20/3/09

Ο ΑΣΠΡΑΓΚΑΘΟΣ

Δίπλα από το σπίτι μας είναι μια οικογενειακή διόροφη κατοικία. Όταν η Τσιριμπόμ ήταν παιδάκι, το διπλανό σπίτι είχε ένα ισόγειο με αυλή και έναν πρώτο όροφο. Πολύ πριν γεννηθεί η κυρία μου, οι ιδιοκτήτες που έμεναν στον πρώτο όροφο, νοίκιαζαν τις καμαρούλες του ισογείου για να αυξήσουν το εισόδημα τους. Οι οικογένειες αυλίζονταν μαζί και τα βραδάκια έβγαιναν στο πεζοδρόμιο και έμεναν για ώρες μιλώντας με τους γείτονες και τους γνωστούς περαστικούς. Σήμερα, τέτοιου είδους αυλές και καμαρούλες υπάρχουν πια μόνο στις παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. Η οικογένεια είχε ένα αγόρι και ένα κορίτσι δίδυμα, μεγαλύτερα 3 -4 χρόνια από την Τσιριμπόμ. Ο μπαμπάς της, που σημειωτέον ήταν μεγάλο πειραχτήρι, αποκαλούσε το αγοράκι Ασπράγκαθο επειδή ήταν κάπως σαν κοκκινόξανθο και είχε μαλλιά σαν βούρτσα. Οι σχέσεις των δύο οικογενειών ήταν σχέσεις απλής γειτονίας καθότι τις χώριζε άβυσσος πολιτικών απόψεων. Ο μπαμπάς μας ήταν αριστερός μέχρι κοκκάλων και ο μπαμπάς του Ασπράγκαθου δεξιότατος. Το δικό του παρατσούκλι ήταν Χωροφύλακας (προσαρμοσμένο και στο θηλυκό του για τη σύζυγο).

Ο Ασπράγκαθος, λοιπόν, αποτελούσε το φόβο και τον τρόμο των παιδικών χρόνων της κυρίας μου. Ήταν άσχημος, μιλούσε με τη μύτη, ήταν κουτός και κατ΄επέκταση κακός μαθητής. Για όλους αυτούς τους λόγους, το παιδάκι άθελα του αποτελούσε τη μόνιμη απειλή για το μέλλον της κυρίας μου. Τόσο ο μπαμπάς της όσο και η μαμά της, όταν δεν διάβαζε της έλεγαν : "Διάβασε, γιατί άμα δεν καταφέρεις να γίνεις τίποτε, να σε παντρέψουμε με τον Ασπράγκαθο να τελειώνουμε!". Τόσο ωραία!!! Η Τσιριμπόμ στην ενήλικη ζωή της μετασχηματίστηκε σε διαόλου κάλτσα επειδή έπαθε ένα σωρό τέτοια χουνέρια στην παιδική της ηλικία. Η γιαγιά Σοφία, αυτό το κατά τα άλλα αθώο γιαγιουδάκι, που φτιάχνει τα απίθανα φαγητά και γλυκά, ως μητέρα ανέθρεψε την Τσιριμπόμ σαν βόδι. Συνεχώς την εξαπατούσε κι εκείνη την πίστευε τυφλά. Θα παρεμβάλλω στην ιστορία μερικά παραδείγματα.
Στην ηλικία των 5 ετών, μετά από δεκάδες αμυγδαλίτιδες και εκατόμβες αργιών και εορτών χριστουγέννων και πάσχα, η μαμά Σοφία αποφάσισε να καθαρίσει δυναμικά με τις εκβλαστήσεις της μικρής. Την πήρε σηκωτή και την πήγε στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι της μαμά της, της γιαγιάς Ελένης. Κανόνισε τα του νοσοκομείου και την έβαλε μέσα. Λίγα θυμάται η Τσιριμπόμ από αυτά τα γεγονότα αλλά θυμάται καθαρά το τραυματικό. Το πρωί της επέμβασης την είχαν αφήσει νηστική και πεινούσε πολύ. Η μαμά της την είχε επανειλλημμένα διαβεβαιώσει ότι δεν θα γινόταν η επέμβαση την ημέρα εκείνη και γι αυτό η μικρή και αθώα Τσιριμπόμ ήταν απολύτως ήσυχη. Όταν άρχισε να πεινάει ανυπόφορα, η μαμά της τη ρώτησε τι τραβούσε η όρεξη της να φάει κι εκείνη ζήτησε μακαρόνια με κιμά. Πάμε, της είπε, να ρωτήσουμε το γιατρό αν κάνει να φας. Πήρε το ζώον από το χέρι και το πήγε περπατώντας στο χειρουργείο. Την υποδέχτηκαν οι πράσινες μάσκες, οι πράσινες μπλούζες αλλά το ζώον, ζώον! Δεν κατάλαβε τίποτε μένοντας απολύτως εστιασμένο στα καθησυχαστικά λόγια (ψεύδη) της μαμάς της. Η μαμά ρώτησε μεγαλόφωνα το "γιατρό" που έσπευσε να την πάρει αγκαλιά αν μπορούσε να φάει τα μακαρόνια, γνέφοντας και κάνοντας διάφορες γκριμάτσες. Η Τσιριμπόμ δε θυμάται απαντήσεις γιατί είδε να έρχεται στη μούρη της φουριόζικο ένα μαύρο πράγμα σαν βεντούζα. Μετά ακολούθησε η λήθη η οποία παρέσυρε οποιαδήποτε αρχόμενη απορία, κακία, παράπονο για την εξαπάτηση. Και εμπειρία.
Το επόμενο που θυμάται αφορά το καρπούζι. Όπως όλα τα παιδάκια τρελλαινόταν για το καρπούζι. Όταν της έδινε η μαμά της μια φέτα να φάει τη συνόδευε με τον ακόλουθο αφορισμό : "πρόσεξε μην καταπιείς τα κουκούτσια γιατί θα φυτρώσει μέσα στην κοιλιά σου μια καρπουζιά και θα βγουν τα κλαδιά της από τα αυτιά σου". Ελπίζω να μη γελάει κανείς... Η Τσιριμπόμ, αν κατά λάθος κατάπινε κανένα κουκούτσι άθελα της, γύριζε έντρομη όλη την υπόλοιπη μέρα στο σπίτι ελέγχοντας με τρόμο τον εαυτό της στον καθρέφτη για να δει μήπως άρχισαν να ξεπροβάλλουν τα κλαδιά από τα αυτιά της! Ουδέν σχόλιον.
Επιστρέφω στον Ασπράγκαθο. Η κυρία μου όταν τον συναντούσε στο δρόμο πάθαινε παράκρουση. Το φάσμα της παντρειάς με τον Ασπράγκαθο την έκανε να γίνει καλή και επιμελής μαθήτρια και αυτό που τελικά έγινε. Ο Ασπράγκαθος αφού πέρασε και απέτυχε παταγωδώς από πολλές δουλειές, συνήθως μαθητείες για να γίνει κάποιου είδους τεχνίτης, κατάφερε να χωθεί στην αστυνομία (ο Χωροφύλακας μερίμνησε δεόντως πριν αποχωρήσει από τη ζωή). Μένει κι αυτός στο πατρικό του, δίπλα μας δηλαδή, και έχει δύο ασπραγκαθάκια. Οδηγεί μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και όπου νά ναι συνταξιοδοτείται (20 χρόνια υπηρετούν τα σώματα ασφαλείας για να μη νομίσει κανείς ότι η κυρία μου είναι κοντά στα 60). Προχθές που πήγε η Τσιριμπόμ στο σούπερ μάρκετ με τα πόδια (για βόλτα και για να ασκηθεί....) και φορτώθηκε σα γαιδούρι 150 τσάντες, συνάντησε τον Ασπράγκαθο. Πάρκαρε τη μηχανάρα έξω από το σούπερ μάρκετ και ετοιμαζόταν να μπει να ψωνίσει. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια. Ξεπερνούσε τα 100 κιλά όπως πρόσεξε η κυρία μου. Τα μαλλιά του ήταν γκριζοασπραγκαθέ και τα μάτια του είχαν αυτό το έξυπνο βλέμμα που έχουν οι ροφοί. Ήταν εμφανώς εκνευρισμένος και όταν τον ρώτησε τι κάνουν τα ασπραγκαθάκια αυτός εξανέστη! "Δε γίνεται πια " ανέκραξε με εμφανώς ένρινη χροιά (μάλλον δεν έβγαλε ποτέ τα κρεατάκια του). "Δε μπορώ να τα κυνηγάω να διαβάσουν και να πληρώνω από τώρα 1500 ευρώ το μήνα σε ιδιαίτερα (πού ήθελε να μοιάσουν τα παιδιά?). Να σκεφτείς τους κάνω ιδιαίτερα και γερμανικά με δασκάλα (!!!!) και χτες που πήγα να τα διαβάσω (!!!!!!!!!!!) γιατί θα έγραφαν διαγώνισμα δεν ξέραν τίποτα!" (pardon? να διαβάσει ο Ασπράγκαθος γερμανικά? πότε έμαθε να συλλαβίζει ελληνικά?).
Η Τσιριμπόμ πήρε το δρόμο της επιστροφής σκυλοβρίζοντας τις 150 τσάντες που κουβαλούσε. Μέσα της αναρωτιόταν μήπως τελικά ο Ασπράγκαθος ήταν ο πιο επιτυχημένος της γειτονιάς.