Αρχίζω με ευχές και όχι με γκρίνιες. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΥΓΕΙΑ. Όλα τα άλλα έπονται...
Τώρα μπορώ να γκρινιάξω και λίγο. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να ετοιμάζεται όλος ο κόσμος για το ρεβεγιόν της αλλαγής του χρόνου και κάποιοι να δουλεύουν... Οικτρό! Και καλά αυτοί οι κάποιοι να δουλεύουν, εγώ όμως τι φταίω? Πού άφησα τη ζεστασιά του κλουβιού μου, τους γιορτινούς σπόρους μου, τα χριστουγεννιάτικα στολισμένα κλαδιά μου για να πάω μαζί με τα αφεντικά μου στις δουλειές τους. Ο κύριος μου είχε φύγει από νωρίς. Κάτι πάει κι έρχεται αυτό. Η άλλη όμως? Έφυγε βραδιάτικα, ντυμένη σα λέτσος, εκεί που όλοι έκαναν πρόβες τα βραδινά τους ρούχα και τα καινούργια σύνεργα μακιγιάζ. Οδυνηρό! Όλοι να χαίρονται και να κάνουν σχέδια και αυτή να έχει ένα στομάχι φιόγκο για το ποιο πρόβλημα θα κληθεί να αντιμετωπίσει μέσα στην άγρια νύχτα... Αλλά το πιο οδυνηρό ήταν εκείνο το φεγγάρι! Τι φεγγάρι ήταν αυτό? Ολόγιομο, λαμπερό, τυλιγμένο με μια εσάρπα σύννεφων που όμως καθόλου δεν έκοβαν τη λαμπρότητα του... Αχ αυτό το φεγγάρι της νύχτας 31 προς 1... Υπέροχο... Αξέχαστο...
Πώς πέρασα? Μίζερα. Όχι δεν είμαι αχάριστο! Θα αλλάξω αφεντικά, δεν μπορώ άλλο, έχω χάσει την υπομονή μου με αυτούς. Μα πού τους βρήκα? Στις 12 παρά 10, η κυρά μου μαζί με τον Μάριο και το Σπύρο, άφησαν στο πόστο τους τον Γεροντοκόρο Συνάδελφο Με Το Βαμμένο Μαλλί και έτρεξαν μέσα από την καταχνιά και την υγρασία των δέντρων, στο έτοιμο στρωμένο τραπέζι του Μεγάλου Γραφείου τους. Μαζί κι εγώ μήπως και αποκομίσω το φλουρί της πίτας τουλάχιστον. Εκεί τους περίμεναν το στρωμένο τραπέζι και η Μαρία (το κορίτσι του Σπύρου), η Λίντια, η Μαρία, ο Μπάμπης, η Γιωργία και ο Ηλίας που μια και ήταν μόνος του είπε να περάσει να κάνει Πρωτοχρονιά μαζί μας. Η Λίντια έφτιαξε τη βασιλόπιτα, η κυρία μου έφερε τη σαμπάνια και οι υπόλοιποι τα φαγητά. Έγινε ένα βεβιασμένο συμπόσιο, χωρίς χλιδάτα τραπεζομάντηλα, στολισμένα δωμάτια, γιρλάντες, φωτάκια. Είχαν πλαστικά ποτήρια για τη σαμπάνια, πού ακούστηκε? Τα φαγητά τους τα είχαν σε αλουμινένια σκεύη μιας χρήσεως, μπλιάχ. Τα δε μυαλά τους ήταν εκεί κάτω, στον Κύριο Με Τα Βαμμένα Μαλλιά που τον είχαν αφήσει μόνο του, ευχαρίστως θυσιαζόμενο. Έλεγαν μόνο : "Του χρόνου καλύτερα, του χρόνου καλύτερα".
Ας μην είμαι στριμμένο. Η κυρία μου που έτσουξε ουκ ολίγη σαμπάνια (και οι άλλοι παρότι μουρμούριζαν ότι δεν τους αρέσει τη στράγγιξαν) έλεγε ότι καλά πέρασαν παρόλα αυτά. Εμ βέβαια. Άμα πιστεύεις στη ζωή σου ότι υπάρχουν πάντα χειρότερα, καλά πέρασες κι έτσι... Τι να πω? Αλλιώς σκέπτονται οι άνθρωποι και αλλιώς τα bon viveurs καναρίνια. Και ούτε μου έπεσε το φλουρί.
Σας επισυνάπτω μια ένδειξη του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού τους.
2 σχόλια:
Εύχομαι μια εξαιρετική χρονιά και σε εσένα, και ας μας απειλούν με τόσα!
Οφείλουμε να επιβιώσουμε αγαπητέ μου Περαστικέ! Σε πείσμα όλων! Και να μιλάμε, να θίγουμε... Μας έχουν μείνει μερικά πράματα ακόμα... Η γλώσσα, το μυαλό και η πένα. Σου εύχομαι πάντα υγεία.
Δημοσίευση σχολίου