30/12/10

Ο ΠΑΧΟΥΛΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ

Ο Παχουλός Κύριος είναι ανάστατος αυτές τις μέρες. Του έχουν πέσει πολλά μαζεμένα και δεν αντέχει ο καημένος! Τον συνέλαβε η κυρία μου χτες το πρωί χωμένο σε ένα κουτί με εργολάβους που είχαν καταφθάσει φρεσκότατοι. Είχε βάλει δύο μέσα στο στόμα του και τους άλεθε γρήγορα για να προσθέσει τους επόμενους. Κακόμοιροι εργολάβοι!
Σήμερα, όπως και τις περισσότερες μέρες πήγαμε πολύ πρωί με την κυρία μου στη δουλειά. Όταν φτάνουμε βρίσκουμε εκεί πάντοτε το Διευθυντικό Στέλεχος και λίγο αργότερα καταφθάνει και ο Παχουλός Κύριος, ξεφυσώντας συνήθως για κάποιο πρόβλημα του.
Για ελάχιστα λεπτά την προσοχή του αποσπούν τα κουλούρια Θεσσαλονίκης που φέρνει καθημερινά το Διευθυντικό Στέλεχος. Κατευθύνεται στο πάνω μέρος του ψυγείου που τα αφήνει και αρχίζει να τρώει. Το Διευθυντικό Στέλεχος δυσανασχετεί εμφανώς και κάνει γκριμάτσες στην κυρία μου αλλά ο Παχουλός Κύριος τρώει απερίσπαστος.
Έτσι περίπου έγινε και σήμερα το πρωί. Μπήκαμε φουριόζοι με την κυρία μου στο γραφείο και βρήκαμε το Διευθυντικό Στέλεχος με ξυνισμένη μούρη να ανακατεύει κάτι χαρτιά και τον Παχουλό Κύριο όρθιο πάνω από το ψυγείο να τρώει τα κουλούρια.
Σε μια στιγμή το Διευθυντικό Στέλεχος σηκώθηκε να πάει στο γραφείο του που είναι δίπλα. Η κυρία μου πρόσεξε ότι φορούσε καινούργια διευθυντικά παπούτσια. Ήταν (όπως πάντα) χαμηλά, καρώ και με καρώ φιόγκο.
- Α, αναφώνησε, με γεια τα παπούτσια! Ωραία είναι! Από πού τα πήρατε?
- Από την Πατησίων, είπε με το μόνιμο ξυνισμένο ύφος το Διευθυντικό Στέλεχος την ώρα που απομακρυνόταν για το γραφείο του.
Και ενώ το Διευθυντικό Στέλεχος είχε φύγει και δεν άκουγε, λέει ο Παχουλός Κύριος στην κυρία μου, το εξής μεγαλειώδες :
- Ποντικός κουδούνια εφόρει κι αν τα εφόρει ποιος τόνε θώρει....

19/12/10

ΝΕΟΣ ΕΝΟΙΚΟΣ!

Κατέφθασε σπίτι ο Λευτέρης! Επιτέλους μια νότα χαράς!
Από το καλοκαίρι που συχωρέθηκε ο Μήτσος είχα πέσει σε μαύρη θλίψη. Άδικα πήγε ο φουκαράς! Και τό΄ λεγε η κυρία μου όταν θα έφευγαν για διακοπές. "Παίρνουμε μαζί το Τζιτζιφρίγκο, ας πάρουμε και το Μήτσο". Είχανε χαρίσει βλέπεις την πρόχειρη γυάλα του και η άλλη, η μεγάλη, ήταν δύσκολο να μεταφερθεί στο Χωρίο Της Επαύλεως που θα πηγαίναμε διακοπές. Μέχρι ένα σημείο θα τον φρόντιζε η Τάνια, η γιαγιά του Ντίντη. Περίσσευαν όμως 3 μέρες μέχρι να επιστρέψουμε εμείς όλοι.
Μετά από πολλή σκέψη και σχέδια αποφάσισαν τελικά να πουν στην Τάνια να πάει το Μήτσο στο γέρικο ζεύγος του ισογείου. Αρχές Αυγούστου ποιον ήθελαν να βρουν να δώσουν το Μήτσο να τον φυλάει? Η κυρία μου έβλεπε αυτή τη λύση ως έσχατη και ίσως μοιραία και όπως αποδείχτηκε είχε δίκιο. Τελικά, τον πήγαν στα γερόντια.
Ως συνήθως, η έξυπνη η κυρία μου έκανε την άρνηση της να πάρει τηλέφωνο το θήλυ γερόντιο να ρωτήσει για την υγεία του Μήτσου. Ευελπιστούσε ότι ήταν καλά.

Ο Μήτσος ήρθε σπίτι μας προ 8ετίας. Τον έφεραν τα μικρά αφεντικά μου μέσα στην πρόχειρη πλαστική γυάλα μεταφοράς του, κατευθείαν από το πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου. Τον βαφτίσαμε τιμής ένεκεν Μήτσο. Ήταν ένα κοινό μικρό χρυσόψαρο. Τον είχαμε μη στάξει και μη βρέξει. Μεγάλωσε και έγινε κοτζάμ χρυσόψαρο. Τριπλασίασε τουλάχιστον το μέγεθος του! Του έλεγα "Μην τρώς τόσο πολύ Μήτσο, δεν είσαι πια παιδί, έχεις γεράσει. Πρόσεξε τη διατροφή σου, σέρνεται χοληστερίνη". Τίποτε αυτός! Είχε καταντήσει να τρώει το φαγητό από το δάχτυλο της κυρίας μου, που ούτε εγώ δεν το έχω κάνει! Τον είχα δει. Έβγαζε έξω από το νερό το κεφάλι του και έπαιρνε από τα δάχτυλα της κυρίας αυτές τις αηδιαστικές φλοίδες που έτρωγε. 
Τον θαύμαζαν μαγεμένα τα παιδάκια που έρχονταν σπίτι μας να κολυμπάει γύρω από το φυτό του. Ζούσε σε μία μεγάλη γυάλα, γεροντοπαλλήκαρο κι αυτός σαν και μένα, με τα σέα του και τα μέα του (φίλτρα, καλό φαγητό, καθαριότητα κλπ). 
Όταν γυρίσαμε σπίτι από τις διακοπές η κυρία μου πήγε κατευθείαν στα γερόντια τα οποία βρήκε με ένοχο ύφος να ψελλίζουν πόσο σταναχωρημένα ήταν. Τι να σας λέω ... πάει ο φουκαράς ο Μήτσος! Δεν τους έκοψε να βάλουν το φίλτρο στην πρίζα και ο Μήτσος μας έζησε τόσα χρόνια για να πάει άδοξα και αναπάντεχα από τη ΔΕΗ. Ο κύριος μου ως πιο ψύχραιμος τον κατευόδωσε στην τελευταία του κατοικία διότι η κυρία μου ήτο απαρηγόρητη κι εγώ ομοίως.
Όλοι στεναχωρήθηκαν στο σπίτι. Η γιαγιά Σοφία κόντεψε να σκάσει, σκυλόβριζε μέσα από τα δόντια της τα γερόντια. Τα μικρά αφεντικά μου κατηγόρησαν τους γονείς τους ότι κακώς τον άφησαν στο έλεος των γειτόνων. Όλοι όσοι τον γνώριζαν και θαύμαζαν τη μακροζωία του στεναχωρήθηκαν.

Ώσπου χτες πήγε η κυρία μου στον Υδάτινο Κόσμο και έφερε το Λευτέρη. Ζούσε σε ένα μεγάλο ενυδρείο γεμάτο μικρά χρυσόψαρα φίλους του, ώσπου ένας κύριος με μια απόχη τον πήρε και μας τον έβαλε σε μία σακούλα, την έδεσε αριστοτεχνικά και μας την έδωσε με το Λευτέρη μέσα. Το μέρος ήταν γεμάτο ενυδρεία με περίεργα ψάρια και το κατάστημα είχε πολλή πελατεία η οποία δεν ενδιαφερόταν καθόλου για ένα ταπεινό χρυσόψαρο. Η κυρία μου φορτώθηκε τη σακούλα με το Λευτέρη και τα υπόλοιπα ψώνια της και πήρε το δρόμο για το σπίτι ποδαράδα.
Στο σαλόνι περίμενε πεντακάθαρη η γυάλα και ο Χόλιους ανέλαβε την τελετή μετακόμισης από τη σακούλα στη γυάλα. Το Πανελλήνιο ρίγησε από χαρά.
Σας παρουσιάζω με υπερηφάνεια το νέο ένοικο του σπιτιού μας. Είναι λίγο μικρούλης, μια σταλιά αλλά θα μεγαλώσει. Είναι ο Λευτέρης!


Νάτος, έρχεται! Κοιτάζει ήδη που θα πάει!


Ο τελετάρχης Χόλιους επιλαμβάνεται της μετακόμισης!
Τα πλήθη παραληρούν! (κλαπ κλαπ κλαπ)
Καλώς όρισες Λευτέρη!
   

20/11/10

Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ

Αχ, έχω κουραστεί από αυτή τη διαρκή κρίση. Πότε επιτέλους θα περάσει για να ξεμπερδεύουμε? Όπου και να γυρίσω να κοιτάξω, για κρίση ακούω και κρίση βλέπω. Κινδυνεύω να πέσω σε αφωνία με τόση κρίση γύρω μου! Καναρίνι είμαι, δεν είμαι υπεράνθρωπος!
Είπα λοιπόν τις προάλλες να ξεσκάσω λίγο και πήγα με την κυρία μου το πρωί στη δουλειά της. Είχα απεθυμήσει τον Παχουλό Κύριο, την Ξανθιά Κυρία, το Διευθυντικό Στέλεχος, τα παιδιά του Γραφείου, την κυρία μου να πηγαινοέρχεται...
Στολίστηκα, έβαλα μια φθινοπωρινή πελερίνα και καρφιτσώθηκα ως καρφίτσα-τροπικό άνθος (δώρο της Ξανθιάς Κυρίας από ένα ταξίδι της στην Ταϋλάνδη το πάλαι ποτέ) στο πουκάμισο της κυρίας μου. Ωραία περνούσα ως καρφίτσα μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο της κυρίας μου.
"Ναι?", απάντησε ροκανίζοντας ένα κουλουράκι με τυρί ρεγκάτο, λυγίζοντας από τις τύψεις των θερμίδων. Η φωνή ήτο γυναικεία και μελιστάλαχτη.
"Η κυρία του Άσπρου Καναρινιού?"
"Μάλιστα, εγώ", απάντησε εκείνη καταπίνοντας ένα ψίχουλο.
Η φωνή συνέχισε κάτι να λέει και η κυρία μου άκουγε με προσήλωση. Το κουλουράκι απέμεινε μετέωρο.
Ξάφνου την προσοχή μου τράβηξε μια μύγα που μπήκε δεν ξέρω από πού και άρχισε να ζουζουνίζει δίπλα στο φυτό της βιβλιοθήκης. "Μπα" σκέφτηκα "υπάρχουν μύγες τέτοια εποχή?"
Την επόμενη ακριβώς στιγμή άκουσα ένα γδούπο και είδα τη γνωστή από άλλα έργα εικόνα του πεσμένου σώματος στο πάτωμα και του ακουστικού του τηλεφώνου που αιωρείται δίπλα στον λιποθυμισμένο. Κατατρόμαξα! Πέταξα με μιας την πελερίνα μου και ανασκουμπώθηκα να συνεφέρω τη δύστυχη κυρία μου!
Να μη σας τα πολυλογώ, ειδικευμένο στις πρώτες βοήθειες καθώς είμαι, κατάφερα να τη στήσω με χίλιους κόπους στα πόδια της. Μισοζαλισμένη ακόμα κατάφερε να συνεχίσει τη συνομιλία με την κυρία, ψελλίζοντας μια αδύναμη δικαιολογία.
Η Κυρία Του Τηλεφώνου ήταν γραμματέας σε συγγενική υπηρεσία με τη δική μας, στην άλλη άκρη της Αθήνας. Ο λόγος που πήρε τη δική μου κυρία ήταν για να της ανακοινώσει ότι επελέγει ως κριτής υποψηφίων για μία θέση διορισμού στην υπηρεσία αυτή.
Μόλις το έμαθα, τα πούπουλα μου σηκώθηκαν όρθια από τη φρίκη και έκρινα με μιας και χωρίς δεύτερη σκέψη ότι σωστά λιποθύμισε η δικιά μου.
Προς στιγμήν σκέφτηκε να αρνηθεί. Μετά θυμήθηκε ότι υπήρξε (κάποτε, παλιά, πολύ παλιά) και η ίδια στη θέση αυτή του αναμένοντος μια κρίση και αποφάσισε να μην παρατείνει μια ήδη παρατεταμένη διαδικασία (λόγω σωρείας παραιτήσεων) σε βάρος ανθρώπων με οικογένειες και υποχρεώσεις.
Την επόμενη μέρα ξαναπήγα μαζί της στη δουλειά για να δω τις εξελίξεις. Όχι, που θα έχανα τέτοια γεγονότα. Κατά το μεσημεράκι ήρθε ο Κύριος Των Ταχυμεταφορών κουβαλώντας ένα τεράαααστιο κουτί γεμάτο - δε θα το πιστέψετε - 45 τόμους βιογραφικών! 45 υποψήφιοι για μία θέση! Το πιστεύετε? Το ξέρω ότι εσείς οι άνθρωποι το πιστεύετε και το έχετε συνηθίσει αλλά εγώ τρόμαξα.


Ζαλωθήκαμε τα βιογραφικά σε 5 μεγάλες τσάντες και τα φέραμε σπίτι. Η κυρία μου ήταν απελπισμένη. Τα αράδιασε στο σαλόνι, όχι μόνο στον καναπέ και τις πολυθρόνες αλλά και στο πάτωμα και στο σύνθετο και στα τραπεζάκια. Σας επισυνάπτω τη σχετική φωτογραφία αν δε με πιστεύετε. Άλλα βιογραφικά ήταν χοντρά και ασήκωτα, πολυσέλιδα και λεπτομερή, δεμένα σαν βιβλία. Άλλα ήταν μέσα σε ντοσιέ, σε πλαστικούς ή χάρτινους φακέλους, άλλα είχαν πολύπλοκους συνδετήρες, συρραπτικά, άλλα ήταν μέσα σε ζελατίνες... Χαμός! έπιασαν όλο τον τόπο!

 

Από τότε περνάμε δημιουργικά όλα μας τα απογεύματα. Διαβάσαμε τους νόμους, ξαναδιαβάσαμε τους νόμους. Ένα σωρό απορίες προέκυψαν από το διάβασμα.
Μετά μας είπαν ότι βγήκαν νεώτερες αποφάσεις και διευκρινίσεις. Άντε βρες τες. Άλλες απορίες. Άλλες υποθέσεις για πιθανές ερμηνείες.
Μετά οι απορίες ήθελαν ειδικό για να απαντηθούν. Άντε επίσημες ερωτήσεις στο αρμόδιο νομικό όργανο. Άντε περίμενε απαντήσεις.
Παράλληλα πήραμε μια ιδέα των υποψηφίων. Δε λέω λεπτομερή. Λέω ένα απλό, επιπόλαιο ξεφύλλισμα των βιογραφικών. Μας έφαγε μία εβδομάδα.
Κοντεύει να περάσει ο μήνας και βρισκόμαστε ακόμα σε ένα χάος. Αναγκάστηκα να ακυρώσω όλες μου τις προγραμματισμένες συναυλίες σε κάτι δάση. Και εκλιπάρησα τον ατζέντη μου να πάρει παράταση για την παράδοση του τόμου των μελωδιών μου στον εκδοτικό οίκο. Δε γίνεται! Πρέπει να τη βοηθήσω!

Πάντως, θα ήθελα να καταγράψω τα εξής με αφορμή αυτή την αρχόμενη εμπειρία :
1. Η επιλογή της κυρίας μου ήταν με κλήρωση ανάμεσα σε ομοίους της.
Πάντα πίστευε (η ίδια, οι υπόλοιποι και όλοι φαντάζομαι) ότι κριτές των θέσεων στη δουλειά της γίνονται διάφοροι ημέτεροι, φίλοι των κυβερνώντων, ξάδελφοι των ισχυρών, μέλη των κομμάτων της εκάστοτε εξουσίας κλπ.
Ομιλώντας δια το παρόν, τούτο δεν ισχύει διότι η κυρία μου ως γνωστόν, είναι ένα είδος τελευταίου τροχού της αμάξης. Το ότι την έβαλαν ήταν απολύτως τυχαίον και για να ακριβολογώ απολύτως ατυχές (ομιλώ δι εμέ, τας συναυλίας μου και το μελωδικόν έργον μου που εισέτι μπήκε στην κατάψυξη)!  
Το γεγονός ενισχύεται από τον αριθμό των θέσεων προς κρίση που δειλά δειλά προβάλλουν, (λόγω συνταξιοδοτήσεων και αναγκαίων αντικαταστάσεων) και τον αριθμό των απελπισμένων κριτών που ορίστηκαν και αυτοί με κλήρο και τηλεφωνούν έντρομοι ο ένας στον άλλο ζητώντας διαφώτιση για το τι πρέπει να κάνουν!





2. Μέχρι τούδε ουδείς τηλεφώνησε, ουδείς πέρασε τυχαία από τη δουλειά μας να μας δει, ουδείς προσπάθησε με κάποιο τρόπο να επέμβει στη διαδικασία της κρίσης υπέρ του δείνα ή του τάδε.
Και πάλι αντίθετα από ό,τι πίστευε η κυρία μου και όλοι φαντάζομαι. Δεν ξέρω για αργότερα αλλά μέχρι τώρα τίποτα. Σιγή ιχθύος. 

3. Είναι εντυπωσιακό αλλά και λυπηρό ταυτόχρονα πόσα, μα πόσα, προσόντα έχουν σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι! Από τους 45, τουλάχιστον οι 35 έχουν πολλά προσόντα.
Είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλο! Άνθρωποι με σπουδές και παρασπουδές, με οικογένειες οι περισσότεροι και παιδιά, να αγωνιούν (ή μήπως πρέπει να γράψω άλλο ρήμα?) για μία θέση. Λυπηρό, διότι οι υπηρεσίες σαν της κυρίας μου είναι γεμάτες άχρηστους τεμπέληδες ευθυνόφοβους άσχετους και καθηλωμένους στις προ του 1800 γνώσεις, οι οποίοι ψάχνουν καθημερινά τρόπους να λουφάρουν, να αποφύγουν, να φορτώσουν, να γλυτώσουν...
Παράλληλα όμως, προσπαθούν με νύχια και με δόντια, να βρουν τρόπους για να ΜΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΘΟΥΝ ει δυνατόν ποτέ! Το πιστεύετε? Και όμως!!! Θυμίζουν εκείνες τις χοντρές γάτες που αρπάζονται από ένα τραπέζι, βγάζουν τα νύχια τους κι εσύ τις τραβάς ενόσω αυτές χαράζουν το τραπέζι στην προσπάθεια τους να μην αποκολληθούν. 
Αν κάποιοι χάρηκαν για το συνταξιοδοτικό, ήταν αυτοί!  Έβαλαν πλώρη για τα 67 και ορέγονται τα 70 για να φύγουν! Δε συζητώ ότι πολλοί από αυτούς μαγείρεψαν μέχρι και πιστοποιητικά γεννήσεως για να βρεθούν 3 και 4 χρόνια μικρότεροι! 
Έλεος! Αφήστε τους νέους να δουλέψουν! Παραδεχτείτε ότι, για το καλό όλων μας, πρέπει να ανανεωθούμε!

Και μετά από αυτό το πατριωτικό - λυρικό ξέσπασμα που αντέγραψα επακριβώς από το μυαλό της Τσιριμπόμ - κυρίας μου επανέρχομαι στην πραγματικότητα και με συγχωρείτε για την παρέκκλιση. 

4. Ποίος θα κρίνει τους κρίνοντας?
Από όσο είδα κι εγώ, ως ειδήμον καναρίνι, δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά αυτή η κρίση και η κάθε τέτοιου είδους κρίση. Ο νόμος διαγράφει ένα αδρό πλαίσιο αλλά ουσιαστικά ο κριτής καλείται να κρίνει υποκειμενικά. Όσο και να λέμε ότι θα προσπαθήσουμε να μην αδικηθεί κάποιος, οι 44 θα έχουν κάποια παράπονα, μικρά ή μεγάλα. Άλλο άγχος αυτό για την κυρία μου. Και καλά αυτή. Τι γίνεται αλήθεια όταν κριτής οριστεί ένας από τους παραπάνω άχρηστους? Πώς άνθρωποι οι οποίοι επί χρόνια δεν μπορούσαν να μοιράσουν στη δουλειά τους δυο γαϊδουριών άχυρα, θα κρίνουν υποψηφίους για τέτοιες θέσεις?

Μάλλον πρέπει να σταματήσω και να πάω στην μπανιέρα μου για ένα αναζωογονητικό μπάνιο. Πολλά είπα και άρχισα να ξεφεύγω από τον έλεγχο.

Πάντως χτες το βράδυ που έβλεπα το δικό μου βόδι (την κυρία μου) χωμένο στα βιογραφικά να καταγράφει με λεπτομέρεια τα προσόντα των υποψηφίων στα κιτάπια της, δε μπόρεσα να μη γελάσω πικρά με όσα πρόβαλλε η τηλεόραση : 4 μαντράχαλοι με φανελάκια, να γελάνε, να μιλάνε, να λένε εξυπνάδες, ατάκες, χαριτωμενιές, σε μια επιτυχημένη βραδινή εκπομπή.
Πόσα λεφτά άραγε να πληρώνονται αυτοί? Πόσα θα πληρωθεί ο 1 από τους 45 που θα διοριστεί σε κανένα χρόνο και βάλε? Οι υπόλοιποι 44  πού θα υπο-απασχοληθούν, από ποιο καθεστώς δουλείας θα απορροφηθούν? Και πόσοι θα καταφύγουν στο εξωτερικό, αριθμοί που εμπλουτίζουν τη λίστα των επιστημόνων που μεταναστεύουν?

Σταματάω πάραυτα. Τον έχασα τον έλεγχο, τον έχασα... 
      

   

26/10/10

ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΚΟΤΕΣ !

Από δω την είχε η Βερενίκη, από κει την είχε η Βερενίκη, της απέσπασε την υπόσχεση να πάει σπίτι της στις 6.30 το απόγευμα. Διαμαρτυρήθηκε αλλά όχι σθεναρά. Είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να πει "όχι". Το ξέρετε από παλαιότερες περιπέτειες της. Ψέλλισε ένα "το ξέρεις ότι δεν είμαι εγώ γι΄ αυτά" αλλά η Βερενίκη αγρόν ηγόρασεν. Έσκυψε το κεφάλι και πήγε. Με πήρε και μένα μαζί για να μαθαίνω. Μου είπε επακριβώς "σήμερα Τζιτζιφριγκούλη θα μεταμορφωθούμε σε κότες". "Αχ, ωραία!", είπα. "Μ΄αρέσει να μπαίνω σε ρόλους! Τι καλά! Θα περάσω τέλεια!"
Στο πάντα περιποιημένο και φτιαγμένο με γούστο σπίτι της Βερενίκης πήγαμε ελαφρώς καθυστερημένοι γιατί η κυρία μου χρονοτριβούσε προσπαθώντας να αποφασίσει τι να φορέσει. Ήξερε ότι θα περάσει από το κοτίστικο μικροσκόπιο και είχε αγχωθεί. Πείτε μου, δεν είναι χαζή?
Στο κομψό σαλόνι ήταν παραταγμένες οι κότες. Μεσήλικες, προσεκτικά ντυμένες, κοιτούσαν κρυπτοεξεταστικά η μία την άλλη και αλληλοζυγίζονταν. Μιλούσαν περί προσεκτικών ανέμων και υδάτων. Ο καιρός, τα παιδιά ... Λέξη για δύσκολα θέματα. Και είχαν όλες τους ένα βουνό από τέτοια! Αποτυχία στην αποτυχία! 
Κάτσαμε κι εμείς και βουτηχτήκαμε στην υποκρισία. Διότι περί υποκρισίας επρόκειτο. Άρχισε να αναδεύεται το στομάχι της κυρίας μου. Την έκανα χάζι...  Έχωσε τη μύτη της στον καφέ της εκδηλώνοντας ζωηρή προσήλωση στο φλυτζάνι και το πιατάκι.

Προσφέρθηκαν γλυκάκια αλλά δηλώσαμε οπαδοί μιας πρόσφατης προσεγμένης διατροφής. Με την εντολή της οικοδέσποινας μετακομίσαμε αδιαμαρτύρητα από τους καναπέδες στο τραπέζι που ήταν κατειλημμένο ολόκληρο από .... τάπερ. Μικρά, μεγάλα, μωβ, γαλάζια, διαφανή, μύλοι, σπάτουλες, κουτάλες, μπωλ και καπάκια.... Οι κότες μαζεύτηκαν γύρω γύρω και η αρχικότα άρχισε να τα επιδεικνύει και να τα εκθειάζει. Λες και ήταν κάτι το απίθανο, το εκπληκτικό, το πρωτοποριακό! Σούρθηκε και η δικιά μου μη μπορώντας να κάνει αλλιώς. Η αρχικότα της έκανε δώρο για να τη δελεάσει να προσέξει, ένα χωνάκι (όχι παγωτό δυστυχώς) που εκείνη δεν το ήθελε αλλά την έβαλε να το πάρει με το ζόρι (το γνωστό πρόβλημα με τα "όχι"). Έδωσε σε όλες ένα βιβλιαράκι για να βλέπουν όλα τα καταπληκτικά αυτά προϊόντα και να διαλέξουν με την ησυχία τους ενώ εκείνη περιέγραφε όσα ήταν ήδη στο τραπέζι. Η κυρία μου είχε ξεχάσει τα γιαλιά της και δεν έβλεπε χριστό αλλά έκανε ότι διάβαζε για να γλυτώσει τις κουβέντες. Και ωωωωω! υπήρχαν πολλές κουβέντες γύρω μας!!! Και συγκρίσεις!! Πολλές συγκρίσεις!!! Το τάδε σκεύος, έλεγε η χοντρή κότα, είναι καταπληκτικό, της το είχε κάνει δώρο η μαμά της το παλιό, πριν παντρευτεί αλλά τώρα θα αγόραζε την καινούργια, βελτιωμένη έκδοση! Έχετε εκείνη τη σειρά που στραγγίζει το καρπούζι?, ρωτούσε η ξερακιανή κότα. Αχ, τα τάπερ με τις βαλβίδες είναι καταπληκτικά, αναφωνούσε η φραγκόκοτα, διατηρούν τα λαχανικά δυο βδομάδες στο ψυγείο.
Και δώστου σχόλια για να ανέβει το κασέ! Να πάρει και τα δώρα η οικοδέσποινα αναλόγως του τζίρου των κορόιδων... Οι δε τιμές? Πανακριβουδερί. Ένα σκατουλάκι που κόβει τους μαϊντανούς 53 ευρώ! Γιατί δηλαδή να μην τους κόψει κάποιος στο χέρι? Θα γλυτώσει και το νερό που θα πλύνει το σκατουλάκι - κόφτη μετά (και τα 53 ευρώ με τα οποία μπορεί κάλλιστα η κυρία μου πχ. να αγοράσει μερικά πόμολα για τα συρτάρια της κουζίνας της Επαύλεως!!!).
Η κυρία μου βυθίστηκε σε αυτόν τον άγνωστο κοτίστικο κόσμο και νόμιζε ότι άκουγε κινέζικα. Τι ήταν όλα αυτά? Με τι ασχολούνται αυτές οι γυναίκες? Είναι δυνατόν? Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι συμμετείχε σε αυτόν τον ακαταλαβίστικο για αυτήν κόσμο. Και επειδή πρώτον, δεν την ενδιέφεραν όλα αυτά και δεύτερον, δεν έβλεπε χωρίς τα γιαλιά της, .... απέδρασε προς τις νοερές ασχολίες της ενώ οι κότες κακάριζαν.
Έφτιαξε το αυριανό πρόγραμμα της στο γραφείο και σχεδίασε μάνι μάνι δύο εργασίες για τους νεώτερους συναδέλφους, ανασκόπισε τα ντουλάπια της κουζίνας και κατέγραψε τις ελλείψεις για μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ, σημείωσε να πάρει τη γιαγιά - Σοφία τηλέφωνο και να αγοράσει στην επιστροφή πίτες για σουβλάκια.
Την προσοχή της απέσπασε η ερώτηση της αρχικότας για το αν επιθυμούσε να παραγγείλει κάτι που της άρεσε. Όρμησα και τη συγκράτησα. "Μηηηη", ούρλιαξα στον εγκέφαλο της, "μην το κάνεις, δεν αξίζει τον κόπο. Τελειώνουμε σε λίγο και θα φύγουμε. Μη γίνεις αγενής τώρα στο τέλος". Με άκουσε. Θυμήθηκε ευτυχώς τις βαλβίδες και ζήτησε ένα τάπερ με βαλβίδες. Πάνε 15 ευρώ, έκαναν φτερά για ένα άχρηστο πράγμα!
Η αρχικότα όμως, πολύ σοφά εκπαιδευμένη, συνέχισε το μαρκάρισμα, προσφέροντας ένα δώρο (ένα τάπερ φυσικά) ως δέλεαρ για να οργανωθεί μια ίδια παράτα σε ένα άλλο σπίτι (θύματος). Η δικιά μου είχε φορτώσει πλέον άσχημα, καταλάβαινα την καταιγίδα που πλησίαζε. Την ξέρω καλά βλέπετε! Πήγα να πάρω μέσα τα ρούχα και να μαζέψω τις τέντες! Με ελαφρώς στίλβον όμμα επέστρεψε το τάπερ με δηλητηριώδες χαμόγελο και στάθηκε αμετακίνητη στις προτροπές. Σε λίγο θα άρχιζε να ουρλιάζει. Η δε ορολογία που χρησιμοποίησε η αρχικότα λίγο έλειψε να ξεχειλίσει το ποτήρι : "(γλυκερό ύφος) Και αν κάποια κυρία κανονίσουμε να μας προσφέρει ένα καφεδάκι...." μετάφραση : εάν βρεθεί ένα επόμενο βόδι από όσα είναι εδώ μέσα, να μαζέψει στο σπίτι του μερικά άλλα βόδια για να πουλήσουμε κανένα τάπερ ακόμα...
Η ομήγυρις μετά τις παραγγελίες μετακόμισε εκ νέου στο σαλόνι. Και ιδού! Μία εκ των κοτών ξεκίνησε την κουβέντα περί ασθενειών διαφόρων γνωστών, που έπαθαν αυτό και εκείνο και κόλλησαν το χι και το ψι. Ναι, ναι, κακάριζαν όλες μαζί, ενθυμούμενες όλες και κάθε μία ξεχωριστά λυπηρά περιστατικά ανίατων και ιάσιμων περιπετειών. Όταν άκουσε η κυρία μου και το απόφθεγμα "εγώ τους λέω στη δουλειά να σκεπάζουν τον καφέ τους γιατί θα κολλήσουν φυματίωση" εεεεε.... δεν άντεξε πλέον. Πόσα μαρτύρια να υποφέρει ένας άνθρωπος σε 2 ώρες? Σηκώθηκε, έβαλε βιαστικά το μπουφάν της και έφυγε.
Έκλεισε την πόρτα σε αυτόν τον άγνωστο, ηλίθιο, άχρηστο κόσμο και έτρεξε στον δικό της. Τα "Τετράδια του Δον Ριγοβέρτο" την περίμεναν εναγωνίως...

 

23/10/10

Ο ΠΑΧΟΥΛΟΣ ΚΥΡΙΟΣ

Η κυρία μου είναι τόσο απασχολημένη με τα χαρτιά της τον τελευταίο καιρό που με το ζόρι μου ρίχνει ένα βλέμμα. Έχει να γράψει "οδηγίες προς ναυτιλομένους", να ετοιμάσει κάπου 10 εργασίες για παρουσιάσεις και διάφορα κείμενα για περιοδικά ("πώς να μαδάτε τα φρύδια σας χωρίς να πονάτε", "μικρά μάτια - μεγάλη ψυχή", "η φλυαρία ως προσόν" κλπ.).  Όταν έρχεται από τη δουλειά, βγαίνει στο μπαλκόνι, μου λέει ένα "Τζιτζικούλη μου τι κάνεις?" εκεί που κρέμομαι και εξαφανίζεται στα ενδότερα και στα επιστημονικά βιβλία της. Βέβαια αυτή δε γνωρίζει ότι τις περισσότερες φορές την ακολουθώ στη δουλειά και ξέρω όλα όσα συμβαίνουν με το νι και με το σίγμα...
Όπως για παράδειγμα τις προάλλες.
Στιγμιότυπο 1.
Ακολουθεί επεξηγηματική Παρένθεση.
Συνάδελφοι της κυρίας μου είναι ο Παχουλός Κύριος και η Ξανθιά Κυρία. Πριν από 20 χρόνια που η κυρία μου πρωτοπήγε (κοριτσάκι) στη δουλειά αυτή, τους βρήκε εκεί, 20 χρόνια νεώτερους και ίδιους σε κιλά. Παχουλός ο μεν, Ξανθιά η δε. Μαζί τους ήταν από τότε και το Διευθυντικό Στέλεχος, ίδιο και απαράλλαχτο στη γκρίνια. Την Dream Team συμπλήρωνε ο Γεροντοκόρος Κύριος με το Βαμμένο Μαλλί που τότε ήταν ο Γεροντοκόρος Κύριος με το Άβαφο Μαλλί. Έξω από το χώρο των γραφείων του τμήματος που δουλεύουν όλοι, βρίσκεται ένα μεγάλο γραφείο με χώρους για βιβλιοθήκες και δύο μικρότερα γραφεία όπου κατοικοεδρεύουν ο Παχουλός Κύριος με την Ξανθιά Κυρία. Είναι λίγο απομονωμένοι είναι η αλήθεια αλλά μήπως βρίσκονται και καθόλου στα γραφεία τους? Όλο μες τα πόδια των υπολοίπων γυρίζουν. Κλείνει η παρένθεση.

Η Ξανθιά Κυρία είναι φανατικοτάτη αντικαπνίστρια παρότι στο σπίτι της σχεδόν καλλιεργούνται καπνόδεντρα. Ο καθείς βγάζει τα απωθημένα της εξουσίας εκεί που μπορεί και εκεί που τον παίρνει. Ο Παχουλός Κύριος πάλι είναι σύζυγος ενός Κερβέρου ονόματι Κίρκας. Εννοείται ότι επί βασιλείας Κίρκας το κάπνισμα απαγορεύεται δι΄ αποκεφαλισμού. Ο φουκαράς Παχουλός Κύριος δεν είναι συνειδητός καπνιστής. Του αρέσει να κάνει ένα δύο τσιγαράκια το πρωί, συνήθως με την κυρία μου, τετ α τετ κουβεντιάζοντας και καλαμπουρίζοντας. Υπάρχει στο χώρο της δουλειάς τους ένα μικρό δωματιάκι με ντουλάπες όπου συνήθιζαν να καταφεύγουν τα πρωινά και να ξεσαλιάζουν. Ο Παχουλός Κύριος καπνίζει επίσης στις υποχρεωτικές υπερωρίες του (βλέπουμε όλοι τις γόπες ανάποδα στη λεκάνη της τουαλέτας) και όποτε αγχώνεται, συνήθως όταν πρέπει να πάρει μόνος του μια απόφαση... Κατά τα άλλα μπορεί να μην καπνίσει για μέρες. 
Τώρα με τον καινούργιο νόμο της απαγόρευσης του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους αναδύθηκε το πρόβλημα. Πού θα γινόταν το πρωινό τσιγάρο? Ο Παχουλός Κύριος πέρασε μια κρίση. Σκεπτόταν πυρετωδώς και συσκεπτόταν με την κυρία μου καταστρώνοντας επιτελικά σχέδια. Το επόμενο πρωί αποσύρθηκαν στο γραφείο του Παχουλού Κυρίου και οργίασαν. Ο Παχουλός Κύριος κατασκεύασε ένα αυτοσχέδιο τασάκι από χαρτιά βρεγμένα και επιδόθηκε στο πάθος του! Άνοιξαν μετά τα παράθυρα και έφυγαν ως Αγνές Παρθένες για το Μεγάλο Γραφείο της συνύπαρξης όλων. Κατέπλευσε σε λίγο η Ξανθιά Κυρία ημιέξαλλη και απευθυνόμενη στον Παχουλό Κύριο : "Ιορδάνη μου, δεν το πιστεύω ότι κάπνισες μέσα στο γραφείο! Πώς μπόρεσες! Ξέρεις πόσο με ενοχλεί και ξέρεις επίσης ότι πλέον απαγορεύεται. Σε παρακαλώ να μην το ξανακάνεις!". Η Ξανθιά Κυρία είχε διάχυτα πουά εκνευρισμού στο πρόσωπό της. Ο Παχουλός Κύριος πήρε με μιας ένα απορημένο, έκπληκτο και αθώο ύφος. "Τζέλλα μου", φώναξε πνιγμένος στο δίκιο, "δεν ήμουν εγώ. Εγώ δεν καπνίζω πο-τέ μέσα στο γραφείο! Από κάτω έρχεται ο καπνός. Βγαίνουν έξω από τα γραφεία τους οι αποκάτω, για να καπνίσουν στον περίβολο και ο καπνός ανεβαίνει και μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο! Γι αυτό σου μυρίζει!!"
Ένα βήμα πριν την αποπληξία, η Ξανθιά Κυρία αποχώρησε ουρλιάζοντας "για χαζή με περνάς?". Ο Παχουλός Κύριος και η κυρία μου μεταμορφώθηκαν αμέσως σε Μωρές Παρθένες και σκορπίστηκαν σε δουλειές. Οι άλλοι συνάδελφοι ξεράθηκαν στα γέλια μια και γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις. Ήταν μια ακόμη ευχάριστη μέρα, προσφορά του Παχουλού Κυρίου.
Στιγμιότυπο 2.
Ο Παχουλός Κύριος είναι παχουλός το δίχως άλλο και η σύζυγος Κέρβερος - Κίρκα προσπαθεί να τον αδυνατίσει. Του φτιάχνει κάθε μέρα καλοκύθια βραστά και φιλέτα κοτόπουλου. Ο Παχουλός Κύριος φαινομενικά πειθαρχεί αλλά ελπίζει στην καλοσύνη των ξένων που λέει και το βιβλίο. Μια μέρα λοιπόν, κάποιος έφερε στη δουλειά κουλουράκια. Έπεσε μέσα στο κουτί σαν την ακρίδα. Σε κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και το σηκώνει μασουλώντας.
- Ναι? φωνάζει πετώντας από το στόμα ψίχουλα εδώ κι εκεί.
Απάντησε από την άλλη άκρη η Θεία Δίκη με την αγριεμένη φωνή της Κίρκας.
- Ιορδάνηηηη, πάλι τρώωωωως????
Και έρχεται αμέσως η απάντηση από έναν άκρως θιγμένο Παχουλό Κύριο.
- Όχι, βρε παιδί μου!! Το σάλιο μου κατάπινα!!!
Μεγαλειώδες!
Αν δεν είχαμε τον Παχουλό Κύριο, ώρες ώρες θα είχαμε οδηγηθεί στην τρέλα, λέει συχνά η κυρία μου και μάλλον έχει δίκιο.  
  

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ

Εκείνη την ημέρα στη δουλειά της την έπιασα να σκέφτεται : "Σήμερα θα αποδράσω". Υπέθεσα ότι είχε να κάνει με το Σύνδρομο της Δευτέρας από το οποίο πάσχει παιδιόθεν και δεν έδωσα σημασία. Φύγαμε το μεσημέρι με το μετρό και φτάσαμε στο Μοναστηράκι περασμένες 4. Νόμιζα ότι θα συνεχίζαμε για το σπίτι αλλά αυτή κατέβηκε και χώθηκε σε έναν πεζόδρομο. Αναρωτιόμουν πού πάει.  Τα μαγαζιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο και οι διαβάτες ήταν αραιοί και βιαστικοί. Έφτασε σε ένα μαγαζί έρημο με κάτι μικρά τραπεζάκια μέσα. Κάθισε σε ένα από αυτά και περίμενε ματαίως. Είχα αρχίσει πλέον να ανησυχώ για την πνευματική της σταθερότητα. Λίγο παραπέρα καθόταν ένα περίεργο ζευγάρι και στην άλλη άκρη ένας γέρος κύριος. Εκείνη καθόταν και περίμενε. Είχε απορροφηθεί από την ανασκόπηση της μέρας της και εφάρμοζε τις δικές της πρωτόγονες τεχνικές αποφόρτισης από το άγχος της δουλειάς.
Αφού πέρασε μια αιωνιότητα, κατάλαβε επιτέλους ότι δεν επρόκειτο να έρθει ποτέ κανείς για να παραγγείλει, διότι το μαγαζί ανήκε στην κατηγορία της αυτοεξυπηρέτησης. Έσυρε τα κουρασμένα βήματα της και μένα μαζί, ως λαμπερή καρφίτσα με στρας, στα ενδότερα του καταστήματος. Αντίκρυσα έναν πάγκο που πίσω του βρισκόταν ένας εμφανώς κουρασμένος υπάλληλος. Δίπλα του είχε την πιο τεράστια κατσαρόλα που έχω δει! Μέσα κολυμπούσαν κάτι στρογγυλά πραγματάκια. Μόλις είδε την κυρία μου χαμογέλασε πλατιά και της είπε σα να την ήξερε χρόνια : "Καλώς την". Εντυπωσιάστηκα! Δεν το κρύβω! Τι ωραία λέξη στο τελείωμα μιας κουραστικής μέρας! Από έναν άνθρωπο που δούλευε ποιος ξέρει πόσες ώρες σε έναν άλλο άγνωστο άνθρωπο που τον έφερε ο δρόμος του στο μαγαζί, λίγο πριν κλείσει. Ποιος απευθύνεται αλήθεια ακόμα στην Αθήνα με την προσφώνηση "καλώς τον ... καλώς την". Κανείς! Πρώτη φορά το άκουγα.
Η κυρία μου κάτι του είπε και αυτός της έδωσε ένα πιατάκι με τα στρογγυλά παχουλά πραγματάκια της κατσαρόλας στα οποία έριξε ένα καφέ υγρό με μια κουτάλα και τα πασπάλισε με μια καφέ σκόνη και κάτι γρομπαλάκια. Αλληλοχαιρετίστηκαν ευγενικά και η κυρία μου αποσύρθηκε με λαίμαργο βλέμμα στο τραπέζι της και άρχισε να καταβροχθίζει τα παχουλά πραγματάκια. Εγώ είχα μείνει στο "καλώς την".
Έφυγε ευτυχισμένη. Η απόλαυση καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό της. Με πόσα λίγα πράγματα μερικοί άνθρωποι βρίσκουν την ικανοποίηση!

Φτάσαμε σπίτι και κατέφυγα αμέσως στα λεξικά των προγόνων μου για να βρω τι έφαγε. Με τα πολλά το βρήκα. Λουκουμάδες τα περιέγραφε ο προπάππος μου. Το κατέγραψα κι αυτό. Νέα γνώση. Πέρα όμως από αυτή τη νέα γνώση, μου έμεινε εκείνο το ειλικρινές "καλώς την" από τον ευγενικό κύριο των λουκουμάδων. Μια φράση υποδοχής που μου έφτιαξε τη μέρα...

28/9/10

ΞΙΦΟΜΑΧΙΕΣ

Καλό φθινόπωρο και καλά μυαλά. Ομιλώ γενικώς και ειδικώς.
Έχω πέσει με τη μούρη στη συγγραφή. Λόγιο καναρίνι είμαι, δικαιούμαι. Δεν ευκαιρώ ούτε να ξυστώ. Με κυνηγάνε τα ντεντ λάιν αντί για τις γάτες...
Είμαι λοιπόν στο γραφείο μου και συγγράφω. Η κυρία μου, η αγαπημένη, νυχοπατά για να μη με ενοχλήσει. Ετοιμάζεται να φύγει. Έχει να πάει σε μία βάφτιση. Το ξέρει καιρό τώρα. Είναι το παιδάκι ενός συναδέλφου. Έχει αγοράσει έναν Κύριο Πατάτα και έχει βάλει κι ένα εκπτωτικό κουπόνι για πάμπερ που της στείλανε. Προσπάθησε να αλλάξει το κουπόνι με πάνες ακρατείας αλλά δε μάσησε. Έβαλε κι αυτή το κουπόνι μέσα στο δώρο του μωρού.
Άνοιξε τη ντουλάπα της, διάλεξε το φόρεμα της, το φόρεσε, πήγε στο μπάνιο της, έπλυνε τα δόντια της και άρχισε να βάφεται. Εκεί συνέβη ό,τι συνέβη.
Κοιταζόταν στον καθρέφτη την ώρα που της όρμησε Αυτή. Έχετε δει όλοι φαντάζομαι τον Πήτερ Σέλερς να δέχεται την ξαφνική επίθεση του ασιάτη υπηρέτη του ο  οποίος θεωρεί ότι πρέπει να έχει το αφεντικό του σε εγρήγορση. Ετοιμοπόλεμο συνεχώς! Ε, κάτι τέτοιο έπαθε η κυρία μου. 
Της όρμησε και ίσα που πρόλαβε, μπουρδουκλωμένη στο κάπως μακρύ φόρεμα της, να αρπάξει την προστατευτική μάσκα προσώπου και το ξίφος της. Για στολή ούτε λόγος! Πού να προλάβει ?
Εκείνη τη χτυπούσε ανελέητα. Η δικιά μου απόκρουε αιφνιδιασμένη αλλά όχι έκπληκτη. Είχε μια προ-ιδέα για την επίθεση. Δώστου η μια, δώστου η άλλη... Κόντεψα να καταπιώ το ράμφος μου...
Μονομαχούσαν μέσα στο σαλόνι, πήγαν στην κρεβατοκάμαρα, ανέβηκαν στο κρεβάτι του Χόλιους, κρεμάστηκαν από τη βιβλιοθήκη, βγήκαν στο μπαλκόνι, ανοιγόκλεισαν το ψυγείο. Η έκβαση άδηλος! Κουράστηκα να τις κοιτάζω. Τα ξίφη έκαναν τσικ τσικ, η δική μου αριστερόχειρ με το δεξί πίσω στην πλάτη, η άλλη ως τυφών.
Κάποια στιγμή ο αγώνας έληξε. Η κυρία μου έχασε. Το τελικό σκορ ήταν Τσιριμπόμ - Αγοραφοβία 0 - 1. Ξεντύθηκε, έβαλε τις πυζάμες της, ξεβάφτηκε, πήρε ένα τηλέφωνο να ειδοποιήσει για μια ξαφνική αδιαθεσία και χώθηκε στον καναπέ με τα βιβλία της. 
Και να πεις ότι διάβαζε και κάτι καθηλωτικό, κάτι σπουδαίο... Να πω, χαλάλι... Δε μας έφταναν τα βάσανα μας έχουμε και αυτά τώρα...    

24/8/10

ΟΙ ΚΟΛΟΚΥΘΑΝΘΟΙ


Γυρίσατε? Γυρίσατε? (Τζένη Καρέζη από την ταινία "Δεσποινίς Διευθυντής").
Γυρίσαμε, γυρίσαμε... Το πολύ το κυρ ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Σχόλια και παραλειπόμενα διακοπών θα ακολουθήσουν αναλόγως εμπνεύσεως.
Τη Δευτέρα μετά της Παναγίας η κυρία μου πήγε στη δουλειά της και τη συνόδευσα τιμής ένεκεν. Όσο εκείνη αντάλλασε τα νέα με τους συναδέλφους εγώ συνομιλούσα με το μαύρο πρόβατο που έχει στο ράφι της βιβλιοθήκης της και το ενημέρωνα για τις καλοκαιρινές κραιπάλες μας.
Σε λίγο έσκασαν μύτη οι Αγαθοεργίες. Ήταν δύο σε μία. Η αρσενική αγαθοεργία είχε το πρόβλημα με το οποίο θα ησχολείτο η Τσιριμπόμ και η θηλυκή αγαθοεργία συνόδευε την αρσενική ως ένα είδος γραμματέως, συζύγου και θεραπαινίδος. Η κυρία μου τις περίμενε, την είχαν ειδοποιήσει ότι θα κατέφθαναν. Το πρόβλημα της αρσενικής αγαθοεργίας είχε να κάνει με ένα σωρό χαρτιά που έπρεπε να συμπληρωθούν, για τα οποία χαρτιά η θηλυκή αγαθοεργία κάλυπτε τη γραμματειακή υποστήριξη. Μεγάλοι άνθρωποι, ταλαιπωρημένοι μέσα στη γραφειοκρατία, που ανακάλυψαν την κυρία μου ως είδος βακτηρίας στο χρόνιο πρόβλημα τους.
Φανταστείτε τώρα το χώρο και το χρόνο. Δευτέρα πρωί (= περισσότερη δουλειά από ό,τι συνήθως), ένας διάδρομος μακρύς, γεμάτος κόσμο που πηγαινοέρχεται ή στέκεται όρθιος και χαζεύει ένα γύρω χωρίς ίχνος διακριτικότητας, ένας πάγκος με 4-5 νεώτερους συναδέλφους που κάνουν τις πρωινές δουλειές τους, δύο γραφεία με υπαλλήλους και τέλος περαστικοί που ρωτάνε διάφορα. Εμφανίζεται η Τσιριμπόμ σέρνοντας πίσω της τις Αγαθοεργίες. Είχαν ενημερωθεί όλοι οι συνάδελφοι ότι θα προέκυπταν και τις εξέταζαν με κριτικό μάτι όσο η κυρία μου διακινούσε τα δέοντα. Είχε βάλει την αρσενική να κάθεται σε μια καρέκλα στο ένα γραφείο και μαζί με τη θηλυκή στριφογύριζαν στον πάγκο για να συμπληρωθούν τα χαρτιά.
Σε κάποια στιγμή και ενώ οι συνάδελφοι και ο κόσμος πηγαινοερχόταν, η θηλυκή αγαθοεργία εξαφανίζεται και επιστρέφει με μια τσάντα σούπερ μάρκετ (διευκρινίζω "σούπερ μάρκετ" για να μη νομίσετε τσάντα Μολώτας ή Κακαούνης ή Μαντίλης κλπ.). Συνομωτικά πλησιάζει την κυρία μου (η κυρία μου πάνω στα τακούνια της, η θηλυκή αγαθοεργία οστεοπορωμένη από τα έτη, ε... υπήρχε μια διαφορά ύψους) και της λέει με κάπως χαμηλωμένη φωνή που ανάγκασε όλους τους παρευρισκόμενους να τεντώσουν τα αυτιά τους για να ακούσουν καλύτερα :
- Σας έφερα βλήτα και κολοκυθανθούς. Πάρτε τα να μην τα δει κανείς.
Η κυρία μου έσκασε στα γέλια και της είπε :
- Ευχαριστώ πολύ κυρία Μήτσου μου. Αλλά γιατί το λες έτσι? Μυστικοπαθώς και χαμηλοφώνως? Βλήτα και κολοκυθανθοί είναι. Να πω ότι μου έδινες καμιά επιταγή των 10.000 ευρώ να χαμηλώσεις τη φωνή και να με ξεμοναχιάσεις αλλά για τους κολοκυθανθούς? Ποιος θα με κατηγορήσει?
Η δήλωση της κυρίας μου προκάλεσε τη γενική θυμηδία των συναδέλφων και αυτόματα οι Αγαθοεργίες μετονομάστηκαν τιμής ένεκεν σε Κολοκυθανθούς.
Οι δύο μικροί Κολοκυθανθοί εξυπηρετήθηκαν με κάθε άνεση λόγω αγάπης του τμήματος για τους ανήμπορους και γερόντους και όχι λόγω βλήτων φυσικά. Όπως τόσοι και τόσοι άλλωστε, ουκ έστιν αριθμός. Έφυγαν με τους χαιρετισμούς όλων και τα χορταρικά κληροδοτήθηκαν σε όσους προτίθεντο και ήξευρον να τα μαγειρέψουν. Διεσώθη με κόπο ένα βλήτο για το μεσημεριανό μου.
Αργότερα η κυρία μου σκεπτόταν ότι πολλές φορές ένας άνθρωπος που δεν τον γνωρίζουν οι άλλοι μπορεί να δημιουργήσει μια εντελώς λανθασμένη εικόνα μέσα από μια στιγμιαία συμπεριφορά του και να κακοχαρακτηριστεί αδίκως. Αυτή η σκέψη την κατέβαλλε λίγο. Τι το ήθελε το σχόλιο με την επιταγή μέσα σε όλον αυτό τον κόσμο? Καλά οι συνάδελφοι, την ξέρουν. Πολλές φορές ξεραίνονται στα γέλια με όσα λέει αυτή και ο κύριος Μαύρος. Η ζωντάνια και το χιούμορ τους ψυχαγωγούν σε δύσκολες καταστάσεις ακόμα και άκαιρα. Από την άλλη η κυρία μου μαλακώνει τις εντυπώσεις αυτοσαρκαζόμενη αγρίως. Αλλά οι άγνωστοι? Τι θα σκέφτηκαν?
Ξανα-αποφάσισε λοιπόν να περιχαρακωθεί, να λέει λίγα λόγια και να είναι σοβαρή. Αποφάσισε επίσης να γίνει απρόσιτη και αγέλαστη. Η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει να είναι τιμία αλλά να φαίνεται και τιμία....
Ευτυχώς οι νοερές αυτές εξαγγελίες κράτησαν ακριβώς 32 λεπτά. Σε τόση ώρα ακριβώς μαζεύτηκαν όλοι στο Μεγάλο Γραφείο για τη Συζήτηση Επί Των Θεμάτων και ακούστηκαν από όλους οι διαφορετικές εκδοχές των Κολοκυθανθών μέσα σε τρανταχτά γέλια και σχόλια...     

14/6/10

ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΑ ΨΙΛΑ... (ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ)

Αν και εκτός θέματος πλέον και πέραν παγκόσμιας ημέρας διακοπής καπνίσματος, θα συμπληρώσω μια ιστορία, θα βάλω μια φωτογραφία και δεν θα ξαναγκρινιάξω για το θέμα (για ένα διάστημα). 
Είμαστε με την κυρία μου στις Βρυξέλλες. Χοντροί και οι δύο από τα σοκολατάκια και τις τηγανητές πατάτες με μαγιονέζα παρακολουθούσαμε τις εργασίες μας. Εγώ αναλογιζόμουν ότι δεν είδα πουθενά καναρίνια, εκείνη αναλογιζόταν ότι δε θα ήθελε ποτέ να ζει σε αυτή την πόλη. 
Το βράδυ θα πηγαίναμε για φαγητό στο Belga Queen. Μας συνόδευε ο γλυκύτατος Mr. John του οποίου επιλογή ήταν το εστιατόριο. Στο χώρο κυριαρχούσε το λευκό χρώμα. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα, οι σερβιτόροι φορούσαν μακριές άσπρες ποδιές και οι παρέες ήταν ζωντανές και θορυβώδεις. Όταν μπήκαμε στην αίθουσα περιμέναμε να μας βάλουν στο τραπέζι μας αλλά αντ΄ αυτού μας κατηύθυναν στο υπόγειο! Δεκάδες κοροϊδευτικές σκέψεις αναδύθηκαν από το μυαλό της κυρίας μου. Περίμενα υπομονετικά να περάσει η θύελλα!
Κατεβήκαμε από μια σκάλα ντυμένη με μαύρο βελούδο. Το ίδιο ντυμένοι ήταν και οι τοίχοι της καθόδου. Ολίγον ζοφερό φαινόταν. "Έτσι είναι η κατρακύλα στα έγκατα" σκεφτόταν η Τσιριμπόμ, "μαύρη, όπως κάθε κάθοδος". Η κάθοδος με απορρόφησε, οι σκέψεις - με ταχύτητες αστραπής - της κυρίας μου με ζάλισαν και δεν πρόσεξα τα κάδρα με τις φωτογραφίες στον τοίχο της καθόδου. Συναντήσαμε μια βαριά γυάλινη πόρτα. Μπήκαμε σε ένα μισοφωτισμένο χώρο και έκλεισα προς στιγμήν τα μπιρμπιλωτά ματάκια μου για να προσαρμοστούν.
Το υπόγειο του Belga Queen ήταν ένας παράδεισος χαλάρωσης. Πρώην τράπεζα, η ‘Crédit du Nord’, μας παρέδιδε στα θησαυροφυλάκια της. Εγκαταλελλειμένα από καιρό παραδόθηκαν σε διακοσμητές οι οποίοι φρόντισαν να δώσουν έναν αέρα σαβάννας με χρώματα από το Βελγικό Κονγκό. Στη μία γωνιά ήταν ένα πολυτελές μπαρ που σέρβιρε κοκτέιλς και ποτά. Δίπλα του υπήρχαν προθήκες γεμάτες πούρα Αβάνας. Σε όλο το χώρο υπήρχαν δερμάτινοι καναπέδες και πολυθρόνες, νερά που έτρεχαν σε γυάλινα διαχωριστικά, καλυμμένα με φοίνικες και διακριτική μουσική. Τι μέρος!
Η κυρία μου μαγεύτηκε, το ίδιο κι εγώ. Έφυγα από την καρφίτσα της και πέταξα στους φοίνικες. Εκείνη πήρε το ποτό της και κατέφυγε σε έναν καναπέ για να κατοπτεύσει με την ησυχία της το χώρο. Το επόμενο βήμα θα ήταν να πάει στην προθήκη και να πάρει ένα πούρο να καπνίσει! Να το έβλεπα κι αυτό!!! Πιστεύω ότι τη συγκράτησε μόνο η τιμή που θα πλήρωνε για ένα πούρο Αβάνας, τίποτε άλλο. Πάντως, όλοι οι αντικαπνιστές, μαζί και η κυρία μου, εκεί κάπνισαν ένα τσιγάρο. Για να δείτε πόσο ρόλο παίζει ένα υποβλητικό τοπίο και μία μειωμένη άμυνα...

  Καθισμένοι όλοι στους καναπέδες, με ένα ποτό και ένα τσιγάρο στα χέρια, κουβέντιασαν για ώρα και άφησαν τις τύψεις για τη συμπεριφορά τους για αργότερα. Φεύγοντας, θαύμασαν τις φωτογραφίες στον τοίχο της ανόδου : η προπαγάνδα του τσιγάρου δια χειρός επωνύμων. Μέχρι και ο Πηρς Μπρόσναν! Μέχρι και αυτός!

  

1/6/10

ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΑ ΨΙΛΑ...

Πέρασε κι αυτό στα ψιλά. Θα μου πεις, με τόσα κοσμογονικά που γίνονται γύρω γύρω, η παγκόσμια ημέρα για τη διακοπή του καπνίσματος μας μάρανε. Δεν πειράζει, εγώ έχω χρέος να διαφυλάξω τις φωνητικές μου χορδές και να τοποθετηθώ υπέρ της διακοπής. Σας επισυνάπτω και ένα μικρό απόσπασμα από ένα κείμενο που βρήκα.
Σε μια χώρα όπως η δική μας που οι προειδοποιήσεις δεν πτοούν τη συνήθεια και το κάπνισμα κατάφερε να συνυφανθεί με τον ελληνικό τρόπο ζωής, η συνειδητή προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος μοιάζει εξωπραγματική. Δεν πρέπει να είναι όμως. Σκεφθείτε μόνο την αλαζονεία της απάντησης υψηλόβαθμου στελέχους καπνοβιομηχανίας, παχυλά αμειβόμενου, όταν ρωτήθηκε εάν καπνίζουν στις συνεδριάσεις τους : «Δεν καπνίζουμε βρωμιές. Τις πουλάμε στους νέους, στους φτωχούς, τους μαύρους και τους κουτούς».
Πολύ μου άρεσε!

27/5/10

Η ΑΦΟΡΜΗ ΗΤΑΝ ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ

Ακούει ένα ανεπαίσθητο τοσοδούλι κρακ η κυρία μου και της μένει το χεράκι από τα γυαλιά της στο χέρι. Επιθεώρησε περισπούδαστα τη βλάβη και έβγαλε τη μικροσκοπική κόλλα από το συρτάρι της.
"Δεν κολλιούνται αυτά" είπε από δίπλα ο σοφός κύριος μου αλλά ποιος τον άκουσε. "Θα το κολλήσω" είπε "και θα είναι εντάξει". Το κόλλησε και ξαναφόρεσε τα γυαλιά της. "Δεν είναι καιρός για έξοδα" αποφάνθηκε.
Σε μια εβδομάδα της ξανάμεινε το χεράκι στο χέρι. Ήταν πλέον αναπόφευκτο να δράσει ριζικά. Για να φτιαχτούν καινούργια γυαλιά ούτε λόγος. Σκέφτηκε ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να βρεθεί ένας νέος σκελετός για να ταιριάξουν τα ήδη υπάρχοντα τζάμια. Δεν πήγε εκεί που πηγαίνει πάντα. Ήθελε αλλαγές. Ενώ ξέρει ότι οι αλλαγές στη ζωή δε βγαίνουν συνήθως σε καλό. Πήγε σε ένα μεγάλο και γωνιακό κατάστημα της περιοχής. Πήγε με εμφάνιση, απλή να την πω, ατημέλητη να την πω... από αυτές τις εμφανίσεις πάντως που δεν εμπνέουν κύρος για πελάτη. Αλλά αυτή έτσι κυκλοφορεί γύρω γύρω μια ζωή. Μπήκε σαν σίφουνας στο μαγαζί και εξήγησε τι ήθελε. 
Η υπάλληλος ήταν ψηλή, όμορφη, ξανθιά, αεράτη και γύρω στα 25. Όχι αγενώς αλλά κάπως "υπεράνω" της έριξε μια αδιάφορη ματιά και της ξεκαθάρισε δια μιας ότι έπρεπε να φτιάξει καινούργια γυαλιά. Πρώτο λάθος της, τη στιγμή που η κυρία μου είχε εξηγήσει τι ακριβώς ήθελε, όχι τι έπρεπε να γίνει.
Μετά κατευθύνθηκε στον μετρητή βαθμών μυωπίας και ανεφώνησε έκθαμβη όσο πιο δυνατά μπορούσε τους βαθμούς της, ένα θέμα ταμπού στην οικογένεια μας. Πιο ταμπού δε γίνεται. Δεύτερο λάθος! Οι βαθμοί μυωπίας στα γυαλιά της κυρίας μου αποτελούν επτασφράγιστο μυστικό το οποίο αμφιβάλλω αν γνωρίζει ακόμα και ο κύριος μου! Και αυτή τούς ούρλιαξε σχεδόν σε όλο το κατάστημα, βαθιά εντυπωσιασμένη από το μέγεθος! Να φανταστείτε όλοι οι πελάτες που βρίσκονταν στο μαγαζί εκείνη την ώρα, γύρισαν με ενδιαφέρον και συγκεκαλυμμένο οίκτο να αντικρίσουν αυτό το λυπηρό αξιοθέατο, μισότυφλο πλάσμα! 
Μετά η ξανθιά κατευθύνθηκε με το ίδιο υπεράνω και βαριεστημένο ύφος (ύφος "τι με βάζει αυτή και κάνω τώρα") σε διάφορα συρτάρια προσπαθώντας να βρει σκελετό που να ταιριάζει στα γυαλιά. Οι κινήσεις της ήταν νευρικές. Ήταν οι κινήσεις του ανθρώπου που δεν αγαπά τη δουλειά του και την κάνει από ανάγκη. Ανάμεσα στην προσπάθεια της να βρει κάποιον κατάλληλο σκελετό, πιέζει το τζάμι να βγει από το σκελετό και..... το σπάει. Τρίτο και τελευταίο λάθος!!!
Η κυρία μου έγινε όχι απλώς έξαλλη αλλά κοχλαστή. Άστραψε και βρόντηξε μέσα της. Της ήρθε να την πιάσει από το μαλλί και να την περιβρογχίσει με τις εξτένσιον της. Όμως παρέμεινε στα πλαίσια της ευπρέπειας και της ευγένειας. Είπε μόνο, λίγο λαχανιαστά από τη δύσπνοια που φέρνει ο θυμός όταν κάποιος προσπαθεί να τον ελέγξει.  "Τι μου κάνατε τώρα? Μου ανατρέψατε όλο μου το πρόγραμμα". Εννοούσε το οικονομικό πρόγραμμα. Και βέβαια τα μάτια της πέταγαν στη νεαρά, μαχαίρια καλά ακονισμένα. "Κάποτε θα έσπαγαν" ήρθε η αποστομωτική απάντηση από την Υπάλληλο Με Τα Άτσαλα Χέρια.¨Εγινα ακόμα μια φορά υπερήφανο για την κυρία μου εκείνη τη μέρα : επέδειξε υψηλό ήθος! Δεν είπε τίποτε.  
Η κυρία μου ανάμεσα στα άλλα της ελαττώματα έχει και ένα καταστροφικό : είναι οξύθυμη. Το ξέρει πολύ καλά και φροντίζει να συγκρατείται. Αλλά όχι πάντα. Πολλές φορές έχει καταστρέψει μέσα σε δευτερόλεπτα την καλή εικόνα της. Ο κύριος μου της λέει ότι γεμίζει την καρδάρα και μετά δίνει μια κλωτσιά και χύνει το γάλα. Σοφό! Έτσι είναι ακριβώς. Και βέβαια όταν της περάσουν τα νεύρα το μετανοιώνει και οι ενοχές που δεν κατάφερε να κρατηθεί τη βασανίζουν για μέρες. 
Θυμάμαι δύο χειμώνες πριν που η κυρία μου ήταν μονίμως έξαλλη. Είχε κουραστεί πολύ εκείνο το χειμώνα στη δουλειά της και μοιραία της έφταιγαν όλα. Η σωματική κούραση έφερε την ψυχική με αποτέλεσμα να βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικού τσίου - τσίου ή κατάρρευσης όπως το λέτε απλοϊκά εσείς. Τότε έλαβε τη γενναία απόφαση να αλλάξει δουλειά και να μετακινηθεί σε άλλο πόστο της υπηρεσίας της. Αυτή η μετακίνηση ήταν πανεύκολη για την Τσιριμπόμ διότι πολλές υπηρεσίες τη διεκδικούσαν και τη βολιδοσκοπούσαν κατά καιρούς. Μάταια ο Οικιακός Βούδας - Κύριος μου της έλεγε να κάτσει στα αυγά της γιατί "ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο". Ανένδοτη αυτή. Έκανε μάλιστα και αποχαιρετιστήριο πάρτυ στους νέους σε ηλικία συναδέλφους, κρυφά από τα Διευθυντικά Στελέχη!
Το πνεύμα της αυτοκριτικής που τη διέπει όμως δεν την άφηνε ήσυχη. Πίστευε ότι έφταιγε κυρίως η ίδια, όχι η κούραση και αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Δεν ήταν φυσιολογικό να θέλει να φάει άνθρωπο από τα νεύρα της! Κάτι έπρεπε να κάνει... Έχει έναν ξάδερφο ψυχίατρο μερικά χρόνια μεγαλύτερο της. Του τηλεφώνησε, του έκθεσε το πρόβλημα της και του ζήτησε να τη στείλει σε Ομάδα Διαχείρισης Οργής. Είναι γνωστό πλέον σε όλους ότι, ώρες ώρες η Τσιριμπόμ νομίζει ότι ζει δίπλα από τη Mayo Clinic, ότι το νοσοκομείο του San Diego είναι δεύτερο σπίτι της και ότι το Brompton London Hospital αποτελεί προέκταση του μπαλκονιού της. Άκου τι σκέφτηκε! Ομάδα Διαχείρισης Οργής! Πέθανα στα γέλια...
Ήταν πεπεισμένη ότι ακουμπούσε στη λύση του προβλήματος της. Θα πήγαινε εκεί και θα θεραπευόταν. Ο ξάδερφος αφού την άκουσε, μαθημένος να ακούει καθημερινά χειρότερα από αυτά, άνοιξε το στόμα του και την κεραυνοβόλησε. "Είσαι πολύ λογική και νοήμων για να μη μπορείς να δώσεις τη λύση μόνη σου. Δε χρειάζεσαι ομάδες εσύ. Βάλτα κάτω, σκέψου και αντιμετώπισέ το. Είναι εύκολο για σένα".
Τι προδοσία! Να έχεις ένα πρόβλημα, να το αναγνωρίζεις, να το παραδέχεσαι, να ζητάς βοήθεια ... και να σου λένε "Βρες τη λύση μόνος σου". Μα, άμα μπορούσα δε θα ζητούσα βοήθεια! Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβει κάποιος? 
Μ΄αυτά και μ΄αυτά όμως η Τσιριμπόμ μάζεψε τα βρεγμένα της και συνήλθε από μόνη της. Δε χρειάστηκε να φύγει από τη δουλειά της και - όπως αποδείχτηκε σύντομα, προς δικαίωση του κυρίου μου - ευτυχώς που δεν έφυγε. Τα πράγματα διορθώθηκαν γρήγορα.  Όσο για μένα, εφηύρα το παρόν ιστολόγιο για να αντιμεωπίσω τις δικές μου κρίσεις οργής και κακίας. Και υποπτεύομαι ότι το κόλπο το αντέγραψε κι αυτή αλλά ακόμα δεν έχω ανακαλύψει πού. Λέτε άμα μπω στο Google και βάλω τις λέξεις "ξανθιά, σπασμένα γιαλιά, οργή" να την πιάσω?          

23/5/10

ΓΛΟΥΠ!

Αυτό μόνο είπε η κυρία μου και ατένισε ένα ακαθόριστο σημείο του τοίχου της κουζίνας. "Γλουπ" και ξανά "γλουπ". Την κοίταξα καχύποπτα. Ξεμπέρδεψα τόσο εύκολα από αυτήν? Έτσι έρχονται τα εγκεφαλικά? Λέει το θύμα ένα "γλουπ" και μένει στήλη άλατος να ατενίζει το υπερπέραν?
Μετά σκέφτηκα ωριμότερα. Έχει αποδείξει πολλαπλώς τη γονιδιακή της ανθεκτικότητα. Άρα κάτι άλλο είναι, είπα.
"Χμ", αναφώνησε όταν χτύπησε εκείνο το βράδυ το κινητό της. "Τι να θέλει τώρα αυτός?" είπε. Κατέβηκα με μιας από την κούνια μου και έστησα αυτί. Στην άλλη άκρη των τηλεπικοινωνιακών σημάτων ήταν ένα εκ των πολλών Διευθυντικών Στελεχών του ευρύτερου χώρου της δουλειάς της. Ήθελε ένα κείμενο, κάπως εκλαϊκευμένο, για ένα θέμα - αφιέρωμα σε μια εφημερίδα. Δεν μπορούσε να βρει κάποιον και σκέφτηκε το ζώον, το δικό μου, που δε μπορεί ποτέ να βροντοφωνάξει "ΟΧΙ". Τόσα ποιήματα που είπε στο Δημοτικό στην εθνική επέτειο και τόσα "όχι"που ξεφώνισε τότε, εξάντλησε όλα τα "όχι" της ζωής της.
Το κείμενο το ήθελε σε μια μέρα επειδή θα έφευγε για τη Νέα Ορλεάνη και έπρεπε να το δώσει εγκαίρως στο δημοσιογράφο για σελιδοποίηση. Έκατσε το βόδι το δικό μου και έγραφε όλο το βράδυ. Κατάφερε να το τελειώσει και το έστειλε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Την άλλη μέρα τσουπ! να το το Διευθυντικό Στέλεχος στο γραφείο της. Αντάλλαξε αβρότητες με το δικό μας Διευθυντικό Στέλεχος και έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή από την τσέπη του. Η κυρία μου γούρλωσε τα μάτια της και είπε "τι είναι αυτό?". Εκείνος απάντησε μακάρια "θέλουν και μια φωτογραφία σου". Κακήν κακώς τον έδιωξε. Δεν είμαστε καλά που θα καθόταν να τη φωτογραφίσει. Για να έχει να γελάει με τις εβδομάδες!
Έχουμε ένα πρόβλημα με τις φωτογραφίες. Δεν είμαστε φωτογενείς ούτε εγώ ούτε η κυρία μου. Και αυτό το ξέρουν πολύ καλά ορισμένοι και όποτε βγάζουμε φωτογραφίες τις παίρνουν και ψυχαγωγούνται με τις ώρες.
Το "γλουπ" λοιπόν αναφερόταν στην επιτακτική της ανάγκη να βρει μια αξιοπρεπή φωτογραφία να στείλει. Έψαξε από δω έψαξε από κει, βρήκε μία τελικά και την έστειλε. Ένα τέρας σε μια σπλαχνική λήψη! Ταυτόχρονα ετοίμασε μια σειρά ξόρκια για κακό καιρό στη Νέα Ορλεάνη, πολλά κενά πάνω από τον Ατλαντικό, ματαιώσεις ενδιάμεσων πτήσεων και κατσαρίδων στα δωμάτια. 
Μη με ρωτάτε σε ποια εφημερίδα θα δημοσιευτεί το απόσταγμα σοφίας. Δεν ξέρει ούτε αυτή, δεν της είπε το Στέλεχος. Γι΄ αυτό και τα ξόρκια.

Βέβαια από το να ζούσε, να κυκλοφορούσε και να φωτογραφιζόταν έτσι, καλύτερα τώρα. Πάω να την μεταπείσω για τα ξόρκια...

30/4/10

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Τα συναισθήματα μου αυτόν τον καιρό είναι αντικρουόμενα. Είμαι ένα καναρίνι πολυσυναισθηματικό και μη μου πείτε ότι οι νεολογισμοί είναι χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας. Πολυσυναισθηματικό είναι η λέξη και δεν μ΄ενδιαφέρει αν δεν υπάρχει μέσα στα λεξικά και θεωρείται νεολογισμός. Από τη μια λοιπόν έχω τις προσωπικές μου απογοητεύσεις και από την άλλη έχω, ποιον άλλον την Τσιριμπόμ, την οποία πρέπει συνεχώς να επιτηρώ και να επαναφέρω υπούλως στην τάξη.
Για να γίνω πιο σαφές, ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ που με άφησαν και φέτος στο ράφι, έχω να ασχολούμαι νυχθημερόν με τα δικά τους. Εγώ δεν έχω ζωή πια? Φέτος ήταν να με παντρέψουν υποτίθεται. Να φτιάξω κι εγώ τη ζωή μου, να νοικοκυρευτώ, να πολλαπλασιαστώ. Τι έγινε? Τίποτα. Σιωπή ιχθύος. Και μη μου πείτε ότι δεν υπάρχουν νύφες. Φτάνουν πια οι δικιολογίες! Με κοροιδεύουν! Δε θα με παντρέψουν ποτέ. Θα γεράσω με τις μελωδίες μου, με τα απομνημονεύματα μου, μέσα στο παλιό κλουβί μου και θα μείνω στην ιστορία των προγόνων ως ένα ανύπανδρο καναρίνι - εφευρέτης προηγμένων μικροτσιπ.
Ανασκοπώντας το χειμώνα που πέρασε και ξεφυλλίζοντας τα ημερολόγια μου, βλέπω ότι η ασθένεια του Πεθερικού έδωσε ένα τόνο εγρήγορσης στην οικογένεια. Όταν το Πεθερικό μπήκε στο νοσοκομείο η Τσιριμπόμ εκλήθη να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Οι μέρες που πέρασε δίπλα της, η μοιραία ταλαιπωρία που υπέστη στο νοσοκομείο και κυρίως η ψυχολογική κούραση την κατέβαλλαν αρκετά. Άσε που κατανόησε καλύτερα τι περνάει ο κόσμος που φροντίζει γερόντους και κάθε τρεις και λίγο τους τρέχει στα νοσοκομεία και υφίσταται τη μεγάλη ταλαιπωρία των συνεχών εξηγήσεων και επεξηγήσεων και στο τέλος παίρνει πίσω στο σπίτι το γερόντιο υπό μορφή πακέτου με κόκκινο φιόγκο. "Δεν έχει τίποτε το σοβαρό για να νοσηλευτεί, μεγάλη ηλικία, γεράματα, αυτά θα τα έχετε..."
Μόνο μια ελαφριά μυρωδιά της ταλαιπωρίας πήρε η Τσιριμπόμ με την ασθένεια του Πεθερικού. Ευτυχώς έτσι πολυμήχανη που είναι, προέβλεπε και οργάνωνε την άμυνα της και δεν χρειάστηκε να εξοντωθεί. Το μάθημα που πήρε ήταν ότι αλλιώς είναι τα πράγματα από τη μια μεριά κι αλλιώς από την άλλη. Επαλήθευσε ότι καλό είναι να βάζουμε πάντα στη θέση του άλλου την αφεντιά μας και να δούμε πώς μπορούμε να τον διευκολύνουμε βιώνοντας έστω και τεχνητά το ζόρι που τραβάει τη δεδομένη στιγμή.
Το Πεθερικό, αν ζει σήμερα, το οφείλει στην Τσιριμπόμ και μόνο. Θα μπορούσε σήμερα να την ατενίζει από τους ουράνιους λειμώνες φορώντας λευκό φορεματάκι και παίζοντας μια άρπα. Όταν πήρε το εξιτήριο όμως ξεκίνησε το δεύτερο μέρος του έργου. Η αποκατάσταση. Άλλο μεγάλο κεφάλαιο που συνειδητοποίησε η κυρία μου. Δεν είναι μόνο να πάρεις ένα παπούδιο στο σπίτι από το νοσοκομείο, είναι να το ξαναστήσεις στα πόδια του, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Ο αγώνας κράτησε δύο μήνες και εμπεριείχε πολύ κόπο. Το Πεθερικό ήταν πολύ καταβεβλημένο, είχε ανοίξει ο πωπός του από τα πάμπερ, είχε αδυνατίσει παντού εκτός από τη γλώσσα και το μυαλό... Η καινούργια λέξη που προστέθηκε στο λεξιλόγιο μας ήταν κλινοφιλία. Το Πεθερικό έμενε ξαπλωμένο στο κρεβάτι του όλη μέρα και τεμπέλιαζε. Φώναζε ο κύριος μου. "Σήκω! πρέπει να σηκωθείς, αλλιώς θα πέσεις για πάντα στο κρεβάτι...". Το Πεθερικό ψέλλιζε κάτι αδύναμες δικιολογίες και το ξανάριχνε στον ύπνο. Αυτό γινόταν 2  μήνες ολόκληρους.
Η ιστορία θα τραβούσε εις μάκρος αν δεν ερχόταν το Πάσχα. Σε κάποια κουβέντα της οικογένειας ετέθη το ζήτημα των πασχαλινών προγραμμάτων φύλαξης του Πεθερικού και αδείας της Νταντάς του. Οργανώθηκαν βάρδιες, επιστρατεύτηκαν άνθρωποι. Όταν το μυρίστηκε το Πεθερικό είπε τον εξής χρησμό. "Τι? Θα μείνω εδώ? Δε θα φάω φέτος το ωραίο αρνάκι που φτιάχνετε στον Άλλο Μπύθουλα? Θα έρθω στον Άλλο Μπύθουλα για το Πάσχα". Αυτό ήταν! Απίστευτο τι μπορεί να κάνει η ανθρώπινη φύση εάν έχει κίνητρο! Να έχανε το αρνάκι και την ψυχαγωγία στο σπίτι μας? Να έμπαινε απουσία πρώτη φορά στα 20 χρόνια? Δεν είμαστε καλά!
Εκεί που κανένας δεν πίστευε ότι το Πεθερικό θα ξαναστηνόταν στα πόδια του, εκείνο, σε πείσμα όλων, ζώστηκε το πι και ήρθε. Κατέλαβε τη γνωστή θέση στον καναπέ του σαλονιού και μπερδεύτηκε μέσα στο πρόγραμμα του σπιτιού. Η Τσιριμπόμ αγόρασε το αρνάκι, το έψησε και στο πασχαλινό τραπέζι έγλυφαν όλοι τα δάχτυλα τους με πρώτο το Πεθερικό, αν και η όρεξη του είναι πλέον λίγο πεσμένη σε σχέση με τα παλιά.
Μεγάλα μαθήματα πήρε η κυρία μου από όλη αυτή την ιστορία της ασθένειας, παρολίγον μοιραίας, του Πεθερικού. Επαληθεύτηκαν ορισμένες παροιμίες του ελληνικού λαού, γεμάτες σοφία και αναθεώρησε πολλές σκέψεις της η ίδια. Όμως υπήρξε και κάτι άλλο....
Δίπλα στο Πεθερικό νοσηλευόταν η Μουμίν με πυρετό και γαιδουρόβηχα. Τα απογεύματα και τα βράδια που η κυρία μου καθόταν δίπλα στο Πεθερικό άκουγε γκάχα γκούχα τη Μουμίν και την έλουζε κρύος ιδρώτας. Μερικές μέρες μετά, μετακόμισαν τις δύο γριές στο διπλανό δωμάτιο και έμεινε η Μουμίν μόνη της. Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια.
Όταν το Πεθερικό πήρε εξιτήριο και μετακόμισε σπίτι του, βρήκε την ευκαιρία η κυρία μου να ασχοληθεί λίγο με τον εαυτό της. Το ψυχικό ζόρι που τράβηξε όλο αυτό τον καιρό είχε αντίκτυπο στον οργανισμό της, άλλο αν δεν το καταλάβαινε η ίδια. Τις περισσότερες φορές που είσαι μέσα σε μια κατάσταση αδυνατείς να κατανοήσεις την επίπτωση της τη δεδομένη στιγμή επάνω σου. Νομίζεις ότι όλα πάνε ρολόι. Και πρέπει να περάσει καιρός, να αποστασιοποιηθείς από τα γεγονότα για να κάνεις come back και να ανασκοπήσεις τις επιπτώσεις. Τότε είναι που γουρλώνεις τα μάτια και αναφωνείς "Πω πω τι πέρασα τότε! Μα καλά, πώς άντεξα?". Νομίζεις πως άντεξες. Ο οργανισμός στρεσαρίστηκε τόσο μα τόσο πολύ και τα δείγματα της πίεσης ξεπροβάλλουν συχνά πυκνά όπως τα ξερόχορτα μέσα από τις πέτρες.
Έκανε λοιπόν η Τσιριμπόμ τις εξετάσεις της και της είπαν ούτε λίγο ούτε πολύ. "Συγχαρητήρια, είσθε μια Μαργαρίτα Γκωτιέ της σύγχρονης εποχής". Εντάξει, υπερβάλλω. Όχι τόοοοσο Μαργαρίτα Γκωτιέ αλλά κάπως. Δηλαδή για να ακριβολογώ, δεν αρρώστησε αλλά ήρθε σε επαφή με το μικρόβιο όταν ο οργανισμός της ήταν καταβεβλημένος από την κούραση και τα ξενύχτια. Ο οργανισμός της όμως δεν είναι και κανένας τυχαίος! Ξεσηκώθηκε και αντέδρασε με λύσσα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να μεταβληθούν οι εξετάσεις της και η λύσσα να απεικονιστεί ως θετική mantoux. Αχ ρε Μουμίν, τι μας έκανες!
Πώς αντέδρασε η Τσιριμπόμ? Έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει? Έπαθε κατάθλιψη και διευκόλυνε τη δίαιτα της? Πήρε άδεια να σκεφτεί το μέλλον της? Έκανε και άλλες πιο πολύπλοκες εξετάσεις? Χα χα! Πόσο λίγο ξέρετε την Τσιριμπόμ όσοι βάλατε νοερό x σε μια από τις παραπάνω επισημάνεις. Καμία άλλη εξέταση δεν έκανε διότι τις θεώρησε περιττές και με κόστος (κόστος σε ακτινοβολία, όχι οικονομικό, είπαμε... αλλά όχι κι έτσι...). Στεναχωρέθηκε στιγμιαία γιατί θα έπρεπε να πάρει φάρμακα για 4 μήνες αλλά αμέσως σκέφτηκε τα χειρότερα και τελικά χάρηκε. Ανάποδος άνθρωπος. Όλος ο κόσμος περιπίπτει σε μελαγχολία και σκέψεις, κατά κανόνα μαύρες, όταν του λες ότι θα πάρει για 4 μήνες 2 φάρμακα βαριά για το σηκώτι και που πρέπει να τα παίρνει το πρωί νηστικός μέσα στα άγρια χαράματα για να δράσουν. Εκείνη σκέφτηκε πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα, πόσο χειρότερα φάρμακα κυκλοφορούν για μοιραίες παθήσεις που δε βλάπτουν μόνο σηκώτι αλλά μαλλιά, νεφρά κλπ. και ανέβασε τη διάθεση της τόσο που με χαρά τα έπαιρνε τελικά τηρώντας ευλαβικά τα ωράρια αλλά όχι και την αποχή από το αλκοόλ.
Όσοι άκουγαν για την προληπτική της θεραπεία και την ατυχία της να αρπάξει το μικρόβιο τη συμπονούσαν και την παρηγορούσαν. Εκείνη όμως γελούσε και τους έλεγε "Σιγά καλέ, τα αυγά. Θα μπορούσε να ήταν κάτι πολύ χειρότερο! Πάλι καλά! Μια χαρά είμαι!". Στο σπίτι έμπαινε ανενόχλητη στο ρόλο της Μαργαρίτας Γκωτιέ και έψαχνε στο διαδίκτυο τις περιπέτειες της άτυχης νεαράς.
Για να ξεσκάσει λιγάκι μετά από όσα τράβηξε, η Θεά Τύχη την επέλεξε για να της προσφέρει ένα ταξίδι στο Cape Town. Ταξίδι προορισμένο αποκλειστικά για Διευθυντικά Στελέχη. Τι κρίμα που τελευταία στιγμή ένα συμπαθές Διευθυντικό Στέλεχος αποφάσισε να μην πάει! Και περίσσεψε η θέση! Και τι τύχη να την πάρει η Τσιριμπόμ! Πήγα κι εγώ και περάσαμε χρυσά. Αλλά αυτά θα τα διαβάσετε αλλού σε διάφορα αφιερώματα που θα ακολουθήσουν.
Η Μαργαρίτα Γκωτιέ δουλεύει σήμερα το βράδυ οπότε θα ασχοληθεί το πρωί με τη λαική (Παρασκευή σήμερα) και το διαδίκτυο. Το βράδυ προμηνύεται δύσκολο και με πολλή δουλειά αλλά πέρα βρέχει, δεν τη βλέπω να έχει ιδιαίτερο άγχος. Λες να συνηθίζει πια το κλίμα μετά από 20 χρόνια? Μπα, συγκυριακό είναι. Αυτά τα φάρμακα που παίρνει φαίνεται έχουν και άλλες δράσεις, κατευναστικές, αλλιώς δεν εξηγείται... Όλα έχουν βρει τη λύση τους και έχουν μπει στη ροή του ποταμιού. Μόνο οι δικοί μου γάμοι δεν τελεσφόρησαν...    

5/4/10

ΤΟ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟ ΠΑΖΛ

Σα να μην έφταναν οι υπόλοιπες τρέλες της οικογένειας τις οποίες έχω κληθεί κατά καιρούς να αντιμετωπίσω, τώρα τελευταία προστέθηκε και μια καινούργια. Τα εορταστικά πάζλ.
Όλα ξεκίνησαν τα περασμένα χριστούγεννα που το κανονικό μου αφεντικό κουβάλησε στο σπίτι ένα παζλ με 1000 κομμάτια. Ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Παρισιού. Σαν κατασκευή ήταν δύσκολη με τόσα γκρι, μαύρα και άσπρα χρώματα. Τα χριστούγεννα πέρασαν με τον κύριο μου, το κανονικό μου αφεντικό, εμένα και τον μικρό Ντίντη ξαπλωμένους στα χαλιά να φτιάχνουμε επί σειρά ημερών το παζλ.


Κάποτε το τελειώσαμε και έκτοτε παρέμενε φτιαγμένο στο χαλί του δωματίου του κανονικού μου αφεντικού να σκοντάφτουν όλοι επάνω του και να το βρίζουν. Είδε και απόειδε η κυρία μου το φορτώθηκε και πήγε να το κάνει κάδρο να ξεμπερδεύει. Το προόριζε για το φοιτητικό σπίτι της Πάτρας.  Στα μισά της σκάλας το παζλ διαλύθηκε μερικώς και το ξανάφερε πίσω μουρμουρίζοντας και ειδοποιώντας το Ντίντη να έρθει να το επισκευάσει.
Μετά ρωτήσαμε την Καδρού να μας πει πώς να το μεταφέρουμε με ασφάλεια στο μαγαζί της. Μας είπε και το γυρίσαμε ανάποδα, το κολλήσαμε σε εφημερίδα και της το πήγαμε. Έτσι, οι κόποι των χριστουγέννων έγιναν κάδρο.

Τη Μ. Παρασκευή το απόγευμα η κυρία μου πήρε το Ντίντη και πήγαν σε ένα μεγάλο μαγαζί με παιχνίδια για να χαζέψουν και να του αγοράσει το πασχαλινό δώρο του.
Το παιδάκι ήταν πολύ χαρούμενο. Πρώτα από όλα η κυρία μου το πήγε με το αυτοκίνητο και το παιδάκι που δεν είχε ξαναμπεί σε ΙΧ είδε την κατάσταση σαν μια μεγάλη περιπέτεια. Γι'  αυτό το έκανε και η κυρία μου. Ήταν ευκαιρία να χαρεί ο Ντίντη όλο το πακέτο. Η κυρία μου σιχαίνεται το αυτοκίνητο και την οδήγηση. Προτιμά να περπατάει τεράστιες αποστάσεις παρά να υποστεί τη φρικτή ιστορία παρκάρω - ξεπαρκάρω - ψάχνω για νέο πάρκινγκ εκεί που πάω - υφίσταμαι τον κάθε παλαβό που κορνάρει - βιάζεται - κάνει σφήνες κλπ. Επειδή όμως το κατάστημα των παιχνιδιών είναι εκτός κίνησης και κοντά στο σπίτι μας αποφάσισε να χαρίσει στο παιδάκι την περιποίηση της ατομικής μεταφοράς!
Μετά είναι που ο Ντίντη ουσιαστικά μεγαλώνει χωρίς πατέρα και οι στιγμές που ευκαιρούν όλοι να ασχοληθούν μαζί του είναι μόνο στην περίοδο των γιορτών που περισσεύει κάπως ο χρόνος. Νονοί δεν υπάρχουν, χρήματα στην οικογένεια δεν υπάρχουν, τι φταίει το παιδάκι? Τι θα έχει να θυμάται από τα παιδικά του χρόνια? Τώρα όμως έχει να θυμάται... Εμένα ως αριστουργηματική σπιτική μελωδική νότα, την κυρία μου ως δασκάλα ελληνικών, τα αφεντικά μου ως αρσενικά πρότυπα, τη γιαγιά Σοφία ως ελληνίδα γιαγιά... Και όλους μας να φτιάχνουμε μαζί ένα εορταστικό παζλ!
Φέτος λοιπόν το Πάσχα ήρθε η ιδέα στην κυρία μου να απασχοληθούν όλοι με ένα καινούργιο παζλ. Το σκέφτηκε και λίγο ευρύτερα : θα την άφηναν ίσως λίγο ήσυχη στους κόσμους της.  Ωφελιμιστικά ποιούσα επέλεξε ένα παζλ για το παιδάκι και ένα δικό της με προοπτική να κοσμήσει αργότερα ένα τοίχο της Επαύλεως! Έτσι κι έγινε.
Στρωθήκαμε όλοι στη δουλειά! Έγιναν βουναλάκια με χρώματα. Βρέθηκαν οι άκρες και οι γωνίες.
  

Το παζλ ανεπτύχθη στο σαλόνι και όλη η οικογένεια πλην Χόλιους ασχολήθηκε με την κατασκευή του. Βλέπετε στις φωτογραφίες το κανονικό μου αφεντικό με τον Ντίντη σε στιγμές δημιουργίας (και καλού, προσεγμένου, εορταστικού ντυσίματος για το κανονικό μου αφεντικό!). Όλοι περάσαμε από το χαλί, κατά κανόνα με τις πυζάμες μας.


Δεν έλειψε στιγμή η ψυχαγωγία από την κατασκευή!


Τρεις μέρες μας πήρε. Αν δεν ήμουν εγώ να τους ενισχύω με τα τραγούδια μου ακόμα στο περίγραμμα θα ήταν! Ανήμερα το Πάσχα, λίγο πριν στρωθεί το γιορτινό τραπέζι, ο Ντίντη έβαλε το τιμητικό τελευταίο κομμάτι! 

  

Τι ωραία που ήταν! Και τι ωραίο παζλ που έγινε! Έτσι μου΄ρχεται να τρυπώσω μέσα στα τριαντάφυλλα και να μείνω εκεί για πάντα χωμένο μέσα στο ροζ!

4/4/10

ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΟΙΚΙΑΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ


Φέτος, δεν έχω καλοκαταλάβει πώς έγινε και η κυρία μου τις γιορτές του Πάσχα βρίσκεται τον περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Συνήθως αυτή τέτοιες μέρες πηγαινοέρχεται στη δουλειά της ή είναι με ένα τηλέφωνο στο χέρι και το κεφάλι γεμάτο ιδέες και σκέψεις. Δούλευε βέβαια, τη Μ. Τετάρτη το βράδυ αλλά περιέργως πέρασε ήσυχα και χωρίς άγχος. Μα καλά, θα μου πείτε, μόνο αυτή υπάρχει? Οι άλλοι πού είναι? Οι συνάδελφοι της «την έκαναν» και φέτος με ελαφρά πηδηματάκια.


   

Ο Παχουλός Κύριος εδώ και 20 χρόνια πηγαίνει οικογενειακώς το Πάσχα στη Δήλο και τον Αύγουστο στη Θάσο. Είναι πιο πιθανό να γκρεμίσει ο φούρνος μας παρά να μην τηρήσει το πρόγραμμα του ο Παχουλός Κύριος. Είναι εντυπωσιακό το πώς μερικοί άνθρωποι κατορθώνουν και περνάνε μερικά πράγματα ως πάγια και αδιαπραγμάτευτα!
Η Ξανθιά Κυρία έχει άρρωστο το μπαμπά της εδώ και 2-3 χρόνια οπότε όλες οι γιορτές αναμένεται να είναι οι τελευταίες μαζί του. Βέβαια για να είμαι δίκαιο, η Ξανθιά Κυρία είναι η μόνη που σε περιόδους κρίσης μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τροποποιώντας το πρόγραμμα της.
Ο Γεροντοκόρος από την άλλη, είναι μονίμως προσκεκλημένος με την οικογένεια του στην Κερατέα για δωρεάν τραπέζι και διασκέδαση.
Τέλος, τη Νεώτερη Μικρή την έστειλε η κυρία μου στην ιδιαίτερη πατρίδα της να κάνει γιορτές με τους δικούς της. Στο κάτω κάτω η Νεώτερη Μικρή είναι η μόνη που έχει βοηθήσει και ξεκουράσει ουσιαστικά την κυρία μου τον τελευταίο χρόνο που έχει έρθει στη δουλειά.


Έτσι λοιπόν και φέτος, από τη Μ. Τετάρτη μέχρι τη Δευτέρα του Πάσχα η Τσιριμπόμ είναι επιφυλακή στη δουλειά της και με ένα τηλέφωνο στο χέρι. Κανονικά θα έπρεπε να πεταχτεί και μια βόλτα από κει αλλά είναι όλα τόσο ήσυχα που δε χρειάζεται. Ευτυχώς γιατί κάποιες άλλες χρονιές θμάμαι ότι τα είχαμε δει όλα. Με το αρνί εκείνη και με το μήλο εγώ στο λαιμό τρέχαμε και δε φτάναμε! Αν ανοίξει κάποιος ένα συγκεκριμένο ντουλάπι του γραφείου της θα δει ένα τοιχοκολλημένο χαρτάκι, γραμμένο μια μέρα εν βρασμώ ψυχής. Γράφει περίπου τα εξής «Άλλη φορά ορκίζομαι ότι δε θα ξαναπάρω συνεχείς ημέρες αργιών επιφυλακής στη δουλειά. Υπάρχουν και άλλοι εκτός από μένα οι οποίοι πρέπει να μάθουν ότι αυτές οι μέρες μοιράζονται. Δεν είμαι κορόιδο». Δεν είμαι κορόιδο έγραψε το κορόιδο! Ας μη θυμηθώ καλύτερα πόσες φορές έχουν καταπατηθεί από την ίδια αυτά που έγραψε.

Φέτος όλα έγιναν πιο ανθρώπινα, δεν ξέρω πώς. Δούλεψε μεν τη Μ. Τετάρτη και την Μ. Πέμπτη αλλά με καλή διάθεση και η δουλειά ήταν σε λογικά επίπεδα. Ή μήπως φέτος της φάνηκαν όλα πιο λογικά? Γύρισε το μεσημέρι σπίτι και άυπνη καθώς ήταν δεν πήγε να ξεκουραστεί αλλά με πήρε και πήγαμε στη γιαγιά – Σοφία που έφτιαχνε κουλουράκια. Είχε ήδη φτιάξει τα τσουρέκια και τα είχε αραδιάσει να κρυώσουν. Η κυρία μου τα συσκεύασε σε σακουλίτσες με φιογκάκια και έφτιαξε παρτίδες με τσουρέκια - αυγά για όσους έπρεπε να δώσουν. Η γιαγιά είχε μια λεκάνη με ζύμη, έπλαθε κουλουράκια και η Τσιριμπόμ τα έβαφε με αυγό στα ταψιά. Μάρτυρες οι φωτογραφίες.

Και του χρόνου! Η κυρία μου πλέον διακατέχεται τέτοιες μέρες από διάφορες σκέψεις. Καταθλιπτικές φιλοσοφίες τις λέω εγώ. Δηλαδή χαζομάρες. Απολαμβάνει τη μαμά της να φτιάχνει τα γλυκά με τον ενδόμυχο τρόμο ότι ο καιρός κυλάει και χάνεται και μικραίνει… Κάθεται πειθήνια και τη βοηθάει υπομένοντας αδιαμαρτύρητα όλες τις υποδείξεις της. Διότι η γιαγιά, άκρως δεσποτική, θεωρεί ότι κανένας δεν κάνει τις δουλειές σωστά και θέλει όλα να περνάνε από το χέρι της. Μόνο όταν βλέπει την Τσιριμπόμ ησυχάζει. Την έχει σήκω - σήκω κάτσε - κάτσε. Εκείνη πάλι, κάνει ακριβώς ό,τι θέλει η μαμά της, χωρίς ενστάσεις και παρατηρήσεις. Και γράφει - αποθησαυρίζει στο τετράδιο-της συνταγές για κουλουράκια και μαγειρίτσα, ρωτώντας τον ακριβή τρόπο και τα μυστικά της κάθε συνταγής. Φοβάται ότι ξαφνικά θα έρθει μια μέρα που θα εκλείψουν οι αγαπημένοι της άνθρωποι και θα βρεθεί μόνη και πελαγωμένη. Μόνη να σκέφτεται ότι δεν εκτίμησε τότε που έπρεπε τις μέρες της ευτυχίας. Προετοιμάζεται λοιπόν και απομυζά την κάθε στιγμή... Τι λόξα φετινή κι αυτή! Τι αναίτιο άγχος! Αντί να χαίρεται που η γιαγιά Σοφία, παρά τα όσα της έχουν συμβεί στη ζωή, έχει ακατάπαυστη διάθεση και όρεξη να φτιάξει, να μαγειρέψει, να στολίσει... κάθεται και κλαίγεται για το χρόνο που περνάει και χάνεται. Κουταμάρες. Μου φαίνεται ότι στο σπίτι αυτό μόνο εγώ είμαι η Φωνή της Λογικής. Και τι φωνή! Μελωδική! Στεντόρεια! Μοναδική!
Καλό Πάσχα, υγεία για όλους, να χαίρομαι το κανονικό μου αφεντικό που γιορτάζει, να χαίρομαι όλη την οικογένεια μου, να με χαίρονται και αυτοί. Άντε και του χρόνου σπίτι μου με τη γυναικούλα μου, αν και επικρατεί μια ύποπτη σιωπή για τους γάμους μου... 

28/3/10

ΜΙΚΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ 1 - Ο ΠΑΚΗΣ

Όταν αρχίζουν να εισβάλλουν οι αναμνήσεις έρχονται τα γεράματα... Και δεν ομιλώ για μένα που, ως γνωστόν, είμαι στο άνθος της ηλικίας μου! Ομιλώ δια την κυρίαν μου. Με αφορμή τη σαββατιάτικη επίσκεψη μας για ψώνια στο πιτάδικο της γειτονιάς, ξύπνησαν κάποιες αναμνήσεις της. Έσπευσα λοιπόν όταν γυρίσαμε σπίτι να βρω τα απομνημονεύματα των προγόνων μου και να τις διαβάσω από πρώτο χέρι....  
Όταν η Τσιριμπόμ ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας αποτελούσε μέλος μιας μεγάλης φοιτητικής παρέας. Ο κύριος μου δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στο προσκήνιο οπότε η κυρία μου απολάμβανε την ελευθερία της. Η παρέα ήταν ετερόκλητη ως προς τις σχολές. Περιλάμβανε πολυτεχνίτες που δεν είχαν πολλά κορίτσια στις σχολές τους, φιλολογίνες που δεν είχαν πολλά αγόρια στη σχολή τους, οικονομικούς που σνόμπαραν τις συμφοιτήτριες/ συμφοιτητές και πάει λέγοντας. Ανάμεσα τους ήταν και υποψήφιοι γιατροί. Στην παρέα τους έρχονταν και έφευγαν άτομα, όπως συνήθως γίνεται στις φοιτητικές παρέες αλλά ο βασικός πυρήνας παρέμενε ο ίδιος.
Ένα απόγευμα, σε μια μικρή καφετέρια του κέντρου, κοντά στη Νομική, η παρέα είχε την καθιερωμένη συνάντηση της. Θα ήταν σύνολο καμιά δεκαπενταριά άτομα. Η εξεταστική περίοδος έβαινε στο τέλος της και όλοι έκαναν προγνώσεις και σχέδια για το καλοκαίρι. Στην παρέα προστέθηκαν ασθμαίνοντας οι δύο τελευταίοι. Έφτασαν βρίζοντας το λεωφορείο του Γουδιού που τους έφερε από την Ιατρική και που έκανε εκατό ώρες να κατέβει στο κέντρο. Ήταν η Τιτή και ο Πάκης, αμφότεροι μεταγραφή από Ιταλία στο τρίτο έτος της Ιατρικής της Αθήνας. Ήταν εκείνες οι εποχές που έμπαιναν στην ιατρική 300 φοιτητές στο πρώτο έτος και ξαφνικά βρίσκονταν στο τέταρτο 1200! Για την Τιτή δεν υπήρχε θέμα. Ήταν άτυχη και ίσως υπέρ του δέον χαλαρή έτσι ώστε να μην περάσει στην Ιατρική. Η μετέπειτα πορεία της επαλήθευσε ότι τα ελεύθερα πνεύματα δεν στρώνονται εύκολα και δεν πειθαρχούν στα προγράμματα πανελληνίων εξετάσεων είτε επειδή είναι ανώριμα ακόμα είτε επειδή δεν περιχαρακώνονται σε κανόνες και πρέπει (ιδέ Χόλιους). Είναι ήδη από χρόνια παιδίατρος και διαπρέπει σε μια μεγάλη πόλη της περιφέρειας. Αυτά για την Τιτή.
Ο Πάκης όμως? Ο Πάκης ήταν ένας μαθητής που όπως λέει η κυρία μου έβαζε περισπωμένη στο όμικρον. Είχε και μια μεγαλύτερη αδελφή που αυτή έβαζε περισπωμένη και στο έψιλον. Τα δύο όμως αυτά αδέλφια είχαν την τύχη να έχουν πατέρα τον κουρέα της γειτονιάς. Αυτό σήμαινε γνωριμίες κάθε είδους και πολύ μαύρο χρήμα. Δηλαδή το ψαλίδι εισέπραττε ποσά  και δήλωνε εισόδημα περίπου απόρων. Με αυτό το εισόδημα τα δύο αδέλφια φυγαδεύτηκαν στην Ιταλία για να εκπληρώσουν το μικροαστικό όνειρο των ‘80s : να γίνουν γιατροί.
Προηγήθηκε η μεγάλη αδελφή η οποία εντός ολίγου άρχισε τις περιοδείες από πόλη σε πόλη προς άγραν του ελαστικότερου πανεπιστημίου. Στο στρωμένο δρόμο έφεραν λίγο αργότερα τα βήματα του και τον αδελφό. Κακήν κακώς περνούσαν τα αδέλφια τα μαθήματα τους χωρίς να θέλω καν να φανταστώ τους τρόπους που χρησιμοποιούσαν. Όταν ήρθε το timing (δε μου αρέσει να χρησιμοποιώ ξένες λέξεις, εγώ ένα ελληνοτραφές καναρίνι αλλά η έκφραση «το πλήρωμα του χρόνου» δεν αποδίδει ακριβώς αυτό που θέλω να πω) οι γνωριμίες του μπαμπά και όλος ο μηχανισμός του τότε κυβερνώντος κόμματος (ενδεχομένως και το πολύ χαμηλό εισόδημα του πατέρα) συνωμότησαν και τα δύο αδέλφια ήρθαν με μεταγραφή στην Ιατρική Αθήνας, ίσα μεταξύ ίσων.
Λίγο καιρό μετά, προστέθηκε ο Πάκης στην παρέα τους και μεταξύ φοιτητικής χαράς και εξεταστικής ευδαιμονίας γίναμε κοινωνοί του όλου παρασκηνίου. Δεν ήταν κακό παιδί ο Πάκης, ήταν απλώς ηλίθιο. Ταυτόχρονα ήταν και γείτονας της κυρίας μου χωρίς όμως ποτέ να έχουν συναντηθεί στα δρομάκια του Άλλου Μπύθουλα.
Όταν οι εξεταστικές περίοδοι τελείωναν πανηγύριζαν όλοι τις επιτυχίες τους και κατάπιναν τις γλώσσες τους για τις αποτυχίες αλλά όλοι ανεξαιρέτως περίμεναν με ενδιαφέρον τις ανακοινώσεις του Πάκη για την πρόοδο του. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν κατέφθασε με την Τιτή, (από την οποία συνήθως αντέγραφε), σκασμένος. Είχαν πάρει τα αποτελέσματα της Καρδιολογίας για την οποία 10 μέρες νωρίτερα που είχαν συναντηθεί ήταν περιχαρείς ότι έγραψαν καλά και την περνούσαν. Η κυρία μου θυμόταν ότι ο Πάκης ήταν πολύ ευχαριστημένος με το γραπτό του. Είχε τύχει τη μέρα εκείνη να δίνει κι εκείνη εξετάσεις για ένα πτυχίο γαλλικών οπότε είχαν πανηγυρίσει οι τρεις τους ομού και είχαν τάξει κέρασμα με τα αποτελέσματα. Η Τιτή ανακοίνωσε ότι πέρασε με 6 και ο Πάκης, εμφανώς εκνευρισμένος δήλωσε ότι κόπηκε, παρότι είχε γράψει τόσο καλά. Ήταν σκασμένος με την αδικία! Τι της ήρθε να ρωτήσει της κυρίας μου με πόσο κόπηκε? Η κακιά η ώρα. Δεν έπρεπε να ρωτήσει αλλά ήταν ένα είδος άγραφου νόμου να χαριεντίζονται με το αναπόφευκτο των αποτυχιών. «Με 1 με έκοψε, ακούς εκεί!». Εκεί ήταν που η Τσιριμπόμ έχασε κάθε κόκκο αυτοσυγκράτησης και λογικής και έσκασε στα γέλια κραυγάζοντας : «χα χα χα, χου χου χου, με 1, άκου με 1, μα κόβονται άνθρωποι με 1…». Και δώστου να γελάει και τόσο να κοκκινίζει ο Πάκης και να γίνεται μετά πρασινοκίτρινος και μωβ. Κόντεψε να τη σκοτώσει. Θίχτηκε απίστευτα με τη συμπεριφορά της και έκανε να της μιλήσει ένα μήνα. Μάταια η παρέα προσπαθούσε να τους τα ταιριάξει. Ο Πάκης απαιτούσε συγνώμη, η οποία δεν ερχόταν βέβαια από την άλλη όχθη. Η Τσιριμπόμ θεωρούσε με τη σειρά της ότι δικαίως έσκασε στα γέλια, ήταν κάτι πραγματικά αστείο να κόβεσαι με 1. Άλλωστε ο αυτοσαρκασμός (θα έπρεπε να) ήταν ταλέντο όλης της παρέας.
Κάποτε η παρέα με τη δυναμική της κατάφερε και ξαναμίλησαν οι δυο τους. Το γυαλί όμως είχε ραγίσει. Δεν αποκατέστησαν ποτέ ξανά τις σχέσεις τους. Η Τσιριμπόμ δεν έσκασε και ιδιαίτερα, ίσως επειδή πάντοτε τον υποτιμούσε και απλώς τον ανεχόταν στην παρέα.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, τα πανεπιστήμια τελείωσαν, τα ενδιαφέροντα άλλαξαν, η παρέα διαλύθηκε. Ο καθένας πήρε το δρόμο του. Μετά από αρκετά χρόνια, η κυρία μου συνάντησε στο δρόμο τον Μενέλαο, μέλος εκείνης της παρέας και γιατρό πλέον. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και κατέφυγαν σε ένα μέρος για να θυμηθούν τα παλιά. Εκεί που μιλούσαν για όλους και για όλα, ήρθε και η σειρά του Πάκη. «Α!» έφριξε ο Μενέλαος, «είμαστε μαζί, κάνει ειδικότητα μαζί μου, στο ίδιο νοσοκομείο. Και φαντάζεσαι τι γίνεται?». Πώς δε φανταζόταν καλέ! Αυτή δε φανταζόταν? Φανταζόταν και παραφανταζόταν αλλά άφησε το Μενέλαο να πει για να ψυχαγωγηθεί. «Έχουμε τόση, μα τόση δουλειά, εφημερεύουμε απανωτά, είμαστε λίγοι και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε και τον Πάκη». «Μα γιατί?» ρώτησε αθώα αυτό το τέρας που ονομάζεται καλλιτεχνικά Τσιριμπόμ. «Τι γιατί? Είμαστε αναγκασμένοι να βάζουμε στο πρόγραμμα εφημεριών ακόμα έναν παλιότερο, όταν εφημερεύει ο Πάκης στα επείγοντα για να τον προσέχει!». Καταλαβαίνετε απόγνωση? Να βάζουν έναν παλιότερο ειδικευόμενο γιατρό να εφημερεύει με τον Πάκη για να τον προσέχει! Για να μην πάρει στον (ανίδεο) λαιμό του κανέναν φουκαρά άνθρωπο! Και όμως ο Πάκης εκτός από την ιατρική, τελείωσε και την ειδικότητα του - παθολογία παρακαλώ - και άνοιξε ιατρείο στην ευρύτερη γειτονιά μας κάνοντας χρυσές δουλειές. Κοντά του άνοιξε ιατρείο και η αδελφή, ευτυχώς σε ακίνδυνη ειδικότητα : μικροβιολόγος. Αυτή τουλάχιστον απέκτησε κάποιου είδους αυτογνωσία γιατί ξεκίνησε ειδικότητα παιδιατρικής και μόλις είδε τα αγγούρια κατέφυγε στην ασφάλεια των ορών και των ούρων.
Γιατί τα θυμήθηκα όμως όλα αυτά τα περασμένα? Το Σάββατο το πρωί, όπως σας έλεγα, πήγαμε με την Τσιριμπόμ στη μικρή αγορά της γειτονιάς μας για λίγα ψώνια. Το σενάριο γνωστό. Με τα πόδια, μέσα από τα στενά, να παρατηρούμε μπαλκόνια, λουλούδια, ανθρώπους, να μυρίζουμε τις ανθισμένες νερατζιές, να ακούμε τους ανταγωνιστάς μου… Φορτώθηκε σα γαϊδούρι τις τσάντες του σούπερ μάρκετ και πήραμε μαζί το δρόμο του γυρισμού. Στα μισά, της ήρθε να περάσει από μια βιοτεχνία με πίτες για σουβλάκια και άλλα δημοφιλή προϊόντα.
Πραγματικά, στρατοπέδευσε με τις τσάντες στο κατάστημα και ετοιμάστηκε να δώσει την παραγγελία της. Ξαφνικά, επικράτησε μια αναταραχή στο μαγαζί, μια οχλαγωγία, γυναίκες ανεβοκατέβαιναν από μια εσωτερική σκάλα, μιλούσαν μεγαλόφωνα, ήταν τρομαγμένες και ελαφρώς υστερικές. Ανεστάλησαν προσωρινά οι παραγγελίες και η κυρία μου έμεινε στήλη άλατος να παρακολουθεί.
«Τη μέτρησα πάλι και τον έβαλα να καθίσει κάτω», έλεγε η μεγαλύτερη.
«Και πόσο ήταν?», ρώτησε η νεώτερη με άγχος.
«Πάλι 17, δεν έπεσε καθόλου!», είπε η μεγάλη.
«Πω πω», είπε η νεώτερη, «όσο και πριν μισή ώρα! Τι θα κάνουμε? Πάω να δω…».
Έφυγε βιαστική προς τις σκάλες και απέμεινε η κυρία μου να περιεργάζεται τα ράφια για να δει τι άλλο θα αγοράσει αλλά με το αυτί στημένο στα δρώμενα. Ήταν εμφανές ότι κάποια πίεση έκανε τσιριτσάντζουλες αλλά αυτό δεν ήταν δική της δουλειά. Και πρακτικά, αν βλέπατε την κυρία μου πώς ήταν ντυμένη και περιτριγυρισμένη από τσάντες, θα σας ήταν δύσκολο να πιστέψετε ότι θα μπορούσε ποτέ να ήταν δική της δουλειά.
Μέχρι να συγκεντρωθεί η παραγγελία μας ενέσκηψε νέα απορρύθμιση. Κατέβηκε η νεώτερη σχεδόν ουρλιάζοντας.
«Δεν είναι καλά! Δεν είναι καλά! Δεν κάθεται στο κρεβάτι! Τι θα κάνουμε?».
Η πολύπειρη κυρία μου επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά τον χρυσό κανόνα : μην εμπλέκεσαι ποτέ σε υστερικές καταστάσεις, μόνο μπελάδες θα συλλέξεις. Εκεί που έψαχνε τα λεφτά της να πληρώσει ακούει τη μεγαλύτερη κυρία να φωνάζει. Ήταν η λυδία λίθος!
«Τον Πάκη, τον Πάκη! Πάρε γρήγορα τηλέφωνο τον Πάκη, να έρθει να μας πει τι να κάνουμε! Να έρθει να τον δει! Γρήγορα!».
Ο Πάκης εκείνος από τα παλιά! Να έρθει να δει τον άρρωστο και να τους πει τι να κάνουν! Τι μικρός κόσμος! 
Πληρώσαμε άρον άρον και φύγαμε κουτρουβαλώντας. Η κυρία μου γελούσε σε όλο το δρόμο. Ειλικρινά δεν ξέρω να σας πω αν έπρεπε να γελάει ή να κλαίει. Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι τι θα ήταν σωστό να κάνει. Την έπιασε όμως εκείνο το γέλιο όπως τότε που είχε πει ο Πάκης ότι κόπηκε στην καρδιολογία με 1. Νομίζω ότι κανονικά θα έπρεπε να κλαίει. Διότι πολύ απλά, ο Πάκης δεν ξέρει πού να βάλει τα λεφτά από το ιδιωτικό ιατρείο και τις κατ΄ οίκον επισκέψεις. Όνομα στην περιοχή, όπως κατάλαβα. Ενώ κάτι άλλοι μετράνε και τη δεκάρα, από όσο ξέρω. Βάζουν κάτω τα τετραδιάκια και κάνουν νυχθημερόν υπολογισμούς. Άντε να μην ανοίξω το στόμα μου… Άντε...