14/1/09

Η ΚΥΡΙΑ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ

Η κυρία στον ηλεκτρικό ήταν αυτό το είδος της σιτεμένης κυρίας που δεν το έχει πάρει ακόμα είδηση ότι σίτεψε και θεωρεί τον εαυτό της κοριτσούδι. Επιβιβάστηκε στο σταθμό του Θησείου και κάθισε απέναντι από τη νυσταγμένη κυρία μου. Εγώ εντρυφούσα υπό μορφή καρφίτσας στο πέτο του παλτού της κυρίας μου και ασχολιόμουν με το να περιεργάζομαι τους επιβάτες. Η κυρία αυτή όταν ήρθε να καθίσει είχε ένα σοβαρό εκτόπισμα. Φορούσε, προς τιμήν της, σκούρα ρούχα. Μαύρη φούστα μακριά μέχρι τα μισά της γάμπας, μαύρη μπλούζα, γκρι ζακέτα, μαύρο καλσόν και παπούτσια. Ήταν ψηλή και χοντρή, κατ΄ άλλους νταρντάνα. Είχε μια τεράστια περιφέρεια, εξού και το εκτόπισμα. Αυτή η τεράστια περιφέρεια κατέληγε σε κάτι αδύνατα ποδαράκια, που αναρωτιόσουν πώς σήκωναν όλο αυτό το βάρος που υπήρχε από πάνω. Ήταν μεταξύ 40 και 45, με μακριά σκούρα μαλλιά, αρκετά αραιά, που κατέληγαν σε ξεφτισμένες λαδωμένες ποντικοουρές. Ήταν εμφανώς ατημέλητα και τα μισά πιασμένα πρόχειρα πίσω με ένα πιαστράκι κόκκινο τριαντάφυλλο. Κουβαλούσε μια μεγάλη τσάντα που φαντάζομαι θα ήταν γεμάτη ετερόκλητα πράγματα. Μόλις κατέλαβε τη θέση, έβγαλε από τη μεγάλη τσάντα ένα κινητό και πήρε κάποιο νούμερο. Περιχαρής δήλωσε στο συνομιλητή της ότι επιτέλους βρήκε σπίτι για να νοικιάσει. Παραδόξως ή όχι, ο συνομιλητής δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον και σύντομα η συνδιάλεξη, κοινωνός της οποίας ήταν ολόκληρο το βαγόνι, έλαβε τέλος. Η κυρία όμως ήθελε απεγνωσμένα να μοιραστεί τη χαρά της με κάποιον, εκτός βαγονιού. Εμείς του τρένου δεν φτάναμε, ως φαίνεται, κι έτσι σχημάτισε ένα νέο νούμερο στο κινητό της. Ο συνομιλητής ήταν άνδρας και η κυρία άρχισε να ακκίζεται. Περιχαρής εδήλωσε ότι βρήκε το περιπόθητο σπίτι που έψαχνε καιρό, ότι η ποιότητα σπιτιών προς ενοικίαση ήταν τραγική, ότι οι προσόψεις των πολυκατοικιών ήταν χάλια, τα ενοίκια ακριβά στα περιποιημένα σπίτια και διάφορες άλλες κοινοτυπίες. Η ανταπόκριση του συνομιλητή ήταν χλιαρή με αποτέλεσμα να μονοπωλεί την κουβέντα η κυρία. Μάθαμε ότι το σπίτι ήταν στην Πλατεία Μαβίλη, ότι η παλιά της γειτονιά έχει πολύ πιο ωραία και καινούργια σπίτια αλλά ήταν αναγκαιότητα πλέον για αυτήν να αλλάξει σπίτι, ότι ήθελε να είναι κοντά σε μετρό και συγκοινωνίες και άλλα πολλά.
Χαζογελώντας και πάντα ακκιζόμενη είπε στον κύριο ότι ένας ιδιοκτήτης στο Χαλάνδρι όταν της έδειξε το σπίτι τη ρώτησε αν είναι μόνη και όταν του είπε ναι, εκείνος χαρούμενος της είπε ότι ήταν κι εκείνος μόνος και θα ήταν ωραίο επειδή έμενε σε διαμέρισμα από κάτω να έκαναν παρέα. Κι εκείνη (αντί να κάνει το σταυρό της και να σπεύσει να κλείσει το σπίτι) έφριξε, είπε, με αυτή την προοπτική και ακόμα κι αν το σκεφτόταν για το σπίτι, το απέρριψε πάραυτα και όπου φύγει φύγει! Μακριά από τον, εν δυνάμει, συγκάτοικο! Δε χαράμιζε, ως φαίνεται, τον όγκο της για τον κύριο αυτόν, αλλά όλο νάζι, έστελνε ξελιγωμένα μηνύματα στο συνομιλητή της. "Ίσα, μωρή κάργια!" θα αναφωνούσε ο Γανημίδης, ο κουμπάρος των κυρίων μου, που είναι λίγο brutal και τον κάνω κέφι ώρες ώρες! Γούστο της και καπέλο της ποιον γούσταρε η κυρία! Το βαγόνι τι έφταιγε? Ο εξευτελισμός γίνεται δημόσια, θα μου πείτε, δεν υπάρχει εξευτελισμός κατ΄ ιδίαν. Σωστό! Άρα, ή κάποιος ηδονίζεται να εξευτελίζεται ή δεν έχει την αυτογνωσία να το βουλώνει όταν πρέπει. Λυπηρές περιπτώσεις!
Το μακράς διάρκειας τηλέφωνο κάποτε τελείωσε και ακολούθησε άλλο, όπου ένα θήλυ τη φορά αυτή, τη ρωτούσε τι ώρα είχαν μάθημα. Οποία ευθύνη! Της απάντησε η καθηγήτρια (διότι καταλάβαμε όλοι στο βαγόνι, ότι κάτι δίδασκε) ότι δεν ήξερε αλλά ότι κατευθυνόταν στο χώρο των μαθημάτων και θα έβλεπε! Αυτό το ον διδάσκει! Τα παιδιά της κυρίας μου ίσως, τα παιδιά του διπλανού, κάποια παιδιά τέλος πάντων! Μετά λένε γιατί η παιδεία πάει κατά διαόλου! Έφτασε το τρένο στον Πειραιά και τελείωσαν όλες οι συνδιαλέξεις! Το ον κατέβηκε και πατώντας βαριά απομακρύνθηκε, αφήνοντας με να κοιτάζω τις λαδωμένες ποντικοουρές, τις πιασμένες με το κοκκαλάκι τριαντάφυλλο.

6/1/09

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ! ΤΙ ΚΑΛΑ!

Το απόγευμα η κυρία μου βγήκε έξω, μέσα στο κρύο, με τα αθλητικά της παπούτσια και γύρισε προβληματισμένη. Αναρωτιόμουν τι έγινε και γύρισε έτσι. Ήξερα ότι αποφάσισε να πάει σε ένα μεγάλο παιχνιδοπωλείο, κοντά στο σπίτι μας, τον Μουστάκια, για να αγοράσει στο Ντίντη ένα παιχνιδάκι για να το βάλει η γιαγιά του κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Παρενθέσεις : Τι εστί Ντίντη και τι εστί γιαγιά του. Η γιαγιά του Ντίντη έμενε μέχρι πρότινος μαζί μας. Ονομάζεται Βάνια και ήταν σπίτι μας πολύ πριν έρθω εγώ, προτού καν γεννηθώ. Βοηθούσε και βοηθάει την κυρία μου στα πάντα, είναι αυτό που λένε "γενικών καθηκόντων". Υπήρξε νταντά του αδελφού του κανονικού μου αφεντικού (του Χόλιους), καθότι ήταν μωρό όταν ήρθε και παράλληλα ήταν ένα αδιαμαρτύρητο χέρι βοήθειας σε όποιο πρόβλημα είχε η ευρύτερη οικογένεια. Θα μπορούσε να ονομάζεται και Μπαλαντέρ. Είχαμε πρόβλημα με τον παππού τον Πάπο όταν ζούσε? Πήγαινε Bάνια. Έπρεπε να πάμε εξοχή και τα αφεντικά μου να δουλέψουν για να πληρωθεί η εξοχή? Πήγαινε Bάνια με τα παιδιά. Χρειαζόταν βοήθεια η άλλη γιαγιά όταν η δική της νταντά (απηυδυσμένη) έφευγε στην πατρίδα της? Πήγαινε Bάνια κλπ. κλπ. Η κυρία μου την αγαπάει γιατί είναι ένας άνθρωπος πολύ υπομονετικός και αν κάτι θεωρεί προτέρημα η κυρία μου αυτό είναι η υπομονή. Η Bάνια έχει μια κόρη, τη Γιασεμή κι ένα εγγονάκι, το Ντίντη. Πριν 6 μήνες η κόρη με το εγγονάκι μετακόμισαν μάλλον μόνιμα στην Ελλάδα και βρήκαν σπίτι κοντά στο σπίτι μας. Από τότε η Bάνια, έπαψε να κοιμάται σπίτι μας και μένει εκεί. Η κυρία μου και η μαμά της κυρίας μου, που όπως σας έχω πει μένει από κάτω, αγαπούν όλη την οικογένεια. Από τη Βάνια έχουμε γνωρίσει εξ ακοής αλλά και δια ζώσης και άλλες φίλες της Βάνιας, όπως τη Δαρεία. Μάλιστα προχθές άκουσα επί λέξει να λέει η Βάνια στην κυρία μου ότι η Δαρεία ετοιμάζεται να ξαναέρθει στην Ελλάδα για να δουλέψει επειδή "εκεί όλοι είναι σαν φτωχή ποντίκι". Τρελλαίνομαι να ακούω τέτοιες φράσεις! Τις κάνω πολύ κέφι!
Άλλα όμως ξεκίνησα να λέω. Πήγε λοιπόν η κυρία μου στον Μουστάκια με τα πόδια για να ασκηθεί, εξού και το ειδικό παπούτσι. Βγήκε μέσα στο κρύο περπατώντας γρήγορα και ανταμώθηκε με το πλήθος που είχε την ίδια ιδέα με κείνη, με τη διαφορά ότι οι άλλοι είχαν καταφθάσει με τα αυτοκίνητα τους δημιουργώντας το γνωστό χάος του παρκαρίσματος. Φαντάσου να πήγαινε στο ακόμα μεγαλύτερο κατάστημα Μάμπο, τι θα γινόταν. Σκεπτόταν ότι θα έριχνε μια ματιά και θα έφευγε τσάκα τσάκα. Σκόπευε να πάρει 2 παιχνίδια, ένα για το δέντρο κι ένα για να το δώσει στο παιδάκι την Πρωτοχρονιά που θα ερχόταν σπίτι μας. Μπήκε στο ισόγειο του μαγαζιού και χάθηκε σε ένα ροζ σύννεφο Μπάρμπι που απλωνόταν σε πολλούς διαδρόμους.
Περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί μέχρι που βρήκε ένα ράφι με ένα ωραίο κάστρο. Της άρεσαν τα κάστρα και κυρίως της θύμιζαν ένα ωραίο καλοκαίρι στα Μύθηρα, που είχαν πάει με τους κουμπάρους τους, τον Πηλέα και την Αντινόη. Έμεναν στο Καψούλι, ένα παραθαλάσσιο χωριό και είχαν πάρει αμφότεροι τα παιδιά τους που ήταν τότε μικρά. Για να απασχοληθούν τα παιδιά, ο Πηλέας είχε πάρει στο γιο του, τον Νεαρχούλη, ένα κάστρο με ιππότες. Ο μικρός, λοιπόν, ξυπνούσε το πρωί, πριν από τους μεγάλους και έπαιζε με το κάστρο και σταδιακά ξυπνούσαν και τα υπόλοιπα παιδιά. Ο μικρός των δικών μου αφεντικών, ο Χόλιους, ξυπνούσε και αυτός και πήγαινε κοντά του να παίξει με το κάστρο. Αυτό το κάστρο όμως είχε μια ιδιαιτερότητα. Κάπου είχε μπαταρίες και ένα κουμπάκι που όταν το πατούσαν τα παιδιά ακουγόταν ένα χλιμίντρισμα αλόγου και ήχος σπαθιών που ξιφομαχούσαν. Η κυρία μου θυμόταν κάθε μέρα να την ξυπνάνε στον ύπνο της αυτοί οι δύο ήχοι και ακολούθως τα κλάματα του μικρού Νέαρχου και του Χόλιους που σφαζόντουσαν στους πρόποδες του κάστρου, γιατί ο Νεαρχούλης δεν ήθελε να ακουμπάει κανένας το παιχνίδι του. Είχε δίκιο, από μια άποψη, γιατί πριν τελειώσει η διαμονή τους, το κάστρο είχε παραδώσει το πνεύμα ως προς τους ήχους. Οι συγκεκριμένες αναμνήσεις ήταν πολύ ευχάριστες για την κυρία μου και αυτές τις διακοπές τις θυμόταν με πολλή αγάπη. Για το λόγο αυτό όταν είδε στο ράφι ένα κάστρο αποφάσισε το ένα δώρο να ήταν αυτό.
Ανέβηκε στον επάνω όροφο για να βρει το δεύτερο δώρο και περιηγήθηκε μέχρι να σκαλώσει το μάτι της στα τρενάκια. Ασφαλής επιλογή! Διάλεξε ένα τρένο TGV που της θύμιζε τα ταξίδια της στη Γαλλία. Ρώτησε μια υπάλληλο με τρία σκουλαρίκια στη μύτη αν υπήρχε κάστρο με θορύβους αλλά της είπε ότι δυστυχώς αυτά τα κάστρα είχαν τελειώσει. Έτσι αποφάσισε να κατέβει στο ισόγειο, να αγοράσει το κάστρο που είχε δει, να πληρώσει και να φύγει. Εκεί δημιουργήθηκε το πρόβλημα. Δεν βρήκε το ράφι με το κάστρο ποτέ. Έψαξε όλους τους διαδρόμους, όλα τα τμήματα, ρώτησε δύο υπαλλήλους, οι οποίες δήλωσαν άγνοια και την παρέπεμψαν στον πρώτο όροφο, στο τέλος ανέβηκε στον επάνω όροφο και ξανάψαξε όλα τα ράφια. Περιφερόταν από ράφι σε ράφι, από διάδρομο σε διάδρομο, από όροφο σε όροφο. Τίποτε! Άρχισε να το σκέφτεται λογικά. Μήπως δεν τα είχε δει? Μήπως ταξίδευε το μυαλό της και το φαντάστηκε? Αυτή! Το άκρων άωτον της λογικής? Κατέπεσε ψυχικά. Διάφορες μαύρες σκέψεις ξεπρόβαλαν ύπουλα. «Τα χάνω? Τρελαίνομαι? Άλλα βλέπω και άλλα φαντάζομαι? Φύρανα? », σκεφτόταν με ανησυχία. Η κυρία μου μπορεί όντως να άρχισε να φυραίνει ή να βίωσε ένα φαινόμενο déjà vu αλλά είναι και γάτα στην απώθηση. Προσποιήθηκε λοιπόν, ότι δε συνέβη τίποτε, πλήρωσε, φορτώθηκε την τσάντα και την έκανε, κοινώς έγινε καπνός.
Σε αυτή την κατάσταση την παρέλαβα στο σπίτι και επιδόθηκα στον ανεξάντλητο αγώνα να καταλάβω τι ακριβώς έγινε. Όλη αυτή η ιστορία της χάλασε τη διάθεση. Έχασε την όρεξη της για να βγουν έξω. Είχε σχεδιάσει να πάνε νωρίς για φαγητό κάπου έξω. Το κανονικό μου αφεντικό βγήκε για μια βόλτα με τη Λουλού, ο Χόλιους ήταν παραδόξως σπίτι, ο κύριος μου ροχάλιζε μακαρίως όλο το μεσημέρι, το ίδιο και η μαμά του η οποία είχε καταπλεύσει στο σπίτι τους για τις επόμενες 4 ημέρες. Μετά την αλλαγή του χρόνου υπήρχε η πρόταση από το Νέαρχο και τη Βερενίκη να πάνε σε ένα μπαράκι στο Μοσχάτο για τους εορτασμούς. Γεμάτη αμφιβολίες για την νοητική της ισορροπία ακύρωσε τα πάντα, φόρεσε τις πιζάμες με το προβατάκι και ασχολήθηκε με οικιακές ταξινομήσεις. Κατέβηκε στη μαμά της και πήγα κι εγώ μαζί της γιατί ήλπιζα ότι η γιαγιά κάτι θα είχε φτιάξει από το οποίο θα μπορούσα να ωφεληθώ. Πραγματικά είχε φτιάξει βασιλόπιτα κέικ πασπαλισμένη με άχνη ζάχαρη. Αχ τι ωραία! Μοσχοβολούσε το σπίτι! Ο κύριος μου ανακουφίστηκε που δε θα έβγαιναν, ένεκα η μαμά του στο σπίτι, καθισμένη ως άλλος Βούδας στο σαλόνι. Μαζί με τον Χόλιους έπαιζαν Μονόπολη καθισμένοι στο χαλί. Ο κανονικός μου κύριος καθόταν κοντά τους και έπαιζε σκάκι με το κομπιούτερ. Έτσι πέρασε το βράδυ. «Ίσως το τελευταίο βράδυ πρωτοχρονιάς με σώας τας φρένας», σκεφτόταν η κυρία μου. «Ας ελπίσω ότι του χρόνου δε θα είμαι σε κανένα φρενοκομείο παραμονιάτικα!», ανατρίχιαζε. Όχι βέβαια! Την αφήνω εγώ? Τι θα απογίνω μετά?

5/1/09

ΠΡΙΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΕΒΔΟΜΑΔΑ 15-21/12/2008
Πώς πέρασε αυτή η βδομάδα ούτε που το κατάλαβα! Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος, δεν έβγαινα έξω μήπως κρυώσω και την περνούσα με οικιακές εργασίες όλη μέρα. Το κανονικό αφεντικό μου έλειπε στην Πράγα και η κυρία μου γκρίνιαζε ότι δεν τηλεφωνεί να τους πει ότι είναι καλά γιατί λυπάται να ξοδέψει μια δεκάρα.
Η βδομάδα της κυρίας μου ξεκίνησε με πολύ άγχος. Αυτήν και τον κύριο μου τους απασχολούσε καιρό ένα θέμα κληρονομιάς. Ήταν ένα κτηματάκι στο χωριό της κυρίας μου, τα Κουκουβάτα, που το άφησε ένας θείος της κληρονομιά σε αυτήν και σε δύο παππούδια, τα αδέλφια του. Έγιναν μαραθώνιες διαβουλεύσεις μεταξύ των κληρονόμων, με την κυρία μου να τα παίρνει κάθε τρεις και λίγο στο κρανίο και τον κύριο μου να εξασκείται στο ρόλο του πυροσβέστη. Να μην τα πολυλογώ μετά από δυόμισι χρόνια φάνηκε ότι αυτή τη βδομάδα θα δινόταν μια οριστική λύση. Η κυρία μου δεν τολμούσε να πιστέψει ότι αυτή η εκνευριστική ιστορία πήγαινε να τελειώσει. Έτσι, είχε στο μυαλό της από την αρχή της βδομάδας ότι αν οι τελευταίες συνεννοήσεις απέδιδαν καρπούς ίσως έπρεπε να κατέβουν στο χωριό για να επισημοποιήσουν τα συμφωνημένα.
Η Τετάρτη ξεκίνησε άσχημα γιατί η κυρία μου είχε πολύ δουλειά και παράλληλα έπρεπε να οργανώσει και την Κάθοδο των Δύο στο χωριό. Έφυγε από τη δουλειά της στις 5 ένα κατάκοπο ράκος και έφτασε στο σπίτι ένα τυλιγμένο κουβάρι νεύρα για να ετοιμάσει τα δέοντα για το ταξίδι. Εγώ βολτάριζα στο κλουβί μου φαινομενικά αμέριμνο αλλά ετοίμαζα τους σπόρους μου για το ταξίδι.
Τη νύχτα, τους ξύπνησε έντρομους το κουδούνι της πόρτας. Η κυρία μου κόντεψε να πάθει έμφραγμα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι, με τις γαλάζιες πιζάμες της που είχαν μαλλιαρά προβατάκια και κοίταξε το ρολόι, ήταν 4.30! Μέχρι να λειτουργήσει το μυαλό της ήταν σε μια αδιευκρίνιστη διάσταση του χρόνου και αιωρείτο. Αλλά οι απορίες λύθηκαν αμέσως. Ήταν το κανονικό μου αφεντικό το οποίο γύρισε από την Πράγα και ήρθε άγρια χαράματα με τη βαλιτσούλα του χωρίς να ενοχλήσει κανέναν. Εγώ είχα κατουρηθεί από τη χαρά μου! Μου είχε λείψει το κανονικό μου αφεντικό και τα λογάκια που μου λέει. Σ΄ αυτό το σπίτι μόνο αυτός και η κυρία μου με νταντεύουν. Καμιά φορά βέβαια γίνονται κουραστικοί και με ζαλίζουν με τα σαλιαρίσματα τους αλλά όταν πάλι με αφήνουν ήσυχο πλήττω και τους αναζητώ.
Το πρωί πάντως, και ενώ το αφεντικό μου και ο μικρός του αδελφός κοιμόντουσαν μακάρια, οι κύριοι μου φύγανε για το χωριό.
Ταξίδεψαν με καταρρακτώδη βροχή. Σταμάτησαν μόνο για καφέ σε ένα μεγάλο παραγεμιστό μαγαζί της εθνικής και για να δείτε πόσο καλή είναι η κυρία μου, όταν είδε στον περίβολο πεινασμένα σπουργιτάκια, μάδησε ένα κουλούρι που είχε αγοράσει για το ταξίδι και το πέταξε στο δρομάκι. Οι περαστικοί για το μαγαζί την ατένιζαν περίπου όπως έναν εξωγήινο και ο κύριος μου της φώναζε ότι κάνει σκουπίδια στο δρόμο και ότι έπρεπε να τα πετάξει μέσα στους θάμνους και δουλειά των σπουργιτιών ήταν να τα βρουν. Το σχόλιο της κυρίας μου είναι κάτι που την ακούω να λέει συχνά πυκνά «ουδέν πεδίον συνεννόησης».
Το χωριό ήταν πνιγμένο στο νερό. Έβρεχε συνεχώς και όταν σταματούσε για λίγο, έβγαινε ένας εκτυφλωτικός ήλιος, για να ξαναρχίσει πάλι να βρέχει ασταμάτητα. Η δουλειά τους πήγε καλά, συνάντησαν τη συμβολαιογράφο συγγενή τους, τον έναν κληρονόμο και τη μαμά του, έκαναν τις διαβουλεύσεις τους, είχε ο καθένας τις σκέψεις του, τα αρνητικά συναισθήματα του αλλά όλες οι πλευρές ήθελαν να τελειώσει αυτή η ιστορία. Η κυρία μου ήθελε το κτήμα, ο κύριος μου ήθελε εκείνη να είναι ευχαριστημένη, η συμβολαιογράφος ήθελε να απαλλαγεί από όλους και όλοι οι υπόλοιποι ήθελαν το χρήμα από την κυρία μου για να αποσυρθούν. Πάντως πήγαν όλα καλά, παρά τις αντίθετες προβλέψεις και τους φόβους της κυρίας μου.
Η επόμενη μέρα περιλάμβανε συνέχιση των ενεργειών, με επίσκεψη στην εφορία και μετάθεση του φακέλου στην αρμόδια υπάλληλο για να βγάλει το φόρο που θα πλήρωνε η κυρία μου. Υπήρχε μόνο μια μικρή λεπτομέρεια που κανένας δεν υπολόγισε. Η υπάλληλος, η δημόσια υπάλληλος της εφορίας. Η κυρία μου πήγε το φάκελο στις 8.30 και το μεσημέρι η υπάλληλος της ανακοίνωσε ατάραχη ότι δεν πρόλαβε να κάτι τίποτε για την υπόθεση της. Την κοίταξε στωικά και ο εφιάλτης της περασμένης Τετάρτης πέρασε μπροστά στα μάτια της. Όλη μέρα έτρεχε να προλάβει ένα σωρό πράγματα, έδωσε καμιά δεκαριά λύσεις σε προβλήματα, μίλησε με μια στρατιά ανθρώπους ενώ απαντούσε σε τηλέφωνα, έγραφε βεβαιώσεις και η πόρτα του γραφείου της άνοιγε συνεχώς για να τη ρωτήσουν διάφορα. Έφυγε στις 5 χωρίς να μπορεί να προφέρει με ακρίβεια ούτε το όνομα της εξαιτίας της προσωρινής άνοιας απότοκη της κούρασης. Το πιθανότερο είναι ότι παίρνει λιγότερα λεφτά από τη βραδύνου υπάλληλο της εφορίας. Το βέβαιο επίσης είναι ότι είναι χαζή και φθείρεται καθημερινά, έχοντας την παράλογη άποψη ότι πρέπει να είναι εντάξει με όλους και με όλα.
Πάντως, οι κύριοι μου θεώρησαν την υπόθεση τελειωμένη, παρά αυτή την τελευταία περιπλοκή. Πήγαν να δουν το απόκτημα τους, έκαναν σχέδια και όνειρα. Για να ακριβολογώ ο κύριος μου, που είναι πολύ μεθοδικός έκανε σχέδια και η κυρία μου, που είναι λίγο επιπόλαια έκανε όνειρα. Το σίγουρο είναι ότι ξεκινάει μια περίοδος αιματηρών οικονομιών πάλι. Αντίο πολύπλοκοι σπόροι μου, αντίο ξύλινο κλαράκι ανάπαυσης που ήθελα να μου αγοράσουν, αντίο επώνυμη μπανιέρα μου! Θα κάνω υπομονή κι εγώ μαζί τους! Το θεωρώ εξάλλου πολύ φυσικό γιατί τους αγαπώ πολύ. Ο καιρός των ισχνών καναρινιών ξεκινάει!
Το Σάββατο το πρωί, μάζεψαν τα πράγματα τους και έφυγαν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να κάτσουν κι άλλο. Μούλιασαν από τη βροχή όσο έμειναν. Η θάλασσα ήταν όλη έξω, έφτανε σχεδόν στην ταβέρνα της παραλίας και όλη τη νύχτα μούγκριζε. Μπρρρρρ, δε μου πολυάρεσε η χειμερινή εκδοχή του χωριού. Ελπίζω να μη με παίρνουν μαζί τους όταν φτιάξουν την «έπαυλη». Προτιμώ να μένω με το κανονικό μου αφεντικό στο κανονικό σπίτι μας.
Το βράδυ κανόνισαν να φάνε με το Νέαρχο και τη Βερενίκη στην «Αρσινόη» μια κρητική ταβέρνα, σε επιτρεπτή ακτίνα από το σπίτι το δικό μας και της Βερενίκης. Η Βερενίκη είχε αναπτύξει μια αγάπη τον τελευταίο καιρό για τις κρητικές ταβέρνες και αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία που επισκέπτονταν. Ο χώρος ήταν πολύ χαριτωμένος αλλά στριμωχτός. Τα γκαρσόνια περνούσαν ανάμεσα από τα τραπέζια σκουντώντας τις καρέκλες, πράγμα που έκανε παπόρι την κυρία μου. Το ρεπερτόριο περιλάμβανε μουσική κονσέρβας, αποκλειστικά κρητική. Το φαγητό δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο. Ο ιδιοκτήτης, ένας πολύ ψηλός και χοντρός βλάκας με μπεζ κρητική βράκα χωμένη σε μαύρες μπότες, περιφερόταν στα τραπέζια και έκανε δημόσιες σχέσεις, ρωτώντας γλοιωδώς αν μας άρεσαν όσα φάγαμε και αν μείναμε ευχαριστημένοι. Την έβλεπα εγώ την κυρία μου : ήταν έτοιμη να εκραγεί. Δεν το΄ χε και πολύ να ανοίξει το στοματάκι της και να τον στολίσει αλλά ξέρω ότι λυπήθηκε τον κύριο μου που στεναχωριέται όταν τη βλέπει τσαντισμένη και το βούλωσε. Το αποκορύφωμα ήταν όταν μας έφερε περήφανος ένα βιβλίο εντυπώσεων για να γράψουμε ό,τι θέλαμε. Έτρεμα μήπως η κυρία μου το πάρει στα χεράκια της και με τα ωραία γραμματάκια της υπογράψει τη θανατική μας καταδίκη. «Βρέθηκαν 4 τσουβάλια με 4 πτώματα αγνώστων στον Κηφισό, δύο άνδρες, δύο γυναίκες. Στο τσουβάλι με τη μία γυναίκα υπήρχε και ένα μικρό ξυλιασμένο καναρίνι. Είναι άγνωστο πως βρέθηκαν τα πτώματα στο ποτάμι και ποιος τους σκότωσε. Ερώτημα επίσης αποτελεί πως βρέθηκε εκεί το καναρίνι και γιατί το σκότωσαν και αυτό». Έλα ντε! Η κυρία μου είναι γάτα στους λίβελους. Μπορούσε να τον κάνει το Χοντρό γραπτή αλοιφή. Αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκε και γλιτώσαμε όλοι. Πάντως όταν ήρθε η ώρα του λογαριασμού τη δικαιολόγησα μέχρι κι εγώ που είμαι αυστηρός κριτής. Πλήρωσαν 90 ευρώ για ένα σχεδόν υποφερτό φαγητό.
Η επόμενη ημέρα ήταν Κυριακή. Ο κύριος μου περιχαρής είχε ετοιμάσει τα πραγματάκια του από βραδύς για να πάει πεζοπορία στον Κιθαιρώνα με τον αγαπημένο του πεζοπορικό σύλλογο. Τον άκουσα δειλά να ρωτάει την Τσιριμπόμ αν θα ερχόταν κι εκείνη μαζί του αλλά αυτή έκανε πάλι την πάπια προτάσσοντας την ευαίσθητη, μετά από μια πρόσφατη θλάση, γάμπα της. Αντ΄ αυτού του είπε ότι θα πήγαινε να δει τη μαμά του και να φάνε μαζί.
Προβληματίστηκα τι να κάνω. Ο κανονικός μου κύριος, κοιμόταν και θα κοιμόταν μακαρίως όλο το πρωινό. Μετά θα περιφερόταν στο σπίτι με τα οικιακά του ρούχα και θα έκανε τις δουλειές που κάνει συνήθως, λίγο διάβασμα, λίγο κομπιούτερ, λίγο τηλέφωνο και πάει λέγοντας. Ο αδερφός του δεν πιάνεται. Δεν είναι του παρόντος να τον αναλύσω, θέλει συγκεκριμένο ψυχικό σθένος και απόθεμα. Μπορούσα να πεταχτώ στη γιαγιά (η μαμά της Τσιριμπόμ που μένει στο κάτω σπίτι), με την ελπίδα ότι θα έκανε κουραμπιέδες και μπορούσα να γευτώ νιφάδες άχνης ζάχαρης στην ατμόσφαιρα. Φευ! Ήταν χωμένη μέσα στην αγαπημένη της εφημερίδα, «Το Πέταλο», και διάβαζε μισοσκότωτη. Βλέφαρο δε σήκωσε. Οι κουραμπιέδες είχαν μετατεθεί για άλλη μέρα.
Δε μου έμενε τίποτε άλλο παρά να πάω μαζί με την κυρία μου την επίσκεψη στο πεθερικό της. Πήραμε το λεωφορείο, εμείς και άλλοι 500. Ήταν η προτελευταία Κυριακή του χρόνου και όλα τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Ούτε πρωί να ήταν και να πηγαίναμε στις δουλειές μας. Στο λεωφορείο υπήρχαν περίπου 4 έλληνες (και μια η κυρία μου 5) και σχεδόν 60 αλλοδαποί, κυρίως του τύπου του Πακιστανού και του Αλβανού. Άκουσα και ρώσικα, βουλγάρικα και μια διάλεκτο της Γεωργίας. Η κυρία μου ήταν περικυκλωμένη από Πακιστάν και ίσως Μπαγκλαντές. Δεν ανησυχούσε όμως για τη στενή επαφή, ούτε για τα αδέσποτα χέρια. Αυτοί οι λαοί, ευτυχώς σε αυτό το θέμα είναι άμεμπτοι. Ανησυχούσε μήπως είχε πλέον το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης στην τσέπη ή για να κυριολεκτώ στους πνεύμονες.
Όταν επιτέλους έφτασε το λεωφορείο στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά, αντικρίσαμε ένα ολόκληρο παζάρι πάγκων και ανθρώπων. Η μιζέρια απλωμένη στο πεζοδρόμιο. Αυτό αποτελεί όμως ανεξάρτητο κεφάλαιο, θα ασχοληθώ άλλη φορά, αφού συλλέξω πληρέστερες παραστάσεις. Στον ηλεκτρικό και στο μετρό επικρατούσε η ίδια κατάσταση. Αφόρητος κόσμος. Σωστά επέλεξα το επίθετο, μην δυσανασχετείτε ότι δεν μιλάω καλά τη γλώσσα σας. Η κυρία μου με έχει κάνει ξεφτέρι στα ελληνικά! Αφόρητος! Γέροι, νέοι, μωρά σε καρότσια, οικογένειες ολόκληρες, ξένοι, γηγενείς, τουρίστες του χειμώνα…Μαρτύρησα. Τι ήθελα που πήγα?
Έφτασε επιτέλους η κυρία μου στη γιαγιά, την είδε, τα είπανε και φάγανε ένα μεγαλόσωμο συνάδελφό μου, κοτόπουλο. Η γιαγιά τα είχε με τη νταντά της, την οποία στόλιζε δεόντως και η κυρία μου την άκουγε, υιοθετώντας το ρόλο της βαλβίδας στη χύτρα! Άνοιγε τη βαλβίδα να βγει λίγος ατμός από τη χύτρα που κοχλάζει!
Μετά, εκεί που ήλπιζα ότι θα γυρίζαμε σπίτι, η Τσιριμπόμ πήρε τη φίλη της την Κλεονίκη τηλέφωνο και κανόνισε να βρεθούνε στο Κall για να κάνουν βόλτα στα μαγαζιά και να πιουν καφέ. Είπα κι εγώ ότι θα ήταν ωραία εκεί! Τόσα άκουγα για αυτό το μέρος. Μόνο το στραβοξυλοκανονικό μου αφεντικό δεν είχε πάει γιατί δεν το θεωρούσε τόπο διασκέδασης αλλά μια μάντρα που σε έχωναν να τα κάνεις όλα μαζί στο δεδομένο πακέτο χρόνου. Άκου, στραβοξυλιά!
Στοιβάχτηκε η Τσιριμπόμ πάλι στον ηλεκτρικό μαζί με τις φυλές του Ιακώβ και αποβιβάστηκε στη στάση Μελιτζανιώτισσα όπου βρίσκεται το Kall. Μαζί με αυτήν αποβιβάστηκε και μια ατέλειωτη ουρά κόσμου. Υπάλληλοι του σταθμού είχαν αναλάβει το ρόλο του φαναριού της τροχαίας. Έδιναν το πράσινο φως στα προερχόμενα από τον Πειραιά στίφη να προχωρήσουν, μετά έδιναν την προτεραιότητα στα στίφη από την Κηφισιά, μετά στα στίφη από τους χώρους στάθμευσης κοκ. Η κυρία μου έφριξε. Νομίζω έχετε ήδη καταλάβει ότι δεν της αρέσουν καθόλου τα γεμάτα πολύ κόσμο μέρη, όπου είναι σίγουρο ότι θα ταλαιπωρηθεί σπρώχνοντας και σπρωχνόμενη. Πήρε τηλέφωνο την Κλεονίκη και την ενημέρωσε ότι φεύγει, δεν ήταν διατεθειμένη, της είπε, να τσαλαπατηθεί μέσα στον όχλο. Η καημένη η Κλεονίκη, η οποία διήγε την περίοδο της κατάθλιψης λόγω εορτών (υποφέρει χρόνια από αυτό το σύνδρομο) της κλάφτηκε ότι ήθελε να τη δει και την παρακάλεσε να κάνει υπομονή κι ότι ερχόταν να τη σώσει. Ξεροκατάπιε η κυρία μου, τι να κάνει, την αγαπάει την Κλεονίκη, μπήκε στο Kall και την περίμενε. Από μπροστά της παρήλασε η μισή Αθήνα. Ορδές έφευγαν και έρχονταν.
Όταν ήρθε η φίλη της, της ανακοίνωσε ότι αρνείται να περιηγηθεί τα μαγαζιά και την απείλησε να φρόντιζε να βρουν ένα ήσυχο μέρος να πιουν δύο καφέδες και να φύγουν. Η Κλεονίκη έσπευσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία της, ήξερε καλά την κυρία μου και πόσο γκρινιάρα γινόταν αν κάτι δεν της άρεσε. Το ήσυχο μέρος που ήξερε και την πήγε ήταν ο ορισμός της Βαβέλ. Στη Βαβέλ θα είχε σίγουρα περισσότερη ησυχία. Αφού γύριζαν ανάμεσα στα τραπέζια (άλλο που σιχαίνεται η κυρία μου, αλλά για αυτά θα σας μιλήσω κάποια άλλη φορά) χωρίς να βρουν να κάτσουν, εντόπισαν ένα τραπέζι του οποίου οι ένοικοι ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν. Η Τσιριμπόμ πρόσεξε ότι δύο ήσυχοι νεαροί περίμεναν διακριτικά να αδειάσει το τραπέζι για να καθίσουν. Έκανε την καρδιά της πέτρα και με μια πλάγια εισβολή, ως καθαρόαιμο outsider, έκανε τη σφήνα της και στρογγυλοκάθισε κάτω από τη μύτη των νεαρών. Ντράπηκε όμως πολύ για αυτό που έκανε. Το είπε στην Κλεονίκη και δικαιολογήθηκε ότι ήταν το έσχατο μέσον για να μη φύγουν για τα σπίτια τους η κάθε μία. Ήταν τόσες οι ενοχές της που για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό να φωνάξει τους νεαρούς και να μοιραστούν το τραπέζι τους αλλά, ευτυχώς, αναλογίστηκε ότι αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί διαφορετικά και δεν έκανε τίποτα. Ώρες ώρες είναι πολύ αφελής.
Ο χώρος ήταν αρκετά όμορφος αλλά τι να το κάνεις όταν το ντουμάνι από τον καπνό ήταν αδιαπέραστο? Τι χάλι κι αυτό! Τον ήπιαν τον καφέ, είπαν τα δικά τους και η Κλεονίκη αποφάσισε να μείνει να χαζέψει τα μαγαζιά ενώ η κυρία μου πήρε τον ηλεκτρικό και γυρίσαμε σπίτι, εμείς, οι φυλές του Ιακώβ και ένα σωρό ποδοσφαιρόφιλοι από έναν αγώνα που έληξε. Εξαιρετική ημέρα! Χίλιες φορές να καθόμουν στο κλουβί μου και να μελετούσα ωδική.

ΤΖΙΓΚΛ ΜΠΕΛ ΣΤΟ ΜΩΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΗΛΙΟ

Η Τσιριμπόμ το είχε ορκιστεί από πέρσι. Τα φετινά Χριστούγεννα θα έφευγαν οικογενειακώς. Δεκαεννέα συναπτά έτη, γιόρταζε τα Χριστούγεννα μαγειρεύοντας για ένα τραπέζι που οι περισσότεροι συνδαιτυμόνες από ένα σημείο και πέρα ήταν άνω των 80. Όταν άρχισαν να αραιώνουν οι καλεσμένοι, προσκεκλημένοι του Αγίου Πέτρου πλέον, με τελευταίο στη σειρά απογείωσης τον πεθερό της, διακήρυξε σε όλους ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα έφευγαν πάση θυσία.
Την είχε ξεσηκώσει ο Αναξίμανδρος να πάνε οικογενειακώς στη Βαυαρία και ο κανονικός μου κύριος ξετρελάθηκε με την ιδέα να κάνει σκι σε άριστα οργανωμένες πίστες. Μάνα και γιος από τη μια και Αναξίμανδρος από την άλλη έψαχναν για μέρες το πού θα μείνουν, τι διαδρομή θα ακολουθήσουν, τι χιονοδρομικές πίστες θα βρουν. Όνειρα θερινής νυκτός όπως αποδείχτηκαν, διότι η σύζυγος Αναξίμανδρου Άντα, τελευταία στιγμή πρόβαλε τις πολλές ημέρες που θα έλειπαν και την αδιαθεσία της μαμάς της και το ταξίδι ακυρώθηκε. Απογοητεύτηκαν όλοι και πιο πολύ το κανονικό μου αφεντικό και μετά η κυρία μου. Ο κύριος μου, ενδόμυχα ανακουφίστηκε γιατί, αν και θα πήγαιναν με τον Αναξίμανδρο που είναι δεινός οδηγός, δεν έπαυε να έχει άγχος για ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι.
Για να χρυσωθεί κάπως το χάπι, αποφάσισαν να πάνε στο Μώλο με προοπτική την άνοδο στο βουνό του Μηλίου. Η Βερενίκη με το Νέαρχο είχαν ήδη κλείσει να μείνουν στην Καμφορά, στην καρδιά του Μηλίου και μηλοπαραγωγικό χωριό. Εμείς προτιμήσαμε να μείνουμε στην πόλη επειδή τα προγνωστικά για τον καιρό ήταν δυσοίωνα και φοβόμασταν ότι θα αποκλειόμασταν από το χιόνι και θα βιώναμε ατελείωτη ταλαιπωρία μέρες που ήταν. Λέω «εμείς» γιατί αμέσως αποφάσισα να πάω μαζί τους. Το αρχικό σχέδιο της Τσιριμπόμ περιλάμβανε όλη την οικογένεια αλλά εν τη γενέσει των σχεδίων ο κανονικός μου κύριος της ξέκοψε ότι ή Βαυαρία ή τίποτα, άρα τίποτα. Προτιμούσε να μείνει στην πόλη και να δεξιωθεί τους Στρατηγούς (θα εξηγήσω αλλού ποιοι είναι αυτοί) και να βγει βόλτες με τους φίλους του. Της απέμεινε το μικρό, που θεωρούσε πιο εύκολο να το χειριστεί αλλά διαψεύστηκε κι εκεί. Όταν του ανακοίνωσε ότι θα πήγαιναν στο Μώλο για Χριστούγεννα, αυτό ανταποκρίθηκε χλιαρά κι εκείνη θεώρησε ότι το έπεισε να τους ακολουθήσει. Εξάλλου η Βερενίκη θα έφερνε τα κορίτσια της, οπότε θα είχε παρέα. Δυο μέρες πριν την αναχώρηση, της είπε ότι προτιμάει (από το να πάει με τους γονείς του) να μείνει στην πόλη και να πάει σε δύο πάρτι, το ένα περιλάμβανε την καλοκαιρινή παρέα (και τους έρωτες) των Κουκουβάτων. Τι να κάνει? Τον άφησε κι αυτόν πίσω να οργιάσει.
Εγώ, πάλι, τους λυπήθηκα και αποφάσισα να πάω μαζί τους. Με έτρωγε βέβαια η περιέργεια να δω τους Στρατηγούς αλλά δίσταζα από την άλλη να αφήσω τα γέρικα αφεντικά μου μόνα στο Μήλιο.
Η βαλίτσα μου αυτή τη φορά περιλάμβανε κασκόλ, γάντια και καπελάκι. Πήρα και την τσατσαρούλα μου για να χτενίζω το καταπλακωμένο από το καπέλο λοφίο μου και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να πάρω και τα γυαλιά ηλίου μου. Αχ, Μήλιο, σου έρχομαι, κελαηδούσα!
Εμείς θα πηγαίναμε με το αυτοκίνητο μας και θα συναντούσαμε εκεί τον Αναξίμανδρο με την Άντα και τον άλλο Νέαρχο με τη γυναίκα του τη Νάνσυ και την κόρη τους. Θα μέναμε στο ξενοδοχείο «Φενέλη», στο κέντρο του Μώλου. Προηγήθηκε ο Νέαρχος με το μικρό του αυτοκινητάκι και όταν έφτασε μας έδωσε οδηγίες για το πού βρισκόταν το ξενοδοχείο μας κάνοντας έξαλλο τον Αναξίμανδρο που θεώρησε ότι δεν τον κατηύθυνε σωστά και έκανε περιττούς κύκλους στην πόλη. Τα δωμάτια μας ήταν απλώς ανεκτά. Το δικό μας μάλιστα είχε θέα στη θάλασσα ανάμεσα από ταράτσες θλιβερών πολυκατοικιών.
Το πιο ωραίο όμως ήταν το πρωινό. Μακράν το καλύτερο και πλουσιότερο πρωινό που έχω δει σε ξενοδοχείο σε τόσα ταξίδια που έχω πάει με την κυρία μου σε όλο τον κόσμο! Ήταν ένας τεράστιος μπουφές με μια γαβαθούλα γιαούρτι, μια πιατέλα που είχε μαζί τυρί του τόστ, πάριζα και σαλάμι μπύρας, δύο μπωλ με δημητριακά, το ένα ήταν γεμάτο διάφορα υπολείμματα δημητριακών ενοποιημένα για να μην πεταχτούν, το άλλο είχε δημητριακά με σοκολάτα, είχε ακόμη κομπόστα κονσέρβα βερίκοκο, και δύο βάζα μαρμελάδα. Μερικές μέρες που όπως φαίνεται είχε κέφια ο μάγειρας σέρβιραν και κρύα ομελέτα με ζαμπόν. Σταθερά όμως υπήρχε κέικ με κακάο, κομμένο σε φέτες. Αυτά! Το όλο περιβάλλον συμπληρωνόταν από μια παρέα καθαρίστριες και καμαριέρες που κάθονταν σε ένα από τα τραπέζια και κάπνιζαν κουτσομπολεύοντας. Σκέφτεστε ότι αυτά δε γίνονται σε ένα ξενοδοχείο που το δίκλινο κοστίζει 95 ευρώ? Χα χα. Τι γελασμένοι που είστε!
Μόλις τακτοποιήθηκαν όλοι στα δωμάτια τους έδωσαν ραντεβού να πάνε για φαγητό σε ένα τσιπουράδικο εκεί κοντά. Έξω έκανε πολύ κρύο και η πόλη ήταν άδεια. Λάνσαρα το σκούφο και το κασκόλ μου για πρώτη φορά και τους ακολούθησα. Όταν βρήκαμε το μαγαζί, ακολουθώντας τις σοφές οδηγίες των φίλων του Νέαρχου που μένουν μόνιμα στο Μώλο (αλλά την είχαν κάνει για Μαστοριά) διαπιστώσαμε ότι ήταν γεμάτο παρέες σε ευθυμία και ίσως να μην υπήρχε τραπέζι για μας. Το μαγικό όνομα του φίλου όμως όταν ξεστομίθηκε άνοιξε όλες τις πόρτες. Για πότε ο μαγαζάτωρ σήκωσε κάποιους, μετέφερε κάποιους άλλους, στρίμωξε ένα τραπέζι δεν ξέρω. Όλα έγιναν με καταπλκτική ταχύτητα και κάτσαμε πεινασμένοι να φάμε. Είχε πολύ ωραίο ψωμί που για μένα ήταν ό,τι έπρεπε. Πέσαμε όλοι στο ψωμί και μάταια η κυρία μου τους φώναζε "μη χορταίνετε με το ψωμί, θα μείνουν τα υπόλοιπα". Ο κύριος του καταστήματος έφερνε στο τραπέζι κάτι μικρά διαφανή μπουκαλάκια που περιείχαν ένα επίσης διαφανές υγρό σαν νερό. Αυτά τα μπουκαλάκια τα υποδεχόντουσαν περιχαρείς στο τραπέζι και τα άδειαζαν αμέσως. Στην αρχή προσπαθούσα να τα μετράω αλλά σύντομα έχασα το λογαριασμό. Ήπιαν αμέτρητα! Μου δημιουργήθηκε απορία για τα μπουκαλάκια αυτά και έμαθα ότι περιείχαν τσίπουρο, φάρμακο για όλα, όπως είπε κάποιος. Πραγματικά το τσίπουρο τους έκανε να κελαηδάνε σαν εμένα. Τι φασαρία έκαναν! Και φέρε αυτό, φέρε εκείνο, και να δοκιμάσουμε αυτό, ήταν ωραίο το άλλο...Έτσι πήγε όλο το απόγευμα. Έφαγαν, ήπιαν, κακάρισαν μέχρι που δεν μπορούσαν άλλο.
Πριν προχωρήσω θα πω δυο λόγια για την παρέα του τσιπουράδικου και του Μώλου. Οι κύριοι μου είναι γνωστοί και μη εξαιρεταίοι. Για μένα δεν τίθεται πλέον θέμα. Ο Αναξίμανδρος αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη γνωριμία της κυρίας μου από τη δουλειά της. Πριν περίπου 5 χρόνια, διέσχιζε το διάδρομο στο χώρο που δουλεύει η κυρία μου και σταμάτησε να μιλήσει με τον κύριο Μαύρο, συνάδελφος της κυρίας μου παλιότερος στο γραφείο. Ο κύριος Μαύρος τους σύστησε και έκτοτε έγιναν φίλοι, αρχικά οι ίδιοι και κατόπιν γνωρίστηκαν και οι σύζυγοι. Η κυρία μου συνεργάζεται με τον Αναξίμανδρο συχνά γιατί αυτός είναι ειδικός σε ένα θέμα, με μεγάλη εμπειρία αφού αυτό πλέον είναι το αντικείμενο του και όταν η κυρία μου ζορίζεται ζητάει τη γνώμη του. Με τη σειρά του και αυτός όταν αναγκάζεται να ασχοληθεί με θέματα που δεν τα εφαρμόζει πλέον στην καθημέρα πράξη καταφεύγει στα φώτα της κυρίας μου.
Ο Αναξίμανδρος έχει ένα ωραίο σπίτι με κήπο στο Ροκωπί. Το έφτιαξαν με την Άντα με πολύ μεράκι και επειδή αγαπούν τα φυτά το έκαναν έναν πράσινο παράδεισο. Ο Αναξίμανδρος που είναι του καλού φαγητού και ποτού, φύτεψε με τη βοήθεια του Νέαρχου ένα αμπέλι και βγάζει πλέον κρασί το οποίο καταναλώνει με συγκεκριμένα πρόσωπα. Είναι της νοοτροπίας του εκλεκτισμού, όπως και η κυρία μου. Σε αυτό μοιάζουν. Άμα δε συμπαθούν κάποιον δε χαραμίζουν ούτε ένα λεπτό μαζί του. Από τον Αναξίμανδρο τα αφεντικά μου γνώρισαν τον φίλο του Νέαρχο και τη γυναίκα του τη Νάνσυ. Ο Νέαρχος είναι διευθυντής σε μια τράπεζα και η Νάνσυ δουλεύει σε υπουργείο. Ο Αναξίμανδρος αγαπάει πολύ το Νέαρχο, βρίσκονται και τηλεφωνιούνται πολύ συχνά και επειδή ο Νέαρχος έχει μια αγροτική ρίζα, λατρεύει την επαφή με τα κτήματα και τη γη. Καλλιεργεί και φροντίζει τα κτήματα της Νάνσυ στο Πιάτο και ταυτόχρονα βοηθάει τον Αναξίμανδρο με τις δικές του αγροτικές δουλειές. Το ταξίδι μας στο Μώλο κανονίστηκε από τον Αναξίμανδρο μεν αλλά η προσθήκη του Νέαρχου και της Νάνσυ έγινε με πρωτοβουλία της κυρίας μου. Οι 3 γυναίκες ταιριάζουν στην παρέα. Η κυρία μου με την Άντα δεν είναι τόσο της μόδας όσο η Νάνσυ που είναι πιο κοκέτα όμως μαζί της βρίσκουν την ευκαιρία να ενημερωθούν για τις τελευταίες τάσεις της μόδας και του styling και να λύσουν τις απορίες σχετικά με το τι πάει με ποιο.
Αφού έφαγαν και ήπιαν σχεδόν όλα τα τσίπουρα του μαγαζιού έφυγαν παραπατώντας για το ξενοδοχείο τους. Η Άντα, ο κύριος μου και ο Νέαρχος είναι της μεσημεριανής κατακλίσεως. Οι υπόλοιποι αρέσκονται να βρυκολακιάζουν τα μεσημέρια. Με αρκετά ενοχικά συναισθήματα η Άντα κάθε φορά στις εκδρομές κοιτάζει το αφεντικό μου και λέει ντροπαλά «εμείς δε θα πάμε να κατακλιθούμε λίγο?». Αυτή η έκφραση προέκυψε σε κάποια παλιότερα ταξίδια τους όπου τα μεσημέρια ο κύριος μου απαιτούσε να κατακλιθεί αντιγράφοντας την ελληνική ταινία «Εμπριμέ γάντια». Στην ταινία αυτή ο γείτονας έψαχνε τον πρωταγωνιστή Μαυρίδη να τον ενημερώσει ότι η υπηρέτρια του έβγαινε με έναν "μουστάκια". Ο Μαυρίδης όμως ήθελε να τον αποφύγει και όταν κάποτε σήκωσε το τηλέφωνο η γυναίκα του και της είπε «Εδώ Χατζηαντωνίου», του είπε ότι απουσίαζε και εκείνος απάντησε «Καλά, εγώ πάω να κατακλιθώ».
Το βράδυ ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ο Νέαρχος είχε κλείσει τραπέζι σε μια μουσική σκηνή της πόλης. Αφού ξεκουράστηκαν, άλλοι κατακλιθέντες (κύριος μου, Νέαρχος), άλλοι επιδιδόμενοι σε ψώνια (Νάνσυ, κόρη και από κοντά η Άντα), άλλοι βλέποντας τηλεόραση (Αναξίμανδρος) και άλλοι διαβάζοντας το ενδιαφέρον βιβλίο τους (κυρία μου, "Ο χορός των μυστικών" της Ελένης Τσαμαδού) συναντήθηκαν στον προθάλαμο του ξενοδοχείου για να φύγουν. Εκεί ειπώθηκε από τον Αναξίμανδρο το εξής που κινδύνεψε να οδηγήσει την κυρία μου στη λιποθυμία «λέω να πάμε με δύο ταξί». Ο κύριος μου, που την ξέρει κόντεψε να πνιγεί. «Με δύο ταξί?», έφριξε, «έχουμε 3 αυτοκίνητα και θα πάρουμε ταξί?». Ο εγκέφαλος της αδυνατούσε να το συλλάβει. Κόντεψαν να φάνε τα μουστάκια τους με τον Αναξίμανδρο αλλά ευτυχώς η κρίση απεφεύχθη όταν παρενέβη ο κύριος μου και πρότεινε να πάρει τα γυναικόπαιδα αυτός που δεν πίνει σταγόνα αλκοόλ και να πάνε ο Αναξίμανδρος με το Νέαρχο με ταξί. Έτσι κι έγινε τελικά. Με τη διαφορά ότι εμείς χαθήκαμε σε κάτι φτωχογειτονιές του Μώλου ψάχνοντας το χώρο διασκέδασης που εντασσόταν σε έναν ευρύτερο χώρο αναδιαμορφωμένου παλιού εργοστασίου. Το κρύο εξακολουθούσε να είναι τσουχτερό. Ο χώρος του πρώην εργοστασίου λεγόταν Τσατραπάτρα και είχε αρκετά εστιατόρια και τη μουσική σκηνή που θα πηγαίναμε και λεγόταν «Μέθεξις».
Όταν φτάσαμε εκεί, το μαγαζί ήταν άδειο. Μας έβαλαν να καθίσουμε πρώτο τραπέζι πίστα. Γελάσαμε όλοι και είπαμε ότι μια φορά στη ζωή μας αξιωθήκαμε να κάτσουμε πρώτο τραπέζι και αυτό ήταν στο Μώλο!
Σύντομα ο χώρος γέμισε και το πρόγραμμα ξεκίνησε. Βγήκε ένας φαλακρός τραγουδιστής που είπε δύο ξένα τραγούδια, το ένα ήταν του Πρίσλευ και το είπε καλά, και συνέχισε με λαϊκά. Ακολούθησαν δύο ψάρια, ένα νταρντάνικο θηλυκό και ένα αρσενικό. Το θηλυκό φορούσε ένα μαύρο κολάν με μπότες και τζην μίνι φούστα και ένα μπλουζάκι με φιόγκους. Εξαίρετο ντύσιμο για παραμονή Χριστουγέννων! Το αρσενικό ψάρι έφερνε λίγο στον Μπενίσιο ντελ Τόρο. Όταν τελείωσαν τα ψάρια βγήκε μια ψηλομύτα ανορεξική με σκούφο Αι Βασίλη, η οποία ήτο εξίσου ψάρι. Αυτή φορούσε ένα βυσσινί κοντό εφαρμοστό φορεματάκι με όλη την πλάτη έξω και στο τελείωμα της πλάτης αναπαυόταν ένας φιόγκος. Το φόρεμα το συνδύασε με μποτίνι μαύρο με στρας. Αυτή, όπως εκ των υστέρων μάθαμε ήταν η φίρμα του μαγαζιού. Εγώ ως ειδήμων στα φωνητικά και η κυρία μου ως αδέκαστος κριτής περιεργαζόμασταν τα ψάρια με ενδιαφέρον και λίγο οίκτο είναι η αλήθεια. Το πρόγραμμα προχωρούσε με εναλλαγή των ψαριών στην πίστα μέχρι που μισόσβησαν για λίγο τα φώτα και βγήκε ένας παππούς, πήρε το μικρόφωνο ανά χείρας και τα είδαμε όλα! Ο Παππούς κυριάρχησε στην πίστα! Τι φωνή, τι κίνηση, τι αέρας! Ως καναρίνι ειδήμων του έβγαλα το καπέλο. Ήταν τόσο εμφανής η διαφορά με τα ψάρια! Δυστυχώς δεν υπήρχε σύγκριση. Ο Παππούς ήταν κοντός και στρογγυλός. Τραγούδησε τη μεγάλη επιτυχία του από τα νεανικά του χρόνια «Δεν υπάρχει περίπτωση να χωρίσουμε εμείς, δεν υπάρχει περίπτωση επί λόγω τιμής». Για τα θήλεα του τραπεζιού το άσμα πέρασε απαρατήρητο, ο Αναξίμανδρος όμως θυμήθηκε το τραγούδι, της δεκαετίας 1970 μάλλον και τον τραγουδιστή νεαρό τότε Κωστή Χρήστου και νυν Παππού. Αδίκως τον Παππού τον έφαγε η μαύρη μαρμάγκα των κυκλωμάτων και δε σταδιοδρόμησε ως γνωστός τραγουδιστής. Κρίμα γιατί από φωνή ήταν εξαιρετικός. Ολέθρια η σύγκριση με τα κακόμοιρα τα ψάρια!
Ο Παππούς αφού τραγούδησε ένα μισάωρο, παρέδωσε τη σκυτάλη στα ψάρια και πολύ σύντομα ανέβηκε στην πίστα η Σάρα και η Μάρα με βραδυνά σύνολα και αμπιγιέ παπούτσια. Α! όλα κι όλα! Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα αλλά τα παπούτσια ήταν όλα ένα κι ένα, είπε η κυρία μου, που ένα ψιλοφετίχ το έχει. Ωραίες μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες, κομψές, σατέν πράσινες με στρας, κόκκινες λουστρίνι...Το χρώμα που κυριάρχησε στην πίστα ήταν το χηρί, δηλαδή το μαύρο. Μαύρα μικρά φορέματα, μαύρα παντελόνια με μαύρα μπλουζάκια και πάει λέγοντας. Στο τέλος ανέβηκαν και οι απεγνωσμένες για τα τσιφτετέλια! Ευτραφείς υπάρξεις μισομεθυσμένες, με ανοιχτόχρωμα παντελόνια συγκέντρωσαν την κατακραυγή! Θέαμα για διασκέδαση. Το πόρισμα μου από το βράδυ εκείνο είναι το ακόλουθο : " Πρέπει να ξέρεις που τελειώνουν τα νιάτα και που αρχίζει η συντήρηση".

Το κοριτσάκι του Νέαρχου όμως έπληττε αφόρητα και ενώ ο κύριος μου διερήγνυε τα ιμάτια του ότι ο Παππούς θα ξανάβγαινε και δεν έπρεπε να τον χάσουμε, αποφασίσαμε να φύγουμε και να αφήσουμε πίσω τον Αναξίμανδρο και το Νέαρχο να κουνήσουν λίγο τις ουρές τους με τα ντόπια εδέσματα. Ο κύριος μου είχε δίκιο όπως αποδείχτηκε. Ο Παππούς ξαναβγήκε και τα έδωσε όλα.
Την επόμενη μέρα θα ανεβαίναμε στο Μήλιο και είχαμε κανονίσει να φάμε στη Χορταριά μαζί με τον Νέαρχο και τη Βερενίκη που ταξίδευαν από το πρωί. Έτσι και έγινε. Ανεβήκαμε από ένα δρόμο παράπλευρο. τον οποίο μας σύστησε ο ξενοδόχος για να αποφύγουμε τον ορυμαγδό που θα πήγαινε Χορταριά. Η άνοδος έγινε με δύο αυτοκίνητα, εμείς είχαμε το Νέαρχο και ο Αναξίμανδρος τα γυναικόπαιδα. Στο δρόμο ο Νέαρχος παρατηρούσε το τοπίο, αναγνώριζε τα γυμνά δέντρα που ήταν μηλιές και κάποια στιγμή αναφώνησε :"Ρε σεις, αυτοί όλες τις ρίπες (ερείπια) τις κάνανε αρχοντικά!" Με αφορμή τις άφθονες μηλιές και την επικείμενη απόκτηση από τα αφεντικά μου του κτήματος στα Κουκουβάτα, η κυρία μου είπε σε μια στιγμή : " Έχετε δει τα μήλα που έχουν μια ταμπελίτσα που λέει "Ζαγορίν"? Έτσι κι εγώ θα καλλιεργώ στο κτήμα μου ντομάτες που θα λέγονται "Τσαρουχίν"!"

Στη Χορταριά γινόταν το αδιαχώρητο. Ήταν κάτι σαν την Αχάροβα (έχω κάνει άφθονα κακά σχόλια αλλού), φρίκη! Πού να περπατήσεις, πού να σταματήσεις? Τέλος πάντων κάτσαμε να φάμε στην ταβέρνα που είχε κλείσει τραπέζι η Βερενίκη και μέχρι να τακτοποιηθούμε ήρθαν και αυτοί. Από τις χαιρετούρες και τις συστάσεις, του κυρίου μου του έμεινε η μικρή κόρη της Βερενίκης, η οποία μπήκε και δια χειραψίας σε όλους έλεγε κουρδισμένη "γεια σας, χάρηκα!". Το φαγητό ήταν πολύ καλό και το κρασί ομοίως. Η παρέα ήταν λίγο μεγάλη όμως και γιαυτό δυσλειτουργική αλλά αυτά συμβαίνουν στις μεγάλες παρέες, σκεφτόταν η κυρία μου. Μετά το φαγητό η Βερενίκη με τα κορίτσια και το Νέαρχο έφυγαν για να ξεκουραστούν κι εμείς κατηφορίσαμε στο Μώλο, όπου μετά από διαβουλεύσεις, βάλαμε το Νέαρχο να κατακλιθεί και οι υπόλοιποι πήγαμε για καφέ. Στις παραλιακές καφετέριες γινόταν το αδιαχώρητο. Απόγευμα Χριστουγέννων βλέπεις. Όλοι ήταν έξω για καφέ. Αφού υπέστησαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, βγήκαν να δουν τους φίλους να πουν και να ακούσουν καμιά κουβέντα χωρίς γκρίνια και παρατηρήσεις!
Μετά τον καφέ ακολούθησε υποχρεωτικά ξεκούραση για να βγει το υπόλοιπο πρόγραμμα. Την ώρα του ραντεβού όμως είχαμε απώλειες. Η Άντα και η κόρη της Νάνσυ παρέμειναν στις αγκαλιές του Μορφέα. Οι άλλοι όμως, ορεξάτοι για περιπέτειες, ξαναπήγαμε στου Τσατραπάτρα και ανακαλύψαμε το Αββαείο, όπου και μπήκαμε να προσευχηθούμε. Το Αββαείο ήταν μια πολύ συμπαθητική μπυραρία, που εκείνο το βράδυ είχε ζωντανή μουσική από κιθάρα και σαξόφωνο. Τραπέζι δεν υπήρχε αλλά από δω το είχαμε από κει το είχαμε βρήκαμε κάτι σκαμπώ και σκαρφαλώσαμε σαν τους πελαργούς να πιούμε μια μπύρα.
Η επόμενη μέρα ήταν η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και το πρόγραμμα έλεγε να περιηγηθούμε το Μήλιο. Οι οδηγοί Αναξίμανδρος και κύριος μου ήταν λίγο ανήσυχοι, γιατί ο καιρός θα χαλούσε το μεσημέρι και φοβόντουσαν μήπως ταλαιπωρηθούμε με χιόνια, αλυσσίδες, καθυστερήσεις κλπ. Ξεκινήσαμε για τα Φάνια, το ψηλότερο σημείο του Μηλίου και πήγαμε μέχρι το χώρο στάθμευσης του χιονοδρομικού κέντρου για να βγάλουμε φωτογραφίες και να δούμε τη θέα της θάλασσας του Γαπασητικού κόλπου από τη μια και του Αιγαίου από την άλλη. Το κρύο ήταν διαπεραστικό. Εμείς τα καναρίνια αντέχουμε από 4 - 40 βαθμούς και πίστεψα ότι είχε έρθει εκεί η ώρα μου. Κάπως κόλλησα στην κυρία μου, κάπως τυλίχτηκα και τη γλίτωσα ευτυχώς.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει πυκνό και σπεύσαμε να φύγουμε για την άλλη πλευρά του βουνού, με προορισμό την Τσαραγκάδα. Οδηγός ήταν ο Αναξίμανδρος που πήγαινε μπροστά με τα γυναικόπαιδα και καθόριζε τη διαδρομή και πίσω ακολουθούσαμε εμείς με το Νέαρχο συνοδηγό. Ενώ η κυρία μου είχε κανονίσει με τη Βερενίκη να ανταμωθούμε και να φάμε όλοι μαζί σε ένα χωριό που είχε κλείσει η Βερενίκη τραπέζι, ο Αναξίμανδρος δυσαρεστήθηκε εμφανώς με την προοπτική. Ούτε λίγο ούτε πολύ και μετά από αμέτρητα τηλεφωνήματα μεταξύ των δύο αυτοκινήτων και της κυρίας μου με τη Βερενίκη, η παρέα δεν έσμιξε και το στομάχι της κυρίας μου κόντεψε να σπάσει.
Ο Αναξίμανδρος οδηγούσε και δε σταμάτησε καθόλου για να κατέβουν, γιατί αφενός έβρεχε και αφετέρου έκανε ψόφο. Μέσα από τα αυτοκίνητα λοιπόν, είδαμε το Μήλιο και τα διάφορα χωριά του, κατεβήκανε 3 άτομα να δουν μερικά δευτερόλεπτα την παραλία του Μυλοχειμάρου, όπου ξύριζε και οδικώς πάντα κατέληξαν στον Αη Γιώτη. Εκεί ο Αναξίμανδρος κάτι έψαχνε. Κάπου πήγε ρώτησε και συνέχισαν σε μια τοποθεσία που λεγόταν Διάκου Νερό και όπου υπήρχε σε ένα ύψωμα μια ταβέρνα. Τρέχα γύρευε. Τη βρήκε όμως και όλοι είπαμε μπράβο! Εκεί φάγαμε πολύ ωραία φαγητά αλλά το καλύτερο ήταν της κυρίας μου που πήρε το ίδιο με τη Νάνσυ : αγριογούρουνο με παπάγια και ξηρούς καρπούς, καρύδια, χουρμάδες και κάποια άλλα που δε γνωρίζω καθότι δεν είμαι τροπικό πτηνό.
Όσο εμείς ήμαστε στις παραλίες, στα Φάνια χιόνιζε του καλού καιρού δημιουργώντας όλα αυτά για τα οποία ανατρίχιαζαν οι οδηγοί. Μετά το φαγητό δεν το βάλαμε κάτω. Ξεκινήσαμε για καφέ. Έναν καφέ περιωπής, όπως ήθελε ο Νέαρχος! Όμως συνέβη μια αναποδιά. Πέθανε ο παππούς της Νάνσυ και θα έπρεπε να φύγουν για Αθήνα και από κει για Πιάτο. Αν ήταν άλλοι θα έφευγαν άρον άρον. Εκείνοι όμως ήθελαν όσα πιο πολλά μπορούσαν από το εορταστικό πακέτο και γιαυτό τους χάρηκα. Για καφέ πήγαμε στις Πορτοκαλιές, ψάχνοντας να καθίσουμε στο περιβόητο καφενείο "Άννα, να ένα φυρίκι". Δυστυχώς ήταν γεμάτο αλλά ευτυχώς, όπως είπε η κυρία μου, γιατί μύριζε ποδαρίλα. Καθίσαμε σε ένα ωραιότερο, γωνιακό, πιο ζεστό σαν χώρος, με τζάκι, με ευγενέστατο προσωπικό και διακοσμημένο με πίνακες ζωγραφικής. Το έλεγαν "Κιβωτός" και το συστήνω ανεπιφύλακτα μια και αυτό είναι το αληθινό του όνομα!
Στο δρόμο της επιστροφής, ο Νέαρχος έκανε ένα πρόωρο μνημόσυνο του παππού, ο οποίος ήταν καλός άνθρωπος, υπερπλήρης ημερών και, όπως είπε ο Νέαρχος, διφραγκοδαγκούνα. Γυρίζοντας πίσω, ο Νέαρχος με την οικογένεια του έφυγαν. Οι υπόλοιποι έθεσαν επί τάπητος το θέμα της κατακλίσεως και της επανασύνδεσης αργότερα. Όπερ και εγένετο. Σκέφτηκαν να επισκεφτούν ξανά το Αββαείο και να προσευχηθούν με την Άντα που είχε χάσει την προηγούμενη προσευχή. Φευ! Ήταν τίγκα στους θρησκευάμενους και επιπλέον η Τσιριμπόμ πρόσεξε ότι η κιθάρα με το σαξόφωνο εμφανίζονταν κάθε Πέμπτη μόνο. Έφυγαν άπρακτοι αλλά τους είχε πει ο συμπαθής ρεσεψιονίστ ότι υπήρχε ένα ωραίο κέντρο με φαγητό και ζωντανή μουσική που λεγόταν "Τα παπάκια". Αν και η μέρα ήταν δύσκολη αυτοί πήγαν και ω του θαύματος βρήκαν τραπέζι. Εγώ εκείνο το βράδυ έκανα το κορόιδο. Οι πολλές συγκινήσεις με είχαν φθείρει πια, άσε το κρύο που τράβηξα. Έμεινα στο ξενοδοχείο και κοιμήθηκα για μια βραδιά νωρίς.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα ξεκούραστο και με πολλή όρεξη. Μου άρεσε το Μήλιο. Φαντάζομαι πόσο πιο όμορφο θα είναι το φθινόπωρο με όλα τα φυλλοβόλα δέντρα που έχει! Ο Αναξίμανδρος θα μας πήγαινε στο Δίκερι, την πιο μακρινή μύτη της ακτής του κόλπου. Ο δρόμος ήταν παραθαλάσσιος και η διαδρομή πανέμορφη, αλλά επίπονη. Ήταν όλο στροφές και πολύ μακριά, ο Αναξίμανδρος όμως, όπως σας έχω πει λατρεύει την οδήγηση. Φτάσαμε στο τελευταίο χωριό που ήταν η Αγία Παρασκευή και ξεπεζέψαμε στην ψαροταβέρνα του Μανώλη. Όλες κι όλες ήμαστε 4 παρέες. Ο κύριος ήταν ευγενέστατος και μας έφτιαξε ψαρόσουπα με φρέσκα βακαλεούδια, χταποδάκι στα κάρβουνα, κουτσομούρες τηγανητές και φρέσκιες καραβίδες βρασμένες σε θαλασσινό νερό. Ήταν όλα εξαιρετικά, τι να λέω! Γυρίσαμε τόσο ευχαριστημένοι που ο Αναξίμανδρος σταμάτησε για να αγοράσει η Άντα ένα γκυ, που το ήθελε επετειακό για τον κήπο τους. Αυτοί όλοι ξαναβγήκαν το βράδυ και πήγαν αρχικά στο Αββαείο να προσκυήσουν αλλά δεν βρήκαν να καθίσουν και μετά στις "Αετοφωλιές" και ξαναέφαγαν (τα ψάρια είναι φρούτα, σχολίασαν) και ξαναάκουσαν τραγούδια (καλύτερα από χτες, είπαν). Εγώ έκατσα στο δωμάτιο να ξεκουραστώ λιγάκι και να διαβάσω τις νότες μου. Μεταξύ μας απόρησα με το σθένος των κυρίων μου. Κώλο δεν έβαλαν μέσα!
Ήταν ένα πολύ ωραίο ταξίδι και διασκέδασα αφάνταστα. Το δε Μήλιο μου άρεσε πολύ και δε φανταζόμουν ότι είχε τόσα πολλά, ωραία μέρη και τέτοια εναλλαγή τοπίων, από βουνό στη θάλασσα και από τη θάλασσα στο βουνό. Χάσανε τα μικρά μου αφεντικά που δεν ήρθανε!