5/5/09

ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ

Έφυγα και ήρθα. Αλλά το δηλώνω : παραλίγο να έμενα. Θα πετούσα και θα έκανα τη φωλιά μου σε ένα μαύρο έλατο, σε ένα φυλλοβόλο, σε ένα κόκκινο δέντρο, σε μια φιλύρα, σε ένα πλατάνι έστω. Κάπου αλλού εκτός του Άλλου Μπύθουλα που με επέστρεψε η κυρία μου. Σέρνοντας με επέστρεψε. Αλλά ήταν τέτοια η χολή μου προς το πρόσωπο της που έπεσε και τσακίστηκε και γύρισε με ένα διάστρεμμα στο πόδι της σα φραντζόλα! Τώρα είναι στο σπίτι αλλά το πρωί ήταν στη δουλειά! Ακατάβλητη! Πήγε με τη φραντζόλα και τους τρομοκράτησε όλους! Θαύμαζαν τη φραντζόλα και της έκαναν ατελείωτες περιποιήσεις! Η δουλειά όμως δουλειά! Τελείωσε όλα τα προγραμματισμένα της και μετά έφυγε. Γύρισε με διπλάσια φραντζόλα από την κούραση και εδέησε να παλουκωθεί στο κρεβάτι για να ησυχάσουμε λίγο.
Στο αεροδρόμιο, την Πέμπτη μας πήγε ο κύριος Αναξίμανδρος ο οποίος φρόντισε να επιφορτίσει την κυρία μου με την ετοιμασία της ομιλίας του για τη Δίκονο την άλλη βδομάδα. Η κυρία μου στραβομουτσούνιασε για το έργο που της ανετέθη αλλά ο Αναξίμανδρος πρόβαλε ότι είχε να ξεφυλλίσει το αμπέλι του και δεν προλάβαινε. Μμμμμ! Λες κι εμείς δεν έχουμε δικές μας δουλειές! Ή μήπως δοκιμάσαμε καθόλου αυτό το περιβόητο κρασί? Τρίχες και πούπουλα. Αλλά το βόδι το δικό μου το «όχι» δεν το ξέρει. Πήρε τις σημειώσεις και μέσα στο αεροπλάνο ασχολήθηκε να ετοιμάζει τα ξένα slides. Στο ταξίδι αυτό ήρθε και η Βερενίκη η αγαπημένη της φίλη, μετά από πολλή σκέψη και κατόπιν απαίτησης του συζύγου της ο οποίος ήθελε να της προσφέρει ένα τριήμερο διασκέδασης. Ο δικός μας κύριος έμεινε σπίτι για να διαβάσει τον Χόλιους, ο οποίος αυτόματα ντύθηκε με μαύρες πλερέζες.
Δίπλα μας στο αεροπλάνο καθόταν ένας Σλοβένος κάποιας ηλικίας, ο οποίος έριχνε κλεφτές ματιές στην κυρία μου, η οποία είχε ωστόσο χωμένη την προβοσκίδα της στα slides και έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Σιχαίνεται τις κουβέντες με αγνώστους και δη σε μέσα μακρινών μεταφορών και σε ξένη γλώσσα. Το βίωσε όμως αναπόφευκτα.
Ο κύριος Joseph ήταν μηχανικός αεροσκαφών της τοπικής αερογραμμής της Adria και επέστρεφε μετά από τον έλεγχο των αεροπλάνων σπίτι του. Ανάμεσα στα πολλά που είπε και τα καλά σχόλια που έκανε για τη χώρα μας και τους κατοίκους της ανέφερε ότι του αρέσει πολύ ο δρόμος που έχουμε, η Lamps street. Αρχικά η κυρία μου αναρωτήθηκε τι εννοούσε και εφαρμόζοντας τη μαιευτική μέθοδο κατάλαβε με τα πολλά ότι αναφερόταν στα Βλάχικα της Βάρης και τα ψητά αρνιά. Ορίστε τι έκανε εντύπωση στο Σλοβένο μηχανικό : η Lamps street!
Η χώρα, έτσι όπως φαινόταν από ψηλά, είναι καταπράσινη. Βλέπαμε δάση με μαύρο και κανονικό έλατο, ποτάμια φιδωτά να διασχίζουν κοιλάδες και μικρά χωριουδάκια διάσπαρτα στις πλαγιές. Είναι η τρίτη χώρα στην Ευρώπη με κάλυψη 65% σε πράσινο μετά από τη Φιλανδία και τη Νορβηγία. Χώρα μικρή, μόλις 20.000 τχ, με 1.900.000 πληθυσμό. Απέχει μία ώρα περίπου από την Τεργέστη την οποία ακόμα θεωρούν δική τους επικράτεια και ίσως άδικα δεν είναι δική τους. Αυτά όμως μαζί με φωτογραφίες τα λέω στο Ταξιδιάρικο Πουλί, το άλλο μου ιστολόγιο. Το ταξίδι μας ήταν καλό και βιώσαμε μετά την προσγείωση την απαρχαιωμένη συνήθεια του ευχαριστήριου χειροκροτήματος για την αποφυγή της μοιραίας πρόσκρουσης.

Ακόμα δεν είχαμε προσέξει με ποιους θα περνούσαμε τις επόμενες μέρες και μόλις μετά βίας υποσημειώσαμε έναν κύριο όταν φτάσαμε να παραλαμβάνει μια ογκώδη βαλίτσα μονολογώντας «και το μπουφέ έχει βάλει μέσα?» αναφερόμενος στη σύζυγο η οποία έκανε την αθώα περιστερά.

Τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο και ξεκίνησαν όλοι με τα πόδια να πάνε για το δείπνο. Η Λιουμπλιάνα είναι μια μικρή κουκλίστικη πόλη, με τον ποταμό, τις γέφυρες, την κεντρική πλατεία, την παλιά της πόλη και το κάστρο της. Η ζωή ξετυλίγεται στις όχθες του ποταμού Λιουμπλιάνιτσκα με πολλά καφέ, μπαράκια και πιτσαρίες. Τα ρεστοράν βρίσκονται κυρίως στους παράλληλους του ποταμού δρόμους στην καρδιά της παλιάς πόλης. Το μέρος που μας πήγαν για το δείπνο ήταν καλό αλλά μας σέρβιραν πρώτα μια αρρωστική σούπα φιδέ με κνορ και ένα περίεργο στη γεύση κρέας. Εγώ ούτως ή άλλως είχα τους σπόρους μου μαζί αλλά η κυρία μου ρώτησε και της είπαν ότι είναι ελάφι. Το φάντασμα του Μπάμπι το Ελαφάκι πλημμύρισε τα μάτια της και δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Όχι να φάει τον Μπάμπι! Με αυτόν μεγάλωσε και με τον Ντάμπο το Ελεφαντάκι. Ευτυχώς το μενού στη Σλοβενία περιλαμβάνει 5 πιάτα, δηλαδή ένα πιάτο με ορεκτικά, τη σούπα, τη σαλάτα, το κυρίως πιάτο και το επιδόρπιο. Το επιδόρπιο ήταν το σλοβένικο γλυκό ποτίτσα, ένα είδος τυλιγμένου ρολού τσουρεκιού με καρύδια και κρέμα που ούτε αυτό της άρεσε. Με τη σούπα και τη σαλάτα γλύτωσε ευτυχώς τη βραδινή λιμοκτονία.









Στην επιστροφή είδαμε για πρώτη φορά τον Φραντς στην πρώτη γέφυρα. Αξέχαστη εμπειρία! Έκανε αρκετό κρύο και περπατούσαμε τρέμοντας. Πάνω στο τσιμεντένιο κάγκελο της πρώτης γέφυρας (στην κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχουν 3 γέφυρες η μια κοντά στην άλλη) ήταν απλωμένες πρασινάδες και διαφόρων ειδών λουλούδια. Στη συνέχεια υπήρχαν μικροσκοπικά μπουκέτα λουλουδιών τόσο όμορφα φτιαγμένα που ήταν πραγματικά αριστουργήματα. Ήταν φυσικό να σταματήσουμε και να γνωρίσουμε τον ανθοδέτη Φραντς, ένα ντροπαλό Σλοβένο που κατασκεύαζε τα μπουκέτα και τα πουλούσε τα βράδια. Εκείνο το βράδυ αγόρασε η Βερενίκη μια μικρή ανθοσύνθεση του δάσους. Ξημέρωνε Πρωτομαγιά!

Την επόμενη μέρα το πρωί οι κυρίες σηκώθηκαν με το πάσο τους και χρονοτριβούσαν με χαζομάρες. Πήραν το πρωινό τους σαν βασίλισσες, ξαναανέβηκαν στο δωμάτιο και όταν κατέβηκαν στην είσοδο του ξενοδοχείου για να συναντήσουν τους υπόλοιπους και να φύγουν δε βρήκαν κανέναν. Ήταν μόλις 9.35! Κόντεψαν να πάθουν συγκοπή! Πού ήταν καλέ οι άλλοι? Πού θα έμεναν Πρωτομαγιά σε μια έρημη πόλη με κλειστά μαγαζιά? Η κυρία μου έκανε αμέσως την άρνηση της. Οχυρώθηκε στο πεζοδρόμιο και έστειλε τη Βερενίκη να ρωτήσει στη ρεσεψιόν τι απέγινε το γκρουπ. Ο εγκέφαλος της είχε παραλύσει αρνούμενος να επεξεργαστεί την ιδέα ότι χάθηκαν και απέμειναν μόνες. Ευτυχώς μας λυπήθηκε ένα παιδάκι από το ξενοδοχείο και μας είπε ότι είδε την ομάδα μας να κατηφορίζει προς την πλατεία. Δυο σίφουνες βρίζοντας ξεχύθηκαν με ελιγμούς για να βρουν και να ενωθούν με τους άλλους αν και τα κομμένα πόδια τους τις εμπόδιζαν αρκετά! Σαν ένα σώμα μια ψυχή περιηγηθήκαμε την πόλη, βγάλαμε φωτογραφίες και παρατηρήσαμε τους συνταξιδιώτες μας με την ησυχία μας. Θείοι και θείες. Κυρίως πεθαμένα ζεύγη. Πεθαμένα μάτια, πεθαμένα σώματα, πεθαμένα μυαλά. Η Βερενίκη έβλεπε τις παχουλές κυρίες και έφτυνε τον κόρφο της καθότι άριστα διατηρημένη και λεπτή. Από το άγρυπνο μάτι της δεν ξέφευγαν τα ακριβά τσαντικά, οι επώνυμες μπότες, τα παντελόνια ξένων οίκων που κατά κανόνα περιέβαλαν σώματα ξεχειλωμένα και ατσούμπαλα. Όλες δε ήταν μεγαλύτερες από κείνες! Μάταια η κυρία μου της τόνιζε ότι δε μπορεί να είναι αυτές οι μπεμπέκες του γκρουπ. Η Βερενίκη τις έβλεπε όλες γεροντότερες!
Η πιο αξιοπερίεργη κυρία ήταν μια μεσήλιξ με αραιά κοκκινωπά μαλλιά που φορούσε λαχανί μπουφάν, λαχανί γυαλιά ηλίου, κρεμαστό λαιμού λαχανί και είχε και λαχανί κινητό! Η κυρία Ασσορτί! Ήταν επίσης οι μικροί Κουασιμόδοι, δύο αδελφές που η Βερενίκη τις ονόμασε αυτόματα Αδελφές Τατά. Η μια είχε ένα θαυμάσιο κόκκινο μαλλί, πλούσιο και καλοχτενισμένο που η κυρία μου θεώρησε το μαλλί των ονείρων της. Το θαύμαζε με κάθε ευκαιρία και η Βερενίκη της είπε ότι όταν ξαναδούμε τον μικρό Κουασιμόδο νούμερο 1 με τόπους τόπους φαλάκρες θα ξέρει πολύ καλά το αίτιο. Μα η κυρία μου το θαύμαζε το μαλλί, δεν το φθονούσε αλλά η Βερενίκη, ειδήμων με μεταπτυχιακά στο "μάτι" της είπε ότι είναι το ίδιο. Οι Κουσιμόδοι ήταν σιτεμένοι αλλά πολύ ευγενικοί και καλόκαρδοι. Οι κυρίες οι δικές μου τελικά τους αγάπησαν και λυπήθηκαν που δεν έκαναν πιο πολύ παρέα. Τέλος ήταν και ο τεμπέλης Ελέφας. Μία ευτραφής οκνηρή κυρία που φορούσε κλος κοντά φορεματάκια με βολάν που αναδείκνυαν τις χοντρές γάμπες της. Είχε ένα φουκαρά σύζυγο τον οποίο συνεχώς διάταζε να κάνει αυτό ή εκείνο με δυνατή φωνή.


Η πόλη ήταν έρημη λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της σχετικά πρωινής ώρας. Ο καιρός προμηνυόταν θαυμάσιος. Είδαμε το Δημαρχείο και το ναό του Αγίου Νικολάου με την ορειχάλκινη βαριά πόρτα. Το εσωτερικό της εκκλησίας είχε πολύ χρυσό και φιοριτούρες που κούραζαν το μάτι. Θαύμασα το εκκλησιαστικό όργανο και αναρωτήθηκα αν μπορούσα να επωφεληθώ από αυτό για τις συνθέσεις μου αλλά δυστυχώς δεν ήταν στο πρόγραμμα να παίξει.

Στις όχθες γύρω από την εκκλησία ετοίμαζαν να στήσουν πάγκους με πραγματάκια και οι κυρίες λύσσαξαν μια και τις είχαν καταστήσει ενήμερες ότι τα μαγαζιά θα παρέμεναν κλειστά και το Σάββατο λόγω της αργίας της εθνικής τους γιορτής. Γυναίκα χωρίς ψώνια αποτελεί ασύλληπτη έννοια! Μας είχε μείνει λίγος χρόνος μέχρι να ξεκινήσουμε με το πούλμαν για το Bled, ένα θέρετρο στα ΒΑ, μισή ώρα απόσταση. Οι θείοι όδευσαν στο ξενοδοχείο λόγω προστάτη, εμείς κατασκηνώσαμε σε μια παρόχθια καφετέρια για τον απαραίτητο εσπρέσο! Τρέχαμε στο παρά 5 να προλάβουμε πάλι! Αυτή η μικρή καφετέρια είχε καναπέδες μπαμπού και πολυθρόνες μέσα σε μια πανδαισία πράσινου. Η παρέα ήταν αρκετά μεγάλη και ποικιλόχρωμη. Ο διπλανός της κυρίας μου άφησε τα τσιγάρα του στο τραπέζι και πήγε μέσα στο κατάστημα να πληρώσει. Εκεί που μιλούσαν, κακάριζαν και έβγαζαν φωτογραφίες, κρυφοκοιτάζοντας όμως τα ρολόγια γιατί ο χρόνος ήταν λίγος, πλησίασε την κυρία μου ένας άστεγος παππούς. Μια και αυτή ποτέ δεν προσέχει, η παρέα σύσσωμη της φώναζε να προσέχει την τσάντα της. Εγώ και εκείνη, διότι πλέον στις αντιδράσεις με έχει κάνει ίδιο, ρίξαμε μια ματιά στο πρόσωπο του και καταλάβαμε ότι η υστερία της παρέας ήταν άδικη. Ο άνθρωπος αυτός αποκλειόταν να κλέψει. Η κυρία μου του μίλησε με νοήματα για να καταλάβει τι ήθελε και ετοιμάστηκε να βγάλει το πορτοφόλι της να του δώσει μερικά ψιλά ενώ η παρέα ωρύετο. Όμως εκείνος ξεθαρρεύοντας της έδειξε τα τσιγάρα. Τότε καταλάβαμε ότι ήθελε μερικά τσιγάρα επώνυμης μάρκας. Του έδωσε 5-6 τσιγάρα στα χέρια κι εκείνος της πήρε το χέρι και της το φίλησε!!! Απίστευτο! Έμεινα κάγκελο! Κόντεψα να ξεκαρφιτσωθώ! Το έτος 2009 να δίνεις μερικά τσιγάρα σε έναν άστεγο κι εκείνος να νοιώθει ευγνωμοσύνη και να τη δείχνει έμπρακτα! Συγκινητικό, αλλά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν άστεγοι. Είναι πολλές οι φορές που αισθάνεται κανείς ένοχος που έχει κάτι ευνόητο για αυτόν αλλά πολυτέλεια για κάποιον άλλον. Θέλετε να μάθετε τι έκανε η παρέα? Έβγαλαν μαντηλάκια ποτισμένα σε κολόνια και έδωσαν στην κυρία μου να σκουπίσει το χέρι της! Το περιστατικό το περιγράφω κυρίως για αυτό το τελευταίο. Πολλές σκέψεις ξεπήδησαν απρόσκλητες και τα οχυρωματικά έργα δεν μπόρεσαν να τις αναχαιτίσουν. Ας αφήσω όμως τα φιλοσοφικά θέματα κατά μέρος για να μη βαρύνω το κλίμα. Πάντως αυτή, προς τιμήν της, δε σκούπισε το χέρι της. Να! Για κάτι τέτοια την αγαπάω και της έχω αφοσιωθεί περισσότερο από το κανονικό μου αφεντικό, το γιο της.


Η διαδρομή μέχρι το χωριό ήταν παραδεισένια. Μπήκα στον πειρασμό να δραπετεύσω για πάντα μέσα σε κείνα τα δάση. Το Bled είναι ένα θαυμάσιο θέρετρο με το κάστρο του στην κορυφή ενός λόφου και μια λίμνη με ένα νησάκι στη μέση, το μόνο νησάκι της χώρας. Φανταστείτε ότι όλα αυτά είναι κατάφυτα όσο φτάνει το μάτι! Η περιοχή θυμίζει κάτι από το Como και τις λίμνες της Βόρειας Ιταλίας. Αν κοιτάξετε την παρακάτω φωτογραφία θα παρατηρήσετε έναν εξάδελφο μου που πετάει αμέριμνος πάνω από τη λίμνη. Α, ρε τυχερέ ξάδερφε!


Σκαρφαλώσαμε στο κάστρο με τους χοντρούς πωπούς να αγκομαχούν γκρινιάζοντας ότι έχει πολλή ανηφόρα. Εμ! Κάστρο είναι, σας το είπαμε. Υπάρχει ευθύ κάστρο? Η θέα της λίμνης από ψηλά ήταν μεγαλειώδης! Εάν δεν ντρεπόμουν όλους αυτούς τους άγνωστους θα κελαηδούσα μουσικά αριστουργήματα αλλά ας όψεται η φυσική μου συστολή! Ειλικρινά κατά τη διάρκεια της εκδρομής αυτής αναρωτήθηκα πολλές φορές για το αν και κατά πόσο ευχαριστιούνται και εκτιμούν οι άνθρωποι την ομορφιά που βλέπουν γύρω τους και τους προσφέρεται απλόχερα. Παρατηρούσα τους συνταξιδιώτες μας : γκρίνιαζαν για τον ανήφορο, τη ζέστη, τα σκαλιά που έπρεπε να προσέξουν, το νερό που έπρεπε να βρουν να αγοράσουν, τον καφέ που δεν προλάβαιναν να πιούν, τα κινητά που χτυπούσαν...Όλα τα έκαναν γρήγορα και διεκπεραιωτικά, τα έκαναν για να γίνουν και να περάσουν στο επόμενο.


Μετά το κάστρο, κάναμε με το πούλμαν το γύρο της λίμνης. Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι θαυμάσιος και βλέπαμε Σλοβένους κάθε ηλικίας να κάνουν βόλτα στον παραλίμνιο δρόμο, θαρραλέους κωπηλάτες να ρίχνουν τις βάρκες τους στη λίμνη, παιδάκια να παίζουν στις κούνιες της όχθης και κάθε είδους ποδήλατα να ελίσσονται ανάμεσα μας.
Ο επόμενος σταθμός μας ήταν το χωριό Radovljica. Θα τρώγαμε σε ένα πανδοχείο το Lectar Inn, που λειτουργούσε και σαν μικρή βιοτεχνία διακοσμητικών μπισκότων, τα λεγόμενα Ginger Breads, φτιαγμένων από μέλι, αλεύρι και νερό. Στο υπόγειο του πανδοχείου ετοίμαζαν σε καλούπια τα μπισκότα, ως επί το πλείστον καρδιές, και μετά με ένα μικρό κορνέ τα διακοσμούσαν με ονόματα και κατσαρά μπιχλιμπίδια. Ήταν στο όριο χαριτωμένου και κιτς, μάλλον προς το δεύτερο. Η τραπεζαρία είχε θέα τις χιονισμένες Άλπεις και τις στέγες του χωριού. Το προσωπικό ήταν πολύ ευγενικό και η μπύρα τους εξαιρετική. Στη Σλοβενία έχει δύο ειδών τοπικές μπύρες, την Union και μια δεύτερη από L ελαφρώς πικρή. Στο εν λόγω ρεστοράν μας σέρβιραν τη σούπα μέσα σε αληθινή κολοκύθα. Η σούπα ήταν πολύ νόστιμη αν και κολοκυθόσπουπα πορτοκαλί. Αγοράσαμε και καρδιές που έγραφαν ονόματα, προς 2 ευρώ μόνο, οι μικρές. Κρίμα που δεν έχω ακόμα αγαπημένη να της αγοράζω σουβενίρ. Και η κυρία μου που αγόρασε, μη φανταστείτε, για τις εκκολαπτόμενες νύφες της τις πήρε.


Το γλυκό ήταν παγωτό και ήρθε σερβιρισμένο μέσα στο μήλο που βλέπετε παρακάτω. Ενθουσιάστηκα ομολογώ γιατί στα τουριστικά μέρη και μενού σπάνια βλέπεις μια αληθινή διάθεση περιποίησης όπως αυτή!



Γυρίσαμε κατάκοποι αλλά ευχαριστημένοι από την εκδρομή μας. Εγώ ασχολήθηκα με μελέτη μουσικών κειμένων, η Βερενίκη ξάπλωσε και η κυρία μου έβαλε το μαγιό της και το μπουρνούζι και τις παντόφλες του ξενοδοχείου και έτσι χάλι διέσχισε διαδρόμους και ορόφους και πήγε στην πισίνα του 9ου ορόφου. Δωρεάν παροχή ήταν αυτή! να της διαφύγει? Επόπτευσε και τη σάουνα αλλά δεν τόλμησε να μπει, της φάνηκε πολύ άγνωστη διαδικασία, από τη στιγμή που είδε και την ανάλογη πινακίδα που έλεγε ότι μπαίνεις γυμνός εκεί μέσα. Αυτή την παροχή την έχασε!

Το βράδυ είχαν ελεύθερη έξοδο και βγήκαν με τη Βερενίκη για μια βόλτα, λέγοντας και ξαναλέγοντας ότι δε θα φάνε τίποτε γιατί είχαν βαρυστομαχιά. Η μεν Βερενίκη είχε μια ανακατωσούρα την οποία απέδιδε στο κακό "μάτι", η δε κυρία μου είχε μια βαρυστομαχιά την οποία απέδιδε στο ότι έφαγε σα γουρούνι το μεσημέρι. Μέχρι τώρα δεν πίστευε στο "μάτι". Ξαφνικά και ενώ περπατούσαν και δώστου περπατούσαν η Βερενίκη δήλωσε ότι άρχισε να πεινάει και σε λίγο έσυρε την κυρία μου σε μια τρατορία όπου έφαγε η μεν Βερενίκη σχεδόν μια πίτσα, η δε δικιά μου χτένισε επιμελημένα για ώρα μια σαλάτα. Αφού έφαγαν πέρασαν από την πρώτη γέφυρα να δουν τον Φραντς και τα μπουκέτα του. Ήταν όντως εκεί, ευγενικός και ντροπαλός με τα αραδιασμένα λουλούδια και πρασινάδες. Είχε μόνο δύο ανθοδέσμες απούλητες και αυτές δεμένες με σπάγκο επειδή το βράδυ πέρασε κάποιος βιαστικός από τη γέφυρα και πέταξε δύο ανθοδέσμες μέσα στο ποτάμι. Η κυρία μου αγόρασε ένα μικρό πραγματάκι από φλούδες δέντρου, που το στολίζουν οι Σλοβένοι για το Πάσχα. Του πήρε να το φτιάξει 2 ώρες και 15 λεπτά και το πουλούσε 5 ευρώ. Το πήρε περισσότερο για να τον θυμάται γιατί σαν κατασκευή δεν της άρεσε. Θα βρει το δρόμο της στο Μουσείο Μινιατουρών που εδρεύει στο γραφείο της. Για το Μουσείο αυτό θα σας μιλήσω μια άλλη φορά, αν προλάβω δηλαδή, γιατί κάτι φήμες λένε ότι μια ώραία πρωία θα ανέβει ο Κομμάντο - Γιαγιά Σοφία και θα πετάξει στα σκουπίδια όλα αυτά τα αποκτήματα της κυρίας μου που η ίδια τα λατρεύει αλλά η γιαγιά τα αποκαλεί επιεικώς σαβούρες.

Την επόμενη οι κυρίες ήταν κλαρίνα στην ώρα τους και περίμεναν το πούλμαν. Πού να τολμήσουν να χαζολογήσουν! Ο χτεσινός πρωινός τρόμος ήταν ακόμα νωπός στη μνήμη τους! Επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και ξεκίνησαν για το Κάστρο του Ληστή, σε μια τοποθεσία ΝΔ της πρωτεύουσας προς την Τεργέστη, περίπου μία ώρα απόσταση. Πήγαιναν και πήγαιναν και κάστρο δεν έβλεπαν. Τελικά ήταν απολύτως φυσικό που δεν το έβλεπαν γιατί ο εν λόγω Λήσταρχος ήταν ένα είδος Νεοκώστα, δηλαδή έκλεβε και έδινε τα κλοπιμαία στους χωρικούς. Είχε χτίσει το κάστρο του σε μέρος δύσκολα προσβάσιμο που το έκανε πρακτικά αόρατο από τους εχθρούς. Βρισκόμασταν κοντά στο χωριό Ποστόινα, που σήμερα είναι διάσημο για την περίφημη γυναικολογική κλινική, που παρέχει όλων των ειδών τις γέννες πχ. γέννες σε νερό κλπ.



Ο Λήσταρχος ανεφοδιαζόταν από την πίσω μεριά του κάστρου, μέσα στο βράχο που βλέπετε, ο οποίος επικοινωνούσε με σπηλιές, λαγούμια και τον έξω κόσμο μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές. Ως φυσικό τοπίο εξαιρετική επιλογή για να επιβιώσει. Δεν υπολόγισε όμως τον παράγοντα "άνθρωπο". Το μικρό σπιτάκι αριστερά έξω από το κάστρο ήταν το μέρος όπου οι βασιλείς και οι λήσταρχοι πηγαίνουν μόνοι. Όταν λοιπόν ο φοβερός και καταζητούμενος ληστής επισκέφθηκε το σπιτάκι για τα δέοντα, ο προδότης υπηρέτης κούνησε ένα μαντήλι στους απέναντι και έριξαν μια βόμβα την ώρα που ο λήσταρχος αγκομαχούσε στο "θρόνο". Τι άδοξο τέλος!
Η θέα από το κάστρο ήταν πανέμορφη. Τη βλέπετε στην επόμενη φωτογραφία. Πρασινάδες κομμένες με το χάρακα!



Σε απόσταση 9 χλμ. βρισκόταν το σπήλαιο Postojnska Jama, το μεγαλύτερο της Ευρώπης, ένα από τα 6000 της χώρας, με 25 χλμ. επισκέψιμα και επικοινωνία με ακόμα 6 σπήλαια. Το σπήλαιο ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Ντυθήκαμε ανάλογα γιατί έχει μόνιμα 7 βαθμούς Κελσίου και μπήκαμε μέσα. Επιβιβαστήκαμε σε ένα τρενάκι και διασχίσαμε ένα μέρος του σπηλαίου, περνώντας σε αρκετά σημεία από πολύ χαμηλά μέρη που καθιστούν την επίσκεψη του σπηλαίου άπιαστο όνειρο για τους μπασκετμπολίστες. Θαυμάσαμε σταλακτίτες και σταλαγμίτες διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων, μέχρι και παγωτό βανίλια! Το τρενάκι πλέον είναι ηλεκτρικό αλλά παλαιότερα ήταν μηχανικό και πιο παλιά ανθρώπινο!

Στα έγκατα του σπηλαίου, μέσα στα νερά, ζουν οι Πρωτείς ή Human Fish όπως αλλιώς τα λένε. Πρόκειται για κάτι παράξενα σαυροειδή λευκά πλασματάκια που έχουν στα μπροστινά τους πόδια 5 δάχτυλα γι αυτό τα παρομοίασαν με ανθρώπινα χέρια. Ζουν πολλά χρόνια, μπορεί και 100, είναι αμφίβια και είναι πολύ τεμπέλικα. Δεν κινούνται πολύ και μπορεί να μείνουν νηστικά και ακίνητα μέχρι και 1 χρόνο! Έχουμε κι εμείς τέτοια παρεμφερή όντα στις ορεινές μας λίμνες, τα λέμε Τρίτωνες (μικροί δράκοι) και τους έχουν βρει στη Δρακόλιμνη στην Ήπειρο και σε λίμνες της Πίνδου, όπως και στην Τικιτάκα του Περού. Το καλοκαίρι ξεθαρρεύουν και λιάζονται στις πέτρες ενώ το χειμώνα βολταρίζουν κάτω από τον πάγο.

Όταν μας άφησε το τρενάκι, μας παρέλαβε ο ξεναγός και για μία ώρα περπατούσαμε μέσα στο σπήλαιο. Δεν έχω φωτογραφίες παρά μόνο μια αντιγραφή από carte postale που αγοράσαμε βγαίνοντας. Η κυρία μου ωστόσο βρήκε την ευκαιρία να ξεχέσει έναν επισκέπτη που τόλμησε να βγάλει φωτογραφία με φλας. Ευτυχώς δεν ήταν έλληνας γιατί μία των ημερών κάποιος θα της επιφυλάξει κανένα βρωμόξυλο. Η επιστροφή μας έγινε πάλι με το τρενάκι και περάσαμε από μια αίθουσα συναυλιών. Καλά διαβάσατε. Οι κυρίες φορούν τις γούνες τους, οι μουσικοί τα μάλλινα φράκα τους και γάντια με έξω τα δάχτυλα για να μπορούν να παίξουν και η συναυλία εξελίσσεται κάτω από τη γη! Ωραία εμπειρία!

Στα μαγαζάκια που ήταν έξω από το σπήλαιο ξαπολύθηκαν αμέσως μόλις είδαν ξανά το φως του ήλιου. Η έπαυλις περιόρισε την κυρία μου αισθητά στις σπατάλες αλλά αγόρασε μικρά κρεμαστά λαιμού από διάφορα πετρώματα για τα κορίτσια συναδέλφους της.

Κάτι ο κύριος που ξέχεσε, κάτι τα κακά σχόλια που έκανε από μέσα της για όσους έβλεπε και κυρίως για τους συνταξιδιώτες της (η κυρία Ασσορτί, οι μικροί Κουασιμόδοι, ο τεμπέλης Ελέφας, οι χοντροί πωποί κλπ, κλπ) βγαίνοντας από το σπήλαιο στραβοπάτησε και έκανε τον αστράγαλο της φραντζόλα! Όλα πληρώνονται σε αυτή τη ζωή! Αμετανόητη όμως! Κουτσαίνοντας ελαφρά, χωρίς να μυριστεί κανένας τίποτε, πλην της Βερενίκης που το έμαθε γιατί την είχε ανάγκη για τα παγάκια, συνέχισε όλο το υπόλοιπο πρόγραμμα της. Όταν γύρισαν στο ξενοδοχείο, επιτέλους ξάπλωσε με τα παγάκια, με τα παυσίπονα που κουβαλάει πάντα μαζί της και εμένα να της κάνω συντροφιά. Η Βερενίκη πήγε για μασάζ στην πισίνα του 9ου ορόφου. Υπό άλλες συνθήκες θα πήγαιναν μαζί αλλά ας όψεται το πόδι.
Το βράδυ στολίστηκε, φόρεσε γοβάκια χαμηλά και πήγε στο δείπνο σε ένα ωραίο μοδάτο ιταλίζον εστιατόριο. Δοκίμασαν ένα εξαίρετο φρουτώδες λευκό κρασί (το μισό γκρουπ πήρε το μπουκάλι με το παράξενο σχήμα μαζί του φεύγοντας) και το περίφημο προσούτο τους. Οι Σλοβένοι γενικά είναι περήφανοι για το λευκό κρασί τους, εκτός από το προσούτο τους. Φύγαμε τρικλίζοντας (μέχρι και εγώ) και περάσαμε για τελευταία φορά από τη γέφυρα του Φραντς για να αγοράσει η κυρία μου μια ανθοδέσμη. Όμως εκείνος είχε μια μόνο τελευταία και αυτή την είχε υποσχεθεί σε ένα ζευγαράκι που θα περνούσε να την πάρει μια συγκεκριμένη ώρα. Τον αποχαιρέτησαν λοιπόν και του ευχήθηκαν να πραματοποιηθούν όλα του τα όνειρα.

Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή και η αναχώρηση μας είχε οριστεί για τις 10.30. Ετοιμάστηκαν οι κυρίες με όλη τους την άνεση και βγήκαν για μια τελευταία βόλτα στην πλατεία με τις 3 γέφυρες. Εκεί έπαθαν την παράκρουση : υπήρχε παζάρι αντικών! Ποιο πόδι - τούμπανο, ποια ώρα που πίεζε, ποια έπαυλις, ποια πράσινα άλογα.... Χύθηκαν στους πάγκους με όρεξη να τους σηκώσουν όλους για την Ελλάδα! Η Βερενίκη οργίασε! Η κυρία μου μετά την πρώτη κρούση, μαζεύτηκε και ανάλωσε την ώρα της σε γενναία παζάρια. Τελικά πήρε ένα μπρούντζινο καθρέφτη με πόδι, τουλάχιστον 5ο ετών για να καθρεφτίζομαι στον μπουφέ του σαλονιού (που δεν έχουμε ακόμα αλλά θα αγοράσουμε!).

Στις 10.30 ως άλλες Αγγλίδες επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και γύρισαν στα πάτρια εδάφη. Γύρισα κι εγώ με μισή καρδιά. Η άλλη μισή έμεινε στα δάση της Σλοβενίας!














28/4/09

ΣΙΝΈ ΜΈΛΙ

Τον έφαγε τον κύριο μου! Δεν του έχω δώσει όνομα αλλά έπρεπε να σας τον έχω συστήσει ως Ιώβ! Λύσσαξε να πάνε να δούνε ένα έργο ντοκυμαντέρ αφιέρωμα στα tango. Σας έχω ξαναπεί ότι η Τσιριμπόμ σε μια άλλη ζωή θα πρέπει να υπήρξε κάτοικος Αργεντινής, ίσως έπαιζε bandoneon στους δρόμους! Δεν εξηγείται αλλέως πώς η αγάπη της για αυτόν το χορό! Και μήπως νομίζετε ότι ξέρει να τον χορεύει? Υπήρξε πάντα σκράπας στους χορούς κάθε είδους διότι ως αριστερόχειρ και αριστερόπους αδυνατούσε να μάθει βήματα προτάσσοντας σε κάθε διδαχή το αριστερό! Μετά μπερδευόταν, εκνευριζόταν και παρατούσε κάθε προσπάθεια. Το χορό δεν ξέρει να τον χορεύει αλλά ξέρει να χορεύει τον κύριο μου στο ταψί.
Είχε ακούσει στον αγαπημένο της ραδιοφωνικό σταθμό το CD με τα τραγούδια και έσπευσε να το αγοράσει. Αντηχούσε όλο το σπίτι τανγκό! Πού να συγκεντρωθώ να συνθέσω κελαηδητά? Σα να μην έφτανε αυτό, ανακάλυψε και το ομώνυμο ντοκιμαντέρ που παιζόταν στο Σινέ Μέλι. "Cafe De Los Maestros". Πού να φανταστούμε ότι θα ερχόταν και στην Ελλάδα να παιχτεί?
Πώς το μυρίστηκε η αθεόφοβη? Κάθε Πέμπτη ο κύριος μου αγοράζει μια εφημερίδα, πάλαι ποτέ πολιτική, τώρα ένα ξεπλυμένο αντίγραφο εκείνης της παλιάς εφημερίδας, τον "Αρουραίο". Κάθε Πέμπτη λέει ότι είναι ντροπή να τον αγοράζει πια, αλλά για συναισθηματικούς λόγους τσουπ... έρχεται στο σπίτι με την εφημερίδα. Ο Αρουραίος έχει ένα ένθετο, το "Αρουραίος Art" το οποίο η κυρία μου ξεκοκκαλίζει μόλις εναποτίθεται στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Εκεί είδε ότι το έργο παιζόταν στο Σινέ Μέλι (μόνο) και ενημέρωσε τον κύριο μου ότι θα πάνε να το δούνε. Τι να κάνει κι αυτός ο κακομοίρης....Τανγκό, ξετανγκό την πήρε και πήγαν!
Η κυρία μου συγκινήθηκε γιατί είχε να πάει στο Σινέ Μέλι από φοιτήτρια. Το ίδιο και ο κύριος μου αλλά δεν ξέρω αν αυτός συγκινήθηκε. Το σινεμά ήταν ανακαινισμένο και καλαίσθητο, καμία σχέση με το παλιό σινεμά σημείο αναφοράς του κέντρου της Αθήνας. Πήγα και γω μαζί τους από περιέργεια. Ήθελα να δω τον Άλλο Κόσμο, αυτόν που δεν τρώει σαν κότα καλαμπόκι στα multiplex, δεν πίνει κουβάδες κόκα κόλα, δε μιλάει ηχηρά, δεν κουνιέται όλη την ώρα, δε βλέπει έργα μαζικής κατανάλωσης, δεν έχει δάχτυλα προέκταση όπλου, πληκτρολογίου ή παιχνιδομηχανής. Εκείνο τον Άλλο Κόσμο που σκέφτεται και κουβεντιάζει. Ήθελα να δω πώς είναι. Οι κύριοι μου τον έχουν σχεδόν ξεχάσει κι εγώ δεν τον έχω γνωρίσει καν. Έναν μόνο έχω γνωρίσει κάτοικο αυτού του κόσμου, τον κουνιάδο της Βερενίκης, τον Διομήδη. Ανοίγω παρένθεση.
Ο άντρας της Βερενίκης, ο Νέαρχος, φίλος και κουμπάρος της οικογένειας μου είναι ο ορισμός του μέσου μεσήλικα Έλληνα. Ζεμένος στο αλέτρι της φαμίλιας, δουλεύει νυχθημερόν σε ιδιωτική εταιρεία, ελαφρώς παραιτημένος από πολλά, ζει για να δουλεύει και λιγότερο για να ζει. Έχει τη γυναικούλα του που τον φροντίζει, τα παιδάκια του που φροντίζει να σπουδάσουν, το σπιτάκι, το αυτοκίνητο, το εξοχικό, τα πεθερικά, το σινεμά σπάνια, το θέατρο ακόμα πιο σπάνια, το φαγητό σε φίλους, τις εγκεκριμένες εξόδους και πάει λέγοντας. Μια βολεμένη ζωή σε ένα μαγκανοπήγαδο Δεν κοροϊδεύω γιατί και οι δικοί μου κάπως έτσι είναι. Κάνουν κάτι ανήμπορες επαναστάσεις πού και πού, προσπαθούν να μην αποκοιμίζουν τα μυαλά τους, αλλά ο παρονομαστής παραμένει ο ίδιος.
Η γιορτή του Νέαρχου αποτελεί για όλους ένα είδος παράδοσης εδώ και χρόνια. Η Βερενίκη κάνει ετοιμασίες, φοράει ωραία ρούχα, ανοίγει το σπίτι και η γιορτή αυτή καθεαυτή αποτελεί το κοσμικό γεγονός που ανταμώνει διαφορετικές κουλτούρες σε ένα βράδυ. Εκείνη τη μια φορά το χρόνο ανταμώνουν οι δικοί μου με το Διομήδη, τον αδελφό του Νέαρχου. Τους αρέσει πολύ η συναναστροφή με ένα ελεύθερο και προοδευτικό πνεύμα, όπως είναι ο Διομήδης. Δεν έχει παντρευτεί, δουλεύει για να ζει και δε ζει για να δουλεύει, μένει σε ένα ρετιρέ και ατενίζει την Αθήνα από ψηλά, απαλλαγμένος από μικρότητες. Με κάθε ευκαιρία φεύγει για μικρά και μεγάλα ταξίδια. Με την κυρία μου πάντα ανταλλάσσουν απόψεις για τα μέρη που πήγαν και τα μέρη που ονειρεύονται να πάνε, για τα βιβλία που διαβάζουν, τα έργα που είδαν. Με τον κύριο μου μιλάνε κυρίως πολιτικά γιατί είναι οι μόνοι που ξέρουν, παρακολουθούν, θυμούνται και κρίνουν από την ομήγυρη της γιορτής. Διαβάζει, βλέπει ταινίες, πηγαίνει σε συναυλίες, είναι ένας καλλιεργημένος bon viveur που οι κύριοι μου τον αγαπάνε πολύ.
Θυμάμαι μια χρονιά, ο κύριος μου δήλωσε στην κυρία μου ότι θα πήγαιναν μετά τη δουλειά τους στην πορεία του Πολυτεχνείου. Όπως έχετε καταλάβει ήδη οι κύριοι μου ανακοινώνουν ο ένας στον άλλο τις εξειδικεύσεις τους. Θεωρούν απολύτως φυσικό να πειθαρχεί ο ένας στα σχέδια του άλλου. Ο κύριος μου οργάνωνε μέρες το πώς θα πάνε, με ποιον θα πορευτούν, πού θα σταθούν, πώς θα κινηθούν κλπ. Είναι λίγο φοβητσιάρης και θέλει να εξασφαλίσει ότι δε θα τους σπάσει κάποιος ξαφνικά στο ξύλο. Το κανονικό μου αφεντικό είχε πάει με το σχολείο του και ήταν σε άλλη θέση. Δεν ήθελε ούτε να συναπαντηθεί με τους γονείς του στην πορεία. Όταν φτάσαμε στο Σύνταγμα αποχωρήσαμε και μείναμε παράμερα χαζεύοντας με σκοπό να φύγουμε σιγά σιγά για το σπίτι μας. Εκεί που καθόμαστε να ο Διομήδης. Είχε φύγει και αυτός από την πορεία και κατηφόριζε προς το κέντρο. Τα είπαμε όρθιοι, κάναμε μια σύνοψη της κατάστασης και ξεκίνησε να φύγει κοιτάζοντας το ρολόι του. Φεύγω, μας είπε, πάω στο σινέ Μέλι να δω μια ιρλανδική ταινία "Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι". Ακόμα θυμάμαι τα λόγια του! Μου έκαναν εντύπωση! Και μεις την είδαμε την ταινία αλλά αργότερα σε DVD. Την είδαμε τιμής ένεκεν του Διομήδη ένα μεσημέρι Κυριακής εγώ και η κυρία μου χωμένοι στο διπλό κρεβάτι, με τον κύριο μου να ροχαλίζει μακαρίως δίπλα μας.
Ξεστράτισα όμως πολύ. Άλλα ξεκίνησα να γράφω και αλλού βρέθηκα. Δε θα προλάβω να πω τίποτα για το σινεμά, για το έργο "Cafe de los Maestros" και κυρίως για το άλλο έργο που είδαμε πρόσφατα στο ίδιο σινεμά, ντοκιμαντέρ κι αυτό, τη "Μακρόνησο". Ασύνδετα σας φαίνονται όλα αυτά αλλά συνδέονται με κάποιο τρόπο. Αυτό ξεκίνησα να γράφω και βρέθηκα στο Διομήδη. Πάντως για τη γιορτή του Νέαρχου υπάρχουν πολλά να γραφτούν, είναι ένα πεδίο αναφορών, πχ το Έπος Ζαρτιέρα, δε σας λέω τίποτα! Φεύγω. Έχω να πάω στη γιαγιά Σοφία και να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου! Α! Δε σας το είπα! Πάμε με την κυρία μου και τη Βερενίκη στη Λιουμπλιάνα την Πέμπτη. Πάω να μαζέψω παραστάσεις! Ελπίζω να προλάβω να τελειώσω τα του Μελιού αύριο.

24/4/09

Η ΕΠΑΥΛΙΣ


Και ιδού η έπαυλις! Ετοιμόρροπη, μαδημένη και βρώμικη. Η αλέα (!!) για την έπαυλη καταρακωμένη επίσης! Η πρώην λιμουζίνα σαπίζει παρατημένη στα αριστερά. Η όλη εικόνα μου έφερε στο μυαλό το πολύ ωραίο βιβλίο που διάβασα πριν καιρό "Τα απομεινάρια μιας μέρας". Αν και εδώ ταιριάζει περισσότερο "τα απομεινάρια μιας ζωής". Εγώ κοροιδεύω αλλά η κυρία μου τράβηξε τη φωτογραφία για "το Πριν και το Μετά". Έχετε δει φαντάζομαι τις διαφημίσεις μαλλιών που ένας φαλακρός κύριος παριστάνει το μοντέλο, του πριν βάλει μαλλιά και μετά που έβαλε τα μαλλιά. Τέτοια φωτογραφία είναι και η δική μας.
Η κακομοίρα η έπαυλις έχει τα κακά της χάλια. Ευτυχώς απαλλάχτηκε τουλάχιστον από τα αγριόχορτα που έφταναν τα δύο μέτρα. Και βλέπετε? Δεν την αφήσαμε μόνη κι έρημη. Βάλαμε φυσικά χλοοκοπτικά, 5 προβατάκια πανέμορφα. Ο απέναντι κύριος τα εγκατέστησε στον περιβάλλοντα της επαύλεως χώρο, στους αδιαμόρφωτους ακόμη κήπους και αυτά ασχολούνται με τη χλοοκοπτική και καθαριότητα αγριόχορτων. Έπεται συνέχεια!

17/4/09

ΕΥΧΕΣ, ΑΛΛΆ ΜΕ ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΕΙΟΥΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΕΣ

Τα αποθέματα αισιοδοξίας εξακολουθούν να είναι μειωμένα αλλά δουλεύουμε εντατικά πάνω σε αυτό με την κυρία μου. Έχω βάλει τον εγκέφαλο της σε μια σκάφη και τον πλένω κανονικά. Τον τρίβω σε εκείνη την πλευρά - ξέρετε- που είναι κατσαρή και έτριβαν οι παλιές νοικοκυρές τα ρούχα για να φύγουν οι λεκέδες.
Με σχεδόν άδειους ταμιευτήρες αισιοδοξίας, το πεθερικό στρατοπεδευμένο στο σαλόνι για τις επόμενες 4 μέρες, τις εξετάσεις του κανονικού αφεντικού μου να πλησιάζουν, τα οικονομικά επιτελικά σχέδια της επαύλεως των Κουκουβάτων, τα διάσπαρτα ενοχικά συναισθήματα, τις αναζητήσεις και ένα σωρό άλλες αηδίες....έτσι κρατιούνται δεσμευμένα τα μυαλά.
Καλή ανάσταση σε όλους μας, καλή ανάσταση στην αισιοδοξία της παρούσης σελίδας. Μερικοί μερικοί καλό είναι να σκέφτονται ότι είναι γεροί και μόνο γι΄ αυτό πρέπει να είναι ευτυχείς. Και να μη γκρινιάζουν. Να γκρινιάζουν μόνο για αυτά που πιστεύουν ότι είναι κακώς κείμενα.
Καλή ανάσταση και χρόνια καλά! Μερικοί μερικοί καλό είναι να τα συνειδητοποιήσουν αυτά που εύχομαι γιατί με έχουν φέρει μέχρι εδώ. Θα τους παρατήσω γιατί βαρέθηκα να τους νουθετώ και να τους ανορθώνω νυχθημερόν. Ακούς κυρία μου? Μάζεψε τα μυαλά σου και να μην ξανακούσω για αποθέματα και πράσινα άλογα.
Νύχτωσε κιόλας και πάω να σκαρφαλώσω στην κούνια μου να κοιμηθώ. Αμάν! Κοντεύω κι εγώ να επηρεαστώ! Φιλιά σε όλες τις κανάρες της ανοιξιάτικης πλάσης και σε όλους εσάς!!!!

10/4/09

ΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ

Δεν μειώνονται μόνο τα αποθέματα νερού. Μειώνονται και τα αποθέματα αισιοδοξίας. Την κυρία μου κι εμένα μας έπιασε Εαρινή Θλίψη. Παράδοξο και ανεπίτρεπτο αλλά αληθές! Εμείς που τροφοδοτούμε με αισιοδοξία και κελαηδητά τους πάντες, αυτές τις μέρες το ρίξαμε στις αναθεωρήσεις και τους απολογισμούς! Τι πάθαμε? Και γιατί δεν έχουμε βρει ακόμα τη Συνταγή Ανάνηψης? Έφταιξε αυτή η καινούργια ίωση που μας κατέβαλλε ψυχικώς?
Το Σάββατο η Τσιριμπόμ πήγε από το μεσημέρι στη δουλειά της, αν και η παρουσία της ήταν απαραίτητη μόνο το βράδυ. Είχε δημιουργηθεί ένα πρόβλημα που απαιτούσε τους προβολείς της. Πήγα κι εγώ μαζί γιατί ήθελα να της κάνω παρέα. Τα Σάββατα είναι δύσκολες μέρες για δουλειά. Ειδικά για την κυρία μου η οποία δουλεύει όλη τη βδομάδα και περιμένει πώς και πώς το σαββατοκύριακο να ξεκουραστεί. Φλυαρώ.
Η μέρα πέρασε κάπως έτσι. Το βράδυ, στην υπηρεσία της, συνδιαλέχτηκε με έναν χοντρό κύριο ο οποίος ήταν άσχημα κρυωμένος και έβηχε και ρουθούνιζε και τσέβδιζε μέσα στη μούρη μας, αγνοώντας τι σημαίνει «βάζω μπροστά στο στόμα μου το χέρι μου, όταν είμαι κρυωμένος». Είχε επίσης προβληματική σχέση με το σαπούνι. Έβλεπα με τα μαγικά μάτια της φαντασίας μου χιλιάδες ιούς να εκσφενδονίζονται στα ρουθούνια της κυρίας μου και ακολούθως να κατρακυλάνε στο λάρυγγα της, στην τραχεία της, στους πνεύμονες της και να στρατοπεδεύουν. Ιούς κακομούτσουνους να στήνουν αντίσκηνα και να βγάζουν μικροσκοπικά κατσαρολάκια παρασκευής φαγητών. Το πρωί άναψαν φωτιά για να μαγειρέψουν. Έγινε εμφανές όταν άρχισε να καίει η μύτη της κυρίας μου και πολύ σύντομα άρχισαν να πονάνε τα κόκαλα και τα κρέατα της. Ακόμα μία ίωση. Κουρασμένη και άρρωστη γύρισε σπίτι και ξάπλωσε. Συνέθεσα νανουριστικούς σκοπούς για να τη συντροφέψω. Εκείνη έκανε ταβανοθεραπεία και, μοιραία, εφόσον δεν μπορούσε να διαβάσει, άρχισε να σκέφτεται και να κάνει ανασκοπήσεις. Δε θέλει πολύ η θλίψη να ξεπροβάλλει. Αργία μήτηρ πάσης κακίας.
Τη Δευτέρα δε μπόρεσε να σηκωθεί καν από το κρεβάτι. Η μαμά της τής έφτιαξε σουπερικά τα οποία δε γλώσσιασε. Εξακολουθούσε την ταβανοθεραπεία. Το άλλο βόδι του αρετριού έλειπε στη Μαλία από το πρωί και γύρισε το βράδυ! Τις τελευταίες βδομάδες το απασχολούσε έντονα μια υπόθεση εκδίκασης συναδέλφου του και, προς τιμήν του, διαβάζοντας νυχθημερόν, διαμόρφωσε άποψη και υπερασπιστική γραμμή και πήγε να την εφαρμόσει στο δικαστήριο. Μαχητικός όσο δεν παίρνει ο κύριος μου! Ήταν το τέταρτο στη σειρά ταξίδι αλλά με αίσιο αποτέλεσμα : η συνάδελφός του αθωώθηκε και επέστρεψε πανηγυρίζοντας και κατηγορώντας την Τσιριμπόμ ότι δε συμμερίζεται το θρίαμβο του. Εκείνη περιορίστηκε να ανοίξει ένα θολό μάτι και να ψελλίσει κάτι ακατάληπτα.
Το κανονικό αφεντικό μου ζει στον κόσμο του! Είναι χωμένο μέχρι τα αυτιά στις επικείμενες εξετάσεις, μαθαίνει να βράζει αυγά, να καθαρίζει μήλα και πατάτες, να μαγειρεύει μακαρόνια για την πιθανότητα να περάσει στη Σχολή των Ονείρων του της Επαρχίας. Ταυτόχρονα όμως βιώνει και ένα νέο έρωτα και τον έχουν φάει οι σκέψεις τι να κάνει με τον παλιό. Ώρα που βρήκε! Η Τσιριμπόμ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας τον άκουγε και δεν είχε δύναμη ούτε να μελαγχολήσει για τον εαυτό της και τους ανεπιστρεπτί χαμένους δικούς της έρωτες! Οι δε συμβουλές της ήταν εξίσου αδύναμες με τη θέληση της.
Ο δε Χόλιους από την άλλη, αυτός κι αν είναι στον κόσμο του! Ένα τόνο ζελέ στο μαλλί, το χέρι απλωμένο μονίμως για χαρτζιλίκι, τα μαθήματα στο πλαίσιο του ποδαριού, της προχειρότητας και του «αύριο». Η ημιμάθεια σε αρσενική έκδοση. Φυγόπονος και τεμπέλης. Αλλά γοητευτικός! Δεν μπορείς να του αντισταθείς με κανένα λογικό συσχετισμό!
Αυτά και άλλα πολλά έφερνε στο μυαλό της η κυρία μου και βυθιζόταν στην άβυσσο της κατάθλιψης. Κελαηδούσα κεφάτα αλλά εκείνη λαγοκοιμόταν για να μας αποφύγει όλους. Μέχρι και εμένα!
Την Τρίτη σηκώθηκε και πήγε στη δουλειά της. Υπάρχουν όπως ξέρετε δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν με σαφήνεια καταγεγραμμένες στο υποσυνείδητο τους τις μέρες ασθένειας που ορίζει ο νόμος. Ακόμα και αν δεν αρρωστήσουν, βρίσκουν χαρτιά γιατρών και τις παίρνουν («αφού τις δικαιούμαι» λένε). Δε συζητάμε για μέρες που εφάπτονται αργιών! Είναι ηλίθιος όποιος δεν το κάνει. Αυτό ακριβώς σκεφτόταν η Τσιριμπόμ όταν σηκώθηκε μετά κόπων και βασάνων το πρωί της Τρίτης να πάει στη δουλειά της. Δεν τη βαστούσαν τα πόδια της αλλά πήγε. Η σκέψη ότι ανήκει στη Συνομοταξία των Ηλιθίων την κατέβαλε ακόμα πιο πολύ. Πώς θα ήθελε να κουκουλωθεί στο κρεβάτι της, αγκαλιά με τη θερμοφόρα της, να κατεβάσει τους διακόπτες και να αφήσει τον οργανισμό της να συνέλθει με την ησυχία του! Να πάρει μια ολόκληρη βδομάδα άδεια να βιώσει την ίωση της σαν άνθρωπος!
Όλη η βδομάδα πέρασε με καταβολή, αδυναμία, ανορεξία και σκέψεις. Η δουλειά ρουφούσε τις δυνάμεις που προσπαθούσαν να συγκεντρωθούν και οι σκέψεις ξεμύτιζαν πιο εύκολα. Σκέψεις κουραστικές, περιττές, άλλες μαύρες, άλλες κουτές, άλλες άκαιρες. Σκέψεις, ασύνδετες και συνδεδεμένες. Δε θα συνεχίσω άλλο. Δε μου ταιριάζει το ύφος αυτό της μαυρίλας. Δεν είμαστε με τα καλά μας! Από μία ίωση να βρεθούμε στα Τάρταρα! Εγώ είμαι γεννημένο για εξαιρετικές συνθέσεις! Η Τσιριμπόμ οφείλει να είναι ακατάβλητη. Δεν μπορεί να το βάλει κάτω! Πάω να εμβολιάσω στα καραμελοσοκολατάκια της κόκκους αισιοδοξίας, ανοχής, ελπίδας, υπομονής, ηρεμίας. Θα τα τρώει και σιγά σιγά θα ανανήπτει χωρίς να το καταλάβει! Δε θα αφήσω εγώ ένα σκατο-ιό να μου χαλάσει μήνες και χρόνια δουλειάς! Δε με ξέρετε καλά! Τζιτζιφρίγκο με λένε! Τα αποθέματα εγώ τα κάνω και ξεχυλίζουν!

5/4/09

Ο ΨΩΡΑΛΕΟΣ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΣ

Πριν από αρκετά χρόνια, τουλάχιστον 15, ο Δήμαρχος του Άλλου Μπύθουλα, της γειτονιάς που απολαμβάνει τις εξαίσιες συνθέσεις και τα τραγούδια μου, αποφάσισε να φτιάξει πεζόδρομους ανάμεσα στα στενά. Στενά με την κυριολεκτική έννοια του όρου, με στενά αποπνικτικά πεζοδρόμια, στενά οδοστρώματα και στενόμυαλους κατοίκους. Εμείς ελπίζαμε ότι θα γινόταν πεζόδρομος το στενό το δικό μας και η γιαγιά Σοφία οργίαζε σε σχέδια επέκτασης των κρεμαστών της κήπων. Οραματιζόταν όπως άλλωστε όλοι μας, έναν πεζόδρομο πνιγμένο στο πράσινο, με παιδάκια που θα έκαναν αμέριμνα ποδήλατο και θα κυνηγιόντουσαν, παγκάκια που θα ξεκούραζαν παππούδες στην απογευματινή βόλτα τους και θα φιλοξενούσαν άγουρα ζευγαράκια στα μυστικά τους. Οραματιζόμασταν μια μικρή όαση στο τσιμέντο του Άλλου Μπύθουλα.
Ο πεζόδρομος έγινε αλλά έγινε στην προέκταση του δικού μας στενού κι εμείς αρχικά στεναχωρηθήκαμε που δεν τον είχαμε μπροστά μας. Μετά όμως είπαμε ότι καλύτερα έτσι γιατί υπήρχε ένα σχολείο κι ένα νηπιαγωγείο στις δύο γωνίες του, εκεί που τελείωνε και θα ήταν καλύτερα να περιβάλλονται από τον πεζόδρομο.
Το σχολείο ήταν ένα ιδιωτικό γνωστό της περιοχής που είχε αναθρέψει σωρεία τούβλων. Στο πεζοδρόμιο του, που ενοποιήθηκε με τον πεζόδρομο είχε φυτεμένες τρεις ελιές και δύο γαζίες. Οι ελιές συν τω χρόνω εξαφανίστηκαν. Απομένουν τα κουφάρια τους με φυτρωμένα αγριοελιόκλαδα γύρω τους. Το θέαμα είναι να λυπάσαι! Προφανώς κόπηκαν γιατί οι ελιές όταν έπεφταν λέρωναν το πεζοδρόμιο!
Οι γαζίες τη γλίτωσαν. Περιέργως πώς! Ευτυχώς όμως, γιατί αν έχετε μυρίσει μια φορά στη ζωή σας γαζία θα με καταλάβετε. Ένα δέντρο που δεν το πιάνει το μάτι σου και έχει ένα κίτρινο μαλλιαρό λουλουδάκι με ένα θεσπέσιο άρωμα! Οι γαζίες του πεζόδρομου μας είναι γέρικες πια. Έχουν αραιά φυλλαράκια, υπερτερούν τα ξερά κλαδιά τους και όταν περνάς χωρίς να ξέρεις τι δέντρα είναι θεωρείς ότι αποτελούν προστάδιο καυσόξυλων. Αλλά δεν το βάζουν κάτω! Τις παρομοιάζω με τις αλώβητες ψυχές που τρώνε συνέχεια χαστούκια όμως εκείνες ξανασηκώνονται. Και δώστου πάλι ξύλο. Κι εκείνες πεισματάρες ανορθώνονται. Έτσι στέκονται οι γαζίες μας. Όρθιες, προσπαθώντας να μην ενοχλούν κανέναν γιατί ξέρουν ότι μόλις ενοχλήσουν θα οδεύσουν στα τζάκια των παροικούντων. Όταν ανθίζουν, βγάζουν τα λουλουδάκια τους στο τέλος των ξερών κλαδιών τους και μοσχοβολάει όλος ο πεζόδρομος. Τότε κόβουμε δυο τρία από τα λουλουδάκια αυτά και τα μυρίζουμε με την κυρία μου μέχρι να μαραθούν, τρέμοντας με τη σκέψη ότι ίσως του χρόνου οι γαζίες μας δεν υπάρχουν (η Τσιριμπόμ να φανταστείτε σχεδιάζει να βρει και να φυτέψει γαζίες στην έπαυλη των Κουκουβάτων {ελπίζω ότι όταν λέω «έπαυλη» καταλαβαίνετε ότι κοροϊδεύω, έτσι? Για να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Διότι εμείς οικογενειακώς αυτοσαρκαζόμεθα}.
Τι απέγινε ο πεζόδρομος μας? Έχετε περιέργεια να μάθετε? Σε χρόνο ρεκόρ μετατράπηκε σε parking αυτοκινήτων των κατοίκων. Εξαφανίστηκαν όλα τα παγκάκια γιατί εμπόδιζαν την είσοδο και την έξοδο των αυτοκινήτων. Η παροχή του νερού για να ποτίζεται συνδέθηκε με τη βρύση ενός κατοίκου για να πλένει δωρεάν την αυλή και το αυτοκίνητο του. Οι ζαρντινιέρες με τα φυτά που ενοχλούσαν εισόδους και εξόδους μπαζώθηκαν. Θάμνοι που ψήλωναν ανεξέλεγκτα, περιέργως ξεράθηκαν ξαφνικά. Ο πεζόδρομος έγινε ένα ψωραλέο αντίγραφο πεζόδρομου και ταυτόχρονα parking οχημάτων. Τα μικρά μου αφεντικά, όσες φορές τόλμησαν να βγουν να κάνουν ποδήλατο (τότε που ήταν μικρά) εκδιώχτηκαν κακήν κακώς γιατί ενοχλούσαν τους κατοίκους του πεζόδρομου!!!!! Η κυρία μου και τα μικρά αφεντικά μου τον χρησιμοποιούσαν μόνο σαν νεκροταφείο των προκατόχων μου! Δεν αστειεύομαι. Όλα τα καναρίνια που παρήλασαν πριν από μένα και λόγω ατυχημάτων μετακόμισαν στον παράδεισο των καναρινιών θάφτηκαν με όλες τις τιμές στα παρτέρια του πεζόδρομου.
Και τώρα……ταρατατζούμ……ταρατατζούμ!!!! Ακούστε!!! Το επιστέγασμα! Στην άλλη γωνία, στην αντίθετη των σχολείων και αυτή που συνορεύει με το σπίτι μας, άνοιξε (χρόνια τώρα) ένα Ευαγές Ίδρυμα, ένα στολίδι του Μπύθουλα μας, ένα Kομψοτέχνημα Διανόησης, ένα Διαμάντι Παιδείας αλλά και ένα Μαργαριτάρι Διασκέδασης. 30 μέτρα από τα σχολεία, 100 μέτρα από άλλα σχολεία, μέσα σε οικογενειακές πολυκατοικίες, φούρνους, έβγες, άνοιξε και ανθεί ένα Κωλάδ*κο. Η κυρία μου το αποκαλεί ευγενώς Μπουρδ*λο, το προτιμά από το Κωλάδ*κο. Συλλαλητήριο κάθε βράδυ! Ουρές μπροστά στο σπίτι μας! Όταν βγαίνουν τα αφεντικά μου τα βράδια της Παρασκευής ή του Σαββάτου και γυρίζουν αργά, ξέρουν ότι δε θα βρουν να παρκάρουν γιατί όπως λέει η Τσιριμπόμ έχουν έρθει οι Μπουρδελαίοι. Αυτό το κωδικό όνομα τούς έχει αποδοθεί. Οι Μπουρδελαίοι είναι όλων των ηλικιών αλλά κυρίως γέροι. Όταν λέμε γέροι εννοούμε ποοοολύ γέροι. Γέροι και βρωμιάρηδες.
Αλλά όχι! Σταματάω εδώ γιατί σκοπεύω να αφιερώσω ένα ανεξάρτητο χολικό κείμενο για αυτούς! Το αξίζουν νομίζω! Δεν μπορώ να κλέψω τη δόξα του πεζόδρομου!

2/4/09

ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΝΕΡΑΝΤΖΙΕΣ

Βρήκα τα σοκολατάκια! Βρήκα τα σοκολατάκια! Θυμάστε που στο ταξίδι των Βρυξελλών είχαμε ξετρελαθεί εγώ και η κυρία μου με κάτι περίεργα καραμελοσοκολατάκια? Τα είχαμε φάει μέσα σε ένα παγωτό στο τέλος του δείπνου στο Belga Queen. Τα ανακάλυψε η άθλια! Μία συνάδελφος της θα ταξίδευε για Βρυξέλλες και την είχε μισή ώρα στο τηλέφωνο για να της δώσει να καταλάβει πώς ήταν αυτά τα σοκολατάκια για να μπορέσει να τα βρει. Να μη σας τα πολυλογώ όχι μόνο παρήγγειλε 1 κιλό αλλά η Έλλη τα βρήκε και της τα έφερε κιόλας!
Σας έχω πει ότι μένουμε σε ένα είδος Μπύθουλα. Σε γειτονικό, ακόμη πιο Μπύθουλα δουλεύει ο άντρας της Έλλης ο οποίος θα ήταν ο διαμετακομιστής των λιχουδιών. Έτσι χτες το απόγευμα, η Τσιριμπόμ έβαλε τα αθλητικά της παπουτσάκια και ξεκίνησε να πάει με τα πόδια στη δουλειά του φέροντα και όχι για πολύ κατέχοντα. Μόλις που πρόλαβα να καρφιτσωθώ στο φερμουάρ της. Έφυγε σα βολίδα, πέρασε από τη δανειστική βιβλιοθήκη να δανειστεί «τροφή», αγόρασε ένα βιβλίο δώρο για την Έλλη και σοκολάτες ΙΟΝ (που είναι οι μόνες πια ελληνικές σοκολάτες) για την κόρη τους (αν και η κόρη βρίσκεται πλέον στο μεταίχμιο μεταξύ σοκολάτας και γαμβρού). Περπατούσαμε στα στενά, μακριά από τους δρόμους με κίνηση για να έχουμε την ψευδαίσθηση της βόλτας σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Στη μύτη μας έφτασε το άρωμα από τις ανθισμένες νεραντζιές. Τι θεσπέσιο άρωμα! Ανθισμένες, κατάφορτες, με μικρά άνθη γύρω τους στο πεζοδρόμιο ήταν χάρμα ιδέσθε και οσφραίνεσθε. Το θέαμα των νεραντζιών μάς ξύπνησε διάφορες σκέψεις. Κακόμοιρα δεντράκια τι τραβάνε! Δε θυμάται ακριβώς πότε η κυρία μου, ένας δήμαρχος της πόλης μας έκανε ένα ρεσάλτο δενδροφύτευσης και φύτεψε νεραντζιές σε όλα τα πεζοδρόμια του Μπύθουλα μας. Κάθε σπίτι είχε απέξω από την πόρτα του τη νεραντζιά του. Έχετε ιδέα όμως πόσο ενοχλητικά είναι τα δέντρα? Σου κρύβουν τη θέα, σου λερώνουν το πεζοδρόμιο, μπορεί να «σηκώσουν» λίγο τις πλάκες του πεζοδρομίου, φυτρώνουν αγριόχορτα στη λακκούβα τους, αρρωσταίνουν, θέλουν νερό…Πολλή φασαρία! Άσε που άμα είναι αυτά δε μπορείς να ανεβάσεις το αυτοκίνητο σου στο πεζοδρόμιο να παρκάρεις σαν άνθρωπος! Αμ οι πεζοί? Περπατάνε στο πεζοδρόμιο και πρέπει να κάνουν ζικ ζακ για να τα αποφύγουν! Για όλους αυτούς τους λόγους οι νεραντζιές της γειτονιάς μας άρχισαν να αποδεκατίζονται. Στα πεζοδρόμια μπορείς ακόμα να μετρήσεις τα κουφάρια τους. Κάποιες αντιστέκονταν με τη βοήθεια της τύχης και ίσως της αδιαφορίας. Ώσπου ήρθε η χαριστική βολή με τη μορφή της αντιπαροχής. Ο Μπύθουλας μας, καθυστέρησε λόγω του ότι ήταν Μπύθουλας. Να και κάτι καλό! Προηγήθηκαν τα Μαρούσια, οι Μεταμορφώσεις, τα Χαλάνδρια, οι Χολαργοί…τα ξέρετε! Όταν ο κόσμος άρχισε να φτωχαίνει ή όταν οι φτωχοί έβαλαν πρόγραμμα να αποκτήσουν ένα κεραμίδι «καλό και φτηνό», οι εργολάβοι ανακάλυψαν τον Μπύθουλα μας.
Μέχρι τότε τα σπίτια ήταν διώροφα και τριώροφα ανάλογα με το πόσα παιδιά είχε η οικογένεια. Χτίζονταν λοιπόν από μικροαστούς οικογενειάρχες μικρές κατοικίες και στέγαζαν τους γονείς στο ισόγειο και τα παντρεμένα παιδιά στους ορόφους. Στο δικό μας στενό έτσι είναι τα περισσότερα σπίτια. Δίπλα στο σπίτι μας είναι το σπίτι του Ασπράγκαθου (σας διηγήθηκα τις προάλλες την ιστορία του) και παραδίπλα άλλοι και πάει λέγοντας. Υπήρχαν όμως και πολλά εγκαταλειμμένα σπίτια τα οποία τα τελευταία χρόνια δόθηκαν μαζικά αντιπαροχή και ξεφύτρωσαν διάσπαρτα πολυώροφα κακόγουστα τέρατα. Οι νεραντζιές των πεζοδρομίων πήγαν υπέρ πίστεως και πατρίδος επειδή έπρεπε κάπως να περάσει η μπουλντόζα και επειδή ενοχλούσαν τις εισόδους των χώρων στάθμευσης των (πιο σημαντικών για τη ζωή και το prestige) αυτοκινήτων.
Απέναντι από το σπίτι μας ο κυρ Σταμέλος είχε μια ελιά και κάθε Νοέμβρη μάζευε τις ελιές και έφτιαχνε όλη η γειτονιά ελιές για φάγωμα. Πάει αυτή η ελιά. Όταν πέθανε ο κυρ Σταμέλος οι κόρες που στο μεταξύ καλοπαντρεύτηκαν και έφυγαν μακριά από τον Μπύθουλα μας (στις Βούλες και τις Βουλιαγμένες) έδωσαν το σπίτι αντιπαροχή και τον ουρανό μας σκίασε ακόμα ένα εξάμβλωμα (με ένα σκύλο στο ρετιρέ για του οποίου τη γούνα έχω άφθονα ράμματα). Στην παρακάτω γωνία αγοράστηκε ένα μικρό μαγαζάκι που έγινε αποθήκη απορρυπαντικών και χαρτικών. Σε χρόνο ρεκόρ εξαφανίστηκε η νεραντζιά και μπαζώθηκε το κενό του πεζοδρομίου επειδή εμπόδιζε τη μόστρα του μαγαζιού αλλά και γιατί ήθελε ο καταστηματάρχης να βγάζει τα καλάθια - κράχτες με τις χαρτοπετσέτες και τους πλαστικούς δίσκους – απαυγάσματα αισθητικής. Η κυρία μου, ως γνήσια μνησίκακος άνθρωπος, δεν το συγχώρεσε αυτό ποτέ στον ιδιοκτήτη και γι αυτό δεν ψωνίζει καθόλου από κει.
Το δικό μας σπίτι καθότι γωνιακό έχει μεγαλύτερο πεζοδρόμιο. Φυτέψαμε μια πικροδάφνη, ένα λιγούστρο που έχει γίνει δέντρο ολόκληρο και ζαρντινιέρες με γιούκες και άλλες πρασινάδες. Φαντάζομαι ότι οι περαστικοί μας σκυλοβρίζουν όταν εγκαταλείπουν το τσιμέντο για να διέλθουν από τους κρεμαστούς κήπους. Η δική μας νεραντζιά φυσικά διεσώθη τη φροντίδι γιαγιάς Σοφίας. Λιπάσματα, νεράκια, ψεκασμοί, φρέσκο χώμα αγορασμένο από το φυτώριο. Όλες οι περιποιήσεις. Τα νεράντζια επιτηρούνται στενά καθώς μεγαλώνουν και ένα άγρυπνο μάτι επιτηρεί τους περαστικούς μήπως τυχόν τα εποφθαλμιούν και έρθουν να τα κόψουν το βράδυ! Όταν μεγαλώσουν αρκετά σκαρφαλώνουμε με τη σκάλα μας, τα κόβουμε και τα παραδίδουμε στη γιαγιά η οποία τα ξεπικρίζει, τα τυλίγει ρολάκια δεμένα με λευκή κλωστούλα και τα κάνει γλυκό! Γάτα (και) γλυκών του κουταλιού η γιαγιά!
Επειδή είμαι ωδικό πτηνό, κατοικίδιο αλλά και μπαλκονάτο, έχω μάθει τόσα χρόνια να απολαμβάνω τόσο τις τρέλες των αφεντικών μου όσο και τη φύση, όσο μπορώ να τη χαίρομαι από το μπαλκόνι μας. Το άρωμα των ανθισμένων νεραντζιών με ενημερώνει ότι ακόμα μια άνοιξη έρχεται….Μια ακόμη άνοιξη της ζωής μου για την οποία πρέπει να συνθέσω νέα έπη.
Λουσμένοι στα άνθη νεραντζιάς έτσι όπως το ελαφρό αεράκι τα παρέσυρε από τα δέντρα και σκοντάφτοντας στις ανασηκωμένες πλάκες του πεζοδρομίου πήραμε τα καραμελοσοκολατάκια και γυρίσαμε σπίτι (με μείον δύο που καταβροχθίστηκαν στο δρόμο). Για όποιον ενδιαφέρεται και σχεδιάζει ταξίδι στις Βρυξέλλες λέγονται cubedon.