαρύ κρυολόγημα. Κάτι η μικρή ηλικία (83), κάτι το πάχος (θυμάστε το συλλεκτικό κείμενο μου με τίτλο «Ο κιμάς», δυστυχώς δεν ξέρω να κάνω link για να το διαβάζατε), κάτι το αρρύθμιστο ζάχαρο, κάτι η νεογνική καρδιά, το Πεθερικό έφτασε σε όρια νοσηλείας. Η κυρία μου άρχισε να δίνει νέα μάχη. Το Πεθερικό ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας αλλά με υψηλό ηθικό. Η κυρία μου δίπλα της σαν ραντάρ.
Την επόμενη μέρα το πρωί το Πεθερικό ετοιμαζόταν να αναχωρήσει στους ουράνιους λειμώνες, με τη βοήθεια ενός σηπτικού σοκ. Η κυρία μου όμως είχε άλλη άποψη. Τράβηξε από τα δόντια του Χάρου το Πεθερικό και το ξαναεγκατέστησε στο κρεβάτι του, περιτυλιγμένο από καθαρά σεντόνια.
Αργά το μεσημέρι της τηλεφωνεί ο κύριος μου για να της αναγγείλει ότι το κανονικό μου αφεντικό έχει οξεία σκωληκοειδίτιδα, έχει εισαχθεί στο νοσοκομείο και ετοιμάζονται να το χειρουργήσουν. Φεύγω έντρομο και πεταρίζω στο «Παίδων». Ζαλίζομαι και μπλέκομαι στους διαδρόμους αλλά θυμάμαι το μέρος καλά από το προηγούμενο καλοκαίρι που ήταν εκεί η κυρία μου (αν ήξερα τα κόλπα του link θα σας έβγαζα στο «Πάνω στο χειρουργικό προβολέα»). Μπαίνω στο χειρουργείο και σκαρφαλώνω στο χειρουργικό προβολέα. Να το κανονικό μου αφεντικό. Κοιμάται μακαρίως ενώ τραβολογάει ο Παπ-Λαπ τη σκωληκοειδή του. Ο κύριος μου με πολύχρωμο καπελάκι αγναντεύει τον πρωτότοκο του. Όλα πήγαν καλά. Ευτυχώς.
Κουτρουβαλιάστηκα μέχρι το άλλο νοσοκομείο για να δώσω ραπόρτο στην κυρία μου, να ελέγξω την πορεία του Πεθερικού και να κάνω παρέα στην κυρία μου στον ποδαρόδρομο μέχρι το «Παίδων». Θέλαμε να περπατήσουμε λίγο, να μας φυσήξει ο αέρας, να ταξινομήσουμε τις σκέψεις και τα γεγονότα όλων των τελευταίων ημερών. Κάτσαμε λίγο με το κανονικό μου αφεντικό που γκρίνιαζε ότι πονούσε. Του τραγούδησα μια μελωδία για να το νανουρίσω. Η κυρία μου τον κοιτούσε και σκεφτόταν πόσο μεγάλο δώρο είναι το να είσαι γερός.
Φύγαμε αργά το βράδυ. Η οικογένεια μοιράστηκε. Ο κύριος μου θα έμενε με το κανονικό μου αφεντικό. Η κυρία μου κι εγώ θα μέναμε με το Πεθερικό. Ο Χόλιους με τη γιαγιά Σοφία. Πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το άλλο νοσοκομείο. Η κυρία μου σκεφτόταν ότι μέχρι στιγμής όλα είναι καλά. Έλπιζε να περάσει η νύχτα χωρίς απρόοπτα, όπως και έγινε. Εγώ γεμάτο τύψεις για την επιπόλαιη συμπεριφορά μου και τις ελαφρές σκέψεις μου, έκατσα πάνω στο κουμπί της νυχτικιάς του Πεθερικού και του τραγούδησα μια νυχτερινή άρια. Αύριο όλα θα είναι καλύτερα…
ΥΓ. Δυστυχώς όσο κι αν έψαξα στο διαδίκτυο δε μπόρεσα να βρω τις μπαλαρίνες του πίνακα του Συμεών Σαββίδη. Βρήκα όμως δύο άλλους, ενδεικτικούς πιστεύω.