14/12/08

ΤΟ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΘΕΡΕΤΡΟ

Καρφιτσώθηκα περιχαρές στη μπλούζα της κυρίας μου έτοιμο για το αυριανό ταξίδι. Ήταν Παρασκευή βράδυ και η Τσιριμπόμ υπενθύμισε στο αφεντικό μου ότι θα ξεκινούσαν αύριο πρωί πρωί για την Αχάροβα, ένα χειμερινό θέρετρο πλουσίων των τελευταίων ετών (το τελευταίο έχει διπλή σημασία:ότι το θέρετρο μέχρι πρότινος ήταν ένα κατσικοχώρι που έγινε πασίγνωστο λόγω του ότι κάθε σεβόμενος νεόπλουτος τον εαυτό του έπρεπε να μάθει σκι τα τελευταία χρόνια και δεύτερον οι πλούσιοι των τελευταίων ετών, πνιγμένοι στο μαύρο χρήμα έπρεπε κάπου να επενδύσουν). Ήμουν πολύ περίεργο να δω αυτόν τον τόπο! Το αφεντικό μου δεν ήθελε καθόλου να πάνε. Ήθελε να περάσει ένα ξεκούραστο σαββατοκύριακο με τα οικιακά του ρούχα και τις παντοφλίτσες του μέσα στο σπίτι. Ήθελε επίσης να πάει να δει τη μαμά του την Κυριακή και να φάνε μαζί.
Το κανονικό μου αφεντικό θα έφευγε κι εκείνο το σάββατο το μεσημέρι για Πράγα με τους φίλους του από το Διακοφτερό. Ήταν σε αναβρασμό από μέρες για το ταξίδι αυτό, έκανε σχέδια, διάβαζε οδηγούς που του προμήθευε η κυρία μου και γενικά πετούσε στα σύννεφα. Ίδιος η μάνα του! Η Τσιριμπόμ αντίθετα ένιωθε θλίψη γιατί στα μάτια της το ταξίδι αυτό ήταν προάγγελος της νέας ζωής που είχε πια ξεκινήσει για το αφεντικό μου και που σήμαινε ότι από δω και πέρα αυτός όλο και θα έφευγε...Το σύνδρομο της άδειας φωλιάς την τυρανούσε πολύ κι ας μην το έδειχνε. Τέλος πάντων, ξέφυγα από το θέμα.
Η αφεντικίνα μου λοιπόν, έκανε τις ετοιμασίες της για το ταξίδι στην Αχάροβα. Το αφεντικό μου στωικά το απεδέχθη κι εγώ αναρωτιόμουν αν έπρεπε να πάρω το κασκόλ μου.
Ξεκίνησαν το πρωί γιατί η κυρία μου έπρεπε να παρευρίσκεται σε μια ομιλία στις 10 στο ξενοδοχείο Ανεμοδούρα. Ο καιρός ήταν χάλια αλλά το ταξίδι μας εξελίχτηκε καλά. Φτάσαμε εγκαίρως για την ομιλία στο ξενοδοχείο και μπήκα με την κυρία μου μέσα στην αίθουσα. Ο κύριος μου έμεινε στο σαλόνι να πιεί ένα καφέ. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ θα ήθελα να μείνω με αυτόν γιατί το εν λόγω σαλόνι ήταν γεμάτο τρυφερές υπάρξεις που τιτίβιζαν. Δυστυχώς όμως, ως micrοtsip ήμουν καρφιτσωμένο πάνω στην κυρία μου.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη κατά το 1/4. Στο βήμα βρισκόταν ο δεύτερος στη σειρά ομιλητής και η κυρία μου περίμενε την τρίτη ομιλία για την οποία ήταν προσκεκλημένη. Ενώ ο ομιλητής έδειχνε κάποιες ανατριχιαστικές (για μένα) διαφάνειες, η κυρία μου έφτιαχνε μια νοερή λίστα για το σούπερ μάρκετ της Δευτέρας, ο κύριος απέναντι χασμουριόταν και η κυρία πίσω μας άνοιγε θορυβωδώς ένα πακέτο χαρτομάντηλα για να αδειάσει εξίσου θορυβωδώς τη μύτη της, ξάφνου άρχισε να κουνιέται η γη κάτω από τα πόδια μας. Αμάν, είπα! Ευτυχώς που είμαι microtsip. Ευτυχώς που το πρωτότυπο θα σωθεί! Αλλά αδίκως ανησυχούσα. Ήταν ένας σεισμός όχι σοβαρός, που έδωσε την ευκαιρία στον ομιλητή να αυτοσαρκαστεί λέγοντας ότι είναι ευτυχής που η παρούσα ομιλία προκάλεσε σεισμό. Μετά τη γενική θυμηδία, αυτοί που είχαν κινήσει για την πόρτα ξαναέκατσαν και η ομιλία συνεχίστηκε.
Η κυρία μου, όπως σας είπα περίμενε τον τρίτο ομιλητή. Επρόκειτο για έναν καθηγητή Πανεπιστημίου, μικρότερο από την κυρία μου, μπορεί να μην ήταν ούτε σαράντα ακόμα. Τον έλεγαν Λέλο - Μπουρμπουλήθρα και ήταν ανηψιός της έγκριτης, διάσημης και περιβόητης καθηγήτριας Λέλου. Μεγάλο όνομα στο χώρο η Λέλου. Ογκόλιθος της επιστήμης, πραγματικός και μεταφορικός! Έβλεπα από τη μια τον Μπουρμπουλήθρα και από την άλλη την κυρία μου. Η μέρα και η νύχτα. Η κυρία μου (όχι ότι είναι κυρία μου), γόνος μικροαστικής οικογένειας, πολύ έξυπνη και με παιδεία, έφτυσε αίμα να μπει στη σχολή της, να την τελειώσει και να ακολουθήσει το δρόμο όσων δεν έχουν γνωστό επώνυμο, διάσημο μπαμπά, θείο ή γιαγιά, ή μεγάααααλο σαλόνι σπίτι τους. Είχε τα μάτια και τα αυτιά της δεκατέσσερα για να μην της ξεφύγει τίποτε από όσα έρχονταν στο φως και μπορούσε να τα αξιοποιήσει. Έτρεχε από δω κι από κει και μάζευε σα μυρμήγκι ό,τι μπορούσε και πίστευε ότι θα της φαινόταν χρήσιμο. Έσπρωχνε πόρτες και τις άνοιγε με τη βία. Όπως λέει και τώρα πολλές φορές, δε χρωστάει τίποτε σε κανέναν. Μόνη της τα κατάφερε όλα και δουλεύοντας σκληρά. Ωραία! Και τι κατάφερε? Τίποτα από όσα θα μπορούσε να καταφέρει. Βρήκε μια θέση και κωπηλατεί 10 χρόνια τώρα, χωρίς κανένας να έχει αναγνωρίσει το παραμικρό από τις δυνατότητες της. Περιβάλλεται από ντενεκέδες, ανθρώπους χωρίς παιδεία και ευγένεια, χωρίς ικανότητες και πολλοί από αυτούς χωρίς καν γνώσεις και οφείλει να ανέχεται έναν ολόκληρο θίασο άσχετων και ευθυνόφοβων. Άνθρωποι που ήταν συμφοιτητές της εκτινάχθηκαν στα ύψη με μερικές καλές γνωριμίες και μια εύκολα ξεδιπλούμενη γλώσσα. Δεν πλούτισε, δεν έγινε γνωστή πέρα από ένα πολύ στενό κύκλο και δε σταμάτησε να δουλεύει σα σκυλί ούτε μια μέρα.
Ο Λέλος - Μπουρμπουλήθρας από την άλλη, ανήκει στους ανθρώπους που ο δρόμος τους ήταν σπαρμένος με ροδοπέταλα, επειδή είχε θεία τον ογκόλιθο. Δεν ξέρω λεπτομέρειες από το βιογραφικό του, δε γνωρίζω πχ. αν πέρασε με το σπαθί του στη σχολή ή πήγε ένα χρόνο στην Κίνα και ήρθε κατόπιν με μεταγραφή (ένεκα η θεία). Δεν είμαι άδικο με πράγματα που δε γνωρίζω. Ας πάρουμε όμως την περίπτωση που ήταν μια φωτεινή διάνοια που πέρασε στη συγκεκριμένη (δύσκολη) σχολή και την τελείωσε όπως έπρεπε (και όχι με τηλέφωνα του τύπου "αχ κύριε Τάδε μου, δίνει αύριο ο ανηψιός μου το μάθημα σας" κλπ, κλπ). Το χάος ακολουθεί για τους πολλούς. Για εκείνον φαντάζομαι ότι ήταν όλα εύκολα. Να οι εργασίες, να τα διδακτορικά, να οι ειδικότητες, να οι εξειδικεύσεις, να η θέση λέκτορα στο Πανεπιστήμιο, να το Επικουριλίκι. Όλα προδιαγεγραμμένα. Γιατί, όμως χρειαζόταν να απαρνηθεί το μονήρες του επιθέτου του μπαμπά του? Γιατί να μην τον λένε σκέτο Μπουρμπουλήθρα αλλά έπρεπε να ονομαστεί και Λέλος? Για να είναι εύκολα αναγνωρίσιμος? Για να δείξει έμπρακτα την ευγνωμοσύνη του στη θεία? Για να την κληρονομήσει πιο εύκολα? Γιατί άραγε?
Ο κύριος μου λέει ότι κάποιες ερωτήσεις δεν πρέπει να γίνονται, κάποια πράγματα δεν πρέπει να ξεστομίζονται και τα προσχήματα πρέπει να τηρούνται. Στον κόσμο των ανθρώπων ίσως έτσι πρέπει να είναι. Στον κόσμο των καναρινιών όμως, αυτοί οι κανόνες δεν υπάρχουν, αλλά αυτό το έχετε καταλάβει ήδη.
Ο Λέλος - Μπουρμπουλήθρας έκανε την ομιλία, ευλογώντας παράλληλα και τα γένια του με την αναφορά αρκετών δημοσιεύσεων δικών του με εργασίες που έκανε (όχι βέβαια αυτός, οι σκλάβοι που τον περιβάλλουν) στο χώρο που δουλεύει. Ο χρεωστών, του χρεωστούντος, τω χρεωστούντι κοκ.
Η κυρία μου έχει αποδεχθεί προ πολλού τη μοίρα της και δεν μάχεται πλέον. Κοιτάζει να περνάει καλά τον ελεύθερο χρόνο της και να μην την τρώει το άγχος με κουταμάρες. Αφού έκανε το καθήκον της, πήρε τον κύριο μου και φύγανε. Δε θα γράψω άλλα, επειδή ο σκοπός της σημερινής γκρίνιας μου είναι να πω μερικά για την Αχάροβα και όχι πώς πέρασαν οι κύριοι μου.
Το χωριό αυτό, λοιπόν, είναι ένα χωριό χωρίς πεζοδρόμια. Μα, θα μου πείτε, ξέρεις εσύ κανένα χωριό με πεζοδρόμια? Πολύ σωστά! Γι αυτό είναι χωριό, αλλιώς θα ήτο πόλη. Προσπαθεί να είναι διατηρημένο παραδοσιακό, όχι για κανένα αλλο λόγο παρά μόνο για την κονόμα. Πέτρινα σπίτια, όλα ανακαινισμένα και φρεσκοβαμένα, νέες κατασκευές σεβόμενες πλήρως το τοπικό χρώμα, επιγραφές που δεν βγάζουν μάτι. Αλλά... Μέτρα και σημείωνε.
Ο δρόμος για το χιονοδρομικό κέντρο και τις γύρω πόλεις (πχ τους Αδελφούς που είναι μέρος με αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον) περνάει υποχρεωτικά μέσα από το χωριό. Αυτοκίνητα και πούλμαν κατά εκατοντάδες διασχίζουν τον κεντρικό δρόμο, τον χωρίς πεζοδρόμια, ξύνοντας κυριολεκτικά τους δεκάδες έως εκατοντάδες πεζούς και ραίνοντας με καυσαέριο τα εκτεθειμένα από τα μαγαζιά τυριά, κρέατα, γκλίτσες, κιλίμια, προβιές, γούνες, σαμάρια και ρίγανες. Οι ορδές των επισκεπτών περπατούν μέσα στο δρόμο, οι οδηγοί τους βρίζουν μέσα από τα δόντια τους και ενίοτε κορνάρουν. Τις περισσότερες φορές δημιουργείται ένα μεγάλο μποτιλιάρισμα σαν να βρίσκεσαι στη Σόλωνος και να είναι διπλής φοράς. Το πρόβλημα με τα αυτοκίνητα είναι τεράστιο. Και για να διευκολυνθεί περισσότερο, ο μεγάλος δημοτικός χώρος στάθμευσης που υπήρχε αποφασίστηκε να γίνει Πνευματικό Κέντρο. Για ποιούς? Μυστήριο! Ποιανού πανέξυπνου όραμα ήταν αυτό? Δε γνωρίζω. Εγώ ένα απλό καναρίνι είμαι. Ό,τι βλέπω λέω. Αυτό που είδα ήταν τόνοι τσιμέντου να θεμελιώνουν ένα Πνευματικό Κέντρο. Φαίνεται το χωριό αυτό απαρτίζεται από γηγενείς διανοούμενους! Το χωριό της κονόμας, το γεμάτο επώνυμα μαγαζιά, ταβέρνες, παντοπωλεία, είδη δώρων, καφετέριες και σουβλατζίδικα θέλει να εξαγνιστεί με ένα Πνευματικό Κέντρο! Θαυμάσια!
Φεύγοντας από το χωριό και με κατεύθυνση το χιονοδρομικό κέντρο φτάσαμε σε ένα οροπέδιο που λεγόταν Λινάδι. Ατυχής ονομασία. Έπρεπε να λέγεται Νεοπλουτάδι. Σωρεία μεζονετών. Μεζονέτες φτηνές, μεσαίες, πολυτελείς, υπερπολυτελείς. Αναλόγως βαλαντίου. Πωλούμενες, ενοικιαζόμενες, ημιτελείς, περατωθείσες, περιφραγμένες ή όχι. Όσες είχαν ενδείξεις ζωής είχαν απαραιτήτως στον περίβολο τους ένα τζιπ ανάλογης αξίας με τη μεζονέτα που τους φιλοξενούσε. Πολυτελής η μεζονέτα, Lexus το τζιπ. Πιο δεύτερη η μεζονέτα, Toyota το τζιπ και πάει λέγοντας. Κόσμος σε ευμάρεια. Τόσα πολλά λεφτά γύρω μας! Άραγε πόσοι από αυτούς έχουν πάει στο Μουσείο των Αδελφών και έχουν ασχοληθεί με τα εκθέματα του, έχουν εξηγήσει δυο λόγια στα παιδιά τους, έχουν ενδιαφερθεί οι ίδιοι να μάθουν κάτι περισσότερο από ζαντολάστιχα και ίππους.
Η εποχή που ήρθαμε στην Αχάροβα δεν είναι τυπική γιατί δεν είχε χιόνι για να κάνει κανείς σκι, ούτε ήταν γιορτές που ο καθένας επιλέγει ένα τέτοιο μέρος για να ξεφύγει από τα πεθερικά του. Ήταν αυτό που λέμε τουριστικά νεκρή εποχή. Ίσως γι αυτό ο κόσμος που συναντήσαμε ήταν διάφορα ΚΑΠΗ της ευρύτερης περιοχής της Αττικής και φοιτητές. Τα σαββατοκύριακα του χειμώνα το χωριό βουλιάζει από τους νεόπλουτους κάθε προαστείου, τους αστερίσκους της μιας βραδιάς, τις επώνυμες πόρνες πολυτελείας και τις πρώην πόρνες πολυτελείας και νυν αξιοσέβαστες συζύγους επωνύμων επιχειρηματιών - στεγνοκαθαριστηρίων μαύρου χρήματος. Βρίθει επίσης ζεν πρεμιέ που αλληλοσπρώχνονται, εμμηνοπαυσιακών πρώην καλονών που επιμένουν να νεάζουν, οξυζεναρισμένων δεσποινίδων που στο πρόβλημα 2+2 απαντούν 6, νεαρών με αηδιαστικά θηλυπρεπή ξυρισμένα στήθη, ανεγκέφαλων πενηντάρηδων με καλά κρυμένα χαπάκια cialis (το viagra είναι πλέον αναγνωρίσιμο). Το χωριό βουλιάζει από όλα αυτά τα σκατά και οι κάτοικοι περιχαρείς απολαμβάνουν όλη αυτή τη φήμη και γεμίζουν τα ταμεία τους. Κορδώνονται που είναι κάτι σαν Μύκονος του χειμώνα και μεταφέρονται σωρηδόν να ανοίξουν τα μαγαζιά τους την Παρασκευή το πρωί. Γιατί αμφιβάλλω αν τη Δευτέρα υπάρχει ψυχή ζώσα στην Αχάροβα. Το πάρτυ γίνεται μόνο το σαββατοκύριακο.
Το 24ωρο που περασα στην Αχάροβα ήταν πολύ εποικοδομητικό για μένα. Οι κύριοι μου ξεκουράστηκαν, κοιμήθηκαν, έφαγαν και γενικά πέρασαν καλά. Κι εγώ πέρασα καλά. Έκανα τις συγκρίσεις μου. Είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένο. Για φαντάσου να ζούσα στα σκατά. Τι να το κάνεις το χρυσό κλουβί όταν γύρω σου έχεις σκατά?

Δεν υπάρχουν σχόλια: