Το ταξίδι μας ήταν προγραμματισμένο εδώ και κάμποσο καιρό. Η κυρία μου θα επισκεπτόταν για πρώτη φορά τις Βρυξέλλες, για κάτι σχετικό με τη δουλειά της. Δεν είχε ιδιαίτερο ενθουσιασμό για το συγκεκριμένο ταξίδι, επειδή οι φήμες λένε ότι πρόκειται για μια από τις πιο άσχημες ευρωπαϊκές πόλεις. Ο καιρός προμηνυόταν κρύος έως ανατριχιαστικά παγερός. Έχωσε στη βαλίτσα της γάντια, κασκόλ, πουλόβερ, μετά τα ξανάβγαλε θεωρώντας ότι έπαιρνε πολλά, μετά τα ξανάβαλε... Δύο μέρες ετοιμαζόταν με προσεκτικές λίστες να μην ξεχάσει τίποτε και υποφέρει από το κρύο. Τελικά ξέχασε τα γιαλιά μυωπίας της, το πιο σημαντικό και αναντικατάστατο! Αυτά που πήρε πρώτα πρώτα και σίγουρα ήταν δύο καπέλα. Της αρέσουν πολύ τα καπέλα αλλά δεν τα φοράει ποτέ στην Ελλάδα διότι δεν αντέχει να βλέπει το συμπονετικό βλέμμα των περαστικών και να διαβάζει τη σκέψη τους "Η τρελή του Σαγιό". Όταν όμως ετοιμάζεται για το εξωτερικό το πρώτο που τακτοποιεί με φροντίδα στη βαλίτσα της είναι τα καπέλα! Ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν την ενδιαφέρει τι θα πει ο Βέλγος διαβάτης αλλά κόπτεται τι θα σκεφτεί ο Έλληνας. Μυστήριο το μυαλό των ανθρώπων - γυναικών!
Η παρέα του ταξιδιού ήταν αυτή τη φορά γυναικοπαρέα. Οι δύο είχαν προμηθευτεί βιβλία από το αεροδρόμιο. Η κυρία μου, που θεωρεί το βιβλιοπωλείο του αεροδρομίου γδαρτήριο, είχε πάρει μαζί της ένα βιβλίο, αγορασμένο με τους γνωστούς τρόπους συμφερουσών αγορών. Το βιβλίο πήρε τον αέρα του στις Βρυξέλλες και γύρισε αδιάβαστο, επειδή η έξυπνη είχε ξεχάσει τα γιαλιά μυωπίας που είναι τα οικιακά γιαλιά διαβάσματος και το βράδυ, όταν έβγαζε τους φακούς επαφής της, ψηλαφούσε τους τοίχους για να βρει το κρεβάτι της να ξαπλώσει. Οπότε δεν ετέθη καν το θέμα του βραδινού διαβάσματος (Τζίλιαν Φλιν "Αιχμηρά αντικείμενα", Μεταίχμιο). Μέσα στο αεροπλάνο όμως, τα κορίτσια της παρέας, της έδωσαν το ένα από τα δύο αγορασμένα βιβλία και πέρασε όλο το ταξίδι διαβάζοντας απνευστί, εις γνώσιν της ότι δε θα προλάβαινε να το τελειώσει (Πασχαλιά Τραυλού "Φτερά από μετάξι").
Ευτυχώς που τα φτερά του αεροπλάνου δεν ήταν από μετάξι και η προσγείωση έγινε χωρίς απρόοπτα. Από το αεροδρόμιο μας παρέλαβε ο εκπρόσωπος του ταξιδιωτικού γραφείου, ένας πολύ συμπαθής Βέλγος, ο Mr John, για τον οποίο θα κάνω ειδική μνεία αλλού. Το ξενοδοχείο μας βρισκόταν στην Place Rogier, στο κέντρο της πόλης και ανήκε στα Hilton. Τα δωμάτια ήταν μικρά και τσουρούτικα αλλά με όλες τις ανέσεις.
Απέναντι από το ξενοδοχείο υπήρχε η πλατεία που είχε είσοδο για το μετρό και μια μικρή γυάλινη πυραμίδα. Η περιοχή της γυάλινης πυραμίδας αποτελούσε ένα είδος υπαίθριου ουρητήριου και κάθε φορά που διασχίζαμε την πλατεία κρατούσαμε όλοι τις μύτες και τα ράμφη μας από την αφόρητη δυσωδία. Διαγώνια, μετά την πλατεία, ξεκινούσε ένας εμπορικός πεζόδρομος ο οποίος με μικρές παρακάμψεις περνούσε από την Οδό των Μυδιών και Οστράκων και κατέληγε στη μεγάλη πλατεία των Βρυξελλών (Grand Place), ένα από τα λίγα αξιοθέατα της πόλης. Η πρώτη βόλτα μας ακολούθησε τη διαδρομή αυτή. Το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Οχυρωθήκαμε πίσω από χοντρό ρουχισμό και ξεμυτίσαμε.
Ο πεζόδρομος ήταν γεμάτος μαγαζιά και ήταν αληθινός πεζόδρομος σε αντίθεση με ό,τι έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, που η βόλτα σε πεζόδρομο μεταφράζεται αυτόματα σε διπλή εγρήγορση μήπως σε κόψει στα δύο παντός είδους όχημα που μπορεί να έρθει από οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Το χαρακτηριστικό του πεζόδρομου και όπως κατάλαβα λίγο αργότερα ολόκληρης της περιοχής, ήταν η επαιτεία με τη μορφή της μαντήλας. Παντού συναντούσες γονατιστές μουσουλμάνες, ενίοτε και με τυλιγμένα μωρά, μπαμπουλοδεμένες με τις μαντήλες τους να ζητιανεύουν. Το μουσουλμανικό στοιχείο όμως ήταν άφθονο και πλην ζητιάνων. Στα μαγαζιά και το εμπορικό κέντρο του πεζόδρομου City 2, ορδές μαντηλών, με βαμμένες όμως και σενιαρισμένες φέρουσες, ψώνιζαν με τις μαμάδες τους και τα μωράτους, άνω του ενός, σε καρότσια. Νέοι μουσουλμάνοι κατά ζεύγη αλλά και παρέες βρίσκονταν σε μια αέναη κίνηση. Προσφιλής συνήθεια τους να φτύνουν κάτω. Αηδιαστικά τα πεζοδρόμια, γεμάτα να μην πω τη λέξη γιατί είναι από αυτές που με αηδιάζουν. Αυτό ήταν το ένα πρόσωπο των Βρυξελλών. Όπως κατάλαβα τις επόμενες μέρες, μέναμε στην περιοχή της Ομόνοιας.
Ο δρόμος με τα Μύδια και τα Στρείδια ήταν πολύ γραφικός αλλά τουριστικός, με τους κράχτες του και τη βιαστική ποιότητα. Τα μαγαζιά είχαν έξω την πραμάτεια τους και για όσους λατρεύουν αυτές τις τροφές, ήταν δελεαστικό θέαμα. Η Τσιριμπόμ μάζευε τα σάλια της από τη μια, δεν της άρεσε όμως το έντονα τουριστικό περιτύλιγμα τύπου δικής μας Πλάκας. Η Grand Place ήταν επιβλητική και την πετύχαμε την ώρα που σουρούπωνε. Τα πρώτα φώτα που άναβαν την έκαναν ακόμα πιο όμορφη και νοσταλγική. Η βόλτα σύντομα έγινε επίπονη λόγω κρύου και γυρίσαμε πίσω για να ετοιμαστούμε για το δείπνο. Δεν θα αναφερθώ στον καφέ που ήπιε η παρέα στην πλατεία διότι αποτελεί τον ορισμό της αθλιότητας.
Ο κ. John μας περίμενε για να μας συνοδεύσει στο εστιατόριο του δείπνου. Ήταν όμορφο και ατμοσφαιρικό, με μια σκάλα στο κέντρο του που οδηγούσε σε πατάρι. Τα χαρακτηριστικά του ήταν δύο : το απίστευτο κρύο που επικρατούσε μέσα και ανάγκασε όλους να φάνε με τα παλτά τους και το ότι όλοι του οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ξύλινα συρταράκια. Η Τσιριμπόμ είχε λυσσάξει με τα συρταράκια. Αμάν αυτή η παρατηρητικότητα της! Τι ήταν να τα δει? Φαγώθηκε τι είναι τα συρταράκια και τι είναι τα συρταράκια. Το αποφάσισα! Στα επόμενα ταξίδια μας θα προμηθευτώ ηρεμιστικά σε σταγόνες και θα της ρίχνω κρυφά στο κρασί της! Δεν άντεξε, ρώτησε τον κ. John, μια και μιλάει φαρσί το γαλλικό. Εκείνος της είπε ότι το τρέντι αυτό εστιατόριο ήταν παλιά μαγαζί με βίδες, καρφιά και σιδηρικά εξού τα συρταράκια. Μετά ησύχασε γιατί συνέβαλλαν και οι μπύρες των βαθμών αλκοόλ άνω του 8. Τέλος πρώτης μέρας.
Η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη στη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μικρή νόστιμη παρεμβολή ήταν κάτι γλυκάκια που βγήκαν με τον καφέ του διαλείμματος. Η Τσιριμπόμ στρατοπέδευσε δίπλα στα σοκολατάκια και σε ένα μπωλ με τεράστιες φράουλες βουτηγμένες στη σοκολάτα. Προσωπικά, ως καναρίνι, έχασα τη μπάλα. Καθάρισε έναν απίστευτο αριθμό από σοκολατάκια, μουγκρίζοντας ικανοποιημένη καθώς κατάπινε και μεταπήδησε στις φράουλες, από τις οποίες καθαρά για λόγους τακτ, άφησε δύο κάπως μικρές και πατικωμένες στο βάθος του μπωλ. Είχε όμως την τσίπα να μη φάει για μεσημέρι. Εμ βέβαια! δεν εκπλήσσομαι! Όταν βρει κάτι του γούστου της χορταίνει με αυτό, γιατί σου λέει "πού θα το ξαναβρώ?"
Το απόγευμα ήταν κοτόπουλο από την πολλή παρακολούθηση. Ήταν ωσεί παρούσα στην αίθουσα, πέπτοντας τα σοκολατάκια και τις φράουλες, κρατώντας ανόρεχτα σημειώσεις και βυθισμένη στα θέματα της δουλειάς της. Εγώ πάλι, βρήκα την ευκαιρία να συνθέσω νέους παιάνες βελγικούς!
Το βράδυ ο κ. John μας πήγε σε ένα καταπληκτικό μέρος! Έχω πάει και έχω πάει με την κυρία μου ταξίδια αλλά αυτό το μέρος μας ξετρέλανε και τους δύο. Ήταν το Belga Queen και πήγαμε για φαγητό χωρίς να έχουμε προσέξει τις επεξηγήσεις του κυρίου John. Η είσοδος του ήταν επιβλητική, με σκαλιστό θόλο και εξαιρετικό φωτισμό. Παραδόξως όμως, όταν μπήκαμε δεν κατευθυνθήκαμε στα τραπέζια αλλά μας οδήγησαν σε μια σκάλα για να πάμε στο υπόγειο! Τι ξεφτίλα, σκέφτηκα. Θα τους ταΐσουν στο υπόγειο! Κατεβαίνοντας στα Τάρταρα, οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με μαύρο ηχομονωτικό ύφασμα σαν αυτό που έχουν οι κινηματογράφοι. Ένα μεγάλο μέρος του τοίχου καταλάμβανε ένα κάδρο με πολλές ισομεγέθεις ασπρόμαυρες φωτογραφίες επωνύμων, η μια δίπλα στην άλλη. Στο υπόγειο, πίσω από μια βαριά γυάλινη πόρτα, μπήκαμε σε ένα σχεδόν σκοτεινό χώρο και μείναμε για λίγα λεπτά ακίνητοι ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια μας στο ημίφως. Η διακόσμηση ήταν εξαιρετική. Δερμάτινοι καναπέδες και καρέκλες, χαμηλά τραπεζάκια, έμμεσος φωτισμός, πολλές γυάλινες επιφάνειες, ισχυρός εξαερισμός, τοίχοι τρισδιάστατοι με ψευδαίσθηση τροπικού νησιού, ένα μεγάλο μπαρ και, για έρθω στο δια ταύτα, προθήκες με πολλά είδη πούρων. Πίνοντας το απεριτίφ μας, ο κ. John μας εξήγησε ότι το μέρος αυτό ήταν παλιά τράπεζα και είχε μεταλλαχθεί σε Brasserie, Comptoir a Huitres και Bar a Bieres. Το υπόγειο της τράπεζας, που ήταν το θησαυροφυλάκιο της, είχε γίνει Club a Cigares. Δηλαδή, πήγαινες στο Belga Queen έτρωγες και άμα ήθελες, μετά το φαγητό κατέβαινες κάτω και κάπνιζες ένα τσιγάρο ή διάλεγες ένα πούρο και έπινες το ποτό σου για λίγη ώρα ακόμα. Εμείς το κάναμε ανάποδα επειδή ήμασταν γκρουπ. Φεύγοντας παρατηρήσαμε το μεγάλο κάδρο και συνειδητοποιήσαμε ότι απεικόνιζε επώνυμους με τσιγάρα ή πούρα ανά χείρας.Το φαγητό ήταν εξαιρετικό. Συνήθως στα μέρη που κλείνουν τα ταξιδιωτικά γραφεία τα δείπνα και τα γεύματα, η ποιότητα δεν είναι καλή και πολλές φορές οι συνδαιτυμόνες χορταίνουν με τα ψωμάκια και τα βούτυρα της αρχής. Εδώ ανίχνευσα μια εξαίρεση. Όλα τα πιάτα ήταν καλά, με επιστέγασμα το επιδόρπιο που ήταν ένα αφράτο παγωτό με ένα κωνικό σοκολατάκι πεταμένο μέσα. Η κυρία μου ξετρελάθηκε. Σαν ραντάρ σκάναρε ποιος δεν έφαγε το σοκολατάκι του και το καταβρόχθισε η ίδια. Το έσχατο σημείο εξαθλίωσης! Ντρέπομαι και που σας το λέω! Τι να την κάνω όμως? Είναι λαίμαργη! Σε μένα δεν άρεσαν καθόλου οι Βρυξέλλες ούτε και στην Τσιριμπόμ. Αλλά σας διαβεβαιώ ότι αν της ξαναδωθεί η ευκαιρία θα σπεύσει για συγκεκριμένα πράγματα : το Belga Queen, τα κωνικά σοκολατάκια ειδικά, τις σοκολάτες και τα σοκολατάκια γενικά, τις μπύρες και τις τηγανητές πατάτες με τη μαγιονέζα.
Κοιλιόδουλη χωρίς αμφιβολία (αν νομίζετε όμως ότι είναι χοντρή απατάσθε!). Τέλος δεύτερης μέρας.
Η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη στην Μπρυζ. Όποιος ταξιδεύει στις Βρυξέλλες ακούει την κάτωθι συμβουλή "οι Βρυξέλλες δε λένε τίποτε, μια πλατεία είναι και τίποτε άλλο, να πας όμως στη Μπρυζ που αξίζει". Πήγαμε με το τρένο και περπατήσαμε από το σταθμό μέχρι το κέντρο της πόλης τουρτουρίζοντας. Πρόκειται για μια πανέμορφη πολύ καλά διατηρημένη μεσαιωνική πόλη με πολλά κανάλια. Παρά το κρύο κάναμε κρουαζιέρα με βάρκες στα κανάλια και αποκτήσαμε πολύ εύκολα κόκκινες μύτες και δακρυσμένα μάτια. Η βόλτα μας στο κέντρο της μάς αποκάλυψε τα ζαχαροπλαστεία με τα σοκολατάκια. Τρυπώσαμε σε ένα από αυτά και μείναμε για μισή ώρα παρατηρώντας και κυρίως αγοράζοντας.
Στη Chocolaterie Dumon λοιπόν, το κατάστημα προσέφερε για αγορές άνω των 25 ευρώ μια μικρή πλαστική τσάντα με ένα ξανθό παιδικό μουτράκι πασαλειμμένο με σοκολάτα. Πώς να μην τραβήξει την προσοχή της κυρίας μου αυτή η προσφορά? Αλλά όλα όσα είχε το κατάστημα ήταν εξαιρετικά. Προετοιμασμένοι για τον ερχομό του Πάσχα είχαν άφθονα σοκολατένια αυγουλάκια, παπάκια και κοτοπουλάκια κάθε μεγέθους και χρώματος. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Είχαν οτιδήποτε σχετίζεται με χόμπυ και μπορεί να αποτελέσει δώρο. Ρακέτες του τέννις, walkman, μουσικά όργανα, λουλούδια, φρούτα, σοκολάτες με ροδοπέταλα, καρδιές με ξηρούς καρπούς και ένα σωρό άλλα, μόνο από σοκολάτα. Είχε όμως και κωνικά σοκολατάκια! Η κυρία μου τα πήρε βέβαια, αμφιβάλλοντας μέσα της αν ήταν τα ίδια με εκείνα που έφαγε. Εκτός από ένα σωρό παπάκια που φορτώθηκε, αγόρασε δύο CD σε fluo πράσινη θήκη που είχαν μέσα ένα σοκολατένιο δίσκο που έγραφε ανάγλυφα με άλλο χρώμα I love you. Τέλειο δώρο!
Με τι καρδιά να το φας αυτό το ωραίο CD? Το έχεις και το βλέπεις μέχρι να σκουληκιάσει η σοκολάτα!
Φορτωμένες όλες τις τσάντες με τα σοκολατάκια, οι 4 κυρίες και δεσποινίδες έψαχναν μέρος να φάνε για μεσημέρι. Τουριστική η πόλη, σε τουριστικό έκατσαν. Δεν ήταν πολύ κακό. Είχε τζάκι αναμμένο και έναν ευγενικό σερβιτόρο. Η Τσιριμπόμ παράγγειλε μύδια και της τα έφεραν σε ένα κατσαρολάκι σαν καθήκι με ένα άδειο ασορτί για τα κελύφη. Η μια κοπέλα της παρέας πήρε κουνέλι μαγειρεμένο βελγικά που της το σέρβιραν σε ένα μπακιρένιο τηγάνι μαζί με ένα σωρό μικροσκοπικά κατσαρολάκια εμαγιέ που είχαν σάλτσες και πουρέ μήλου. Η άλλη κυρία προτίμησε κρέας BBQ, για το οποίο της έφεραν μια καυτή τετράγωνη πέτρα πάνω σε ένα ξύλο, μια γαβαθούλα με κομμάτια άψητο κρέας και ένα σωρό εμαγιέ κατσαρολάκια με σάλτσες και πιο μικρά με αλάτι και πιπέρι. Απελπισμένη εκείνη μόλις τα είδε αναφώνησε : "ήρθα εδώ για να γλυτώσω μερικές μέρες το μαγείρεμα και πάλι μαγειρεύω για να φάω". Η τέταρτη της παρέας έκανε δίαιτα και πήρε μια σαλάτα αλλά ήταν τόσα πολλά τα δικά μας φαγητά που ενδιάμεσα μας βοήθησε.
Γυρίσαμε πίσω ευχαριστημένοι όλοι μας από τη βόλτα και τις αγορές. Το βράδυ το πρόγραμμα είχε φαγητό στην Οδό Μυδιών και Αμοιβάδων. Όπως καταλαβαίνετε δεν ήταν ωραία. Ο χώρος δεν ήταν κακός αλλά το φαγητό δεν έλεγε τίποτε. Τέλος τρίτης μέρας.
Η επόμενη ημέρα μας βρήκε στο παζάρι αντικών. Πήραμε το μετρό και κατεβήκαμε στη στάση Louise με οδηγίες να βρούμε το άλλο Hilton και να κατευθυνθούμε στη γειτονιά του Grand Sablon. Ήταν πολύ εύκολα όλα αυτά. Από το Hilton ακολουθήσαμε ένα μεγάλο δρόμο που ήταν όλα τα ακριβά μαγαζιά των σχεδιαστών. Σε εκείνη τη βόλτα συνειδητοποιήσαμε σταδιακά ότι ήμαστε στο Κολωνάκι και μέναμε στην Ομόνοια. Η γειτονιά με τις εξαφανισμένες μαντήλες! Το άλλο πρόσωπο των Βρυξελλών με τους καθαρούς δρόμους, τα περιποιημένα κτήρια, τους γηγενείς στα πεζοδρόμια.
Σε μια μικρή πλατεία, στον περίβολο μιας εκκλησίας διενεργείτο το παζάρι αντικών που όποιος έχει πάει στο Σχιστό θα προτιμήσει να το ονομάσει κάπως αλλιώς. Δεν έχω να σας περιγράψω κάτι το αξιόλογο. Σύντομα βαρεθήκαμε και φύγαμε προς επίσκεψη της γύρω περιοχής. Ανακαλύψαμε τη chocolaterie Marcolini και η κυρία μου αγόρασε 2 μικρούλες creme brulee με άρωμα πορτοκαλιού περισσότερο για τα συλλεκτικά κεσεδάκια που τις περιείχαν και το μαύρο τσαντάκι που τις έβαλαν. Παρακάτω ήταν η chocolaterie Godiva, μπήκαμε κι εκεί.
Αφού πια κουράστηκαν πήραν το δρόμο του γυρισμού για το μετρό.
Καθώς πλησιάζαμε στην κεντρική λεωφόρο ακούσαμε φασαρία, τραγούδια και συνθήματα. Ότι θα πέφταμε σε διαδήλωση στην καρδιά των Βρυξελλών δεν το φανταζόμουν! Και τι διαδήλωση!
Καταλανών ισπανών που ζητούσαν την ανεξαρτησία της Καταλονίας!
Πού? Μέσα στις Βρυξέλλες!
Παππούδες, γυναίκες, μωρά και νέοι τυλιγμένοι με κίτρινες σημαίες να τραγουδάνε κρατώντας πανό και να βαδίζουν μέσα στο κρύο. Από τα γύρω κτήρια, κόσμος έβγαινε στα μπαλκόνια, κυρίως μουσουλμάνες με μαντήλες και μωρά στην αγκαλιά, για να χαζέψουν τη διαδήλωση. Προς στιγμήν πάθαμε ένα είδος εγκεφαλικής σύγχισης. Η Τσιριμπόμ καταμπερδεύτηκε. Πού βρισκόταν? Μήπως κάπου στην Ισπανία? Περιδιάβαζε γειτονιές της Μαδρίτης και βρέθηκε στην καρδιά της διαδήλωσης των Καταλανών? Ή μήπως βολτάριζε στη Ramplas της Βαρκελώνης και σκόνταψε στη διαδήλωση?
Φεύγοντας μέσα από την καρδιά της διαδήλωσης πήγαν στην Grand Place για να δούνε το Αγοράκι που κατουράει. Σπουδαίο αξιοθέατο! Σε μια γωνιά ενός δρόμου είναι ένα μικρό άγαλμα ενός αγοριού που κατουράει και ανάλογα με την εποχή τού βάζουν και ανάλογα ρούχα. Εκεί κοντά δε, έχουν φτιάξει ένα μουσείο με όλες τις κατά καιρούς στολές του αγάλματος!
Φοβάμαι ότι άμα κάνω το κακό σχόλιο που μου έρχεται στο ράμφος θα διωχθώ ως στενόμυαλο και ως κοροιδεύον - μη κατανοόν τις ιστορίες των ξένων λαών. Δε λέω τίποτα λοιπόν αλλά δικαίως λένε κάποιοι ότι όταν εμείς δημιουργούσαμε ιστορία κάποιοι άλλοι ήταν πάνω στα δέντρα και τρώγανε μπανάνες!
Φτάνοντας στο Αγοράκι είδαμε τον απίστευτο κόσμο συγκεντρωμένο γύρω, επίσημοι λόγοι ακούγονταν μαζί με χειροκροτήματα, γηγενείς και τουρίστες ανάκατοι, φωτογράφοι επίδοξοι και επαγγελματίες. Της τρελής! Στο βάθος διακρίναμε μια ομάδα από όμοια ντυμένους ανθρώπους. Φορούσαν γαλάζιο σατέν φαρδί παντελόνι μέχρι το γόνατο, μαύρες κάλτσες και μαύρα παπούτσια με γαλάζιο φιόγκο, μαύρο σακάκι βελάδα, ασημί υμίψηλο καπέλο και ασημί φρουφρου γύρω από το λαιμό. Περίεργη αμφίεση που συμπληρωνόταν από μαύρο βαμένο πρόσωπο. Αποτελούν, όπως μάθαμε, μια φιλανθρωπική οργάνωση που μερικές φορές το χρόνο κάνει έρανο για την ανακούφιση του Τρίτου Κόσμου.
Σε αυτήν συμμετέχουν κυρίως επώνυμοι Βέλγοι ανώτερης τάξης και μορφωμένοι, οι οποίοι κυκλοφορούν με τη στολή αυτή και συγκεντρώνουν χρήματα πηγαίνοντας σε εστιατόρια, μαγαζιά και κάθε μέρος που συχνάζουν ντόπιοι οι οποίοι με τη σειρά τους όταν τους βλέπουν συνεισφέρουν όλοι θεωρώντας το ηθική τους υποχρέωση. Όταν τελείωσαν οι λόγοι έγινε μια μικρή παρέλαση συνοδεία της φιλαρμονικής ορχήστρας της πόλης με κατεύθυνση τη Μεγάλη Πλατεία. Ακολουθήσαμε κι εμείς πασαλειμμένοι στις βάφλες με σοκολάτα που καταβροχθίζαμε ταυτόχρονα.
Το βράδυ ο κ. John μας πήγε σε ένα άλλο θαυμάσιο ρεστοράν, μακριά από το κέντρο, το Prince d' Orange. Είχε κι εκεί μια ειδική αίθουσα, χωρισμένη από την κυρίως με χοντρό τζάμι, που χρησίμευε ως καταφύγιο καπνιστών. Το φαγητό ήταν θαυμάσιο, με κυρίως πιάτο φιλέτο χοντρό και μισοψημένο, όπως αρέσει στην κυρία μου, ακολουθούμενο από σουφλέ σοκολάτας. Αυτό ήταν και το τελευταίο μας βράδυ στην πόλη των Βρυξελλών, την καρδιά της Ευρωπαικής πολιτικής. Μια πόλη χωρίς ομορφιά, με λίγο ήλιο, συννεφιασμένο ουρανό, λιγομίλητους και σοβαρούς ανθρώπους, πολλούς μουσουλμάνους. Περάσαμε όμως όμορφα και η κυρία μου γύρισε πιο χοντρή από τα πολλά σοκολατάκια και τις μπύρες!