Στο αεροδρόμιο, την Πέμπτη μας πήγε ο κύριος Αναξίμανδρος ο οποίος φρόντισε να επιφορτίσει την κυρία μου με την ετοιμασία της ομιλίας του για τη Δίκονο την άλλη βδομάδα. Η κυρία μου στραβομουτσούνιασε για το έργο που της ανετέθη αλλά ο Αναξίμανδρος πρόβαλε ότι είχε να ξεφυλλίσει το αμπέλι του και δεν προλάβαινε. Μμμμμ! Λες κι εμείς δεν έχουμε δικές μας δουλειές! Ή μήπως δοκιμάσαμε καθόλου αυτό το περιβόητο κρασί? Τρίχες και πούπουλα. Αλλά το βόδι το δικό μου το «όχι» δεν το ξέρει. Πήρε τις σημειώσεις και μέσα στο αεροπλάνο ασχολήθηκε να ετοιμάζει τα ξένα slides. Στο ταξίδι αυτό ήρθε και η Βερενίκη η αγαπημένη της φίλη, μετά από πολλή σκέψη και κατόπιν απαίτησης του συζύγου της ο οποίος ήθελε να της προσφέρει ένα τριήμερο διασκέδασης. Ο δικός μας κύριος έμεινε σπίτι για να διαβάσει τον Χόλιους, ο οποίος αυτόματα ντύθηκε με μαύρες πλερέζες.
Δίπλα μας στο αεροπλάνο καθόταν ένας Σλοβένος κάποιας ηλικίας, ο οποίος έριχνε κλεφτές ματιές στην κυρία μου, η οποία είχε ωστόσο χωμένη την προβοσκίδα της στα slides και έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Σιχαίνεται τις κουβέντες με αγνώστους και δη σε μέσα μακρινών μεταφορών και σε ξένη γλώσσα. Το βίωσε όμως αναπόφευκτα.
Ο κύριος Joseph ήταν μηχανικός αεροσκαφών της τοπικής αερογραμμής της Adria και επέστρεφε μετά από τον έλεγχο των αεροπλάνων σπίτι του. Ανάμεσα στα πολλά που είπε και τα καλά σχόλια που έκανε για τη χώρα μας και τους κατοίκους της ανέφερε ότι του αρέσει πολύ ο δρόμος που έχουμε, η Lamps street. Αρχικά η κυρία μου αναρωτήθηκε τι εννοούσε και εφαρμόζοντας τη μαιευτική μέθοδο κατάλαβε με τα πολλά ότι αναφερόταν στα Βλάχικα της Βάρης και τα ψητά αρνιά. Ορίστε τι έκανε εντύπωση στο Σλοβένο μηχανικό : η Lamps street!
Η χώρα, έτσι όπως φαινόταν από ψηλά, είναι καταπράσινη. Βλέπαμε δάση με μαύρο και κανονικό έλατο, ποτάμια φιδωτά να διασχίζουν κοιλάδες και μικρά χωριουδάκια διάσπαρτα στις πλαγιές. Είναι η τρίτη χώρα στην Ευρώπη με κάλυψη 65% σε πράσινο μετά από τη Φιλανδία και τη Νορβηγία. Χώρα μικρή, μόλις 20.000 τχ, με 1.900.000 πληθυσμό. Απέχει μία ώρα περίπου από την Τεργέστη την οποία ακόμα θεωρούν δική τους επικράτεια και ίσως άδικα δεν είναι δική τους. Αυτά όμως μαζί με φωτογραφίες τα λέω στο Ταξιδιάρικο Πουλί, το άλλο μου ιστολόγιο. Το ταξίδι μας ήταν καλό και βιώσαμε μετά την προσγείωση την απαρχαιωμένη συνήθεια του ευχαριστήριου χειροκροτήματος για την αποφυγή της μοιραίας πρόσκρουσης.
Ακόμα δεν είχαμε προσέξει με ποιους θα περνούσαμε τις επόμενες μέρες και μόλις μετά βίας υποσημειώσαμε έναν κύριο όταν φτάσαμε να παραλαμβάνει μια ογκώδη βαλίτσα μονολογώντας «και το μπουφέ έχει βάλει μέσα?» αναφερόμενος στη σύζυγο η οποία έκανε την αθώα περιστερά.
Τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο και ξεκίνησαν όλοι με τα πόδια να πάνε για το δείπνο. Η Λιουμπλιάνα είναι μια μικρή κουκλίστικη πόλη, με τον ποταμό, τις γέφυρες, την κεντρική πλατεία, την παλιά της πόλη και το κάστρο της. Η ζωή ξετυλίγεται στις όχθες του ποταμού Λιουμπλιάνιτσκα με πολλά καφέ, μπαράκια και πιτσαρίες. Τα ρεστοράν βρίσκονται κυρίως στους παράλληλους του ποταμού δρόμους στην καρδιά της παλιάς πόλης. Το μέρος που μας πήγαν για το δείπνο ήταν καλό αλλά μας σέρβιραν πρώτα μια αρρωστική σούπα φιδέ με κνορ και ένα περίεργο στη γεύση κρέας. Εγώ ούτως ή άλλως είχα τους σπόρους μου μαζί αλλά η κυρία μου ρώτησε και της είπαν ότι είναι ελάφι. Το φάντασμα του Μπάμπι το Ελαφάκι πλημμύρισε τα μάτια της και δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Όχι να φάει τον Μπάμπι! Με αυτόν μεγάλωσε και με τον Ντάμπο το Ελεφαντάκι. Ευτυχώς το μενού στη Σλοβενία περιλαμβάνει 5 πιάτα, δηλαδή ένα πιάτο με ορεκτικά, τη σούπα, τη σαλάτα, το κυρίως πιάτο και το επιδόρπιο. Το επιδόρπιο ήταν το σλοβένικο γλυκό ποτίτσα, ένα είδος τυλιγμένου ρολού τσουρεκιού με καρύδια και κρέμα που ούτε αυτό της άρεσε. Με τη σούπα και τη σαλάτα γλύτωσε ευτυχώς τη βραδινή λιμοκτονία.
Στην επιστροφή είδαμε για πρώτη φορά τον Φραντς στην πρώτη γέφυρα. Αξέχαστη εμπειρία! Έκανε αρκετό κρύο και περπατούσαμε τρέμοντας. Πάνω στο τσιμεντένιο κάγκελο της πρώτης γέφυρας (στην κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχουν 3 γέφυρες η μια κοντά στην άλλη) ήταν απλωμένες πρασινάδες και διαφόρων ειδών λουλούδια. Στη συνέχεια υπήρχαν μικροσκοπικά μπουκέτα λουλουδιών τόσο όμορφα φτιαγμένα που ήταν πραγματικά αριστουργήματα. Ήταν φυσικό να σταματήσουμε και να γνωρίσουμε τον ανθοδέτη Φραντς, ένα ντροπαλό Σλοβένο που κατασκεύαζε τα μπουκέτα και τα πουλούσε τα βράδια. Εκείνο το βράδυ αγόρασε η Βερενίκη μια μικρή ανθοσύνθεση του δάσους. Ξημέρωνε Πρωτομαγιά!
Την επόμενη μέρα το πρωί οι κυρίες σηκώθηκαν με το πάσο τους και χρονοτριβούσαν με χαζομάρες. Πήραν το πρωινό τους σαν βασίλισσες, ξαναανέβηκαν στο δωμάτιο και όταν κατέβηκαν στην είσοδο του ξενοδοχείου για να συναντήσουν τους υπόλοιπους και να φύγουν δε βρήκαν κανέναν. Ήταν μόλις 9.35! Κόντεψαν να πάθουν συγκοπή! Πού ήταν καλέ οι άλλοι? Πού θα έμεναν Πρωτομαγιά σε μια έρημη πόλη με κλειστά μαγαζιά? Η κυρία μου έκανε αμέσως την άρνηση της. Οχυρώθηκε στο πεζοδρόμιο και έστειλε τη Βερενίκη να ρωτήσει στη ρεσεψιόν τι απέγινε το γκρουπ. Ο εγκέφαλος της είχε παραλύσει αρνούμενος να επεξεργαστεί την ιδέα ότι χάθηκαν και απέμειναν μόνες. Ευτυχώς μας λυπήθηκε ένα παιδάκι από το ξενοδοχείο και μας είπε ότι είδε την ομάδα μας να κατηφορίζει προς την πλατεία. Δυο σίφουνες βρίζοντας ξεχύθηκαν με ελιγμούς για να βρουν και να ενωθούν με τους άλλους αν και τα κομμένα πόδια τους τις εμπόδιζαν αρκετά! Σαν ένα σώμα μια ψυχή περιηγηθήκαμε την πόλη, βγάλαμε φωτογραφίες και παρατηρήσαμε τους συνταξιδιώτες μας με την ησυχία μας. Θείοι και θείες. Κυρίως πεθαμένα ζεύγη. Πεθαμένα μάτια, πεθαμένα σώματα, πεθαμένα μυαλά. Η Βερενίκη έβλεπε τις παχουλές κυρίες και έφτυνε τον κόρφο της καθότι άριστα διατηρημένη και λεπτή. Από το άγρυπνο μάτι της δεν ξέφευγαν τα ακριβά τσαντικά, οι επώνυμες μπότες, τα παντελόνια ξένων οίκων που κατά κανόνα περιέβαλαν σώματα ξεχειλωμένα και ατσούμπαλα. Όλες δε ήταν μεγαλύτερες από κείνες! Μάταια η κυρία μου της τόνιζε ότι δε μπορεί να είναι αυτές οι μπεμπέκες του γκρουπ. Η Βερενίκη τις έβλεπε όλες γεροντότερες!
Η πιο αξιοπερίεργη κυρία ήταν μια μεσήλιξ με αραιά κοκκινωπά μαλλιά που φορούσε λαχανί μπουφάν, λαχανί γυαλιά ηλίου, κρεμαστό λαιμού λαχανί και είχε και λαχανί κινητό! Η κυρία Ασσορτί! Ήταν επίσης οι μικροί Κουασιμόδοι, δύο αδελφές που η Βερενίκη τις ονόμασε αυτόματα Αδελφές Τατά. Η μια είχε ένα θαυμάσιο κόκκινο μαλλί, πλούσιο και καλοχτενισμένο που η κυρία μου θεώρησε το μαλλί των ονείρων της. Το θαύμαζε με κάθε ευκαιρία και η Βερενίκη της είπε ότι όταν ξαναδούμε τον μικρό Κουασιμόδο νούμερο 1 με τόπους τόπους φαλάκρες θα ξέρει πολύ καλά το αίτιο. Μα η κυρία μου το θαύμαζε το μαλλί, δεν το φθονούσε αλλά η Βερενίκη, ειδήμων με μεταπτυχιακά στο "μάτι" της είπε ότι είναι το ίδιο. Οι Κουσιμόδοι ήταν σιτεμένοι αλλά πολύ ευγενικοί και καλόκαρδοι. Οι κυρίες οι δικές μου τελικά τους αγάπησαν και λυπήθηκαν που δεν έκαναν πιο πολύ παρέα. Τέλος ήταν και ο τεμπέλης Ελέφας. Μία ευτραφής οκνηρή κυρία που φορούσε κλος κοντά φορεματάκια με βολάν που αναδείκνυαν τις χοντρές γάμπες της. Είχε ένα φουκαρά σύζυγο τον οποίο συνεχώς διάταζε να κάνει αυτό ή εκείνο με δυνατή φωνή.
Η πόλη ήταν έρημη λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της σχετικά πρωινής ώρας. Ο καιρός προμηνυόταν θαυμάσιος. Είδαμε το Δημαρχείο και το ναό του Αγίου Νικολάου με την ορειχάλκινη βαριά πόρτα. Το εσωτερικό της εκκλησίας είχε πολύ χρυσό και φιοριτούρες που κούραζαν το μάτι. Θαύμασα το εκκλησιαστικό όργανο και αναρωτήθηκα αν μπορούσα να επωφεληθώ από αυτό για τις συνθέσεις μου αλλά δυστυχώς δεν ήταν στο πρόγραμμα να παίξει.
Η πόλη ήταν έρημη λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της σχετικά πρωινής ώρας. Ο καιρός προμηνυόταν θαυμάσιος. Είδαμε το Δημαρχείο και το ναό του Αγίου Νικολάου με την ορειχάλκινη βαριά πόρτα. Το εσωτερικό της εκκλησίας είχε πολύ χρυσό και φιοριτούρες που κούραζαν το μάτι. Θαύμασα το εκκλησιαστικό όργανο και αναρωτήθηκα αν μπορούσα να επωφεληθώ από αυτό για τις συνθέσεις μου αλλά δυστυχώς δεν ήταν στο πρόγραμμα να παίξει.
Στις όχθες γύρω από την εκκλησία ετοίμαζαν να στήσουν πάγκους με πραγματάκια και οι κυρίες λύσσαξαν μια και τις είχαν καταστήσει ενήμερες ότι τα μαγαζιά θα παρέμεναν κλειστά και το Σάββατο λόγω της αργίας της εθνικής τους γιορτής. Γυναίκα χωρίς ψώνια αποτελεί ασύλληπτη έννοια! Μας είχε μείνει λίγος χρόνος μέχρι να ξεκινήσουμε με το πούλμαν για το Bled, ένα θέρετρο στα ΒΑ, μισή ώρα απόσταση. Οι θείοι όδευσαν στο ξενοδοχείο λόγω προστάτη, εμείς κατασκηνώσαμε σε μια παρόχθια καφετέρια για τον απαραίτητο εσπρέσο! Τρέχαμε στο παρά 5 να προλάβουμε πάλι! Αυτή η μικρή καφετέρια είχε καναπέδες μπαμπού και πολυθρόνες μέσα σε μια πανδαισία πράσινου. Η παρέα ήταν αρκετά μεγάλη και ποικιλόχρωμη. Ο διπλανός της κυρίας μου άφησε τα τσιγάρα του στο τραπέζι και πήγε μέσα στο κατάστημα να πληρώσει. Εκεί που μιλούσαν, κακάριζαν και έβγαζαν φωτογραφίες, κρυφοκοιτάζοντας όμως τα ρολόγια γιατί ο χρόνος ήταν λίγος, πλησίασε την κυρία μου ένας άστεγος παππούς. Μια και αυτή ποτέ δεν προσέχει, η παρέα σύσσωμη της φώναζε να προσέχει την τσάντα της. Εγώ και εκείνη, διότι πλέον στις αντιδράσεις με έχει κάνει ίδιο, ρίξαμε μια ματιά στο πρόσωπο του και καταλάβαμε ότι η υστερία της παρέας ήταν άδικη. Ο άνθρωπος αυτός αποκλειόταν να κλέψει. Η κυρία μου του μίλησε με νοήματα για να καταλάβει τι ήθελε και ετοιμάστηκε να βγάλει το πορτοφόλι της να του δώσει μερικά ψιλά ενώ η παρέα ωρύετο. Όμως εκείνος ξεθαρρεύοντας της έδειξε τα τσιγάρα. Τότε καταλάβαμε ότι ήθελε μερικά τσιγάρα επώνυμης μάρκας. Του έδωσε 5-6 τσιγάρα στα χέρια κι εκείνος της πήρε το χέρι και της το φίλησε!!! Απίστευτο! Έμεινα κάγκελο! Κόντεψα να ξεκαρφιτσωθώ! Το έτος 2009 να δίνεις μερικά τσιγάρα σε έναν άστεγο κι εκείνος να νοιώθει ευγνωμοσύνη και να τη δείχνει έμπρακτα! Συγκινητικό, αλλά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν άστεγοι. Είναι πολλές οι φορές που αισθάνεται κανείς ένοχος που έχει κάτι ευνόητο για αυτόν αλλά πολυτέλεια για κάποιον άλλον. Θέλετε να μάθετε τι έκανε η παρέα? Έβγαλαν μαντηλάκια ποτισμένα σε κολόνια και έδωσαν στην κυρία μου να σκουπίσει το χέρι της! Το περιστατικό το περιγράφω κυρίως για αυτό το τελευταίο. Πολλές σκέψεις ξεπήδησαν απρόσκλητες και τα οχυρωματικά έργα δεν μπόρεσαν να τις αναχαιτίσουν. Ας αφήσω όμως τα φιλοσοφικά θέματα κατά μέρος για να μη βαρύνω το κλίμα. Πάντως αυτή, προς τιμήν της, δε σκούπισε το χέρι της. Να! Για κάτι τέτοια την αγαπάω και της έχω αφοσιωθεί περισσότερο από το κανονικό μου αφεντικό, το γιο της.
Η διαδρομή μέχρι το χωριό ήταν παραδεισένια. Μπήκα στον πειρασμό να δραπετεύσω για πάντα μέσα σε κείνα τα δάση. Το Bled είναι ένα θαυμάσιο θέρετρο με το κάστρο του στην κορυφή ενός λόφου και μια λίμνη με ένα νησάκι στη μέση, το μόνο νησάκι της χώρας. Φανταστείτε ότι όλα αυτά είναι κατάφυτα όσο φτάνει το μάτι! Η περιοχή θυμίζει κάτι από το Como και τις λίμνες της Βόρειας Ιταλίας. Αν κοιτάξετε την παρακάτω φωτογραφία θα παρατηρήσετε έναν εξάδελφο μου που πετάει αμέριμνος πάνω από τη λίμνη. Α, ρε τυχερέ ξάδερφε!
Σκαρφαλώσαμε στο κάστρο με τους χοντρούς πωπούς να αγκομαχούν γκρινιάζοντας ότι έχει πολλή ανηφόρα. Εμ! Κάστρο είναι, σας το είπαμε. Υπάρχει ευθύ κάστρο? Η θέα της λίμνης από ψηλά ήταν μεγαλειώδης! Εάν δεν ντρεπόμουν όλους αυτούς τους άγνωστους θα κελαηδούσα μουσικά αριστουργήματα αλλά ας όψεται η φυσική μου συστολή! Ειλικρινά κατά τη διάρκεια της εκδρομής αυτής αναρωτήθηκα πολλές φορές για το αν και κατά πόσο ευχαριστιούνται και εκτιμούν οι άνθρωποι την ομορφιά που βλέπουν γύρω τους και τους προσφέρεται απλόχερα. Παρατηρούσα τους συνταξιδιώτες μας : γκρίνιαζαν για τον ανήφορο, τη ζέστη, τα σκαλιά που έπρεπε να προσέξουν, το νερό που έπρεπε να βρουν να αγοράσουν, τον καφέ που δεν προλάβαιναν να πιούν, τα κινητά που χτυπούσαν...Όλα τα έκαναν γρήγορα και διεκπεραιωτικά, τα έκαναν για να γίνουν και να περάσουν στο επόμενο.
Μετά το κάστρο, κάναμε με το πούλμαν το γύρο της λίμνης. Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι θαυμάσιος και βλέπαμε Σλοβένους κάθε ηλικίας να κάνουν βόλτα στον παραλίμνιο δρόμο, θαρραλέους κωπηλάτες να ρίχνουν τις βάρκες τους στη λίμνη, παιδάκια να παίζουν στις κούνιες της όχθης και κάθε είδους ποδήλατα να ελίσσονται ανάμεσα μας.
Ο επόμενος σταθμός μας ήταν το χωριό Radovljica. Θα τρώγαμε σε ένα πανδοχείο το Lectar Inn, που λειτουργούσε και σαν μικρή βιοτεχνία διακοσμητικών μπισκότων, τα λεγόμενα Ginger Breads, φτιαγμένων από μέλι, αλεύρι και νερό. Στο υπόγειο του πανδοχείου ετοίμαζαν σε καλούπια τα μπισκότα, ως επί το πλείστον καρδιές, και μετά με ένα μικρό κορνέ τα διακοσμούσαν με ονόματα και κατσαρά μπιχλιμπίδια. Ήταν στο όριο χαριτωμένου και κιτς, μάλλον προς το δεύτερο. Η τραπεζαρία είχε θέα τις χιονισμένες Άλπεις και τις στέγες του χωριού. Το προσωπικό ήταν πολύ ευγενικό και η μπύρα τους εξαιρετική. Στη Σλοβενία έχει δύο ειδών τοπικές μπύρες, την Union και μια δεύτερη από L ελαφρώς πικρή. Στο εν λόγω ρεστοράν μας σέρβιραν τη σούπα μέσα σε αληθινή κολοκύθα. Η σούπα ήταν πολύ νόστιμη αν και κολοκυθόσπουπα πορτοκαλί. Αγοράσαμε και καρδιές που έγραφαν ονόματα, προς 2 ευρώ μόνο, οι μικρές. Κρίμα που δεν έχω ακόμα αγαπημένη να της αγοράζω σουβενίρ. Και η κυρία μου που αγόρασε, μη φανταστείτε, για τις εκκολαπτόμενες νύφες της τις πήρε.
Σκαρφαλώσαμε στο κάστρο με τους χοντρούς πωπούς να αγκομαχούν γκρινιάζοντας ότι έχει πολλή ανηφόρα. Εμ! Κάστρο είναι, σας το είπαμε. Υπάρχει ευθύ κάστρο? Η θέα της λίμνης από ψηλά ήταν μεγαλειώδης! Εάν δεν ντρεπόμουν όλους αυτούς τους άγνωστους θα κελαηδούσα μουσικά αριστουργήματα αλλά ας όψεται η φυσική μου συστολή! Ειλικρινά κατά τη διάρκεια της εκδρομής αυτής αναρωτήθηκα πολλές φορές για το αν και κατά πόσο ευχαριστιούνται και εκτιμούν οι άνθρωποι την ομορφιά που βλέπουν γύρω τους και τους προσφέρεται απλόχερα. Παρατηρούσα τους συνταξιδιώτες μας : γκρίνιαζαν για τον ανήφορο, τη ζέστη, τα σκαλιά που έπρεπε να προσέξουν, το νερό που έπρεπε να βρουν να αγοράσουν, τον καφέ που δεν προλάβαιναν να πιούν, τα κινητά που χτυπούσαν...Όλα τα έκαναν γρήγορα και διεκπεραιωτικά, τα έκαναν για να γίνουν και να περάσουν στο επόμενο.
Μετά το κάστρο, κάναμε με το πούλμαν το γύρο της λίμνης. Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι θαυμάσιος και βλέπαμε Σλοβένους κάθε ηλικίας να κάνουν βόλτα στον παραλίμνιο δρόμο, θαρραλέους κωπηλάτες να ρίχνουν τις βάρκες τους στη λίμνη, παιδάκια να παίζουν στις κούνιες της όχθης και κάθε είδους ποδήλατα να ελίσσονται ανάμεσα μας.
Ο επόμενος σταθμός μας ήταν το χωριό Radovljica. Θα τρώγαμε σε ένα πανδοχείο το Lectar Inn, που λειτουργούσε και σαν μικρή βιοτεχνία διακοσμητικών μπισκότων, τα λεγόμενα Ginger Breads, φτιαγμένων από μέλι, αλεύρι και νερό. Στο υπόγειο του πανδοχείου ετοίμαζαν σε καλούπια τα μπισκότα, ως επί το πλείστον καρδιές, και μετά με ένα μικρό κορνέ τα διακοσμούσαν με ονόματα και κατσαρά μπιχλιμπίδια. Ήταν στο όριο χαριτωμένου και κιτς, μάλλον προς το δεύτερο. Η τραπεζαρία είχε θέα τις χιονισμένες Άλπεις και τις στέγες του χωριού. Το προσωπικό ήταν πολύ ευγενικό και η μπύρα τους εξαιρετική. Στη Σλοβενία έχει δύο ειδών τοπικές μπύρες, την Union και μια δεύτερη από L ελαφρώς πικρή. Στο εν λόγω ρεστοράν μας σέρβιραν τη σούπα μέσα σε αληθινή κολοκύθα. Η σούπα ήταν πολύ νόστιμη αν και κολοκυθόσπουπα πορτοκαλί. Αγοράσαμε και καρδιές που έγραφαν ονόματα, προς 2 ευρώ μόνο, οι μικρές. Κρίμα που δεν έχω ακόμα αγαπημένη να της αγοράζω σουβενίρ. Και η κυρία μου που αγόρασε, μη φανταστείτε, για τις εκκολαπτόμενες νύφες της τις πήρε.
Το γλυκό ήταν παγωτό και ήρθε σερβιρισμένο μέσα στο μήλο που βλέπετε παρακάτω. Ενθουσιάστηκα ομολογώ γιατί στα τουριστικά μέρη και μενού σπάνια βλέπεις μια αληθινή διάθεση περιποίησης όπως αυτή!
Γυρίσαμε κατάκοποι αλλά ευχαριστημένοι από την εκδρομή μας. Εγώ ασχολήθηκα με μελέτη μουσικών κειμένων, η Βερενίκη ξάπλωσε και η κυρία μου έβαλε το μαγιό της και το μπουρνούζι και τις παντόφλες του ξενοδοχείου και έτσι χάλι διέσχισε διαδρόμους και ορόφους και πήγε στην πισίνα του 9ου ορόφου. Δωρεάν παροχή ήταν αυτή! να της διαφύγει? Επόπτευσε και τη σάουνα αλλά δεν τόλμησε να μπει, της φάνηκε πολύ άγνωστη διαδικασία, από τη στιγμή που είδε και την ανάλογη πινακίδα που έλεγε ότι μπαίνεις γυμνός εκεί μέσα. Αυτή την παροχή την έχασε!
Ο Λήσταρχος ανεφοδιαζόταν από την πίσω μεριά του κάστρου, μέσα στο βράχο που βλέπετε, ο οποίος επικοινωνούσε με σπηλιές, λαγούμια και τον έξω κόσμο μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές. Ως φυσικό τοπίο εξαιρετική επιλογή για να επιβιώσει. Δεν υπολόγισε όμως τον παράγοντα "άνθρωπο". Το μικρό σπιτάκι αριστερά έξω από το κάστρο ήταν το μέρος όπου οι βασιλείς και οι λήσταρχοι πηγαίνουν μόνοι. Όταν λοιπόν ο φοβερός και καταζητούμενος ληστής επισκέφθηκε το σπιτάκι για τα δέοντα, ο προδότης υπηρέτης κούνησε ένα μαντήλι στους απέναντι και έριξαν μια βόμβα την ώρα που ο λήσταρχος αγκομαχούσε στο "θρόνο". Τι άδοξο τέλος!
Η θέα από το κάστρο ήταν πανέμορφη. Τη βλέπετε στην επόμενη φωτογραφία. Πρασινάδες κομμένες με το χάρακα!
Σε απόσταση 9 χλμ. βρισκόταν το σπήλαιο Postojnska Jama, το μεγαλύτερο της Ευρώπης, ένα από τα 6000 της χώρας, με 25 χλμ. επισκέψιμα και επικοινωνία με ακόμα 6 σπήλαια. Το σπήλαιο ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Ντυθήκαμε ανάλογα γιατί έχει μόνιμα 7 βαθμούς Κελσίου και μπήκαμε μέσα. Επιβιβαστήκαμε σε ένα τρενάκι και διασχίσαμε ένα μέρος του σπηλαίου, περνώντας σε αρκετά σημεία από πολύ χαμηλά μέρη που καθιστούν την επίσκεψη του σπηλαίου άπιαστο όνειρο για τους μπασκετμπολίστες. Θαυμάσαμε σταλακτίτες και σταλαγμίτες διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων, μέχρι και παγωτό βανίλια! Το τρενάκι πλέον είναι ηλεκτρικό αλλά παλαιότερα ήταν μηχανικό και πιο παλιά ανθρώπινο!
Γυρίσαμε κατάκοποι αλλά ευχαριστημένοι από την εκδρομή μας. Εγώ ασχολήθηκα με μελέτη μουσικών κειμένων, η Βερενίκη ξάπλωσε και η κυρία μου έβαλε το μαγιό της και το μπουρνούζι και τις παντόφλες του ξενοδοχείου και έτσι χάλι διέσχισε διαδρόμους και ορόφους και πήγε στην πισίνα του 9ου ορόφου. Δωρεάν παροχή ήταν αυτή! να της διαφύγει? Επόπτευσε και τη σάουνα αλλά δεν τόλμησε να μπει, της φάνηκε πολύ άγνωστη διαδικασία, από τη στιγμή που είδε και την ανάλογη πινακίδα που έλεγε ότι μπαίνεις γυμνός εκεί μέσα. Αυτή την παροχή την έχασε!
Το βράδυ είχαν ελεύθερη έξοδο και βγήκαν με τη Βερενίκη για μια βόλτα, λέγοντας και ξαναλέγοντας ότι δε θα φάνε τίποτε γιατί είχαν βαρυστομαχιά. Η μεν Βερενίκη είχε μια ανακατωσούρα την οποία απέδιδε στο κακό "μάτι", η δε κυρία μου είχε μια βαρυστομαχιά την οποία απέδιδε στο ότι έφαγε σα γουρούνι το μεσημέρι. Μέχρι τώρα δεν πίστευε στο "μάτι". Ξαφνικά και ενώ περπατούσαν και δώστου περπατούσαν η Βερενίκη δήλωσε ότι άρχισε να πεινάει και σε λίγο έσυρε την κυρία μου σε μια τρατορία όπου έφαγε η μεν Βερενίκη σχεδόν μια πίτσα, η δε δικιά μου χτένισε επιμελημένα για ώρα μια σαλάτα. Αφού έφαγαν πέρασαν από την πρώτη γέφυρα να δουν τον Φραντς και τα μπουκέτα του. Ήταν όντως εκεί, ευγενικός και ντροπαλός με τα αραδιασμένα λουλούδια και πρασινάδες. Είχε μόνο δύο ανθοδέσμες απούλητες και αυτές δεμένες με σπάγκο επειδή το βράδυ πέρασε κάποιος βιαστικός από τη γέφυρα και πέταξε δύο ανθοδέσμες μέσα στο ποτάμι. Η κυρία μου αγόρασε ένα μικρό πραγματάκι από φλούδες δέντρου, που το στολίζουν οι Σλοβένοι για το Πάσχα. Του πήρε να το φτιάξει 2 ώρες και 15 λεπτά και το πουλούσε 5 ευρώ. Το πήρε περισσότερο για να τον θυμάται γιατί σαν κατασκευή δεν της άρεσε. Θα βρει το δρόμο της στο Μουσείο Μινιατουρών που εδρεύει στο γραφείο της. Για το Μουσείο αυτό θα σας μιλήσω μια άλλη φορά, αν προλάβω δηλαδή, γιατί κάτι φήμες λένε ότι μια ώραία πρωία θα ανέβει ο Κομμάντο - Γιαγιά Σοφία και θα πετάξει στα σκουπίδια όλα αυτά τα αποκτήματα της κυρίας μου που η ίδια τα λατρεύει αλλά η γιαγιά τα αποκαλεί επιεικώς σαβούρες.
Την επόμενη οι κυρίες ήταν κλαρίνα στην ώρα τους και περίμεναν το πούλμαν. Πού να τολμήσουν να χαζολογήσουν! Ο χτεσινός πρωινός τρόμος ήταν ακόμα νωπός στη μνήμη τους! Επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και ξεκίνησαν για το Κάστρο του Ληστή, σε μια τοποθεσία ΝΔ της πρωτεύουσας προς την Τεργέστη, περίπου μία ώρα απόσταση. Πήγαιναν και πήγαιναν και κάστρο δεν έβλεπαν. Τελικά ήταν απολύτως φυσικό που δεν το έβλεπαν γιατί ο εν λόγω Λήσταρχος ήταν ένα είδος Νεοκώστα, δηλαδή έκλεβε και έδινε τα κλοπιμαία στους χωρικούς. Είχε χτίσει το κάστρο του σε μέρος δύσκολα προσβάσιμο που το έκανε πρακτικά αόρατο από τους εχθρούς. Βρισκόμασταν κοντά στο χωριό Ποστόινα, που σήμερα είναι διάσημο για την περίφημη γυναικολογική κλινική, που παρέχει όλων των ειδών τις γέννες πχ. γέννες σε νερό κλπ.
Ο Λήσταρχος ανεφοδιαζόταν από την πίσω μεριά του κάστρου, μέσα στο βράχο που βλέπετε, ο οποίος επικοινωνούσε με σπηλιές, λαγούμια και τον έξω κόσμο μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές. Ως φυσικό τοπίο εξαιρετική επιλογή για να επιβιώσει. Δεν υπολόγισε όμως τον παράγοντα "άνθρωπο". Το μικρό σπιτάκι αριστερά έξω από το κάστρο ήταν το μέρος όπου οι βασιλείς και οι λήσταρχοι πηγαίνουν μόνοι. Όταν λοιπόν ο φοβερός και καταζητούμενος ληστής επισκέφθηκε το σπιτάκι για τα δέοντα, ο προδότης υπηρέτης κούνησε ένα μαντήλι στους απέναντι και έριξαν μια βόμβα την ώρα που ο λήσταρχος αγκομαχούσε στο "θρόνο". Τι άδοξο τέλος!
Η θέα από το κάστρο ήταν πανέμορφη. Τη βλέπετε στην επόμενη φωτογραφία. Πρασινάδες κομμένες με το χάρακα!
Σε απόσταση 9 χλμ. βρισκόταν το σπήλαιο Postojnska Jama, το μεγαλύτερο της Ευρώπης, ένα από τα 6000 της χώρας, με 25 χλμ. επισκέψιμα και επικοινωνία με ακόμα 6 σπήλαια. Το σπήλαιο ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Ντυθήκαμε ανάλογα γιατί έχει μόνιμα 7 βαθμούς Κελσίου και μπήκαμε μέσα. Επιβιβαστήκαμε σε ένα τρενάκι και διασχίσαμε ένα μέρος του σπηλαίου, περνώντας σε αρκετά σημεία από πολύ χαμηλά μέρη που καθιστούν την επίσκεψη του σπηλαίου άπιαστο όνειρο για τους μπασκετμπολίστες. Θαυμάσαμε σταλακτίτες και σταλαγμίτες διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων, μέχρι και παγωτό βανίλια! Το τρενάκι πλέον είναι ηλεκτρικό αλλά παλαιότερα ήταν μηχανικό και πιο παλιά ανθρώπινο!
Στα έγκατα του σπηλαίου, μέσα στα νερά, ζουν οι Πρωτείς ή Human Fish όπως αλλιώς τα λένε. Πρόκειται για κάτι παράξενα σαυροειδή λευκά πλασματάκια που έχουν στα μπροστινά τους πόδια 5 δάχτυλα γι αυτό τα παρομοίασαν με ανθρώπινα χέρια. Ζουν πολλά χρόνια, μπορεί και 100, είναι αμφίβια και είναι πολύ τεμπέλικα. Δεν κινούνται πολύ και μπορεί να μείνουν νηστικά και ακίνητα μέχρι και 1 χρόνο! Έχουμε κι εμείς τέτοια παρεμφερή όντα στις ορεινές μας λίμνες, τα λέμε Τρίτωνες (μικροί δράκοι) και τους έχουν βρει στη Δρακόλιμνη στην Ήπειρο και σε λίμνες της Πίνδου, όπως και στην Τικιτάκα του Περού. Το καλοκαίρι ξεθαρρεύουν και λιάζονται στις πέτρες ενώ το χειμώνα βολταρίζουν κάτω από τον πάγο.
Όταν μας άφησε το τρενάκι, μας παρέλαβε ο ξεναγός και για μία ώρα περπατούσαμε μέσα στο σπήλαιο. Δεν έχω φωτογραφίες παρά μόνο μια αντιγραφή από carte postale που αγοράσαμε βγαίνοντας. Η κυρία μου ωστόσο βρήκε την ευκαιρία να ξεχέσει έναν επισκέπτη που τόλμησε να βγάλει φωτογραφία με φλας. Ευτυχώς δεν ήταν έλληνας γιατί μία των ημερών κάποιος θα της επιφυλάξει κανένα βρωμόξυλο. Η επιστροφή μας έγινε πάλι με το τρενάκι και περάσαμε από μια αίθουσα συναυλιών. Καλά διαβάσατε. Οι κυρίες φορούν τις γούνες τους, οι μουσικοί τα μάλλινα φράκα τους και γάντια με έξω τα δάχτυλα για να μπορούν να παίξουν και η συναυλία εξελίσσεται κάτω από τη γη! Ωραία εμπειρία!
Στα μαγαζάκια που ήταν έξω από το σπήλαιο ξαπολύθηκαν αμέσως μόλις είδαν ξανά το φως του ήλιου. Η έπαυλις περιόρισε την κυρία μου αισθητά στις σπατάλες αλλά αγόρασε μικρά κρεμαστά λαιμού από διάφορα πετρώματα για τα κορίτσια συναδέλφους της.
Κάτι ο κύριος που ξέχεσε, κάτι τα κακά σχόλια που έκανε από μέσα της για όσους έβλεπε και κυρίως για τους συνταξιδιώτες της (η κυρία Ασσορτί, οι μικροί Κουασιμόδοι, ο τεμπέλης Ελέφας, οι χοντροί πωποί κλπ, κλπ) βγαίνοντας από το σπήλαιο στραβοπάτησε και έκανε τον αστράγαλο της φραντζόλα! Όλα πληρώνονται σε αυτή τη ζωή! Αμετανόητη όμως! Κουτσαίνοντας ελαφρά, χωρίς να μυριστεί κανένας τίποτε, πλην της Βερενίκης που το έμαθε γιατί την είχε ανάγκη για τα παγάκια, συνέχισε όλο το υπόλοιπο πρόγραμμα της. Όταν γύρισαν στο ξενοδοχείο, επιτέλους ξάπλωσε με τα παγάκια, με τα παυσίπονα που κουβαλάει πάντα μαζί της και εμένα να της κάνω συντροφιά. Η Βερενίκη πήγε για μασάζ στην πισίνα του 9ου ορόφου. Υπό άλλες συνθήκες θα πήγαιναν μαζί αλλά ας όψεται το πόδι.
Το βράδυ στολίστηκε, φόρεσε γοβάκια χαμηλά και πήγε στο δείπνο σε ένα ωραίο μοδάτο ιταλίζον εστιατόριο. Δοκίμασαν ένα εξαίρετο φρουτώδες λευκό κρασί (το μισό γκρουπ πήρε το μπουκάλι με το παράξενο σχήμα μαζί του φεύγοντας) και το περίφημο προσούτο τους. Οι Σλοβένοι γενικά είναι περήφανοι για το λευκό κρασί τους, εκτός από το προσούτο τους. Φύγαμε τρικλίζοντας (μέχρι και εγώ) και περάσαμε για τελευταία φορά από τη γέφυρα του Φραντς για να αγοράσει η κυρία μου μια ανθοδέσμη. Όμως εκείνος είχε μια μόνο τελευταία και αυτή την είχε υποσχεθεί σε ένα ζευγαράκι που θα περνούσε να την πάρει μια συγκεκριμένη ώρα. Τον αποχαιρέτησαν λοιπόν και του ευχήθηκαν να πραματοποιηθούν όλα του τα όνειρα.
Το βράδυ στολίστηκε, φόρεσε γοβάκια χαμηλά και πήγε στο δείπνο σε ένα ωραίο μοδάτο ιταλίζον εστιατόριο. Δοκίμασαν ένα εξαίρετο φρουτώδες λευκό κρασί (το μισό γκρουπ πήρε το μπουκάλι με το παράξενο σχήμα μαζί του φεύγοντας) και το περίφημο προσούτο τους. Οι Σλοβένοι γενικά είναι περήφανοι για το λευκό κρασί τους, εκτός από το προσούτο τους. Φύγαμε τρικλίζοντας (μέχρι και εγώ) και περάσαμε για τελευταία φορά από τη γέφυρα του Φραντς για να αγοράσει η κυρία μου μια ανθοδέσμη. Όμως εκείνος είχε μια μόνο τελευταία και αυτή την είχε υποσχεθεί σε ένα ζευγαράκι που θα περνούσε να την πάρει μια συγκεκριμένη ώρα. Τον αποχαιρέτησαν λοιπόν και του ευχήθηκαν να πραματοποιηθούν όλα του τα όνειρα.
Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή και η αναχώρηση μας είχε οριστεί για τις 10.30. Ετοιμάστηκαν οι κυρίες με όλη τους την άνεση και βγήκαν για μια τελευταία βόλτα στην πλατεία με τις 3 γέφυρες. Εκεί έπαθαν την παράκρουση : υπήρχε παζάρι αντικών! Ποιο πόδι - τούμπανο, ποια ώρα που πίεζε, ποια έπαυλις, ποια πράσινα άλογα.... Χύθηκαν στους πάγκους με όρεξη να τους σηκώσουν όλους για την Ελλάδα! Η Βερενίκη οργίασε! Η κυρία μου μετά την πρώτη κρούση, μαζεύτηκε και ανάλωσε την ώρα της σε γενναία παζάρια. Τελικά πήρε ένα μπρούντζινο καθρέφτη με πόδι, τουλάχιστον 5ο ετών για να καθρεφτίζομαι στον μπουφέ του σαλονιού (που δεν έχουμε ακόμα αλλά θα αγοράσουμε!).
Στις 10.30 ως άλλες Αγγλίδες επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και γύρισαν στα πάτρια εδάφη. Γύρισα κι εγώ με μισή καρδιά. Η άλλη μισή έμεινε στα δάση της Σλοβενίας!