10/1/11

ΟΡΙΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Είμαι πάνω στην κούνια μου και κουνιέμαι. Και σκέφτομαι...
Δε μπήκε καλά η χρονιά για την Τσιριμπόμ μου φαίνεται...
Δεν είμαι προληπτικό αλλά ανησυχώ για την κυρία μου.
Ούτε αισθηματίας είμαι. Απλώς σκέπτομαι το δικό μου μέλλον που είναι άρρηκτα δεμένο με το δικό της.
Πέρασε ένα εφιαλτικό κυριακοδεύτερο, την επόμενη ακριβώς μέρα της πρωτοχρονιάς και πέρασε ένα ακόμα πιο εφιαλτικό Σάββατο, προχτές.
Τώρα είναι απέναντι μου, σέκος στο κρεβάτι της και γράφει στον υπολογιστή. Τι γράφει όλη ώρα και δεν ξαπλώνει να ξεκουραστεί λιγάκι?
Το Σάββατο το πρωί πήγε πάλι στη δουλειά της, χωρίς να έχει καταφέρει να πάρει μια ανάσα όλη τη βδομάδα.
Μου είπε αργότερα ότι ταξινόμησε τη μέρα αυτή ως τη χειρότερη που έχει περάσει μέχρι τώρα δουλεύοντας. Φαντάσου! Κι αν δεν έχει περάσει δυσκολίες στη δουλειά της αυτή τόσα χρόνια! Για να μου το πει η Τσιριμπόμ αυτό καταλαβαίνετε. Αυτή, όταν οι άλλοι φοβούνται και τρομάζουν, λέει "δε φοβάμαι τίποτα, η λύση περιμένει".
Το περασμένο Σάββατο λοιπόν αποδείχτηκε πολύ δύσκολο για αυτήν. Δούλεψε συνεχώς εννιάμιση ώρες, σε συνθήκες μεγάλου στρες, με αφόρητη πίεση από το περιβάλλον γύρω της και καταστάσεις που ήθελαν διαρκή σκέψη και αποφάσεις. Δεν ήταν μόνο αυτό. Κάποια στιγμή χρειάστηκε να φύγουν οι υφιστάμενοι της και απέμεινε μόνη για τα σαλόνια αλλά και τα αλώνια, καμιά ώρα περίπου. Εννοείται ότι δεν έφαγε και δεν ήπιε ούτε νερό. Υπό μορφήν αστραπής πετάχτηκε να κατουρήσει μια φορά και επέστρεψε στο ασφυκτικά πολιορκούμενο γραφείο της.
Τελείωσε από κει που ήταν στις 8 το βράδυ κατάκοπη. Έφυγε από εκείνα τα γραφεία και πήγε στον κανονικό της χώρο. Δε θα γύριζε σπίτι το βράδυ. Συνέχισε να δουλεύει μέχρι τις 11.30 με χαλαρούς ρυθμούς αλλά πολύ κουρασμένη.
Πολλά γύριζαν στο μυαλό της ανασκοπώντας τη μέρα που πέρασε.
Συνθήκες δουλειάς απάνθρωπες και εξοντωτικές για ανθρώπους της ηλικίας της.Θα μπορούσε να έχει πάθει κάτι από την τεράστια πίεση. Ποιος νοιάζεται ή ποιος θα νοιαστεί? Ένα ωραίο στεφάνι "στην αγαπητή συνάδελφο", μερικές ανθοδέσμες και έξω από την πόρτα ή μάλλον έξω από τον κόσμο των ζώντων. Σκασίλα ολωνών. Σημασία έχει να βγαίνει η δουλειά. Σωρεία οι ιθύνοντες που είναι στρογγυλοκαθισμένοι σπίτια τους, αγκαλιά με λογής λογής οφίτσια και βλέπουν να βγαίνει η δουλειά. Ποιος νοιάζεται αν δεν πρόλαβε να φάει ή να πιεί νερό?
Συμπεριφορές ανθρώπων απαράδεκτες. Άνθρωποι χωρίς παιδεία και κυρίως χωρίς αιδώ. Προς όλους και, το χειρότερο, προς τον εαυτό τους.
Και τέλος κούραση. Κούραση μεγάλη, σωματική και ψυχική αλλά διανοητική πιο μεγάλη και πιο επικίνδυνη. Η κυρία μου, μου είπε ότι δεν θα ξαναπεί ποτέ ότι δε φοβάται. Φοβάται πλέον : την κούραση. Κούραση ίσον κακή εκτίμηση μιας κατάστασης και λάθος. Λάθη υπάρχουν μικρά και μεγάλα, ασήμαντα και μοιραία. Η κούραση αγαπάει τα μοιραία λάθη κι εκείνα την κούραση.
Σημασία έχει ότι η κυρία μου έκανε το λάθος.
Το ανακάλυψε μόλις την άλλη μέρα το πρωί και ευτυχώς διορθώθηκε αμέσως. Το γεγονός όμως παραμένει. Θα μπορούσε να ήταν πολύ σοβαρό, θα μπορούσε να κοστίσει πολλά. Θα μπορούσε να ήταν μοιραίο.
Δε θα σας κουράσω άλλο με τους μηχανισμούς αυτοκριτικής και τις (μαύρες) σκέψεις της κυρίας μου. Ούτε θα σας περιγράψω άλλο το πόσο απαρηγόρητη υπήρξε ολόκληρη την Κυριακή και σήμερα και (θα είναι και) αύριο και για πολύ καιρό. Ας είναι αυτό το λάθος της ένα χαστούκι τής μεγαλοστομίας "δε φοβάμαι τίποτα", ένα χαστούκι στον υποτιθέμενο άριστο εαυτό της.
Αντιθέτως θα σας διασκεδάσω με το τι έγινε αφότου έφυγε από τη δουλειά της.
Στις 8 το πρωί της Κυριακής η κυρία μου περιμένει με το αυτοκίνητο της να ανάψει το φανάρι που τη βγάζει από το χώρο της δουλειάς της στην κεντρική οδική αρτηρία. Η μούρη της είναι γκρι από την κούραση, τα μαλλιά της λιπαρά και μαδημένα και η πρόσοψη καταρέουσα. Δε συζητώ ότι βρωμάει κιόλας από τα κιλά αδρεναλίνης που έχει ρίξει κι έχουν ποτίσει τα ρούχα της. Απέναντι, επί της κεντρικής οδικής αρτηρίας βλέπει, όση ώρα περιμένει, έναν αστυνομικό. Τον κοιτάει και την κοιτάει. Της φάνηκε ότι την κοιτούσε με συμπόνια αλλά πιστεύω ότι ήταν ιδέα της.
Ανάβει το πράσινο, στρίβει και βλέπει τον αστυνομικό να της κάνει σήμα να σταματήσει. Έρχεται στο τζάμι της και της λέει το εξής αμίμητο : Καλημέρα, αλκοτέστ.
Ε, ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε! Άνοιξε το στόμα της η Τσιριμπόμ και ωχρίασε το σύμπαν. Βλέπετε από πού βγαίνω, στις 8 η ώρα το πρωί (εμφανέστατο, με μεγάλες πινακίδες), του είπε, βλέπετε με τι μούρη βγαίνω και τολμάτε να μου πείτε να κάνω εγώ αλκοτέστ? Συγκρατήθηκε για να μην ουρλιάζει. Και συνέχισε. Τόση φιλοσοφία θέλει για να καταλάβετε ότι δούλευα εδώ τη νύχτα και πάω σπίτι μου για ύπνο? Τι δουλειά είχα μέσα εκεί? Έπινα λέτε? Τόσο μυαλό χρειάζεται?
Το όργανο αντί να πιάσει τη μαινάδα και να τη μπουζουριάσει για βγάλσιμο γλώσσας στην Αρχή, προτίμησε να καταπιεί τη δική του και να ψελλίσει ότι αυτό το κακόμοιρο έκανε τη δουλειά του.
Αμ δε. Η μαινάδα συνέχισε απτόητη. Εδώ βρήκατε να κάνετε τη δουλειά σας? Ο αριθμός περιπτώσεων σας ενδιαφέρει να συμπληρωθεί ή η ουσία? Υπήρχε ποτέ περίπτωση να βγει κάποιος από δω μέσα πιωμένος? Υπάρχει κέντρο διασκέδασης μέσα και δεν το ξέρω? Εκεί που πρέπει να πάτε δεν πάτε, τη στήσατε εδώ.
Έφυγε μαινόμενη χωρίς να περιμένει απάντηση από το έντρομο όργανο ή τουλάχιστον μια συναίνεση. Ευτυχώς που δεν της έδωσε το ματζαφλάρι να φυσήξει γιατί θα του το έσπαγε στο κεφάλι και τότε σίγουρα θα την έκλειναν μέσα. Πω πω! και ποιος θα δούλευε τότε? Οι ιθύνοντες?

Η κυρία μου διαβάζει το βιβλίο της στον καναπέ (Ο χειμώνας της Melanie Wallace). Είναι κουρασμένη ακόμα και στεναχωρημένη. Την αποσπώ από το βιβλίο και τη ρωτάω. Αν ήσουν τώρα στα 18 και μπορούσες να διαλέξεις τι θα γίνεις, τι θα ήθελες να γίνεις? Περίμενα εναγωνίως να μου πει. Ψήφιζα μέσα μου φιλόλογος. Έγραφε ωραίες εκθέσεις, έλεγαν οι πρόγονοι μου, τα προϊστορικά καναρίνια του σπιτιού. Έχει και το διδακτικό - μεταδοτικό μέσα της. Θα καθόταν χριστούγεννα, πάσχα και καλοκαίρι. Θα χόρταινε την Έπαυλη και τις αμμουδιές του Χωρίου. Θα ήταν τώρα λυκειάρχης τουλάχιστον με μεταπτυχιακά και τίτλους. Καθαρές δουλειές. Θα ήταν ένα αστέρι. Λέμε τώρα.
Η κυρία μου σήκωσε τα μάτια από το (πολύ ενδιαφέρον) βιβλίο της και μου έστειλε το λαμπερό της βλέμμα. Τα μικρά αχτιδάκια των ματιών της, πράσινα μικρά φυλλαράκια δάσους, σχημάτισαν μια αλυσίδα που πάνω τους διάβασα τα γράμματα : ακόμα και με κούραση, ξενύχτια, συνθήκες εξόντωσης, πάλι το ίδιο θα γινόμουν. Αυτό που έγινα, πάντα και πάντα.  
 

       

Δεν υπάρχουν σχόλια: