30/12/09

ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ



Πέρασαν οι μισές γιορτές! Και μέχρι να γυρίσουμε να κοιτάξουμε θα περάσουν και οι άλλες μισές... Για να περιμένουμε το καρναβάλι... Τα αφεντικά μου δούλευαν πυρετωδώς όλες τις μέρες με εξαίρεση τις αργίες των χριστουγέννων. Θα συνεχίσουν να δουλεύουν και τις μέρες της παραμονής και της πρωτοχρονιάς και του σαββατοκύριακου που ακολουθεί χωρίς εξαιρέσεις. Θα αλλάξουν το χρόνο στις δουλειές τους. Ήδη η κυρία μου ετοίμασε μια σαμπάνια που της έφεραν, για να την ανοίξει το βράδυ της πρωτοχρονιάς στη δουλειά της. Θα πρέπει να είμαι μαζί της να την επιτηρώ για να μη γίνει φέσι και μας βγάλουν τα κανάλια...
Σήμερα μετά τη δουλειά της, η κυρία μου και Τσιριμπόμ επισκέφθηκε μεγάλο κατάστημα του κέντρου των Αθηνών, επί της πλατείας Ομονοίας, για να αγοράσει μερικά αναπόφευκτα δώρα. Σας είναι γνωστό ότι διανύουμε περίοδο ισχνών αγελάδων, ένεκα η Έπαυλις. Ποτέ δε συμπαθούσαμε ως οικογένεια όλη αυτή τη φρενίτιδα ανταλλαγής συμβολικών - άχρηστων - κακόγουστων πολλές φορές δώρων, που μας έχει επιβληθεί τις μέρες των γιορτών. Φέτος, τα περικόψαμε σχεδόν όλα. Παρόλα αυτά όμως, έπρεπε να πάρουμε δύο και να σου...βρεθήκαμε στο Ναό Καταπολέμησης της Κατάθλιψης, το υπερ-κατάστημα που λέγαμε. Η Τσιριμπόμ θεώρησε λογικό τα δώρα της να είναι απαραίτητα και χρήσιμα. Έτσι, κατευθυνθήκαμε στο τμήμα με τα βρακιά, τα σώβρακα, τις κάλτσες, τα φανελάκια και τις πυζάμες. Τελειώσαμε με τα αγορίστικα και πήγαμε στα κοριτσίστικα. Έριξε ένα βλέφαρο και η Τσιριμπόμ γύρω γύρω αλλά συνήγαγε ότι οι τιμές ήταν υπέρογκες για οικογενειακές αγορές.
Στο ταμείο πριν από μας, περίμεναν δύο φίλες να πληρώσουν. Άθελα μου, έγινα μάρτυρας των αγορών τους και των συνομιλιών τους. Πρώτα θα τις περιγράψω. Ήταν κοντές, χοντρές, κακοντυμένες και ατημέλητες. Η ηλικία τους απροσδιόριστη, μεταξύ 35 και 45. Η νεώτερη είχε ξανθά, άλουστα, κακοφτιαγμένα και κατακουρασμένα από τις απανωτές βαφές μαλλιά. Η άλλη ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του γυναικολογικού συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών : μαυριδερή και τριχωτή. Σίγουρα μετά τις αγορές είχε κλείσει ένα ραντεβού για Μάδημα Τριχών Προσώπου στο Αρμόδιο Κατάστημα Αισθητικής.
Η νεώτερη κρατούσε ένα σωρό δαντελωτά κόκκινα βρακιά και σουτιέν. Ανέλυε περιχαρής στη φίλη της ότι υπάρχει ένα έθιμο που λέει ότι αν φορέσεις το βράδυ της πρωτοχρονιάς ένα καινούργιο κόκκινο βρακί και σε βρει ο νέος χρόνος με αυτό, όλα θα σου πάνε καλά τη νέα χρονιά! Όταν το άκουσα, φαντάστηκα την κυρία μου το βράδυ της πρωτοχρονιάς στη δουλειά της με κόκκινο βρακί και ξεράθηκα στα γέλια!!!! Αλλά δε μπορείτε εσείς να καταλάβετε γιατί γέλασα τόσο πολύ επειδή δεν ξέρετε ακριβώς τι δουλειά κάνει η κυρία μου. Να το ΄βλεπα κι αυτό κι ας ψοφούσα!!!! Τέλος πάντων. Συνεχίζω. Είχε αγοράσει η μία ένα βαγόνι δαντελωτά κόκκινα βρακιά (εκτός από τα ασορτί σουτιέν) και πλήρωνε. Η ταμίας τα σήκωνε ένα ένα για να βγάλει το αντικλεπτικό και μεις θαυμάζαμε την καλαίσθητη δαντέλα, το μικροσκοπικό τού μεγέθους, τη φίνα γραμμή, τις μικρές διακοσμητικές λεπτομέρειες... Έλεγε στη φίλη της ότι ήταν ευκαιρία να ανανεώσει το στόλο της από εσώρουχα. Πλήρωσε και περίμενε τις Πολυκυστικές Ωοθήκες (ΠΩ) να πληρώσουν και αυτές για να πάνε στην καφετέρια του καταστήματος να καπνίσουν ένα τσιγάρο και να πιούν ένα καφέ. Οι ΠΩ ήταν σεμνότερες. Είπαν ότι είχαν πολλά εσώρουχα αλλά τους έλειπε μόνο "αυτό". Την ώρα εκείνη σήκωσε συμπτωματικά το "αυτό" η ταμίας και είδα ότι επρόκειτο για μια κόκκινη ζαρτιέρα με το ασορτί βρακί της! Εάν, λέω, ΕΑΝ, ήμουν άντρας το πουλί μου θα κατέθετε δια παντός τα όπλα και δεν ξέρω αν θα ανένηπτε και ποτέ... Φαντάστηκα εκείνα τα δαντελωτά εσώρουχα χαμένα μέσα σε τόνους λίπους, κυτταρίτιδας, διπλών, μαλλιαρών αφαλών, ξεχειλωμένων μηρών, μπιμπικιάρικων πωπών, ραγαδιασμένων κοιλιών και αηδίασα... Φαντάστηκα εκείνες τις φουκαριάρες τις ζαρτιέρες να σφίγγονται και να ξεσφίγγονται στα μπούτια της σαρανταπεντάχρονης και ανατρίχιασα. Έφυγα αναλογιζόμενο την παροιμία "τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και τους ανάλογους κώλους" και συγνώμη για τα κακά λόγια.
Για να εξιλεωθώ πήγα με την κυρία μου και αγοράσαμε το καινούργιο βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο "Νυχτερινά" που τόσο καιρό περιμέναμε να το πάρουμε. Τι ψυχή είχαν 13 ευρώ για τόση απόλαυση? Ούτε ένα στρινγκ βρακί δεν παίρνεις με 13 ευρώ πια!   

7/11/09

ΕΚΤΟΣ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ


Είμαι εκτός τόπου και χρόνου σήμερα. Δηλαδή πάντα είμαι αλλά σήμερα παραέγινε το κακό. Είναι μερικές ώρες που πάτησα το πόδι μου στη γη. Ήμουν στους αιθέρες, συνοδός της κυρίας μου, στην επιστροφή της από το San Diego. Δεν σας γράφω επειδή έφτασαν στα αυτιά μου κάτι ψωραλέες επισημάνσεις ότι, δήθεν, έκανα "κοιλιά" και δε γράφω συχνά στο ιστολόγιο τις γκρίνιες μου. Γράφω επειδή το jet lag με θέρισε και μου είπαν ότι πρέπει να βρω τρόπους να μην κοιμηθώ τη μέρα καθότι θα βρυκολακιάσω τη νύχτα. Έβαλα κι εγώ δύο σπιρτόξυλα στα βλέφαρα μου και είπα να σας ενημερώσω ότι επιτέλους βρήκα το ιδανικό μέρος για τα γεράματα μου!!! Θα αρχίσω να κάνω αποταμιεύσεις για να αποσυρθώ, όταν ασπρίσουν εντελώς τα πούπουλα μου, στην πόλη αυτή. Και γιατί όχι δηλαδή? Επειδή μια ζωή αντιπαθούσα την Αμερική? Σιγά καλέ! Ποιος τηρεί αυτά που λέει? Ποιος κάνει αυτά που υπόσχεται? Άλλωστε το λέει και η παροιμία "μεγάλη μπουκιά σπόρων φάε, μεγάλο λόγο μη λες".

Θα φτιάξω λοιπόν κι εγώ το κομπόδεμα μου, θα πάρω το κλουβί μου και θα μετακομίσω στο San Diego. Μην αρχίζετε τις γκρίνιες για την Αμερική. Τα ξέρω όλα αυτά και τα παραξέρω. Όμως ακούστε τι πλεονεκτήματα θα έχω.

1. Θα απολαμβάνω ένα εξαιρετικό κλίμα, μια διαρκή άνοιξη, ιδανική για τα γέρικα κόκαλα μου και το προβληματικό, λόγω προχωρημένης ηλικίας, θερμορυθμιστικό μου σύστημα. Ο ουρανός, η θάλασσα και ο ήλιος μοιάζουν πολύ με της Ελλάδας κι έτσι δε θα υποφέρω από τόσο αβάσταχτη νοσταλγία.

2. Θα περπατάω σε μεγάλα πεζοδρόμια, φυτεμένα με δέντρα που έχουν προστατευτικά σιδερένια καλύμματα και δε θα φοβάμαι μήπως πέσω σε κανένα λάκκο ή σκοντάψω σε καμιά ρίζα. Και κυρίως θα περπατάω σε πεζοδρόμια ΜΕ ΔΕΝΤΡΑ, κανονικά δέντρα και όχι ψωραλέα εκμαγεία πρώην χτικιάρικων δέντρων.

3. Δε θα φοβάμαι να περπατήσω στα πεζοδρόμια επειδή προεξέχουν πλάκες ή υπάρχουν λακκούβες και σπασμένα κράσπεδα. Ακόμα και τη νύχτα, θα είμαι ένα ελεύθερο γέρικο καναρίνι ικανό να βολταρίζει χωρίς να κινδυνεύει να σπάσει το πόδι του.

4. Θα μπορώ να διασχίζω τους δρόμους άφοβα! Όσο γέρικο και ανήμπορο γίνω, θα ξέρω ότι και μόνο με την πρόθεση ότι επιθυμώ να βρεθώ απέναντι, ο οδηγός θα σταματήσει (κοκαλώσει) το αυτοκίνητο του και θα με περιμένει υπομονετικά μέχρι να σουρθώ, χωρίς να με βρίζει από μέσα του ή απέξω του.

5. Θα μπορώ να έχω αυτά τα ωραία πι με τα τροχούλια και το καλαθάκι από κάτω. Θα μπορώ έτσι να πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ να ψωνίζω τους σπόρους μου, να βάζω κατόπιν τα πράγματα μου στο καλαθάκι και τσουλώντας αλλά και στηριγμένο στο πι μου να πηγαίνω με ασφάλεια σπίτι μου χρησιμοποιώντας τις ειδικές διαβάσεις στα πεζοδρόμια, που σημειωτέον, ΔΕΝ θα είναι ΠΟΤΕ μπλοκαρισμένες. Θα μπορώ λοιπόν να είμαι ένα γέρικο μεν αλλά αυτάρκες καναρίνι δε.

6. Αν είμαι πολύ πιο ανήμπορο αλλά ακόμα λειτουργικό, θα μπορώ να κάνω τα ψώνια με το ειδικό ηλεκτρικό αμαξάκι ενός ατόμου, με αποθηκευτικό χώρο και μια κεραία με κόκκινο σημαιάκι για να με προσέχουν οι οδηγοί όταν διασχίζω το δρόμο και οι πεζοί όταν κινούμαι στο πεζοδρόμιο.

7. Αν χρειαστώ κάποια βοήθεια στο δρόμο και στέκομαι σκεπτικό και αναποφάσιστο, θα με πλησιάσει ένας άνθρωπος του Δήμου, από αυτούς που περιπολούν στην πόλη όλη μέρα με ποδήλατα. Θα με καλημερίσει ευγενικά και θα με ρωτήσει αν χρειάζομαι κάτι έτσι ώστε να με βοηθήσει κατάλληλα.

8. Θα μπορώ να κάνω περίπατο στον ειδικά διαμορφωμένο πεζόδρομο δίπλα στη θάλασσα, μέχρι όπου με πάνε τα πόδια μου. Θα απολαμβάνω τη θάλασσα, τα περιποιημένα και φυτεμένα παρτέρια, τα στρωμένα χορτάρι μέρη. Άσε που θα μπορώ να καθίσω σε ένα άθικτο και πεντακάθαρο παγκάκι, από τα άφθονα που υπάρχουν κατά μήκος της παραλίας για να πάρω μια ανάσα άμα κουραστώ. Και κυρίως, δε θα πεθάνω ποτέ από έμφραγμα μυοκαρδίου, επειδή την ώρα που περπατάω στον πεζόδρομο έρθει γκαζωμένο ένα μηχανάκι με κομμένη εξάτμιση και περάσει ξυστά από το γέρικο ώμο μου.
9. Κάνοντας τη βόλτα μου, θα μπορέσω να καθίσω στο χώρο αναψυχής του μικρού τεχνητού χωριού Seaport Village (παραβλέπω ότι είναι μια σκέτη αμερικανιά και κρατάω το καλό στοιχείο), να πιώ μια μπύρα, (εφόσον μου το επιτρέπει ο γιατρός μου). Καθισμένο στα υπαίθρια πέτρινα τραπέζια θα μπορώ να ακούσω τη ζωντανή μουσική και γιατί όχι? Να χορέψω! Ναι, να χορέψω στην αυτοσχέδια πίστα, όσο μπορώ και αντέχω χωρίς να με κοροϊδεύει κανένας. Μάρτυρας μου η φωτογραφία. Γιατί αυτός και όχι εγώ? Τι θα μου λείπει?

10. Θα μπορώ να φάω σε ένα steak house, αν αντέχουν τα γέρικα δόντια μου, μια ζουμερή μπριζόλα, σε τραπέζι στρωμένο με κανονικό τραπεζομάντιλο, υποδειγματική εξυπηρέτηση και λογικό λογαριασμό, χωρίς να με αντιμετωπίζουν ως έχον το ακαταλόγιστο.

11. Θα μπορώ να αρρωστήσω και να μεταφερθώ στο τμήμα επειγόντων του San Diego, όπου δε θα με κοπανήσουν πάνω στο φορείο, δε θα με αφήσουν ξεβράκωτο με το γέρικο πουλί μου σε κοινή θέα όσων περιμένουν, ούτε θα με "γλύφουν" ψεύτικα οι τραυματιοφορείς για να τους δώσω 10 δολάρια για τον κόπο τους (δουλειά τους) να με μεταφέρουν.

Αυτά όλα σκέφτομαι τώρα που υποφέρω από το jet lag μου. Αύριο θα τα σκέφτομαι ακόμα γιατί δε θα έχω συνέλθει. Μεθαύριο θα αρχίσω να βλέπω την άλλη όψη αυτής της χώρας, τη γνωστή, και θα αρχίσει να ξυπνάει μέσα μου το ελληνικό ιδεώδες. Ακόμα όμως και έτσι, θα ζηλεύω μερικά πραγματάκια που για αυτούς δε ζητιανεύονται, είναι αυτονόητα.

ΥΓ. Αυτά που γράφω τα αφιερώνω στη μνήμη της γριάς λαίδης αγγλίδας Τάδε και της ινδής υπηρέτριας της (αυτή δεν είχε όνομα) που "βρήκαν τραγικό θάνατο από διερχόμενο αυτοκίνητο όταν επιχείρησαν να διασχίσουν τη Λεωφόρο Ποσειδώνος" (!!!). Τη μικρή αυτή είδηση διάβασα τυχαία σε εφημερίδα πριν από καμιά δεκαριά χρόνια αλλά πώς συμβαίνει και μερικά πράγματα χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη! Πολλές φορές στη ζωή μου, εξαιτίας αυτής της καταραμένης παρατηρητικότητας από την οποία πάσχω, έχω ξανά και ξανά θυμηθεί αυτή την είδηση των τριών γραμμών.

30/9/09

ΝΕΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΑ



Ήρθε ο καιρός να ακουμπήσει ξανά η φτερούγα μου πληκτρολόγιο. Δεν φταίει το ότι είμαι πολυάσχολο, ούτε ότι έχω την πτερόρροια μου. Μάλλον θα φταίει το φθινόπωρο και το ότι έφυγε το κανονικό μου αφεντικό. Πιστεύω ότι σύντομα θα συνέλθω και θα επανέλθω.
Το κανονικό μου αφεντικό ξαναέδωσε πανελλήνιες εξετάσεις, μετά από ένα χρόνο διαβάσματος και ήδη γνώριζε, από τότε που πήρε τους βαθμούς του, ότι θα περνούσε στη Σχολή Των Ονείρων του, στην Πάτρα. Ο κακομοίρης ο πατέρας του βίωσε μια κεραμίδα στο κεφάλι του. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται ότι ο γιός του θα έφευγε μακριά από το σπίτι. Η Τσιριμπόμ αντιθέτως το είδε μιας εξαρχής ως αναπόφευκτο. Ο Χόλιους μέσα από την εξέλιξη της ζωής του αδελφού του διέβλεπε το μέλλον του αλλά πανηγύριζε κιόλας επειδή θα γλύτωνε τη γκρίνια και τις υποδείξεις του αδελφού – πατέρα. Εγώ πώς το είδα αλήθεια? Μη με ρωτάτε. Είμαι ακόμα βυθισμένο στη θλίψη. Τριγυρίζω ρακένδυτο στο κλουβί μου και έχω μαδήσει εντελώς. Σε λίγο θα πρέπει να μου πάρουν βαρέλι για να κυκλοφορώ.
Φέτος η οικογένεια έκανε τις διακοπές της στο Χωριό Της Επαύλεως για τους προφανείς λόγους της οικονομικής δυσπραγίας και των οικοδομικών εργασιών που εξελίσσονταν εκεί. Αυτό μεταφράστηκε για την κυρία μου ως «Τα μαρτύρια του Ταντάλου», όπου Τάνταλος αντικαθίσταται από το Τσιριμπόμ. Οι διακοπές της μετεξελίχθηκαν σε Συμπληγάδες Πέτρες, ανάμεσα στις οποίες αλεθόταν νυχθημερόν. Την έβλεπα και τη λυπόμουνα αλλά τι να έκανα κι εγώ? Κατοικοέδρευα πάνω στο περβάζι της βεράντας εκτεθειμένο στις απανταχού γάτες που θα μπορούσαν μαγεμένες από την ομορφιά μου να ανέβουν τις σκάλες και να με κάνουν μια μπουκιά. Άλλες φορές με τοποθετούσαν, όταν δεν μαγείρευαν, πάνω στο υπαίθριο μάτι της κουζίνας και με άφηναν εκεί με κίνδυνο να ξεχαστεί κάποιος και να με ψήσει. Για να καταλάβετε τι εννοώ σας παραθέτω την αντίστοιχη φωτογραφία! Δεν μπορώ να πω ότι με παραμελούσαν αλλά να, ένα άγχος το είχα. Όταν ερχόταν ο ήλιος με μετέφεραν στο πίσω μπαλκόνι, σε μια αυτοσχέδια τέντα που μου έφτιαχνε η γιαγιά – Σοφία για την αντηλιά και με άφηναν παρέα με μια στρατιά από σφήκες, καθότι αυτές είχαν άπειρες φωλιές εκεί τριγύρω. Αφού δε μάδησα εντελώς από αυτά τα άγχη του καλοκαιριού πάλι καλά…
Ανασκοπώντας λοιπόν τις καλοκαιρινές διακοπές, η Έπαυλις μας απορρόφησε οικογενειακώς. Τα 3 εκ των 4 αφεντικών μου ξημεροβραδιάζονταν εκεί. Η κυρία μου φροντίζοντας τις καλλιέργειες της και ποτίζοντας τον κήπο με τις ντοματιές και τις πιπεριές. Το κανονικό μου αφεντικό και ο κύριος μου ανοίγοντας λάκκους στα δέντρα και σκάβοντας γενικώς. Και οι 3 ξεχορτάριασαν, έκοψαν βάτα, κλάδεψαν δέντρα, καθάρισαν φράχτες. Εκεί ήμουν κι εγώ για να εποπτεύω τη νέα μου κατοικία. Ο τέταρτος, ο Χόλιους, δεν ήταν μαζί τους γιατί δούλευε. Ναι! Το Μικρό Τεμπελόσκυλο δούλευε μεσημεριανό γκαρσόνι στην ταβέρνα του θείου του! Ο μόνος επιτυχημένος οικονομικά αυτό το καλοκαίρι ήταν ο Χόλιους! Οι υπόλοιποι κυκλοφορούσαμε με πενταροδεκάρες στις τσέπες μας.
Οι διακοπές μας λοιπόν πέρασαν με έγνοιες για την Έπαυλη και με γκρίνια, αποκλειστικά από τη γιαγιά – Σοφία. Τι να σας πω! Η καθόλα Βούδας – κυρία μου, άρχισε πάλι να επεξεργάζεται το σενάριο παρακολούθησης ομάδων διαχείρισης οργής. Η γιαγιά – Σοφία την εξόργιζε με τις ατελείωτες παρατηρήσεις της. Δεν υπήρξε κάτι που να έκανε, που να μην ήταν αποδέκτης παρατηρήσεων από τη μαμά της. Δε θα επεκταθώ, διότι δεν είναι του παρόντος. Ίσως κάποια μέρα που θα έχω τα κέφια μου να προσπαθήσω να αποδώσω με χιούμορ το κλίμα που επικρατούσε διότι ουσιαστικά ήταν για να κλαις. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό της κυρίας μου ότι το χειρουργείο που έκανε καλοκαιριάτικα, αμέσως μόλις γύρισε από τις διακοπές, είχε τις ρίζες του σε όλη αυτή τη γκρίνια της μαμάς της. Δεισιδαίμων η κυρία μου? Μπα! Αλλά όλο και περισσότερο πιστεύει ότι η γκρίνια, ειδικά των γονιών, καλό είναι να μην υπάρχει για να πηγαίνουν όλα καλά.
Τι έλεγα? Α! Αρχές Αυγούστου, λοιπόν, η κυρία μου πετάχτηκε στην Πάτρα για να βρει σπίτι στο κανονικό μου αφεντικό. Μια φορά πήγε με τον κύριο μου και κόντεψε να τον πετάξει στη θάλασσα και μια φορά με το κανονικό μου αφεντικό και άμεσα ενδιαφερόμενο όπου έφαγαν τα μουστάκια τους και γύρισαν σκοτωμένοι. Εγώ την είχα μυριστεί τη δουλειά και έμεινα ως hands free πάνω στη μπλούζα του Χόλιους – γκαρσόνι. Βρήκε όμως ένα ωραίο σπίτι η κυρία μου τη δεύτερη φορά και με συνοπτικές διαδικασίες και πριν προλάβει να πλακώσει η Σάρα, η Μάρα και Το Κακό Συναπάντημα, το έκλεισε και άρχισε να οργανώνει στο μυαλό της τα υπόλοιπα.
Τώρα πια το κανονικό μου αφεντικό έχει εγκατασταθεί εκεί και έχει αρχίσει ήδη μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Πέρασε ένα διάστημα διαλογισμού πριν φύγει, το οποίο συνοψιζόταν στο ότι μέρα νύχτα είχε το αγαπημένο του μαξιλάρι στη μούρη και γύριζε μέσα στο σπίτι μυρίζοντας το. Αν είναι δυνατόν! Και όμως! Η ιστορία με το μαξιλάρι έχει τις ρίζες της από τότε που ήταν ενός έτους! Φανταστείτε λοιπόν σε τι στρες βρισκόταν ο καημένος που θα άφηνε την οικογενειακή εστία!
Η κυρία μου δεν έχει πατήσει ακόμα το πόδι της στο σπίτι της Πάτρας, κάνει την άρνηση της και από όσο την ξέρω θα την κάνει για πολύ καιρό ακόμα. Θεωρεί ότι ο πρωτότοκος της κάπου εδώ είναι και τώρα θα μπει στο σπίτι. Κομματάκι δύσκολο 5 χρόνια να το πιστεύει αυτό αλλά την έχω ικανή!
Ο κύριος μου λείπει για 15 μέρες στο Χωρίον προκειμένου να επιληφθεί της νέας σκεπής της Επαύλεως. Όλη μέρα είναι σκαρφαλωμένος στη στέγη με τον Σκεπά και τον βοηθάει. Μετά κατεβαίνει, ποτίζει τα δέντρα, σκαλίζει τα χόρτα εδώ κι εκεί και έτσι βρώμικο χάλι πηγαίνει στο καφενείο του χωριού και κάθεται με τους γνωστούς. Χε χε! Φαντάζομαι τη γιαγιά – Σοφία τί γκρίνια τού επισείει!! Μα δεν έχει κι άδικο. Εκεί σχολιάζουν ακόμα και τι βρακί υποθετικά φοράς από μέσα, όχι να πηγαίνει ο κύριος μου έτσι χάλι στο καφενείο.
Έτσι είμαστε μόνο εμείς οι 3 στο σπίτι. Πρώτον ο Χόλιους, ο οποίος έχει γίνει πετσί και κόκκαλο και η κυρία μου φοβάται ότι έχει νευρική ανορεξία. Από ό,τι τον ψάρεψε, βιώνει την ερωτική θλίψη από τη μετακόμιση της αγαπημένης του σε άλλο σχολείο. Δεύτερον η κυρία μου, η οποία είναι χωμένη στις δουλειές της αλλά άδραξε την ευκαιρία να δει φίλους και γνωστούς παραμελημένους από έτη. Έτσι, κάθε μεσημέρι είναι έξω και τρώει πότε εδώ και πότε εκεί. Και τρίτον, εγώ που προσπαθώ να συνέλθω από την πτερόρροια μου και να ξαναβρώ το νόημα της ζωής. Μήπως να πήγαινα στην Πάτρα παρέα με το αφεντικό μου? Άσε καλύτερα. Υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνω εκεί από την πείνα και τη βρώμα. Καλά είμαι εδώ!

22/9/09

Η ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ


Είχε αναρρωτική άδεια για ένα μήνα. Τόσο της είχε δώσει ο παιδοχειρουργός που της έβγαλε τη σκωληκοειδίτιδα. Εκείνη, άπλωσε το χέρι της και πήρε το χαρτί αφηρημένα, σκεπτόμενη ότι όταν νοιώσει καλύτερα θα επέστρεφε από μόνη της, χωρίς να υπολογίσει μέρες αδειών. Έκατσε με το ζόρι δέκα μέρες. Και να πεις ότι έκανε και τίποτε αξιόλογο! Ούτε διάβασε όπως είχε υποσχεθεί, ούτε καθάρισε τη βιβλιοθήκη της, ούτε έφτιαξε τα συρτάρια της, ούτε ξεκαθάρισε τις παλιές εφημερίδες που κάνουν στοίβα πλέον δίπλα στο κομοδίνο της. Περιφερόταν μέσα στο σπίτι αναβάλλοντας τα πάντα για αργότερα. Η απόλυτη απραξία μαζί με ένα είδος αφηρημένης μελαγχολίας. Ώσπου αποφάσισε να πάει στη δουλειά της. Ασφαλής διέξοδος. Ντύθηκε, στολίστηκε και τσουπ πήγε στο γραφείο, περιβαλλόμενη από χαρούμενα ξεφωνητά και αναστεναγμούς ανακούφισης για το πρόγραμμα των υπερωριών που θα αναλάμβανε ξεκουράζοντας τους γέρους συναδέλφους. Έμενε μια μικρή λεπτομέρεια : να πάει στο γραφείο αδειών να κόψει την αναρρωτική της άδεια. Καθώς διέσχιζε το διάδρομο συνάντησε μια υπάλληλο, πολύ αγαπητή της, πρότυπο συμπεριφοράς μέχρι τώρα που κοντεύει να συνταξιοδοτηθεί. Όταν της είπε ότι πήγαινε να τακτοποιήσει το θέμα της άδειας της για να επανέλθει, η άλλη, χωρίς να βλεφαρίσει της είπε ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να κάτσει να ξεκουραστεί όλες τις μέρες που έχουν προβλεφθεί. Συμπληρώνοντας, ότι κανένας δε θα της πει "ευχαριστώ", από όλους όσους πολύ καλά γνωρίζει η ίδια και οι οποίοι ζορίστηκαν λίγο αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν δείξει στο παρελθόν ότι βάζουν πάντα πάνω από όλα τον εαυτό τους. Ξεμάκρυνε συλλογισμένη η κυρία μου αλλά αμετάπειστη. Θεωρούσε ότι εφόσον ήταν και ένοιωθε καλά έπρεπε να γυρίσει στη δουλειά της.
Έφτασε στο κτίριο με τις διοικητικές υπηρεσίες και ανέβηκε σιγά σιγά την ξύλινη σκάλα για το γραφείο αδειών. Η υπάλληλος τη γνώριζε και έχοντας ήδη ετοιμάσει την άδεια της για την επιτροπή τη ρώτησε πώς είναι και της ευχήθηκε καλή ανάρρωση. Η δικιά μου πάλι, την πήρε παράμερα και της είπε ψιθυριστά ότι ήρθε για να κόψει την αναρρωτική της άδεια. Ξέρετε, της είπε, έχουν ζοριστεί οι συνάδελφοι, δεν υπάρχει λόγος να κάθομαι άλλο στο σπίτι. Η υπάλληλος μάζευε τα μαλλιά της από κάτω. Όταν τελείωσε της εξήγησε ότι η αναρρωτική άδεια δεν κόβεται βάσει νόμου. Τόσο απλό ήταν και τόσο άγνωστο στην κυρία μου. Αυτό όμως δεν την πτόησε. Επινόησε μια αλυσίδα ενεργειών οι οποίες τελικά θα κατέληγαν στο να κοπεί η άδεια. Μη ρωτάτε πώς. Είναι γνωστό ότι η κυρία μου είναι να μη θέλει να κάνει ή να μην κάνει κάτι. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μη το καταφέρει. Ώσπου η άλλη εξερράγη. Δεν άντεξε άλλο η δημοσία υπάλληλος! Γιατί το κάνετε αυτό? εξεμάνη. Τόσο χαζή είστε? Εδώ άλλοι παίρνουν για ψύλλου πήδημα αναρρωτική άδεια και όταν τελειώσει ψάχνουν τρόπους να την ανανεώσουν κι εσείς που την έχετε και τη δικαιούστε θέλετε να την κόψετε? Πού ακούστηκε αυτό? Οι συνάδελφοι σας θα το έκαναν για να σας ξεκουράσουν εσάς?
Τίποτα εκείνη. Πήρε τα χαρτιά που έπρεπε να αλλάξει και κατέβηκε την ξύλινη σκάλα για να πάει στο αρμόδιο γραφείο. Στα μισά της σκάλας όμως, η τελευταία φράση της κυρίας ξανακουδούνισε στα αυτιά της. Ποιος θα έκανε τι για αυτήν ποτέ? Σαφώς υπάρχουν κάποιοι που έχουν κάνει πολλά για αυτήν και για το λόγο αυτό τους είναι ισόβια αφοσιωμένη. Αλλά οι συγκεκριμένοι? Τι έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια εκτός από το να κοιτάζουν τη βόλεψη, τη λιγότερη δουλειά και την καλοπέραση τους? Η διαπίστωση ήταν επώδυνη και απογοητευτική. Πολλές σκέψεις εισέβαλαν στο μυαλό της ταυτόχρονα. Πολλές από αυτές ήταν αντικρουόμενες. Έμεινε μετέωρη στα μισά της ξύλινης σκάλας. Πάντα σιχαινόταν τον τύπο του λουφαδόρου δημόσιου υπάλληλου και όσο πιο καλλιεργημένος και μορφωμένος ήταν τόσο αυτή η προδοσία της φαινόταν κατάντια του μυαλού του. Κορόιδευε τους συναδέλφους που έπαιρναν τηλέφωνο και δήλωναν ότι θα λείψουν γιατί είχαν 37.3 και τους γρατζουνούσε ο λαιμός τους. Ειρωνευόταν συναδέλφους που είχαν "διάρροια" μετά από το σαββατοκύριακο. Από την άλλη, για κάθε χρόνο που περνάει κάθε συμβάν υγείας έχει μεγαλύτερο χρόνο αποκατάστασης. Μήπως είχαν δίκιο όσοι της έλεγαν να κάτσει? Μήπως, μετά από 19 χρόνια, σε ένα ψυχοφθόρο επάγγελμα με άπειρα ξενύχτια, έπρεπε να αδράξει την ευκαιρία να κατεβάσει λίγο τους διακόπτες? Μήπως το εδικαιούτο? Μήπως ήταν όντως χαζή αν δεν το έκανε? Έκανε μεταβολή από τα μισά της σκάλας και γύρισε πίσω στην κυρία. Της έδωσε πίσω τα χαρτιά που έπρεπε να "μαγειρέψει" και της είπε : "'Εχετε δίκιο. Κανένας δε θα το έκανε για μένα. Θα ξεκουραστώ και τις υπόλοιπες μέρες που δικαιούμαι. Το έχω ανάγκη".

22/8/09

ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟ ΠΡΟΒΟΛΕΑ

Εκεί πρόλαβα να σκαρφαλώσω την τελευταία στιγμή και να μεταμφιεστώ όπως όπως σε κουκίδα σκόνης. Μήπως ήξερα από αυτά? Πρώτη φορά μου συνέβαινε. Έβλεπα από κάτω την κυρία μου ξαπλωμένη στο χειρουργικό τραπέζι να κοιμάται μακάρια και δεν ήξερα τι να σκεφτώ… Πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη? Από τότε άρχισε η πτερόρροια μου και σταμάτησα το τραγούδι.
Επιστρέψαμε την προπαραμονή της Παναγίας γιατί η κυρία μου δούλευε όλο το εορταστικό τριήμερο. Ανοίξαμε το σπίτι, επέστρεψα στη γνώριμη μου θέση στο μπαλκόνι, ποτίστηκαν τα λουλούδια μας. Την Παρασκευή η κυρία μου δούλευε όλη τη μέρα, διανυκτέρευσε στην υπηρεσία της και συνέχισε μέχρι το Σάββατο το μεσημέρι να είναι απασχολημένη. Είναι οι υποχρεωτικές υπερωρίες της. Πράγματα οικεία για την οικογένεια. Ο κύριος μου βρήκε την ευκαιρία να αφιερωθεί λίγο στη μαμά του που λόγω διακοπών είχε καιρό να τη δει (και να τον θηλάσει). Το μεσημέρι της γιορτής φάγανε όλοι μαζί, μια και η γιαγιά ήταν εορτάζουσα και λόγω της ημέρας την κέρασαν μια (φανερή) πάστα την οποία καταβρόχθισε σε 9 δευτερόλεπτα. Ακόμα και κάποια κόπωση της κυρίας μου να υπέβοσκε στην ατμόσφαιρα του τριημέρου, αποδόθηκε στη σωματική κόπωση των υπερωριών. Τη Δευτέρα έφυγαν για τις δουλειές τους. Τελευταία στιγμή βαρέθηκα να μείνω μόνο μου σε ένα άδειο σπίτι και καρφιτσώθηκα στο πορτοκαλί μπλουζάκι της κυρίας μου. Έφτασε πρώτη στο γραφείο και ανταμώθηκε με τη Σοφία η οποία της παρέδωσε κάποια θέματα που έπρεπε να γνωρίζει και έφυγε για το δικό της γραφείο. Η Σοφία ήταν εκείνη που πρόσεξε ότι κρατούσε την κοιλιά της και ήταν ελαφρώς γερμένη. Η κυρία μου την καθησύχασε ότι την πονούσε λίγο η κοιλιά της αλλά θα της περνούσε. Στο νου της είχε τα χτεσινοβραδινά ποπ κορν που έφαγε στο θερινό σινεμά της γειτονιάς μας παρακολουθώντας με τον κύριο μου την ανεκδιήγητη πατάτα της Λίας Παρδάλος με θέμα ένα γάμο. Η φρίκη στο πανί!
Σε λίγο ήρθαν και οι άλλοι συνάδελφοι και η μέρα μπήκε στη ρουτίνα της. Εγώ πετάριζα από τραπέζι σε ράφι και από γλάστρα σε γλάστρα από αυτές που έχουν άφθονες στα πρεβάζια των παραθύρων τους. Η κυρία μου όμως δεν πετάριζε καθόλου. Το χρώμα της άλλαξε, ο πόνος δυνάμωσε, η λέξη «γαστρεντερίτιδα» επλανάτο από στόμα σε στόμα αλλά η οντότης τής συνυφασμένης με αυτήν διάρροιας δεν έλεγε να ξεμυτίσει. Χαριτολογώντας στους συναδέλφους (ακόμα και στις πιο ακατάλληλες ώρες δε χάνει το χιούμορ της) έλεγε ότι πονάει και είναι ύποπτο το ότι αρχίζει να βλέπει τη ζωή της να περνάει μπροστά στα μάτια της σε αργούς βέβαια ρυθμούς, έβλεπε την εφηβεία της. Κατά το μεσημέρι αποφάσισε επιτέλους να πάει σπίτι να ξαπλώσει. Τον κύριο μου δεν τον θορύβησε γιατί ήξερε ότι είχε δουλειά. Του είπε απλώς ότι τελείωσε νωρίτερα και θα έφευγε.

Έφτασε σπίτι κακήν κακώς. Μέχρι και εγώ άρχισα να φοβάμαι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έκανε ανασκόπηση της κατάστασης της. Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια? Σκεφτόταν τα ΥΠΕΡ : Πονούσε στην κοιλιά της δεξιά χαμηλά, ήθελε εμετό και ένιωθε πολύ άρρωστη. Σκεφτόταν τα ΚΑΤΑ : Δεν είχε πυρετό, η κοιλιά της ήταν μαλακή και δεν ήταν παιδί. Στη ζωή όμως και στην ιατρική δεν υπάρχει τίποτε απόλυτο και δεδομένο. Έτσι, σύντομα αποφάσισε ότι είχε οξεία σκωληκοειδίτιδα και πήρε τον κύριο μου για να τον ενημερώσει έτσι ώστε άμα γύριζε σπίτι και την έβρισκε σέκο να ήξερε τι είχε μεσολαβήσει. Εκείνος της είπε ότι θα ερχόταν αμέσως μόλις τελείωνε. Έμεινε στο κρεβάτι να αναπολεί τη ζωή της σκεπτόμενη αποφθέγματα του τύπου «τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του», «από δω παν κι άλλοι» κλπ, κλπ. και συνθέτοντας νοερές διαθήκες. Είχε το κουβαδάκι εμέτων δίπλα της, τα μάτια κλειστά κι εμένα να τρέμω το μέλλον. Σε λίγο σηκώθηκε και με κόπο ετοίμασε μια τσαντούλα νοσηλείας με τα απαραίτητα ρούχα και αξεσουάρ. Ήταν πλέον πεπεισμένη ότι δε θα γύριζε σύντομα σπίτι.

Αφού ήρθε ο κύριος μου και έγιναν οι απαραίτητες διαβουλεύσεις μεταξύ τους, την πήγε στο πρώτο νοσοκομείο, ένα δημόσιο νοσοκομείο ενηλίκων που εφημέρευε. Η εικόνα έμοιαζε πραγματικά με σκωληκοειδίτιδα σε αυτή την προχωρημένη ηλικία! Ο κύριος μου όμως αποφάσισε να πάρει τη γνώμη των ειδικών, διότι πάντα στη ζωή του θεωρεί ότι ένα χειρουργείο πρέπει να αποφεύγεται εκτός και αν κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Κουιζ! Ποιος λέτε να θεωρείται ειδικός στο συγκεκριμένο θέμα? Μα, το νοσοκομείο Παίδων φυσικά! Την πήγε στο Παίδων, λοιπόν! Σταθείτε όμως. Ήταν εύκολο για αυτόν γιατί εκεί δουλεύει χρόνια τώρα. Μπήκαν στο χειρουργείο και αμέσως περιβλήθηκε η κυρία μου από γνώριμα πρόσωπα, αγάπη, ενδιαφέρον, πράσινα ρούχα και πολύχρωμα αστεία καπελάκια που φοράνε όλοι εκεί μέσα για να μην τρομάζουν τα παιδιά. Σε λίγο κατέφθασε και ο χειρουργός Παπ – λάπ, ο οποίος είχε φύγει πριν από λίγο, δεν εφημέρευε αλλά ξαναγύρισε χάριν ημών. Για να δείτε τι αφεντικά έχω! Η διάγνωση τέθηκε με βεβαιότητα, η διοίκηση του νοσοκομείου έκανε μια εξαίρεση από αυτές που κάνει σε σπάνιες περιστάσεις και η κυρία μου, πανήσυχη, πήρε το δρόμο του χειρουργείου.

Ξάπλωσε στο τραπέζι με εκείνη την αίσθηση της ησυχίας (ήταν βράδυ και οι χώροι ήταν πολύ ήσυχοι σε σχέση με την πρωινή βαβούρα και το συνεχές μπες βγες των πολλών χειρουργείων), πλαισιωμένη από γνώριμα και γελαστά πρόσωπα που την πείραζαν για το νεαρόν της παθήσεως. Ήταν επίσης βέβαιη για την αίσια έκβαση γιατί ήταν σε καλά χέρια και όλα θα πήγαιναν καλά. Το αναισθησιολογικό μηχάνημα ήταν πίσω της έτοιμο, οι σύριγγες με τα φάρμακα παραταγμένες σε σειρά, όλοι φορούσαν μάσκες και ο κύριος μου γεμάτος έννοια της είπε «Μην κοιτάς. Δεν κοιμάσαι ακόμα». Με αυτά τα συναισθήματα και τις σκέψεις κοιμήθηκε εστιάζοντας σε ένα Σνούπυ που τη χαιρετούσε πάνω από το ροζ καπελάκι της Ρένας. Έτσι έμεινα κι εγώ να αγωνιώ πάνω στο χειρουργικό προβολέα. Ο Μανώλης είχε τη φωτογραφική μηχανή του Παπ – λάπ και απαθανάτιζε την ευμεγέθη σκωληκοειδή απόφυση της κυρίας μου μαζί με μία μικρή μεζούρα για να δείχνουν μετά περήφανοι τι έβγαλαν. Μεζούρα επίσης έβαλαν για τη φωτογραφία της τομής – κουμπότρυπας ευρεσιτεχνίας του Παπ- λάπ 2.8 εκατοστών! Η κυρία μου κοιμόταν και εκεί γινόταν πανηγύρι, όπως καταλαβαίνετε! Την ίδια στιγμή στη διπλανή αίθουσα έκανε την ίδια επέμβαση ο δεκάχρονος Βαγγέλης από την Εύβοια. Όταν η κυρία μου συνήλθε και την πήγαν στο δωμάτιο με τα δύο κρεβάτια και τις κουρτίνες με τα αρκουδάκια ανακάλυψε τον Βαγγέλη να προσπαθεί να συνέλθει και αυτός από τη νάρκωση. Νοσηλεύτηκαν μαζί στο θάλαμο, ο Βαγγέλης με τη μαμά του να τον φροντίζει και η σιτεμένη κυρία μου με τον κύριο μου να τη ζαλίζει. Το σκορ έληξε 7 – 0 υπέρ του Βαγγέλη που πήρε εξιτήριο πρώτος διότι είχε μια άριστη μετεγχειρητική πορεία λόγω του νεαρού της ηλικίας ενώ η κυρία μου ταλαιπωρήθηκε με ένα σωρό μικροπροβλήματα καθότι αρχαίος οργανισμός. Αλλά δεν έβγαλε κιχ. Η ηλικία της είναι από αυτές που εποφθαλμιούν άλλες πολύ σοβαρότερες αρρώστιες και ήταν ευγνώμων στην τύχη που της όρισε μια παιδική! Όλα τα υπόλοιπα ήταν μικρές λεπτομέρειες.
Όταν συνήλθε κάπως και ήταν σε θέση, έβγαλε το βιβλίο της και διάβαζε στα μεσοδιαστήματα των πολλών επισκέψεων που είχε. Κόσμος έμπαινε και έβγαινε για ένα «γεια» και να τη ρωτήσει μήπως ήθελε τίποτε. Οι περισσότεροι τη γνώριζαν ως σύζυγο του κυρίου μου και έρχονταν γελώντας στο θάλαμο, λέγοντας αστεία για το παράδοξο της επέμβασης και της νοσηλείας στο νοσοκομείο τους. Μας έλειψαν οι στιγμές της μοναξιάς και όλο αυτό το πηγαινέλα μας κούρασε πολύ. Ξέρεις τι είναι να έχεις τους πόνους σου, τους ορούς σου, μια μόνιμη ναυτία για την οποία αποδείχτηκε ότι έφταιγε ένα αντιβιοτικό, τον πονοκέφαλο σου από ένα αφυπνισθέν αυχενικό σύνδρομο, την έννοια σου να κουνηθούν τα άντερά σου, και να είσαι απίκο με το χαμόγελο να απαντάς, να συζητάς, να ενδιαφέρεσαι, να ρωτάς με τη σειρά σου για παιδιά και οικογένειες? Ας είναι, πέρασε. Στις απογευματινές βόλτες, από απόμερους διαδρόμους για να μην προκαλούμε έκπληξη στους γονείς των νοσηλευόμενων παιδιών, βλέπαμε ένα χαρωπό νοσοκομείο, γεμάτο χρώματα, κουρτίνες με παιδικά σχέδια και πολύχρωμα πλακάκια. Δωμάτια με κουνάκια που είχαν μωρά και μαμάδες εξουθενωμένες σε καρέκλες και πολυθρόνες. Δύσκολο να βλέπεις ένα παιδικό χεράκι με ορό. Τουλάχιστον εκεί που ήμαστε εμείς τα περιστατικά στην πλειοψηφία τους είχαν αίσια έκβαση. Τι να γίνεται στους ψηλούς ορόφους με τα ογκολογικά περιστατικά? Πόσο ενάντια στη φύση είναι ένα φαλακρό παιδί…
Γύρισα κουρασμένο και διαφορετικό από όλη αυτή την περιπέτεια που πέρασα μαζί με την κυρία μου. Γι αυτό άρχισα να χάνω τα πούπουλα μου και δεν έχω διάθεση για τραγούδια και χορούς. Εκτίμησα όμως για ακόμα μια φορά, τη μεγάλη ευτυχία τού να είσαι γερός. Πραγματικά ανεκτίμητο. Όλα τα άλλα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες, πιστέψτε με και μην το ξεχνάτε ποτέ.

22/7/09

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΚΤΕΛ

Οι διακοπές της κυρίας μου άρχισαν την Παρασκευή το μεσημέρι. Μετά από πολλά χρόνια, κατόρθωσε να πάρει φέτος 3 ολόκληρες βδομάδες άδεια. Πρώτη χρονιά που δε θα δουλεύει στη γιορτή της και τα γενέθλια της που πέφτουν με μια μέρα διαφορά. Άφησε ένα κατεβατό εκκρεμότητες στο πίσω φύλλο της ντουλάπας του γραφείου της και έφυγε με ελαφριά καρδιά. Ο φετινός προορισμός διακοπών θα ήταν το χωριό της Επαύλεως. Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι! Θα πήγαινε πρώτη εκεί και θα ακολουθούσα εγώ με τον κύριο μου σε μια βδομάδα. Τα μικρά μου αφεντικά ήταν ήδη εκεί μαζί με ένα τρίτο αγοράκι φίλο του κανονικού μου αφεντικού. Η γιαγιά Σοφία δηλαδή είχε τρία αγοράκια να φροντίζει και να προσπαθεί να βάλει σε τάξη. Οι τόμοι Συμβουλών, Νουθετήσεων και τα προγράμματα Ύπνου στην ώρα μας και Υγιεινής Διατροφής έδιναν και έπαιρναν.
Η κυρία μου πριν φύγει δεξιώθηκε στο σπίτι το πεθερικό της, το οποίο κατέπλευσε το Σάββατο, για να ξεκουραστεί λίγο η νταντά της. Είναι αλήθεια ότι το να ζεις με το πεθερικό είναι όνειδος. Παρότι τα αφεντικά μου φροντίζουν εντατικά τη νταντά για να μπορεί να υποφέρει το πεθερικό, τη βρήκαν ένα μεσημέρι με το ξυράφι στο χέρι έτοιμη να κόψει τις φλέβες του αριστερού της καρπού! Το πεθερικό όταν ερωτήθη εξαπέλυσε μύδρους εναντίον της αχαριστίας και της αγνωμοσύνης της νταντάς που αντί να πει «ευχαριστώ» που έχει μια δουλειά προβάλει και αξιώσεις. Εκρηκτική κατάσταση! Η νταντά είπε κάτι στη γλώσσα της που φαντάστηκα ότι ισοδυναμούσε με τη φράση «καλύτερα να σπάω πέτρες σε ένα νταμάρι ντάλα μεσημέρι παρά εδώ με σένα….(ακολουθούν διάφορα σύνθετα επίθετα με ένα συνθετικό το γριά )». Για να εκτονωθεί προσωρινά το κλίμα ήρθε σπίτι μας για λίγο.
Το πεθερικό, τρισευτυχισμένο, στρογγυλοκάθισε στην αγαπημένη του θέση στο σαλόνι και ασχολήθηκε με το θηλασμό του κυρίου μου όλο το Σαββατοκύριακο. Έπλεξε χιλιάδες σενάρια με το μυαλό του, ενημερώθηκε για τις κινήσεις όλης της γειτονιάς και παράλληλα καταβρόχθισε ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε στα ψυγεία παρότι ηρνείτο σταθερά ότι πεινούσε. Την Κυριακή το μεσημέρι επεστράφη σπίτι της. Καλό το διάλειμμα αλλά τελείωσε. Στο δρόμο τους μάνα και γιός, ξετσουβάλιασαν και την κυρία μου στα ΚΤΕΛ για να πάει στη μαμά της, στο χωριό Κουκουβάτα, εκεί που εξελίσσεται η Έπαυλη. Την πήγαν μία ώρα και ένα τέταρτο πριν την αναχώρηση. Έμεινε μόνη της σε ένα κάθισμα να χαζεύει τον κόσμο. Εγώ, είχα αφήσει ένα αντίγραφο μου να κελαηδάει στο σπίτι και είχα εγκατασταθεί σε μια ευφάνταστη καρφίτσα στο κορσάζ της άσπρης μπλούζας της. Πριν φύγει από το σπίτι, συνειδητοποίησε ότι ξέχασε το ρολόι της στην εταζέρα του μπάνιου αλλά βαρέθηκε να γυρίσει να το πάρει. Εκεί που περίμενε, πέρασε ένας Κινέζος Πωλητής Πραγμάτων. Με την ευκαιρία αυτή και τα σχετικά παζάρια αποκτήσαμε ένα ωραιότατο ρολόι χειρός μάρκας YaWeiSi, προς 5 ολόκληρα ευρώ, με μεγάλους αριθμούς για να διαβάζονται εύκολα.
Κόσμος πήγαινε και ερχόταν στο ΚΤΕΛ. Λεωφορεία έρχονταν και έφευγαν συνεχώς. Οι άνθρωποι κατέβαιναν φορτωμένοι και τραβούσαν για τη στάση του λεωφορείου που θα τους πήγαινε στο κέντρο της Αθήνας ή στο αεροδρόμιο. Μια άλλη ουρά σχηματιζόταν για τα ταξί. Οι ταξιτζήδες με αδηφάγα βλέμματα σκάναραν τους επιβάτες και ξεδίπλωναν το ταλέντο τους να φορτώσουν δύο ζεύγη επιβατών για παραπλήσιες διαδρομές. Γιατί να μην το κάνουν? Μήπως υπήρχε κανένας έλεγχος για το τι κάνουν και τι δεν κάνουν στο σταθμό των ΚΤΕΛ? Εξάλλου εκείνο που προέχει είναι η εξυπηρέτηση του κόσμου. Υπήρχε και μια άλλη χαριτωμένη ομάδα επιβατών που αναγνωριζόταν εύκολα από το έντρομο βλέμμα τους. Ήταν όσοι κατέβαιναν από το πούλμαν και έψαχναν εναγωνίως τις τουαλέτες. Συνήθως ήταν παππούδες και γιαγιάδες αλλά προσέξαμε και κάποιους μεσήλικες που τους καλούσε επειγόντως και αυτούς η κύστη τους.
Η θέση μας στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ ήταν εξαιρετική. Νούμερο 4, δηλαδή μπροστά και παράθυρο! Μεγάλη τύχη! Από το τεράστιο παρμπρίζ αγναντεύαμε απερίσπαστοι το δρόμο. Επιπλέον, κανένας δίπλα μας! Ο οδηγός ήταν ένας μεσήλικας κοντρόχοντρος που πρέπει να τελείωσε με το ζόρι το δημοτικό. Είχε μια παθολογική αγάπη για την κόρνα του πούλμαν την οποία χρησιμοποιούσε σε κάθε φανάρι, μέχρι να βγούμε έξω από την πόλη, στα δύο πρώτα δευτερόλεπτα της αλλαγής σε πράσινο. Ο φουκαράς νέος οδηγός που ήταν μπροστά μας τρόμαξε τόσο πολύ από την εκκωφαντική κόρνα που άκουσε, για να ξεκινήσει σχεδόν προτού καλά καλά ανοίξει το φανάρι, που του έσβησε η μηχανή και ο οδηγός μας φρύαξε! Έπεσε πάνω στην κόρνα και δημιούργησε πανδαιμόνιο λες και η ταχεία εκκίνηση μας είχε να κάνει με αγώνα δρόμου για να ξεφύγουμε το θάνατο.
Το ταξίδι ήταν παρόλα αυτά βασιλικό! Τρία πράγματα μόνο χάλασαν το σκηνικό. Ο οδηγός κάπνιζε. Κάπνισε συνολικά 7 τσιγάρα, των οποίων ο καπνός ωθείτο από το air condition επάνω στη μούρη μας. Τα φτερά μου και τα μαλλιά της κυρίας μου σκυλοβρωμούσαν τσιγαρίλα όταν φτάσαμε. Τόλμησε κανείς να του πει τίποτε? Όχι βέβαια! Ποιοι νόμοι και πράσινα άλογα! Ο οδηγός είναι ο μικρός δικτάτωρ του ταξιδιού! Άμα τολμάς κάνε του την παρατήρηση! Το δεύτερο ήταν το ραδιόφωνο. Ακούσαμε ό,τι σκυλοτράγουδο δεν είχαμε ακούσει σε όλη μας τη ζωή! Άγνωστα ψάρια άδοντα ηλίθιους στίχους ντυμένους με σκυλομπουζουκολαϊκοτσιφτετέλια. Μία φρίκη. Στην αρχή το είδα ως μια άλλη όψη της μουσικής και των συνθέσεων, από τις οποίες αποφάσισα να ωφεληθώ. Σύντομα όμως άρχισα να παθαίνω ξεπουπουλίαση, εκείνη τη νόσο που τα αρνητικά ερεθίσματα επιδρούν στα πούπουλά μου και μαδάω. Το τρίτο είχε να κάνει με το κινητό, το οποίο χτύπησε και απαντήθηκε 3 φορές, ενώ το δεξί χέρι γύριζε μόνο του εκείνο το τεράστιο τιμόνι στις απότομες και ανηφορικές στροφές του δρόμου!
Το λεωφορείο έκανε μια στάση σε ένα άθλιο μέρος στο οποίο ποτέ δε θα σταματούσε κάποιος αν δεν ήταν λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Το μέρος αυτό ήταν κατασκευασμένο για Ουρητήριο Επιβατών Λεωφορείων και μόνο. Παρεμπιπτόντως είχε και ένα κατασκευαστήριο καφέδων μαζί με κάτι ψωραλέα μισοάδεια ράφια με φαγώσιμα. Η ουσιαστική παροχή ήταν οι τουαλέτες που υπήρχαν στο ισόγειο αλλά και στο πατάρι στο οποίο σκαρφάλωνες με μια στριφογυριστή μεταλλική σκάλα, εφόσον ήσουν μεταξύ των δεκαετιών 12 έως 32. Οι λοιποί κινδύνευαν να επαληθεύσουν το πρώτο σκέλος της γνωστής παροιμίας «ο γέρος θα πάει ή από πέσιμο ή από ….».Στο σημείο αυτό τελείωσε πρακτικά και το ταξίδι μας. Όταν επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν, μετά από αυτή τη χαριτωμένη στάση, τη θέση δίπλα μας κατέλαβε μια τροφαντή γιαγιά, η οποία ζαλιζόταν (ισόβιο επιχείρημα για όσους θέλουν να καθίσουν στις βασιλικές θέσεις). Ήταν γεμάτη άγχος για το ταξίδι, γιατί έκατσε σε ορθή γωνία, χωρίς να ακουμπήσει την πλάτη της στο κάθισμα και έμεινε γαντζωμένη στις χειρολαβές μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Το δεξί της μπούτι είχε καβαλήσει το αριστερό μπούτι της κυρίας μου και η τσάντα της που ήταν περασμένη στον δεξί της καρπό αναπαυόταν στο αριστερό γόνατο της κυρίας μου. Καταθέσαμε τα όπλα. Εγώ, ως καρφίτσα, το έριξα στον ύπνο, η δε κυρία μου προσποιήθηκε ότι το έριξε στον ύπνο γιατί τρόμαξε με την εφιαλτική πιθανότητα : να της πιάσει η γιαγιά κουβέντα.

20/7/09

ΦΥΓΑΜΕ!!!!!!

Φύγαμε! Κατεβάσαμε τα ρολά και τρέχουμε στην παραλία. Τόσο καιρό περιμέναμε το καλοκαίρι! Ήρθε! Βουρ για κάστρα στην άμμο, παιχνίδι με τα κύματα, ουζάκια με μεζέ... Βουρ....