Είμαι ημιθανές. Κόντεψα να τινάξω τα πέταλα και να μεταφερθώ εις τας αιωνίους μονάς των καναρινιών. Εγώ που προσέχω τόσο τον εαυτό μου! Την πάτησα από την πλεονεξία μου και μόνο.
Κανόνισαν τα μεγάλα αφεντικά μου να πάνε σε ένα νυχτερινό κέντρο που τραγουδάει ο Κιτσομήτρος, ο τελευταίος μεγάλος λαικός τραγουδιστής της εποχής μας. Το αφεντικό μου τον λατρεύει, "θα πάμε να προσκυνήσουμε το Θεό" έλεγε όλη τη βδομάδα. Η Τσιριμπόμ έκανε την πάπια. Δεν της αρέσουν τα ξενύχτια, ούτε καίγεται και για τον συγκεκριμένο κύριο αλλά ήθελε να ευχαριστήσει το αφεντικό κι έτσι τα οργάνωσε να πάνε. Δεν θα ήταν μόνοι τους, δημιουργήθηκε μια παρέα 12 ατόμων, από τους οποίους ανά ζεύγη ο ένας λάτρευε τον Κιτσομήτρο και ο άλλος ήθελε να ευχαριστήσει τον έναν. Περίπλοκοι είναι οι άνθρωποι αλλά εμένα τι με νοιάζει? Μέσα στην όλη κατάσταση θα εξελισσόταν και ένα μικρό προξενιό! Α! όχι. Εδώ δεν έφταιγε η Τσιριμπόμ, οφείλω να το διευκρινίσω, αν και γενικά αρέσκεται σε κάτι τέτοια. Ο Αναξίμανδρος θα έφερνε την ξαδέρφη του να τη γνωρίσει σε έναν φίλο του εκδότη. Τα αφεντικά μου ντύθηκαν, στολίστηκαν και πέρασαν να τους πάρουν οι κουμπάροι τους ο Νέαρχος με τη Βερενίκη. Εγώ είχα προσαρτηθεί από νωρίς στο μπλουζάκι της κυρίας μου και ήμουν περιχαρές για την έξοδο. Είχα κάνει από το πρωί το μπάνιο μου, είχα παρφουμαριστεί, το μόνο που με ανησυχούσε ήταν το ξενύχτι, μια κι εγώ, ως καναρίνι κοιμάμαι με τις κότες και ξυπνάω με τα κοκόρια! Ήταν τέτοια η χαρά μου που τους κέρασα από νωρίς μερικές τρίλιες και κελαηδητά. Το κανονικό αφεντικό μου ήταν στο γραφείο του και διάβαζε, δε θα έβγαινε καθόλου έξω κι αν έβγαινε θα ήταν μόνο για να πάει στο κολυμβητήριο.
Το κέντρο ήταν μεγάλο, σε δύο επίπεδα και λεγόταν Αθηναίων Διέξοδος. Μας έβαλαν στο δεύτερο επίπεδο σε κάτι καναπεδάκια σχήματος πι. Για 4 και κάτι (με μένα) που ήμαστε μπορώ να σας πω ότι ήταν ήδη στριμωχτά. Αυτοί δεν είχαν τι να κάνουν τα πόδια τους. Δεν είμαι παραξενιάρικο αλλά αναρωτιόμουν πώς θα χωρούσαμε 12 άτομα και κάτι. Μέχρι να έρθουν οι υπόλοιποι τα αφεντικά μου με τους κουμπάρους τους έβγαλαν φωτογραφίες, χαχάνισαν, έκαναν πρόβες πώς θα καθίσουν και γενικά ήταν μες την τρελή χαρά. Το αφεντικό μου με τη Βερενίκη ήταν γεμάτοι ανυπομονησία να προσκυνήσουν το Θεό, η κυρία μου με τον Νέαρχο ήταν κομματάκι προκατειλλημένοι και συμφωνούσαν ότι γίνεται πολλή φασαρία χωρίς τόσο μεγάλο λόγο.
Κατέφθασαν μετά από μισή ώρα και οι υπόλοιποι, ήρθε το πρώτο μπουκάλι ουίσκι και κοντά στα μεσάνυχτα άρχισε το πρόγραμμα. Βγήκε πρώτα η τριάδα των μεγάλων ονομάτων του κέντρου, Κιτσομήτρος, Λιγιδάκης και Στυλόκας. Ο Κιτσομήτρος ήταν πετσί και κόκκαλο μπρος στους άλλους! Είχε κάνει, λέγανε, ένα σοβαρό χειρουργείο και ανάρρωνε. Αφού είπαν δυο τρία γνωστά τραγούδια αποχώρησαν και το πρόγραμμα συνεχίστηκε με κάτι κοπέλες. Στο καναπεδάκι έγινε το αδιαχώρητο. Καθόμασταν σαν στρατιωτάκια αμίλητα, ακίνητα και αγέλαστα. Η θέα στην πίστα ήταν συνώνυμο του ραιβόκρανου. Για να βγει κάποιος να πάει προς νερού του καταστρώνονταν επιτελικά σχέδια σοφών μετακινήσεων και προχωρούσαν στην πραγματοποίηση τους με πολλαπλούς κινδύνους ανατροπών και επανασχεδιασμών.
Το μέρος που καθόμασταν με έκανε να νοσταλγήσω το απλόχωρο κλουβί μου και το κλαράκι που ακουμπάω. Από μπροστά μας περνούσε συνεχώς κόσμος. Πού πήγαινε όλος αυτός ο κόσμος? Όλοι κατουριόντουσαν?
Οι γωνίες στα καναπεδάκια είχαν καταληφθεί από τα παλτά μας και τις μοιράστηκαν ο Αναξίμανδρος με τον άλλο Νέαρχο της παρέας. Για άπλωμα ποδιών ούτε λόγος! Πρόβλημα ήταν να στρέψεις το κεφάλι στο διπλανό, ενώ για να μιλήσεις με τον απέναντι έπρεπε να εξασκηθείς στη νοηματική. Από μπροστά μας όπως είπα περνούσε κόσμος. Ήρθε η ώρα να μιλήσω για τις Φρίκες. Οι Φρίκες ήταν πολλές και διάφορες και τις παρατηρούσα με πολυπράγμον μάτι. Άλλες ήρθαν με το ξεβαμμένο μπουτζήν που γυρίζουν όλη μέρα στο μετρό και τις κοιλιές έξω. Κάποιες από τις κοιλιές αυτές είχαν και τρίχες. Τι αηδιαστικό θέαμα! Οι Φρίκες δεν έχουν καθρέφτη σπίτι τους? Προφανώς όχι, όπως δεν έχουν και μαμά. Να τους πει "πώς πας έτσι παιδί μου έξω? Μάζεψε τις κοιλιές σου, βάλε ένα άλλο παντελόνι, κρύψε τον (τεράστιο) κώλο σου" κλπ, κλπ. Φαντάζομαι ότι ένας από τους ρόλους της μάνας είναι και αυτός. Αλλά η πράξη δείχνει ότι δεν είναι ή κανένας δεν της ζητάει τη γνώμη ή αν τη ζητήσει δεν την εφαρμόζει θεωρώντας τη υπερβολική και άκαιρη ίσως. Όπως δεν έχει ανάλογο ρόλο ο καθρέφτης. Δεν έχει διορθωτικό ρόλο όλες τις φορές. Όταν η κοντοπόδαρη καλονή έχει βάλει τη χαμηλόμεση μίνι φούστα και αυτοθαυμάζεται, ο καθρέφτης οφείλει κανονικά να εκπέμπει μηνύματα αποτρεπτικά άμα η καλονή κάνει τον Αλέκο. Άνθρωποι με τόσες ανασφάλειες, όπως λένε οι ψυχολόγοι, οι άνθρωποι των πόλεων, δεν αναγνωρίζουν το χάλι τους έτσι ώστε να προσπαθήσουν να το καμουφλάρουν και να το μετριάσουν? Όχι, οι ανασφάλειες φαίνεται είναι επιλεκτικές.
Οι Φρίκες προέλευναν αγέρωχες. Οι περισσότερες ήταν ντυμένες στα μαύρα σαν νυχτερίδες. Αμπιγιέ το μαύρο αλλά σώνει! Υπάρχουν κι άλλα χρώματα. Εκτός κι αν πενθούσαν για όσους έχουν καταστρέψει! (αλησμόνητη ατάκα του Δρακουμέλ, τότε που τα μικρά αφεντικά μου ήταν μικρά και βλέπαμε τα πρωινά του Σαββάτου τα στρουμφάκια στην τηλεόραση). Μία εξ αυτών ήταν τόσο ψηλή και χοντρή που ένιωσα το τρέμουλο της Τσιριμπόμ όταν πέρασε ξυστά από δίπλα της. Θεόρατη είναι το επίθετο που ταιριάζει γάντι. Τυλιγμένη σε σάλια και βραδινά πανελόνια. Θωρηκτό Ποτέμκιν της έδωσα ως καλλιτεχνικό γιατί πέρασε αρκετές φορές αναζητώντας τις τουαλέτες. Συνήγαγα το συμπέρασμα ότι τα εσωτερικά της όργανα ήταν δυσανάλογα μικρά για τον όγκο της, πχ. η ουροδόχος κύστη της.
Πέρασαν επίσης διάφορες νεάζουσες γιαγιάδες με μαλλί κομμωτηρίου ακίνητο από τη λακ. Αξιοσημείωτα ήταν τα νύχια τους, μεγάλα και περιποιημένα, σαν τα δικά μου όπως σχολίασε η αφεντικίνα μου (νύχια πουλιού, είπε). Εργασία για τις μανικιουρίστες. Άψογα νύχια και μετά το χάος! Ένα χέρι γερασμένο, με καφέ πουά, ζαρωμένο και αποστεωμένο, μία μούρη άστα να πάνε, ένα σώμα χωρίς μέση, το μαλλί είπαμε...Αλήθεια, αναρωτιέμαι, η γιαγιά πιστεύει ότι είναι ωραία? Είναι δυνατόν να μαγευτεί κάποιος από τα ωραία νύχια μόνο? Να δει αυτά τα νύχια και να πει "αχ, αυτή είναι γυναίκα! τη θέλω!"
Τα πιπίνια στο κέντρο ήταν μια ιδιαίτερη κατηγορία. Είχαν όλα αυτό το βλέμμα των πιπινιών που δεν έχουν ακόμα μεγάλη εμπειρία της ζωής. Φορούσαν τα περισσότερα μίνι και ήταν στην πλειοψηφία τους καλλίγραμμα, με τα μακριά μαλλάκια τους, τα ποδαράκια τους, τις γοβίτσες τους. Η χαρά του πενηντάρη! Όλοι οι άντρες της παρέας, συνοδευόμενοι από τις σιτεμένες συντρόφους τους (μέσα και η αφεντικίνα μου, είμαι δίκαιο), φαντάστηκαν τους εαυτούς τους πρωταγωνιστές σε ανομολόγητα όργια με αυτά τα δροσερά και τρυφερά αρνάκια! Σχεδόν διάβαζα τις σκέψεις τους!
Το πρώτο μέρος κάποια στιγμή τελείωσε και βγήκε το αστέρι του κέντρου το οποίο τραγούδησε πολύ ωραία οφείλω να ομολογήσω ως ειδικός και με χρυσό λαρύγγι το ίδιο. Στο κέντρο επικράτησε ησυχία για να απολαύσουν όλοι τον μεγάλο καλλιτέχνη. Προσηλώθηκα κι εγώ μήπως αντιγράψω κάτι και βελτιώσω κάποιες από τις τεχνικές μου. Η φωνή του ήταν στεντόρεια, έβγαινε αβίαστα και παρέσυρε τα πλήθη σε χειροκροτήματα και σφυρίγματα. Ο καναπές μας πρωτοστάτησε! Η κυρία μου ανησυχούσε μήπως νυστάξει γιατί το αφεντικό της είχε ξεκόψει ότι θα ξημερωνόμασταν στο ναό, θα φεύγαμε παίρνοντας και τα κλειδιά κι αυτή η κακομοίρα είχε πιεί καφέ για να αντέξει. Αλλά στάθηκε επάξια στο ύψος των περιστάσεων! Ο κύριος μου της έδωσε συγχαρητήρια. Όχι μόνο δε νύσταξε αλλά συμμετείχε κιόλας, τραγουδούσε, χειροκροτούσε. Ο Λιγιδάκης ήταν επίσης πολύ καλός, αρέσει στην κυρία μου η φωνή του. Είπε όμως ότι ήταν λίγο άκαμπτος και έβγαλε αμέσως τη διάγνωση της αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας. Ο Στυλόκας είπε τα δικά του τραγούδια που απηχούσαν την εποχή των κυρίων μου και των φίλων τους. Ήταν λίγο μελαγχολικά και όλοι τα τραγουδούσαν νοσταλγικά χαμένοι στο παρελθόν.
Δεν είπα όμως τίποτα ακόμα για τα παραπίστια τραπέζια. Ο χορός στην πίστα έχει, όπως κατάλαβα, την ώρα του. Σε ένα τραπέζι που ήταν μπροστά και λίγο αριστερά μια νεαρά μερακλωθείσα ανέβηκε με δωδεκάποντο πατούμενο να χορέψει και μετά από μερικά λεπτά κινητοποιήθηκαν οι υπεύθυνοι κύριοι της φύλαξης και ευγενικά την κατέβασαν κάτω, παρά τις διαμαρτυρίες των συνοδών της. Α! όλα κι όλα. Έχει και η νύχτα τους κανόνες της. Όπως πχ. ότι τα πετούμενα άνθη όφειλαν να είναι μόνο λευκά γαρύφαλα στο συγκεκριμένο κέντρο. Και όταν λέμε άνθη εννοούμε πολλά άνθη. Μια ολόκληρη σειρά από κυρίες επί των ανθέων δημιουργήθηκε για να ανέβουν στην πίστα με τα πανεράκια και να ράνουν τα είδωλα. Τι πεταμένα λεφτά! Ο Κιτσομήτρος τραγουδούσε και γύρω του είχε μια λευκή θάλασσα από γαρύφαλα. Όταν τελείωσε τα τραγούδια που είχε να πει, έφυγε και ξαφνικά άνοιξε μια καταπακτή και ρούφηξε τα λουλούδια καθαρίζοντας αυτόματα την πίστα. Φαντάστηκα αμέσως το ειδικό προσωπικό να κατεβαίνει στο υπόγειο, να μαζεύει τα γαρύφαλα (κάτω καθαρά ήταν, μόνο αυτοί πατούσαν!), να τα στολίζει εκ νέου στα πανεράκια και να ξαναβγαίνουν προς πώληση από τις κυρίες στους μερακλωμένους θαμώνες.
Ακριβώς μπροστά στην πίστα υπήρχε το τραπέζι του Χριστόπουλου, επώνυμου Αθηναίου και πρώην συζύγου μιας εμμηνοπαυσιακής περιβόητης κυρίας των media με ωραίο λαιμό. Ήταν διάσημη για τον ωραίο λαιμό της που μαγνήτιζε τα πλήθη! Του κυρίου δεν του επέτρεπε το prestige να ανέβει στην πίστα αλλά εκτονώθηκε στην αγορά και την επίρριψη των ανθέων επί του ειδώλου.
Η ώρα προχωρούσε, το πρόγραμμα συνεχιζόταν και επιτέλους δόθηκε η άγραφη άδεια για χορό στην πίστα. Τραγουδούσε ο Λιγιδάκης και επίδοξοι Νουρέγιεφ συνωστίζονταν στην πίστα περιχαρείς που ήταν δίπλα σε έναν επώνυμο τραγουσιστή. Χόρευαν λοιπόν σαν βατράχια στη θράκα και πλησίαζαν τον Λιγιδάκη ύπουλα, σαν ύαινες, και στηνόντουσαν στο ένα πόδι για να τους τραβήξει φωτογραφία ένα άλλο ζώον, κατά κανόνα φίλος τους με το κινητό τους. Απύθμενη ματαιοδοξία! Απροσμέτρητη βλακεία! Οι ίδιοι τη Δευτέρα το πρωί θα δείξουν στους συναδέλφους τους στη δουλειά υπερήφανοι τις φωτογραφίες εκθειάζοντας τι "φανταστικά" πέρασαν, πόσο πολύ διασκέδασαν και καμουφλάροντας τη μιζέρια της ίδιας της ζωής τους με μια 'πετυχημένη" βραδιά. Η κατάσταση έγινε χειρότερη με τον Κιτσομήτρο. Εκεί χάθηκε κάθε ίχνος σεβασμού. Στραβά, μεθυσμένα χαμόγελα παρατάχτηκαν, ομού με στραβοκάνες κακοχυμένες νεαρές και κοντοπίθαρες μεσόκοπες. Έφριξα το καναρίνι! Τι αντοχή αυτός ο τραγουδιστής! Τραγουδούσε με κλειστά μάτια (κυρίως γιατί το απολάμβανε αλλά και επειδή το θέαμα γύρω του ήταν να κλαις) και άντεχε όλο αυτό το πανηγύρι στην πίστα. Τόση ανάγκη είχε τα λεφτά και αποφάσισε να περάσει έτσι τις νύχτες του? Μέσα στην καπνούρα, μέχρι τις 4.30 το πρωί, περιβαλλόμενος από Φρίκες και Φρίκους! Τελικά είναι τρίχες αυτά που έχω ακούσει να λέει η αφεντικίνα μου κατά καιρούς. Ότι δηλαδή σε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας αναθεωρείς τη ζωή σου ολόκληρη, θλίβεσαι για ό,τι έχασες και τρέχεις να αναπληρώσεις το χαμένο χρόνο, να χαρείς τα απλά πράγματα και να αφιερώσεις χρόνο στον εαυτό σου και σε όσους αγαπάς. Τρίχες και πούπουλα αγαπητοί μου! Το χρήμα είναι χρήμα και το προσκυνούν ακόμα και οι ετοιμοθάνατοι!
Λίγα λόγια για ένα μεγάλο βιβλίο "Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ"
Πριν από 3 εβδομάδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου