Η Τσιριμπόμ το είχε ορκιστεί από πέρσι. Τα φετινά Χριστούγεννα θα έφευγαν οικογενειακώς. Δεκαεννέα συναπτά έτη, γιόρταζε τα Χριστούγεννα μαγειρεύοντας για ένα τραπέζι που οι περισσότεροι συνδαιτυμόνες από ένα σημείο και πέρα ήταν άνω των 80. Όταν άρχισαν να αραιώνουν οι καλεσμένοι, προσκεκλημένοι του Αγίου Πέτρου πλέον, με τελευταίο στη σειρά απογείωσης τον πεθερό της, διακήρυξε σε όλους ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα έφευγαν πάση θυσία.
Την είχε ξεσηκώσει ο Αναξίμανδρος να πάνε οικογενειακώς στη Βαυαρία και ο κανονικός μου κύριος ξετρελάθηκε με την ιδέα να κάνει σκι σε άριστα οργανωμένες πίστες. Μάνα και γιος από τη μια και Αναξίμανδρος από την άλλη έψαχναν για μέρες το πού θα μείνουν, τι διαδρομή θα ακολουθήσουν, τι χιονοδρομικές πίστες θα βρουν. Όνειρα θερινής νυκτός όπως αποδείχτηκαν, διότι η σύζυγος Αναξίμανδρου Άντα, τελευταία στιγμή πρόβαλε τις πολλές ημέρες που θα έλειπαν και την αδιαθεσία της μαμάς της και το ταξίδι ακυρώθηκε. Απογοητεύτηκαν όλοι και πιο πολύ το κανονικό μου αφεντικό και μετά η κυρία μου. Ο κύριος μου, ενδόμυχα ανακουφίστηκε γιατί, αν και θα πήγαιναν με τον Αναξίμανδρο που είναι δεινός οδηγός, δεν έπαυε να έχει άγχος για ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι.
Για να χρυσωθεί κάπως το χάπι, αποφάσισαν να πάνε στο Μώλο με προοπτική την άνοδο στο βουνό του Μηλίου. Η Βερενίκη με το Νέαρχο είχαν ήδη κλείσει να μείνουν στην Καμφορά, στην καρδιά του Μηλίου και μηλοπαραγωγικό χωριό. Εμείς προτιμήσαμε να μείνουμε στην πόλη επειδή τα προγνωστικά για τον καιρό ήταν δυσοίωνα και φοβόμασταν ότι θα αποκλειόμασταν από το χιόνι και θα βιώναμε ατελείωτη ταλαιπωρία μέρες που ήταν. Λέω «εμείς» γιατί αμέσως αποφάσισα να πάω μαζί τους. Το αρχικό σχέδιο της Τσιριμπόμ περιλάμβανε όλη την οικογένεια αλλά εν τη γενέσει των σχεδίων ο κανονικός μου κύριος της ξέκοψε ότι ή Βαυαρία ή τίποτα, άρα τίποτα. Προτιμούσε να μείνει στην πόλη και να δεξιωθεί τους Στρατηγούς (θα εξηγήσω αλλού ποιοι είναι αυτοί) και να βγει βόλτες με τους φίλους του. Της απέμεινε το μικρό, που θεωρούσε πιο εύκολο να το χειριστεί αλλά διαψεύστηκε κι εκεί. Όταν του ανακοίνωσε ότι θα πήγαιναν στο Μώλο για Χριστούγεννα, αυτό ανταποκρίθηκε χλιαρά κι εκείνη θεώρησε ότι το έπεισε να τους ακολουθήσει. Εξάλλου η Βερενίκη θα έφερνε τα κορίτσια της, οπότε θα είχε παρέα. Δυο μέρες πριν την αναχώρηση, της είπε ότι προτιμάει (από το να πάει με τους γονείς του) να μείνει στην πόλη και να πάει σε δύο πάρτι, το ένα περιλάμβανε την καλοκαιρινή παρέα (και τους έρωτες) των Κουκουβάτων. Τι να κάνει? Τον άφησε κι αυτόν πίσω να οργιάσει.
Εγώ, πάλι, τους λυπήθηκα και αποφάσισα να πάω μαζί τους. Με έτρωγε βέβαια η περιέργεια να δω τους Στρατηγούς αλλά δίσταζα από την άλλη να αφήσω τα γέρικα αφεντικά μου μόνα στο Μήλιο.
Η βαλίτσα μου αυτή τη φορά περιλάμβανε κασκόλ, γάντια και καπελάκι. Πήρα και την τσατσαρούλα μου για να χτενίζω το καταπλακωμένο από το καπέλο λοφίο μου και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να πάρω και τα γυαλιά ηλίου μου. Αχ, Μήλιο, σου έρχομαι, κελαηδούσα!
Εμείς θα πηγαίναμε με το αυτοκίνητο μας και θα συναντούσαμε εκεί τον Αναξίμανδρο με την Άντα και τον άλλο Νέαρχο με τη γυναίκα του τη Νάνσυ και την κόρη τους. Θα μέναμε στο ξενοδοχείο «Φενέλη», στο κέντρο του Μώλου. Προηγήθηκε ο Νέαρχος με το μικρό του αυτοκινητάκι και όταν έφτασε μας έδωσε οδηγίες για το πού βρισκόταν το ξενοδοχείο μας κάνοντας έξαλλο τον Αναξίμανδρο που θεώρησε ότι δεν τον κατηύθυνε σωστά και έκανε περιττούς κύκλους στην πόλη. Τα δωμάτια μας ήταν απλώς ανεκτά. Το δικό μας μάλιστα είχε θέα στη θάλασσα ανάμεσα από ταράτσες θλιβερών πολυκατοικιών.
Το πιο ωραίο όμως ήταν το πρωινό. Μακράν το καλύτερο και πλουσιότερο πρωινό που έχω δει σε ξενοδοχείο σε τόσα ταξίδια που έχω πάει με την κυρία μου σε όλο τον κόσμο! Ήταν ένας τεράστιος μπουφές με μια γαβαθούλα γιαούρτι, μια πιατέλα που είχε μαζί τυρί του τόστ, πάριζα και σαλάμι μπύρας, δύο μπωλ με δημητριακά, το ένα ήταν γεμάτο διάφορα υπολείμματα δημητριακών ενοποιημένα για να μην πεταχτούν, το άλλο είχε δημητριακά με σοκολάτα, είχε ακόμη κομπόστα κονσέρβα βερίκοκο, και δύο βάζα μαρμελάδα. Μερικές μέρες που όπως φαίνεται είχε κέφια ο μάγειρας σέρβιραν και κρύα ομελέτα με ζαμπόν. Σταθερά όμως υπήρχε κέικ με κακάο, κομμένο σε φέτες. Αυτά! Το όλο περιβάλλον συμπληρωνόταν από μια παρέα καθαρίστριες και καμαριέρες που κάθονταν σε ένα από τα τραπέζια και κάπνιζαν κουτσομπολεύοντας. Σκέφτεστε ότι αυτά δε γίνονται σε ένα ξενοδοχείο που το δίκλινο κοστίζει 95 ευρώ? Χα χα. Τι γελασμένοι που είστε!
Μόλις τακτοποιήθηκαν όλοι στα δωμάτια τους έδωσαν ραντεβού να πάνε για φαγητό σε ένα τσιπουράδικο εκεί κοντά. Έξω έκανε πολύ κρύο και η πόλη ήταν άδεια. Λάνσαρα το σκούφο και το κασκόλ μου για πρώτη φορά και τους ακολούθησα. Όταν βρήκαμε το μαγαζί, ακολουθώντας τις σοφές οδηγίες των φίλων του Νέαρχου που μένουν μόνιμα στο Μώλο (αλλά την είχαν κάνει για Μαστοριά) διαπιστώσαμε ότι ήταν γεμάτο παρέες σε ευθυμία και ίσως να μην υπήρχε τραπέζι για μας. Το μαγικό όνομα του φίλου όμως όταν ξεστομίθηκε άνοιξε όλες τις πόρτες. Για πότε ο μαγαζάτωρ σήκωσε κάποιους, μετέφερε κάποιους άλλους, στρίμωξε ένα τραπέζι δεν ξέρω. Όλα έγιναν με καταπλκτική ταχύτητα και κάτσαμε πεινασμένοι να φάμε. Είχε πολύ ωραίο ψωμί που για μένα ήταν ό,τι έπρεπε. Πέσαμε όλοι στο ψωμί και μάταια η κυρία μου τους φώναζε "μη χορταίνετε με το ψωμί, θα μείνουν τα υπόλοιπα". Ο κύριος του καταστήματος έφερνε στο τραπέζι κάτι μικρά διαφανή μπουκαλάκια που περιείχαν ένα επίσης διαφανές υγρό σαν νερό. Αυτά τα μπουκαλάκια τα υποδεχόντουσαν περιχαρείς στο τραπέζι και τα άδειαζαν αμέσως. Στην αρχή προσπαθούσα να τα μετράω αλλά σύντομα έχασα το λογαριασμό. Ήπιαν αμέτρητα! Μου δημιουργήθηκε απορία για τα μπουκαλάκια αυτά και έμαθα ότι περιείχαν τσίπουρο, φάρμακο για όλα, όπως είπε κάποιος. Πραγματικά το τσίπουρο τους έκανε να κελαηδάνε σαν εμένα. Τι φασαρία έκαναν! Και φέρε αυτό, φέρε εκείνο, και να δοκιμάσουμε αυτό, ήταν ωραίο το άλλο...Έτσι πήγε όλο το απόγευμα. Έφαγαν, ήπιαν, κακάρισαν μέχρι που δεν μπορούσαν άλλο.
Πριν προχωρήσω θα πω δυο λόγια για την παρέα του τσιπουράδικου και του Μώλου. Οι κύριοι μου είναι γνωστοί και μη εξαιρεταίοι. Για μένα δεν τίθεται πλέον θέμα. Ο Αναξίμανδρος αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη γνωριμία της κυρίας μου από τη δουλειά της. Πριν περίπου 5 χρόνια, διέσχιζε το διάδρομο στο χώρο που δουλεύει η κυρία μου και σταμάτησε να μιλήσει με τον κύριο Μαύρο, συνάδελφος της κυρίας μου παλιότερος στο γραφείο. Ο κύριος Μαύρος τους σύστησε και έκτοτε έγιναν φίλοι, αρχικά οι ίδιοι και κατόπιν γνωρίστηκαν και οι σύζυγοι. Η κυρία μου συνεργάζεται με τον Αναξίμανδρο συχνά γιατί αυτός είναι ειδικός σε ένα θέμα, με μεγάλη εμπειρία αφού αυτό πλέον είναι το αντικείμενο του και όταν η κυρία μου ζορίζεται ζητάει τη γνώμη του. Με τη σειρά του και αυτός όταν αναγκάζεται να ασχοληθεί με θέματα που δεν τα εφαρμόζει πλέον στην καθημέρα πράξη καταφεύγει στα φώτα της κυρίας μου.
Ο Αναξίμανδρος έχει ένα ωραίο σπίτι με κήπο στο Ροκωπί. Το έφτιαξαν με την Άντα με πολύ μεράκι και επειδή αγαπούν τα φυτά το έκαναν έναν πράσινο παράδεισο. Ο Αναξίμανδρος που είναι του καλού φαγητού και ποτού, φύτεψε με τη βοήθεια του Νέαρχου ένα αμπέλι και βγάζει πλέον κρασί το οποίο καταναλώνει με συγκεκριμένα πρόσωπα. Είναι της νοοτροπίας του εκλεκτισμού, όπως και η κυρία μου. Σε αυτό μοιάζουν. Άμα δε συμπαθούν κάποιον δε χαραμίζουν ούτε ένα λεπτό μαζί του. Από τον Αναξίμανδρο τα αφεντικά μου γνώρισαν τον φίλο του Νέαρχο και τη γυναίκα του τη Νάνσυ. Ο Νέαρχος είναι διευθυντής σε μια τράπεζα και η Νάνσυ δουλεύει σε υπουργείο. Ο Αναξίμανδρος αγαπάει πολύ το Νέαρχο, βρίσκονται και τηλεφωνιούνται πολύ συχνά και επειδή ο Νέαρχος έχει μια αγροτική ρίζα, λατρεύει την επαφή με τα κτήματα και τη γη. Καλλιεργεί και φροντίζει τα κτήματα της Νάνσυ στο Πιάτο και ταυτόχρονα βοηθάει τον Αναξίμανδρο με τις δικές του αγροτικές δουλειές. Το ταξίδι μας στο Μώλο κανονίστηκε από τον Αναξίμανδρο μεν αλλά η προσθήκη του Νέαρχου και της Νάνσυ έγινε με πρωτοβουλία της κυρίας μου. Οι 3 γυναίκες ταιριάζουν στην παρέα. Η κυρία μου με την Άντα δεν είναι τόσο της μόδας όσο η Νάνσυ που είναι πιο κοκέτα όμως μαζί της βρίσκουν την ευκαιρία να ενημερωθούν για τις τελευταίες τάσεις της μόδας και του styling και να λύσουν τις απορίες σχετικά με το τι πάει με ποιο.
Αφού έφαγαν και ήπιαν σχεδόν όλα τα τσίπουρα του μαγαζιού έφυγαν παραπατώντας για το ξενοδοχείο τους. Η Άντα, ο κύριος μου και ο Νέαρχος είναι της μεσημεριανής κατακλίσεως. Οι υπόλοιποι αρέσκονται να βρυκολακιάζουν τα μεσημέρια. Με αρκετά ενοχικά συναισθήματα η Άντα κάθε φορά στις εκδρομές κοιτάζει το αφεντικό μου και λέει ντροπαλά «εμείς δε θα πάμε να κατακλιθούμε λίγο?». Αυτή η έκφραση προέκυψε σε κάποια παλιότερα ταξίδια τους όπου τα μεσημέρια ο κύριος μου απαιτούσε να κατακλιθεί αντιγράφοντας την ελληνική ταινία «Εμπριμέ γάντια». Στην ταινία αυτή ο γείτονας έψαχνε τον πρωταγωνιστή Μαυρίδη να τον ενημερώσει ότι η υπηρέτρια του έβγαινε με έναν "μουστάκια". Ο Μαυρίδης όμως ήθελε να τον αποφύγει και όταν κάποτε σήκωσε το τηλέφωνο η γυναίκα του και της είπε «Εδώ Χατζηαντωνίου», του είπε ότι απουσίαζε και εκείνος απάντησε «Καλά, εγώ πάω να κατακλιθώ».
Το βράδυ ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ο Νέαρχος είχε κλείσει τραπέζι σε μια μουσική σκηνή της πόλης. Αφού ξεκουράστηκαν, άλλοι κατακλιθέντες (κύριος μου, Νέαρχος), άλλοι επιδιδόμενοι σε ψώνια (Νάνσυ, κόρη και από κοντά η Άντα), άλλοι βλέποντας τηλεόραση (Αναξίμανδρος) και άλλοι διαβάζοντας το ενδιαφέρον βιβλίο τους (κυρία μου, "Ο χορός των μυστικών" της Ελένης Τσαμαδού) συναντήθηκαν στον προθάλαμο του ξενοδοχείου για να φύγουν. Εκεί ειπώθηκε από τον Αναξίμανδρο το εξής που κινδύνεψε να οδηγήσει την κυρία μου στη λιποθυμία «λέω να πάμε με δύο ταξί». Ο κύριος μου, που την ξέρει κόντεψε να πνιγεί. «Με δύο ταξί?», έφριξε, «έχουμε 3 αυτοκίνητα και θα πάρουμε ταξί?». Ο εγκέφαλος της αδυνατούσε να το συλλάβει. Κόντεψαν να φάνε τα μουστάκια τους με τον Αναξίμανδρο αλλά ευτυχώς η κρίση απεφεύχθη όταν παρενέβη ο κύριος μου και πρότεινε να πάρει τα γυναικόπαιδα αυτός που δεν πίνει σταγόνα αλκοόλ και να πάνε ο Αναξίμανδρος με το Νέαρχο με ταξί. Έτσι κι έγινε τελικά. Με τη διαφορά ότι εμείς χαθήκαμε σε κάτι φτωχογειτονιές του Μώλου ψάχνοντας το χώρο διασκέδασης που εντασσόταν σε έναν ευρύτερο χώρο αναδιαμορφωμένου παλιού εργοστασίου. Το κρύο εξακολουθούσε να είναι τσουχτερό. Ο χώρος του πρώην εργοστασίου λεγόταν Τσατραπάτρα και είχε αρκετά εστιατόρια και τη μουσική σκηνή που θα πηγαίναμε και λεγόταν «Μέθεξις».
Όταν φτάσαμε εκεί, το μαγαζί ήταν άδειο. Μας έβαλαν να καθίσουμε πρώτο τραπέζι πίστα. Γελάσαμε όλοι και είπαμε ότι μια φορά στη ζωή μας αξιωθήκαμε να κάτσουμε πρώτο τραπέζι και αυτό ήταν στο Μώλο!
Σύντομα ο χώρος γέμισε και το πρόγραμμα ξεκίνησε. Βγήκε ένας φαλακρός τραγουδιστής που είπε δύο ξένα τραγούδια, το ένα ήταν του Πρίσλευ και το είπε καλά, και συνέχισε με λαϊκά. Ακολούθησαν δύο ψάρια, ένα νταρντάνικο θηλυκό και ένα αρσενικό. Το θηλυκό φορούσε ένα μαύρο κολάν με μπότες και τζην μίνι φούστα και ένα μπλουζάκι με φιόγκους. Εξαίρετο ντύσιμο για παραμονή Χριστουγέννων! Το αρσενικό ψάρι έφερνε λίγο στον Μπενίσιο ντελ Τόρο. Όταν τελείωσαν τα ψάρια βγήκε μια ψηλομύτα ανορεξική με σκούφο Αι Βασίλη, η οποία ήτο εξίσου ψάρι. Αυτή φορούσε ένα βυσσινί κοντό εφαρμοστό φορεματάκι με όλη την πλάτη έξω και στο τελείωμα της πλάτης αναπαυόταν ένας φιόγκος. Το φόρεμα το συνδύασε με μποτίνι μαύρο με στρας. Αυτή, όπως εκ των υστέρων μάθαμε ήταν η φίρμα του μαγαζιού. Εγώ ως ειδήμων στα φωνητικά και η κυρία μου ως αδέκαστος κριτής περιεργαζόμασταν τα ψάρια με ενδιαφέρον και λίγο οίκτο είναι η αλήθεια. Το πρόγραμμα προχωρούσε με εναλλαγή των ψαριών στην πίστα μέχρι που μισόσβησαν για λίγο τα φώτα και βγήκε ένας παππούς, πήρε το μικρόφωνο ανά χείρας και τα είδαμε όλα! Ο Παππούς κυριάρχησε στην πίστα! Τι φωνή, τι κίνηση, τι αέρας! Ως καναρίνι ειδήμων του έβγαλα το καπέλο. Ήταν τόσο εμφανής η διαφορά με τα ψάρια! Δυστυχώς δεν υπήρχε σύγκριση. Ο Παππούς ήταν κοντός και στρογγυλός. Τραγούδησε τη μεγάλη επιτυχία του από τα νεανικά του χρόνια «Δεν υπάρχει περίπτωση να χωρίσουμε εμείς, δεν υπάρχει περίπτωση επί λόγω τιμής». Για τα θήλεα του τραπεζιού το άσμα πέρασε απαρατήρητο, ο Αναξίμανδρος όμως θυμήθηκε το τραγούδι, της δεκαετίας 1970 μάλλον και τον τραγουδιστή νεαρό τότε Κωστή Χρήστου και νυν Παππού. Αδίκως τον Παππού τον έφαγε η μαύρη μαρμάγκα των κυκλωμάτων και δε σταδιοδρόμησε ως γνωστός τραγουδιστής. Κρίμα γιατί από φωνή ήταν εξαιρετικός. Ολέθρια η σύγκριση με τα κακόμοιρα τα ψάρια!
Ο Παππούς αφού τραγούδησε ένα μισάωρο, παρέδωσε τη σκυτάλη στα ψάρια και πολύ σύντομα ανέβηκε στην πίστα η Σάρα και η Μάρα με βραδυνά σύνολα και αμπιγιέ παπούτσια. Α! όλα κι όλα! Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα αλλά τα παπούτσια ήταν όλα ένα κι ένα, είπε η κυρία μου, που ένα ψιλοφετίχ το έχει. Ωραίες μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες, κομψές, σατέν πράσινες με στρας, κόκκινες λουστρίνι...Το χρώμα που κυριάρχησε στην πίστα ήταν το χηρί, δηλαδή το μαύρο. Μαύρα μικρά φορέματα, μαύρα παντελόνια με μαύρα μπλουζάκια και πάει λέγοντας. Στο τέλος ανέβηκαν και οι απεγνωσμένες για τα τσιφτετέλια! Ευτραφείς υπάρξεις μισομεθυσμένες, με ανοιχτόχρωμα παντελόνια συγκέντρωσαν την κατακραυγή! Θέαμα για διασκέδαση. Το πόρισμα μου από το βράδυ εκείνο είναι το ακόλουθο : " Πρέπει να ξέρεις που τελειώνουν τα νιάτα και που αρχίζει η συντήρηση".
Το κοριτσάκι του Νέαρχου όμως έπληττε αφόρητα και ενώ ο κύριος μου διερήγνυε τα ιμάτια του ότι ο Παππούς θα ξανάβγαινε και δεν έπρεπε να τον χάσουμε, αποφασίσαμε να φύγουμε και να αφήσουμε πίσω τον Αναξίμανδρο και το Νέαρχο να κουνήσουν λίγο τις ουρές τους με τα ντόπια εδέσματα. Ο κύριος μου είχε δίκιο όπως αποδείχτηκε. Ο Παππούς ξαναβγήκε και τα έδωσε όλα.
Την επόμενη μέρα θα ανεβαίναμε στο Μήλιο και είχαμε κανονίσει να φάμε στη Χορταριά μαζί με τον Νέαρχο και τη Βερενίκη που ταξίδευαν από το πρωί. Έτσι και έγινε. Ανεβήκαμε από ένα δρόμο παράπλευρο. τον οποίο μας σύστησε ο ξενοδόχος για να αποφύγουμε τον ορυμαγδό που θα πήγαινε Χορταριά. Η άνοδος έγινε με δύο αυτοκίνητα, εμείς είχαμε το Νέαρχο και ο Αναξίμανδρος τα γυναικόπαιδα. Στο δρόμο ο Νέαρχος παρατηρούσε το τοπίο, αναγνώριζε τα γυμνά δέντρα που ήταν μηλιές και κάποια στιγμή αναφώνησε :"Ρε σεις, αυτοί όλες τις ρίπες (ερείπια) τις κάνανε αρχοντικά!" Με αφορμή τις άφθονες μηλιές και την επικείμενη απόκτηση από τα αφεντικά μου του κτήματος στα Κουκουβάτα, η κυρία μου είπε σε μια στιγμή : " Έχετε δει τα μήλα που έχουν μια ταμπελίτσα που λέει "Ζαγορίν"? Έτσι κι εγώ θα καλλιεργώ στο κτήμα μου ντομάτες που θα λέγονται "Τσαρουχίν"!"
Στη Χορταριά γινόταν το αδιαχώρητο. Ήταν κάτι σαν την Αχάροβα (έχω κάνει άφθονα κακά σχόλια αλλού), φρίκη! Πού να περπατήσεις, πού να σταματήσεις? Τέλος πάντων κάτσαμε να φάμε στην ταβέρνα που είχε κλείσει τραπέζι η Βερενίκη και μέχρι να τακτοποιηθούμε ήρθαν και αυτοί. Από τις χαιρετούρες και τις συστάσεις, του κυρίου μου του έμεινε η μικρή κόρη της Βερενίκης, η οποία μπήκε και δια χειραψίας σε όλους έλεγε κουρδισμένη "γεια σας, χάρηκα!". Το φαγητό ήταν πολύ καλό και το κρασί ομοίως. Η παρέα ήταν λίγο μεγάλη όμως και γιαυτό δυσλειτουργική αλλά αυτά συμβαίνουν στις μεγάλες παρέες, σκεφτόταν η κυρία μου. Μετά το φαγητό η Βερενίκη με τα κορίτσια και το Νέαρχο έφυγαν για να ξεκουραστούν κι εμείς κατηφορίσαμε στο Μώλο, όπου μετά από διαβουλεύσεις, βάλαμε το Νέαρχο να κατακλιθεί και οι υπόλοιποι πήγαμε για καφέ. Στις παραλιακές καφετέριες γινόταν το αδιαχώρητο. Απόγευμα Χριστουγέννων βλέπεις. Όλοι ήταν έξω για καφέ. Αφού υπέστησαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, βγήκαν να δουν τους φίλους να πουν και να ακούσουν καμιά κουβέντα χωρίς γκρίνια και παρατηρήσεις!
Μετά τον καφέ ακολούθησε υποχρεωτικά ξεκούραση για να βγει το υπόλοιπο πρόγραμμα. Την ώρα του ραντεβού όμως είχαμε απώλειες. Η Άντα και η κόρη της Νάνσυ παρέμειναν στις αγκαλιές του Μορφέα. Οι άλλοι όμως, ορεξάτοι για περιπέτειες, ξαναπήγαμε στου Τσατραπάτρα και ανακαλύψαμε το Αββαείο, όπου και μπήκαμε να προσευχηθούμε. Το Αββαείο ήταν μια πολύ συμπαθητική μπυραρία, που εκείνο το βράδυ είχε ζωντανή μουσική από κιθάρα και σαξόφωνο. Τραπέζι δεν υπήρχε αλλά από δω το είχαμε από κει το είχαμε βρήκαμε κάτι σκαμπώ και σκαρφαλώσαμε σαν τους πελαργούς να πιούμε μια μπύρα.
Η επόμενη μέρα ήταν η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και το πρόγραμμα έλεγε να περιηγηθούμε το Μήλιο. Οι οδηγοί Αναξίμανδρος και κύριος μου ήταν λίγο ανήσυχοι, γιατί ο καιρός θα χαλούσε το μεσημέρι και φοβόντουσαν μήπως ταλαιπωρηθούμε με χιόνια, αλυσσίδες, καθυστερήσεις κλπ. Ξεκινήσαμε για τα Φάνια, το ψηλότερο σημείο του Μηλίου και πήγαμε μέχρι το χώρο στάθμευσης του χιονοδρομικού κέντρου για να βγάλουμε φωτογραφίες και να δούμε τη θέα της θάλασσας του Γαπασητικού κόλπου από τη μια και του Αιγαίου από την άλλη. Το κρύο ήταν διαπεραστικό. Εμείς τα καναρίνια αντέχουμε από 4 - 40 βαθμούς και πίστεψα ότι είχε έρθει εκεί η ώρα μου. Κάπως κόλλησα στην κυρία μου, κάπως τυλίχτηκα και τη γλίτωσα ευτυχώς.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει πυκνό και σπεύσαμε να φύγουμε για την άλλη πλευρά του βουνού, με προορισμό την Τσαραγκάδα. Οδηγός ήταν ο Αναξίμανδρος που πήγαινε μπροστά με τα γυναικόπαιδα και καθόριζε τη διαδρομή και πίσω ακολουθούσαμε εμείς με το Νέαρχο συνοδηγό. Ενώ η κυρία μου είχε κανονίσει με τη Βερενίκη να ανταμωθούμε και να φάμε όλοι μαζί σε ένα χωριό που είχε κλείσει η Βερενίκη τραπέζι, ο Αναξίμανδρος δυσαρεστήθηκε εμφανώς με την προοπτική. Ούτε λίγο ούτε πολύ και μετά από αμέτρητα τηλεφωνήματα μεταξύ των δύο αυτοκινήτων και της κυρίας μου με τη Βερενίκη, η παρέα δεν έσμιξε και το στομάχι της κυρίας μου κόντεψε να σπάσει.
Ο Αναξίμανδρος οδηγούσε και δε σταμάτησε καθόλου για να κατέβουν, γιατί αφενός έβρεχε και αφετέρου έκανε ψόφο. Μέσα από τα αυτοκίνητα λοιπόν, είδαμε το Μήλιο και τα διάφορα χωριά του, κατεβήκανε 3 άτομα να δουν μερικά δευτερόλεπτα την παραλία του Μυλοχειμάρου, όπου ξύριζε και οδικώς πάντα κατέληξαν στον Αη Γιώτη. Εκεί ο Αναξίμανδρος κάτι έψαχνε. Κάπου πήγε ρώτησε και συνέχισαν σε μια τοποθεσία που λεγόταν Διάκου Νερό και όπου υπήρχε σε ένα ύψωμα μια ταβέρνα. Τρέχα γύρευε. Τη βρήκε όμως και όλοι είπαμε μπράβο! Εκεί φάγαμε πολύ ωραία φαγητά αλλά το καλύτερο ήταν της κυρίας μου που πήρε το ίδιο με τη Νάνσυ : αγριογούρουνο με παπάγια και ξηρούς καρπούς, καρύδια, χουρμάδες και κάποια άλλα που δε γνωρίζω καθότι δεν είμαι τροπικό πτηνό.
Όσο εμείς ήμαστε στις παραλίες, στα Φάνια χιόνιζε του καλού καιρού δημιουργώντας όλα αυτά για τα οποία ανατρίχιαζαν οι οδηγοί. Μετά το φαγητό δεν το βάλαμε κάτω. Ξεκινήσαμε για καφέ. Έναν καφέ περιωπής, όπως ήθελε ο Νέαρχος! Όμως συνέβη μια αναποδιά. Πέθανε ο παππούς της Νάνσυ και θα έπρεπε να φύγουν για Αθήνα και από κει για Πιάτο. Αν ήταν άλλοι θα έφευγαν άρον άρον. Εκείνοι όμως ήθελαν όσα πιο πολλά μπορούσαν από το εορταστικό πακέτο και γιαυτό τους χάρηκα. Για καφέ πήγαμε στις Πορτοκαλιές, ψάχνοντας να καθίσουμε στο περιβόητο καφενείο "Άννα, να ένα φυρίκι". Δυστυχώς ήταν γεμάτο αλλά ευτυχώς, όπως είπε η κυρία μου, γιατί μύριζε ποδαρίλα. Καθίσαμε σε ένα ωραιότερο, γωνιακό, πιο ζεστό σαν χώρος, με τζάκι, με ευγενέστατο προσωπικό και διακοσμημένο με πίνακες ζωγραφικής. Το έλεγαν "Κιβωτός" και το συστήνω ανεπιφύλακτα μια και αυτό είναι το αληθινό του όνομα!
Στο δρόμο της επιστροφής, ο Νέαρχος έκανε ένα πρόωρο μνημόσυνο του παππού, ο οποίος ήταν καλός άνθρωπος, υπερπλήρης ημερών και, όπως είπε ο Νέαρχος, διφραγκοδαγκούνα. Γυρίζοντας πίσω, ο Νέαρχος με την οικογένεια του έφυγαν. Οι υπόλοιποι έθεσαν επί τάπητος το θέμα της κατακλίσεως και της επανασύνδεσης αργότερα. Όπερ και εγένετο. Σκέφτηκαν να επισκεφτούν ξανά το Αββαείο και να προσευχηθούν με την Άντα που είχε χάσει την προηγούμενη προσευχή. Φευ! Ήταν τίγκα στους θρησκευάμενους και επιπλέον η Τσιριμπόμ πρόσεξε ότι η κιθάρα με το σαξόφωνο εμφανίζονταν κάθε Πέμπτη μόνο. Έφυγαν άπρακτοι αλλά τους είχε πει ο συμπαθής ρεσεψιονίστ ότι υπήρχε ένα ωραίο κέντρο με φαγητό και ζωντανή μουσική που λεγόταν "Τα παπάκια". Αν και η μέρα ήταν δύσκολη αυτοί πήγαν και ω του θαύματος βρήκαν τραπέζι. Εγώ εκείνο το βράδυ έκανα το κορόιδο. Οι πολλές συγκινήσεις με είχαν φθείρει πια, άσε το κρύο που τράβηξα. Έμεινα στο ξενοδοχείο και κοιμήθηκα για μια βραδιά νωρίς.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα ξεκούραστο και με πολλή όρεξη. Μου άρεσε το Μήλιο. Φαντάζομαι πόσο πιο όμορφο θα είναι το φθινόπωρο με όλα τα φυλλοβόλα δέντρα που έχει! Ο Αναξίμανδρος θα μας πήγαινε στο Δίκερι, την πιο μακρινή μύτη της ακτής του κόλπου. Ο δρόμος ήταν παραθαλάσσιος και η διαδρομή πανέμορφη, αλλά επίπονη. Ήταν όλο στροφές και πολύ μακριά, ο Αναξίμανδρος όμως, όπως σας έχω πει λατρεύει την οδήγηση. Φτάσαμε στο τελευταίο χωριό που ήταν η Αγία Παρασκευή και ξεπεζέψαμε στην ψαροταβέρνα του Μανώλη. Όλες κι όλες ήμαστε 4 παρέες. Ο κύριος ήταν ευγενέστατος και μας έφτιαξε ψαρόσουπα με φρέσκα βακαλεούδια, χταποδάκι στα κάρβουνα, κουτσομούρες τηγανητές και φρέσκιες καραβίδες βρασμένες σε θαλασσινό νερό. Ήταν όλα εξαιρετικά, τι να λέω! Γυρίσαμε τόσο ευχαριστημένοι που ο Αναξίμανδρος σταμάτησε για να αγοράσει η Άντα ένα γκυ, που το ήθελε επετειακό για τον κήπο τους. Αυτοί όλοι ξαναβγήκαν το βράδυ και πήγαν αρχικά στο Αββαείο να προσκυήσουν αλλά δεν βρήκαν να καθίσουν και μετά στις "Αετοφωλιές" και ξαναέφαγαν (τα ψάρια είναι φρούτα, σχολίασαν) και ξαναάκουσαν τραγούδια (καλύτερα από χτες, είπαν). Εγώ έκατσα στο δωμάτιο να ξεκουραστώ λιγάκι και να διαβάσω τις νότες μου. Μεταξύ μας απόρησα με το σθένος των κυρίων μου. Κώλο δεν έβαλαν μέσα!
Ήταν ένα πολύ ωραίο ταξίδι και διασκέδασα αφάνταστα. Το δε Μήλιο μου άρεσε πολύ και δε φανταζόμουν ότι είχε τόσα πολλά, ωραία μέρη και τέτοια εναλλαγή τοπίων, από βουνό στη θάλασσα και από τη θάλασσα στο βουνό. Χάσανε τα μικρά μου αφεντικά που δεν ήρθανε!
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle
Πριν από 1 εβδομάδα
3 σχόλια:
Eσένα όμως, αγαπητό ΄Ασπρο Καναρίνι, δε μας είπες αν σου άρεσε το βιβλίο μου.
ΕΚΤ Ελένη
Αχ τι χαρά! Καλέ έχω ένα σχόλιο! Δεν το πιστεύω! Κάποιος θα μου κάνει φάρσα! Σήμερα το είδα τυχαία όταν πήγα να διορθώσω κάτι ορθογραφικά μου λάθη! Επειδή δεν έχω ιδέα για τις λεπτομέρειες που παρουσιάζεται το blog και κανένα άλλο καναρίνι που έχω ρωτήσει, ούτε εκείνος ο ηλίθιος παπαγάλος μπόρεσαν να με διαφωτίσουν ελπίζω ότι εδώ πρέπει να απαντήσω. Είθισται να διαβάζω κι εγώ τα βιβλία που διαβάζει και η κυρία μου, κρεμασμένο στο πορτατίφ της. Κρατάει και σημειώσεις για κάθε βιβλίο σε ένα άλλο κομπιούτερ αλλά δεν ξέρω ακόμα πώς να τα κλέψω και να τα βάλω στο blog μου. Μπήκα κρυφά στην "αναγνώστρια" και ζήλεψα, αλλά εγώ δεν είμαι κριτικός βιβλίων. Απηχώ μάλλον τον απλό κόσμο. Για να μη μακρυγορώ το βιβλίο μου άρεσε πολύ. Τον τελευταίο καιρό είμαι πολυάσχολο με την έννοια ότι εξασκούμαι να "υποβάλλω" τις κρυφές μου επιθυμίες στην κυρία μου και μια τέτοια είναι να βγάλει ένα απόγευμα τις πιζάμες με τα προβατάκια, να πάει στη δανειστική βιβλιοθήκη του Δήμου μας και να ζητήσει άλλα βιβλία της Ελένης Τσαμαδού (γιατί για να αγοράσει το βλέπω πολύ χλωμό: είναι η έπαυλη όπως ξέρετε και τα έξοδά της). Αγαπητέ άγνωστε, τι να πω? Με κατέλαβες εξ απήνης. Είμαι πολύ χαρούμενο με αυτό το σχόλιο και είπα πολλά ανούσια για να πω "μου άρεσε πολύ".
Ωστε χάρηκες πολύ, καναρίνι μου; Τόσο πολύ που δεν κατάλαβες από την ταραχή σου πως αυτός "ο άγνωστος" που σου έκανε το σχόλιο δεν είναι άλλος από τη μαμά του βιβλίου..
Εγώ πάντως να δεις πόσο χάρηκα που έχω και αναγνώστες στο φτερωτό κόσμο !
ΕΚΤ Ελένη
Δημοσίευση σχολίου