ΕΒΔΟΜΑΔΑ 15-21/12/2008
Πώς πέρασε αυτή η βδομάδα ούτε που το κατάλαβα! Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος, δεν έβγαινα έξω μήπως κρυώσω και την περνούσα με οικιακές εργασίες όλη μέρα. Το κανονικό αφεντικό μου έλειπε στην Πράγα και η κυρία μου γκρίνιαζε ότι δεν τηλεφωνεί να τους πει ότι είναι καλά γιατί λυπάται να ξοδέψει μια δεκάρα.
Η βδομάδα της κυρίας μου ξεκίνησε με πολύ άγχος. Αυτήν και τον κύριο μου τους απασχολούσε καιρό ένα θέμα κληρονομιάς. Ήταν ένα κτηματάκι στο χωριό της κυρίας μου, τα Κουκουβάτα, που το άφησε ένας θείος της κληρονομιά σε αυτήν και σε δύο παππούδια, τα αδέλφια του. Έγιναν μαραθώνιες διαβουλεύσεις μεταξύ των κληρονόμων, με την κυρία μου να τα παίρνει κάθε τρεις και λίγο στο κρανίο και τον κύριο μου να εξασκείται στο ρόλο του πυροσβέστη. Να μην τα πολυλογώ μετά από δυόμισι χρόνια φάνηκε ότι αυτή τη βδομάδα θα δινόταν μια οριστική λύση. Η κυρία μου δεν τολμούσε να πιστέψει ότι αυτή η εκνευριστική ιστορία πήγαινε να τελειώσει. Έτσι, είχε στο μυαλό της από την αρχή της βδομάδας ότι αν οι τελευταίες συνεννοήσεις απέδιδαν καρπούς ίσως έπρεπε να κατέβουν στο χωριό για να επισημοποιήσουν τα συμφωνημένα.
Η Τετάρτη ξεκίνησε άσχημα γιατί η κυρία μου είχε πολύ δουλειά και παράλληλα έπρεπε να οργανώσει και την Κάθοδο των Δύο στο χωριό. Έφυγε από τη δουλειά της στις 5 ένα κατάκοπο ράκος και έφτασε στο σπίτι ένα τυλιγμένο κουβάρι νεύρα για να ετοιμάσει τα δέοντα για το ταξίδι. Εγώ βολτάριζα στο κλουβί μου φαινομενικά αμέριμνο αλλά ετοίμαζα τους σπόρους μου για το ταξίδι.
Τη νύχτα, τους ξύπνησε έντρομους το κουδούνι της πόρτας. Η κυρία μου κόντεψε να πάθει έμφραγμα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι, με τις γαλάζιες πιζάμες της που είχαν μαλλιαρά προβατάκια και κοίταξε το ρολόι, ήταν 4.30! Μέχρι να λειτουργήσει το μυαλό της ήταν σε μια αδιευκρίνιστη διάσταση του χρόνου και αιωρείτο. Αλλά οι απορίες λύθηκαν αμέσως. Ήταν το κανονικό μου αφεντικό το οποίο γύρισε από την Πράγα και ήρθε άγρια χαράματα με τη βαλιτσούλα του χωρίς να ενοχλήσει κανέναν. Εγώ είχα κατουρηθεί από τη χαρά μου! Μου είχε λείψει το κανονικό μου αφεντικό και τα λογάκια που μου λέει. Σ΄ αυτό το σπίτι μόνο αυτός και η κυρία μου με νταντεύουν. Καμιά φορά βέβαια γίνονται κουραστικοί και με ζαλίζουν με τα σαλιαρίσματα τους αλλά όταν πάλι με αφήνουν ήσυχο πλήττω και τους αναζητώ.
Το πρωί πάντως, και ενώ το αφεντικό μου και ο μικρός του αδελφός κοιμόντουσαν μακάρια, οι κύριοι μου φύγανε για το χωριό.
Ταξίδεψαν με καταρρακτώδη βροχή. Σταμάτησαν μόνο για καφέ σε ένα μεγάλο παραγεμιστό μαγαζί της εθνικής και για να δείτε πόσο καλή είναι η κυρία μου, όταν είδε στον περίβολο πεινασμένα σπουργιτάκια, μάδησε ένα κουλούρι που είχε αγοράσει για το ταξίδι και το πέταξε στο δρομάκι. Οι περαστικοί για το μαγαζί την ατένιζαν περίπου όπως έναν εξωγήινο και ο κύριος μου της φώναζε ότι κάνει σκουπίδια στο δρόμο και ότι έπρεπε να τα πετάξει μέσα στους θάμνους και δουλειά των σπουργιτιών ήταν να τα βρουν. Το σχόλιο της κυρίας μου είναι κάτι που την ακούω να λέει συχνά πυκνά «ουδέν πεδίον συνεννόησης».
Το χωριό ήταν πνιγμένο στο νερό. Έβρεχε συνεχώς και όταν σταματούσε για λίγο, έβγαινε ένας εκτυφλωτικός ήλιος, για να ξαναρχίσει πάλι να βρέχει ασταμάτητα. Η δουλειά τους πήγε καλά, συνάντησαν τη συμβολαιογράφο συγγενή τους, τον έναν κληρονόμο και τη μαμά του, έκαναν τις διαβουλεύσεις τους, είχε ο καθένας τις σκέψεις του, τα αρνητικά συναισθήματα του αλλά όλες οι πλευρές ήθελαν να τελειώσει αυτή η ιστορία. Η κυρία μου ήθελε το κτήμα, ο κύριος μου ήθελε εκείνη να είναι ευχαριστημένη, η συμβολαιογράφος ήθελε να απαλλαγεί από όλους και όλοι οι υπόλοιποι ήθελαν το χρήμα από την κυρία μου για να αποσυρθούν. Πάντως πήγαν όλα καλά, παρά τις αντίθετες προβλέψεις και τους φόβους της κυρίας μου.
Η επόμενη μέρα περιλάμβανε συνέχιση των ενεργειών, με επίσκεψη στην εφορία και μετάθεση του φακέλου στην αρμόδια υπάλληλο για να βγάλει το φόρο που θα πλήρωνε η κυρία μου. Υπήρχε μόνο μια μικρή λεπτομέρεια που κανένας δεν υπολόγισε. Η υπάλληλος, η δημόσια υπάλληλος της εφορίας. Η κυρία μου πήγε το φάκελο στις 8.30 και το μεσημέρι η υπάλληλος της ανακοίνωσε ατάραχη ότι δεν πρόλαβε να κάτι τίποτε για την υπόθεση της. Την κοίταξε στωικά και ο εφιάλτης της περασμένης Τετάρτης πέρασε μπροστά στα μάτια της. Όλη μέρα έτρεχε να προλάβει ένα σωρό πράγματα, έδωσε καμιά δεκαριά λύσεις σε προβλήματα, μίλησε με μια στρατιά ανθρώπους ενώ απαντούσε σε τηλέφωνα, έγραφε βεβαιώσεις και η πόρτα του γραφείου της άνοιγε συνεχώς για να τη ρωτήσουν διάφορα. Έφυγε στις 5 χωρίς να μπορεί να προφέρει με ακρίβεια ούτε το όνομα της εξαιτίας της προσωρινής άνοιας απότοκη της κούρασης. Το πιθανότερο είναι ότι παίρνει λιγότερα λεφτά από τη βραδύνου υπάλληλο της εφορίας. Το βέβαιο επίσης είναι ότι είναι χαζή και φθείρεται καθημερινά, έχοντας την παράλογη άποψη ότι πρέπει να είναι εντάξει με όλους και με όλα.
Πάντως, οι κύριοι μου θεώρησαν την υπόθεση τελειωμένη, παρά αυτή την τελευταία περιπλοκή. Πήγαν να δουν το απόκτημα τους, έκαναν σχέδια και όνειρα. Για να ακριβολογώ ο κύριος μου, που είναι πολύ μεθοδικός έκανε σχέδια και η κυρία μου, που είναι λίγο επιπόλαια έκανε όνειρα. Το σίγουρο είναι ότι ξεκινάει μια περίοδος αιματηρών οικονομιών πάλι. Αντίο πολύπλοκοι σπόροι μου, αντίο ξύλινο κλαράκι ανάπαυσης που ήθελα να μου αγοράσουν, αντίο επώνυμη μπανιέρα μου! Θα κάνω υπομονή κι εγώ μαζί τους! Το θεωρώ εξάλλου πολύ φυσικό γιατί τους αγαπώ πολύ. Ο καιρός των ισχνών καναρινιών ξεκινάει!
Το Σάββατο το πρωί, μάζεψαν τα πράγματα τους και έφυγαν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να κάτσουν κι άλλο. Μούλιασαν από τη βροχή όσο έμειναν. Η θάλασσα ήταν όλη έξω, έφτανε σχεδόν στην ταβέρνα της παραλίας και όλη τη νύχτα μούγκριζε. Μπρρρρρ, δε μου πολυάρεσε η χειμερινή εκδοχή του χωριού. Ελπίζω να μη με παίρνουν μαζί τους όταν φτιάξουν την «έπαυλη». Προτιμώ να μένω με το κανονικό μου αφεντικό στο κανονικό σπίτι μας.
Το βράδυ κανόνισαν να φάνε με το Νέαρχο και τη Βερενίκη στην «Αρσινόη» μια κρητική ταβέρνα, σε επιτρεπτή ακτίνα από το σπίτι το δικό μας και της Βερενίκης. Η Βερενίκη είχε αναπτύξει μια αγάπη τον τελευταίο καιρό για τις κρητικές ταβέρνες και αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία που επισκέπτονταν. Ο χώρος ήταν πολύ χαριτωμένος αλλά στριμωχτός. Τα γκαρσόνια περνούσαν ανάμεσα από τα τραπέζια σκουντώντας τις καρέκλες, πράγμα που έκανε παπόρι την κυρία μου. Το ρεπερτόριο περιλάμβανε μουσική κονσέρβας, αποκλειστικά κρητική. Το φαγητό δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο. Ο ιδιοκτήτης, ένας πολύ ψηλός και χοντρός βλάκας με μπεζ κρητική βράκα χωμένη σε μαύρες μπότες, περιφερόταν στα τραπέζια και έκανε δημόσιες σχέσεις, ρωτώντας γλοιωδώς αν μας άρεσαν όσα φάγαμε και αν μείναμε ευχαριστημένοι. Την έβλεπα εγώ την κυρία μου : ήταν έτοιμη να εκραγεί. Δεν το΄ χε και πολύ να ανοίξει το στοματάκι της και να τον στολίσει αλλά ξέρω ότι λυπήθηκε τον κύριο μου που στεναχωριέται όταν τη βλέπει τσαντισμένη και το βούλωσε. Το αποκορύφωμα ήταν όταν μας έφερε περήφανος ένα βιβλίο εντυπώσεων για να γράψουμε ό,τι θέλαμε. Έτρεμα μήπως η κυρία μου το πάρει στα χεράκια της και με τα ωραία γραμματάκια της υπογράψει τη θανατική μας καταδίκη. «Βρέθηκαν 4 τσουβάλια με 4 πτώματα αγνώστων στον Κηφισό, δύο άνδρες, δύο γυναίκες. Στο τσουβάλι με τη μία γυναίκα υπήρχε και ένα μικρό ξυλιασμένο καναρίνι. Είναι άγνωστο πως βρέθηκαν τα πτώματα στο ποτάμι και ποιος τους σκότωσε. Ερώτημα επίσης αποτελεί πως βρέθηκε εκεί το καναρίνι και γιατί το σκότωσαν και αυτό». Έλα ντε! Η κυρία μου είναι γάτα στους λίβελους. Μπορούσε να τον κάνει το Χοντρό γραπτή αλοιφή. Αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκε και γλιτώσαμε όλοι. Πάντως όταν ήρθε η ώρα του λογαριασμού τη δικαιολόγησα μέχρι κι εγώ που είμαι αυστηρός κριτής. Πλήρωσαν 90 ευρώ για ένα σχεδόν υποφερτό φαγητό.
Η επόμενη ημέρα ήταν Κυριακή. Ο κύριος μου περιχαρής είχε ετοιμάσει τα πραγματάκια του από βραδύς για να πάει πεζοπορία στον Κιθαιρώνα με τον αγαπημένο του πεζοπορικό σύλλογο. Τον άκουσα δειλά να ρωτάει την Τσιριμπόμ αν θα ερχόταν κι εκείνη μαζί του αλλά αυτή έκανε πάλι την πάπια προτάσσοντας την ευαίσθητη, μετά από μια πρόσφατη θλάση, γάμπα της. Αντ΄ αυτού του είπε ότι θα πήγαινε να δει τη μαμά του και να φάνε μαζί.
Προβληματίστηκα τι να κάνω. Ο κανονικός μου κύριος, κοιμόταν και θα κοιμόταν μακαρίως όλο το πρωινό. Μετά θα περιφερόταν στο σπίτι με τα οικιακά του ρούχα και θα έκανε τις δουλειές που κάνει συνήθως, λίγο διάβασμα, λίγο κομπιούτερ, λίγο τηλέφωνο και πάει λέγοντας. Ο αδερφός του δεν πιάνεται. Δεν είναι του παρόντος να τον αναλύσω, θέλει συγκεκριμένο ψυχικό σθένος και απόθεμα. Μπορούσα να πεταχτώ στη γιαγιά (η μαμά της Τσιριμπόμ που μένει στο κάτω σπίτι), με την ελπίδα ότι θα έκανε κουραμπιέδες και μπορούσα να γευτώ νιφάδες άχνης ζάχαρης στην ατμόσφαιρα. Φευ! Ήταν χωμένη μέσα στην αγαπημένη της εφημερίδα, «Το Πέταλο», και διάβαζε μισοσκότωτη. Βλέφαρο δε σήκωσε. Οι κουραμπιέδες είχαν μετατεθεί για άλλη μέρα.
Δε μου έμενε τίποτε άλλο παρά να πάω μαζί με την κυρία μου την επίσκεψη στο πεθερικό της. Πήραμε το λεωφορείο, εμείς και άλλοι 500. Ήταν η προτελευταία Κυριακή του χρόνου και όλα τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Ούτε πρωί να ήταν και να πηγαίναμε στις δουλειές μας. Στο λεωφορείο υπήρχαν περίπου 4 έλληνες (και μια η κυρία μου 5) και σχεδόν 60 αλλοδαποί, κυρίως του τύπου του Πακιστανού και του Αλβανού. Άκουσα και ρώσικα, βουλγάρικα και μια διάλεκτο της Γεωργίας. Η κυρία μου ήταν περικυκλωμένη από Πακιστάν και ίσως Μπαγκλαντές. Δεν ανησυχούσε όμως για τη στενή επαφή, ούτε για τα αδέσποτα χέρια. Αυτοί οι λαοί, ευτυχώς σε αυτό το θέμα είναι άμεμπτοι. Ανησυχούσε μήπως είχε πλέον το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης στην τσέπη ή για να κυριολεκτώ στους πνεύμονες.
Όταν επιτέλους έφτασε το λεωφορείο στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά, αντικρίσαμε ένα ολόκληρο παζάρι πάγκων και ανθρώπων. Η μιζέρια απλωμένη στο πεζοδρόμιο. Αυτό αποτελεί όμως ανεξάρτητο κεφάλαιο, θα ασχοληθώ άλλη φορά, αφού συλλέξω πληρέστερες παραστάσεις. Στον ηλεκτρικό και στο μετρό επικρατούσε η ίδια κατάσταση. Αφόρητος κόσμος. Σωστά επέλεξα το επίθετο, μην δυσανασχετείτε ότι δεν μιλάω καλά τη γλώσσα σας. Η κυρία μου με έχει κάνει ξεφτέρι στα ελληνικά! Αφόρητος! Γέροι, νέοι, μωρά σε καρότσια, οικογένειες ολόκληρες, ξένοι, γηγενείς, τουρίστες του χειμώνα…Μαρτύρησα. Τι ήθελα που πήγα?
Έφτασε επιτέλους η κυρία μου στη γιαγιά, την είδε, τα είπανε και φάγανε ένα μεγαλόσωμο συνάδελφό μου, κοτόπουλο. Η γιαγιά τα είχε με τη νταντά της, την οποία στόλιζε δεόντως και η κυρία μου την άκουγε, υιοθετώντας το ρόλο της βαλβίδας στη χύτρα! Άνοιγε τη βαλβίδα να βγει λίγος ατμός από τη χύτρα που κοχλάζει!
Μετά, εκεί που ήλπιζα ότι θα γυρίζαμε σπίτι, η Τσιριμπόμ πήρε τη φίλη της την Κλεονίκη τηλέφωνο και κανόνισε να βρεθούνε στο Κall για να κάνουν βόλτα στα μαγαζιά και να πιουν καφέ. Είπα κι εγώ ότι θα ήταν ωραία εκεί! Τόσα άκουγα για αυτό το μέρος. Μόνο το στραβοξυλοκανονικό μου αφεντικό δεν είχε πάει γιατί δεν το θεωρούσε τόπο διασκέδασης αλλά μια μάντρα που σε έχωναν να τα κάνεις όλα μαζί στο δεδομένο πακέτο χρόνου. Άκου, στραβοξυλιά!
Στοιβάχτηκε η Τσιριμπόμ πάλι στον ηλεκτρικό μαζί με τις φυλές του Ιακώβ και αποβιβάστηκε στη στάση Μελιτζανιώτισσα όπου βρίσκεται το Kall. Μαζί με αυτήν αποβιβάστηκε και μια ατέλειωτη ουρά κόσμου. Υπάλληλοι του σταθμού είχαν αναλάβει το ρόλο του φαναριού της τροχαίας. Έδιναν το πράσινο φως στα προερχόμενα από τον Πειραιά στίφη να προχωρήσουν, μετά έδιναν την προτεραιότητα στα στίφη από την Κηφισιά, μετά στα στίφη από τους χώρους στάθμευσης κοκ. Η κυρία μου έφριξε. Νομίζω έχετε ήδη καταλάβει ότι δεν της αρέσουν καθόλου τα γεμάτα πολύ κόσμο μέρη, όπου είναι σίγουρο ότι θα ταλαιπωρηθεί σπρώχνοντας και σπρωχνόμενη. Πήρε τηλέφωνο την Κλεονίκη και την ενημέρωσε ότι φεύγει, δεν ήταν διατεθειμένη, της είπε, να τσαλαπατηθεί μέσα στον όχλο. Η καημένη η Κλεονίκη, η οποία διήγε την περίοδο της κατάθλιψης λόγω εορτών (υποφέρει χρόνια από αυτό το σύνδρομο) της κλάφτηκε ότι ήθελε να τη δει και την παρακάλεσε να κάνει υπομονή κι ότι ερχόταν να τη σώσει. Ξεροκατάπιε η κυρία μου, τι να κάνει, την αγαπάει την Κλεονίκη, μπήκε στο Kall και την περίμενε. Από μπροστά της παρήλασε η μισή Αθήνα. Ορδές έφευγαν και έρχονταν.
Όταν ήρθε η φίλη της, της ανακοίνωσε ότι αρνείται να περιηγηθεί τα μαγαζιά και την απείλησε να φρόντιζε να βρουν ένα ήσυχο μέρος να πιουν δύο καφέδες και να φύγουν. Η Κλεονίκη έσπευσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία της, ήξερε καλά την κυρία μου και πόσο γκρινιάρα γινόταν αν κάτι δεν της άρεσε. Το ήσυχο μέρος που ήξερε και την πήγε ήταν ο ορισμός της Βαβέλ. Στη Βαβέλ θα είχε σίγουρα περισσότερη ησυχία. Αφού γύριζαν ανάμεσα στα τραπέζια (άλλο που σιχαίνεται η κυρία μου, αλλά για αυτά θα σας μιλήσω κάποια άλλη φορά) χωρίς να βρουν να κάτσουν, εντόπισαν ένα τραπέζι του οποίου οι ένοικοι ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν. Η Τσιριμπόμ πρόσεξε ότι δύο ήσυχοι νεαροί περίμεναν διακριτικά να αδειάσει το τραπέζι για να καθίσουν. Έκανε την καρδιά της πέτρα και με μια πλάγια εισβολή, ως καθαρόαιμο outsider, έκανε τη σφήνα της και στρογγυλοκάθισε κάτω από τη μύτη των νεαρών. Ντράπηκε όμως πολύ για αυτό που έκανε. Το είπε στην Κλεονίκη και δικαιολογήθηκε ότι ήταν το έσχατο μέσον για να μη φύγουν για τα σπίτια τους η κάθε μία. Ήταν τόσες οι ενοχές της που για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό να φωνάξει τους νεαρούς και να μοιραστούν το τραπέζι τους αλλά, ευτυχώς, αναλογίστηκε ότι αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί διαφορετικά και δεν έκανε τίποτα. Ώρες ώρες είναι πολύ αφελής.
Ο χώρος ήταν αρκετά όμορφος αλλά τι να το κάνεις όταν το ντουμάνι από τον καπνό ήταν αδιαπέραστο? Τι χάλι κι αυτό! Τον ήπιαν τον καφέ, είπαν τα δικά τους και η Κλεονίκη αποφάσισε να μείνει να χαζέψει τα μαγαζιά ενώ η κυρία μου πήρε τον ηλεκτρικό και γυρίσαμε σπίτι, εμείς, οι φυλές του Ιακώβ και ένα σωρό ποδοσφαιρόφιλοι από έναν αγώνα που έληξε. Εξαιρετική ημέρα! Χίλιες φορές να καθόμουν στο κλουβί μου και να μελετούσα ωδική.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle
Πριν από 1 εβδομάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου